Παρασκευή 17 Μαρτίου 2023

Βουλευτής Α΄ ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Τζανακόπουλους: - Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί ότι ο κατώτατος μισθός θα υπερκαλύπτει τις αυξήσεις - Για αξιοπρεπή διαβίωση θα δώσουμε αύξηση .. για να φτάσουμε στα 880 ευρώ.


 

Συνέντευξη του Βουλευτή Α΄ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Δημήτρη Τζανακόπουλου στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM (Κ. Μακρή)

«Οι δομικές ανεπάρκειες του συστήματος του ΟΣΕ τα τελευταία χρόνια αποδεικνύουν ότι έχει πλήρως καταρρεύσει. Το γεγονός ότι έγιναν προσλήψεις χωρίς τα απαραίτητα προσόντα και φυσικά το γεγονός ότι οι άνθρωποι οι οποίοι έπρεπε να στελεχώσουν καίριες θέσεις για την ασφάλεια των μεταφορών, δεν είχαν την απαιτούμενη εκπαίδευση, όπως αναφέρεται στο σχετικό πόρισμα της Ρυθμιστικής Αρχής Σιδηροδρόμων, είναι πραγματικά συγκλονιστικό», ανέφερε σε συνέντευξή του στον ραδιοφωνικό σταθμό Real FM ο Βουλευτής Α΄ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία Δημήτρης Τζανακόπουλος.

Και συνέχισε τονίζοντας: «Επιβεβαιώνει δε και μια κριτική ότι δεν έχουμε απλώς και μόνο ένα ανθρώπινο λάθος, αλλά μια εγκληματική πολιτική πλήρους απαξίωσης που έχει οδηγήσει στην κατάρρευση της δημόσιας υποδομής. Είναι ζήτημα που αφορά πρωτίστως τη διοίκηση του ΟΣΕ και την πολιτική ηγεσία. Δηλαδή δεν έχουμε να κάνουμε με τις ευθύνες απλώς ενός επιθεωρητή ή με τις ευθύνες των εκπαιδευτών. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών εντολών».

Μάλιστα υπογράμμισε ότι «είναι μια πολιτική εντολή, η οποία λέει ότι εφόσον πρέπει να καλυφθούν τα κενά για να μην σταματήσουν οι σιδηροδρομικές μεταφορές, βγάλτε τους ακόμα και ανεκπαίδευτους ή επισπεύστε τη διαδικασία της εκπαίδευσης. Όλα αυτά αναδεικνύουν ένα βαθιά προβληματικό σύστημα, μια βαθιά προβληματική δομή για την οποία υπάρχουν πρωτίστως και κυρίως πολιτικές ευθύνες που σχετίζονται με την ηγεσία του Υπουργείου Μεταφορών, δηλαδή τον κ. Καραμανλή και φυσικά με τις διοικήσεις στη διοίκηση του ΟΣΕ, οι οποίοι ήταν οι εκλεκτοί της κυβέρνησης. Αυτό είναι το σχόλιο και νομίζω ότι αποδεικνύεται και επιβεβαιώνεται και από όλα όσα βλέπουν καθημερινά το δημόσιο».

Σχετικά με τις ανακοινώσεις για τον κατώτατο μισθό στα 780 ευρώ σχολίασε: «Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δεσμευτεί ότι με δεδομένη την καλπάζουσα ακρίβεια και τον υψηλότατο πληθωρισμό,
θα πρέπει ο κατώτατος μισθός να υπερκαλύπτει τις αυξήσεις οι οποίες έχουν συντελεστεί στα είδη πρώτης ανάγκης και στην ενέργεια. Διότι ενώ ο συνολικός πληθωρισμός μπορεί να βρίσκεται κοντά στο 9-10% στα είδη πρώτης ανάγκης έχουμε αύξηση της τάξης του 17, του 20, ακόμα και του 25 % ιδιαιτέρως στα τρόφιμα. Άρα λοιπόν δεν υπάρχει δυνατότητα για αξιοπρεπή διαβίωση χωρίς μια τιμαριθμική αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού, ο οποίος πρέπει να οριστεί στα 800 ευρώ. Τιμαριθμική αναπροσαρμογή θα πει ότι θα δώσουμε και μια αύξηση 10% στα 800 για να φτάσουμε στα 880. Νομίζω ότι αυτό είναι το κατώτατο όριο αξιοπρεπούς στοιχειώδους διαβίωσης».

