Πόσο μπορεί κανείς να κρύβεται πίσω από το ανθρώπινο λάθος (που πάντα –ή σχεδόν πάντα– υπάρχει) και πόσο θέλει κανείς για να καταλάβει ότι οι εκ των υστέρων, εύκολες διαπιστώσεις κάνουν τα πάντα χειρότερα;
Αγγελος Κωβαίος
Eίναι άκαιρο και άκυρο να αρχίσει η πολιτική αντιπαράθεση με αφορμή το δυστύχημα στα Τέμπη. Κατά βάση, αυτό έχει να κάνει με το γεγονός ότι κανείς δεν νομιμοποιείται να παίξει τον ρόλο του κήνσορα.
Oμως την ίδια στιγμή αναρωτιέται κάποιος και πότε είναι η κατάλληλη στιγμή για κάτι τέτοιο.
Πότε οφείλει κανείς να έχει διαπιστώσει όλα αυτά που διαπιστώνονται έπειτα από τραγικά περιστατικά; Οπως τα προηγούμενα δυστυχήματα στα Τέμπη, το ναυάγιο του Σάμινα και τόσα άλλα πολλά; Φταίει κανείς για κάτι, δεν φταίει κανείς για τίποτα, ή τελικά η παρακμή, η νωθρότητα, η χαλαρότητα και η παραίτηση έχουν γίνει το μέτρο όλων των διαδικασιών και λειτουργιών, σε όλα τα πεδία;
Πόσο μπορεί κανείς να κρύβεται πίσω από το ανθρώπινο λάθος (που πάντα –ή σχεδόν πάντα– υπάρχει) και πόσο θέλει κανείς για να καταλάβει ότι οι εκ των υστέρων, εύκολες διαπιστώσεις κάνουν τα πάντα χειρότερα;
Για να μην κρυβόμαστε, τα ζητήματα είναι απλά: Εχει κάποιος ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρίσκονται οι σιδηρόδρομοι (ή οι αστικές συγκοινωνίες, ή τα νοσοκομεία, ή οι αερομεταφορές ή οποιαδήποτε άλλη δημόσια υπηρεσία, κρατική ή μη);
Προφανώς και έχει. Χρειαζόμαστε και παραδείγματα; Eνα απλό: Γιατί εδώ και είκοσι και πλέον χρόνια λειτουργίας του, δεν έχει συμβεί το παραμικρό στο μετρό; Δεν μπορεί να είναι μόνο η τύχη και στην άλλη περίπτωση η τόσο κραυγαλέα ατυχία. Προφανώς λοιπόν και ευθύνες υπάρχουν.
Το θέμα είναι ότι δεν πρέπει το ζήτημα των ευθυνών να αναδεικνύεται με τρόπο τραγικό, όποτε συμβαίνει ένα ατύχημα, δυστύχημα, μία παράβαση ή ένα έγκλημα. Δεν πρέπει, αλλά αυτή είναι η ρουτίνα μας. Το «αυτή είναι η Ελλάδα» είναι μια διαπίστωση που κάποτε ακούστηκε, με αφορμή τραγική, ανάλογη της σημερινής. Σωστή, αλλά όχι για να ακούγεται από το στόμα Πρωθυπουργού ή προσώπου με συνταγματικά αποδιδόμενη ευθύνη για ό,τι συμβαίνει στη χώρα.
Συνεπώς, το ζήτημα δεν είναι να αποδίδονται οι ευθύνες, είναι να υπάρχει η αίσθηση του καθήκοντος και αυτό να ασκείται επιμελώς. Και μάλιστα αγωνιωδώς. Μην τυχόν και χρειαστεί να αποδοθούν ευθύνες, δηλαδή.
Δυστυχώς, από εκεί και πέρα σε μία χώρα όπως η Ελλάδα, η συζήτηση αυτή μετά τις τραγωδίες είναι σχεδόν αδύνατο να γίνει οργανωμένα, εποικοδομητικά, ψύχραιμα και με γενναιότητα.
Και σε αυτό το τελευταίο, διαπιστώνεται μάλλον το μεγαλύτερο κενό.
Πηγή: Protagon.gr