Ο Βουλευτής επεσήμανε κιόλας ότι «η κυρίαρχη θεωρία των οικονομικών αυτή την περίοδο λέει ότι μια αύξηση του κατώτατου μισθού στην πραγματικότητα δεν ευνοεί την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας και επηρεάζει σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Στην πραγματικότητα όμως ισχύει το ακριβώς αντίστροφο. Όταν το 2018 είχε γίνει αύξηση κατά 11% του κατώτατου μισθού, η άμεση απόκριση των εργοδοτικών φορέων αλλά και του δημοσιογραφικού, πολιτικού και οικονομικού αναλυτικού λόγου, μας έλεγε ότι αυτό θα επηρεάσει την ανεργία, θα δημιουργήσει προβλήματα στις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και τελικά μέσα σε ένα χρόνο αποδείχθηκε το ακριβώς αντίθετο. Δηλαδή ότι και η ενεργός ζήτηση είχε τονωθεί και οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην πραγματικότητα ευνοήθηκαν από την αύξηση του κατώτατου μισθού, διότι η αύξηση του κατώτατου μισθού αυξάνει τη ζήτηση σε είδη πρώτης ανάγκης και από αυτό ακριβώς ευνοούνται μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Άρα δεν πρέπει να το βλέπουμε στο επίπεδο του αποκομμένου ισολογισμού μιας μικρής επιχείρησης, αλλά το τι συνέπειες έχει η αύξηση του κατώτατου μισθού στο συνολικό κύκλο της οικονομίας. Και έχει αποδειχθεί ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού στο συνολικό κύκλο της οικονομίας ευνοεί τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αυξάνουν το τζίρο και αυξάνουν και τη δυνατότητά τους να προσλαμβάνουν ακόμη περισσότερους εργαζόμενους. Ιδιαίτερα σε μια οικονομία όπως είναι η ελληνική. Άρα το επιχείρημα είναι μάλλον κοντόφθαλμο».

Ερωτηθείς για το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε παραδώσει το 70% του έργου, ενώ η κυβέρνηση λέει ότι είχε παραδώσει το 32%, ο Δ. Τζανακόπουλος ξεκαθάρισε: «Σε ό,τι αφορά τη σύμβαση, η οποία είχε υπογραφεί το 2014, αφορούσε ένα συνολικό έργο για την ανάπτυξη του σιδηροδρόμου. Το έργο αυτό προϋπέθετε ότι θα έχουν φτιαχτεί οι σήραγγες, ότι θα έχει φτιαχτεί διπλή γραμμή. Διότι η φωτοσήμανση και η τηλεδιοίκηση χωρίς διπλή γραμμή δεν έχει κανένα νόημα. Εμείς προχωρήσαμε στις πολύ βαριές εργασίες τις οποίες προϋπέθετε το έργο. Καταφέραμε να ολοκληρώσουμε τη διπλή γραμμή και τις σήραγγες και στη συνέχεια με βάση το έγγραφο της ΕΡΓΟΣΕ παραδώσαμε την τηλεδιοίκηση στο 72%. Και δεύτερον τα νομικά ζητήματα τα οποία είχαν προκύψει από την Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων, είχαν επιλυθεί και ήταν έτοιμη η συμπληρωματική σύμβαση προς υπογραφή. Τη συμπληρωματική αυτή σύμβαση ο κ. Καραμανλής επέλεξε να την υπογράψει δύο χρόνια αργότερα και οφείλει σε κάθε περίπτωση να δώσει κάποιες εξηγήσεις».

Και κατέληξε: «Ο σιδηρόδρομος υπάρχει 200 χρόνια και είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι επί 200 χρόνια τα τρένα δεν κινούνται στα τυφλά, παρά το γεγονός ότι μπορεί να μην υπάρχει τηλεδιοίκηση. Το ότι υπάρχουν δικλείδες ασφαλείας στο σύστημα πέρα και έξω από το θέμα της τηλεδιοίκησης είναι κάτι δεδομένο. Διαφορετικά θα είχαμε κάθε μέρα μετωπικές συγκρούσεις μεταξύ τρένων. Άρα το ερώτημα που πρέπει να τεθεί στην κυβέρνηση είναι για ποιο λόγο κατήργησε όλες αυτές τις προϋπάρχουσες δικλείδες ασφαλείας πέρα και έξω από μία συζήτηση η οποία γίνεται για το θέμα της σύμβασης τηλεδιοίκησης. Πρόκειται επομένως για μια πολιτική πλήρους απαξίωσης του ΟΣΕ, την οποία η κυβέρνηση προσπαθεί με τον ένα με τον άλλο τρόπο να τη χρεώσει σε κάποιον άλλον εκτός από τον εαυτό της».