Βρισκόμαστε στον Δεκέμβριο φίλες και φίλοι. Τον κατ’ εξοχήν μήνα των εορτών.
- Από τον Χρήστο Μπολώση
Τούτες τις μέρες, μας ξανάρχονται στο νου οι παλιές, όχι απαραίτητα καλές, αλλά οπωσδήποτε καθαρά Ελληνικές γιορτές. Τότε, που στη γιορτή του πατέρα κυρίως ή της μητέρας δευτερευόντως, γινόταν κοσμογονία στο σπίτι. Καθαριότητα πριν μια ολόκληρη εβδομάδα και το σπίτι κυριολεκτικώς πήγαινε κι’ ερχότανε από τις προετοιμασίες. Κι’ εκεί, κατά την παραμονή, άρχισαν να βγαίνουν από την κουζίνα οι γαργαλιστικές μυρουδιές.
Και πρώτη πρώτη η ευωδία του γλυκού. Κάποιος μπακλαβάς ή κανταΐφι ή οτιδήποτε τέλος πάντων, που να μπορεί να γίνει στο σπίτι και να σερβιρισθεί άφοβα στην γιορτή, χωρίς να κινδυνεύει να αλλοιωθεί. Μη ξεχνάμε ότι τότε τα ψυγεία δεν ήταν και στα καλύτερά τους.
Ανήμερα, η ευωδία του γλυκού έδινε τη θέση της στο άρωμα του ψητού. Του ψητού που θα αποτελούσε και το επιστέγασμα της γιορτής και το οποίο θα απολάμβαναν οι στενοί συγγενείς (όσοι δεν ήταν τσακωμένοι με τον εορτάζονται…) και φίλοι.
Όλα λοιπόν έτοιμα και καλά σχεδιασμένα.
Και ερχόταν η μεγάλη μέρα. Οι πάντες σε συναγερμό. Κάποιο πρόχειρο φαγητό το μεσημέρι (συνήθως τα καμένα μέρη του ψητού) και σιγά σιγά άρχιζε το ντύσιμο «για το βράδυ». Όλη η οικογένεια με τα καλά της και τα παιδιά στο μέσα δωμάτιο, να μη μπερδεύονται στα πόδια της μαμάς ή της μεγαλύτερης αδελφής που θα βοηθάει τη μαμά, περιμένει τις επισκέψεις. Οι πιο βιαστικοί, έρχονται από τις 6 με την δικαιολογία στο στόμα.
– Ξέρετε έχουμε να πάμε και αλλού.
Ψέματα. Ήρθανε νωρίς για να ξεμπερδεύουνε μια ώρα αρχύτερα. Πάντως η ιεροτελεστία είναι η ίδια, είτε νωρίς, είτε αργά έρθουν. Στην αρχή το σοκολατάκι ή το φοντάν. Τα φοντάν ήταν κάτι μικρά γλυκά με μία απροσδιόριστη ζαχαρώδη γέμιση και επικάλυψη με σοκολάτα. Μεγάλο τους προσόν το ότι διατηρούνταν για πολύ χρόνο. Το σοκολατάκι, συνοδευόταν με ποτό, συνήθως κουαντρώ χύμα, αλλά μεταγγισμένο σε κείνα τα τετράγωνα μπουκάλια, με τα περίτεχνα σκαλίσματα, που κρύβανε την αθώα απάτη. Μετά, ερχόταν η ώρα του γλυκού που λέγαμε. Οι μυημένοι, που θα έμεναν στο τραπέζι, αρνούνταν ευγενικά (αφού θα φάμε ρε μετά…), ενώ οι άλλοι το καταβρόχθιζαν (αυτό και δεν έχει φαί το βράδυ στο σπίτι…).
Και μετά το «τραπέζι». Γρήγορο ξαναζέσταμα του «ψητού», το «καλό» τραπεζομάντηλο και τα «καλά» σερβίτσια, τα περισσότερα από την προίκα της κυρίας και η διευθέτηση των θέσεων. Εδώ ο θείος Σταύρος, εκεί η θεία Μαριγώ, εκεί η Μαιρούλα, η ανιψιά της οικοδέσοινας, κόρη της αδελφής της για, και δίπλα της ο κύριος Γιώργος (καλό παλικάρι με καλή δουλειά, στη ΔΕΗ και άντε μήπως γίνει και τίποτις), κάπου στη μέση ο μπάρμπα Θοδώσης να σερβίρει και το κρασί και πάει λέγοντας.
Αφού ακουστούν οι γνωστές ρήσεις «μα ήταν ανάγκη να μπείτε σε φασαρίες τώρα;», ενώ αν δεν είχαν «μπεί σε φασαρίες», ποιός τους ξέπλενε (τους σπάγκους κ.ο.κ.), στρώνονται όλοι και τα πιρούνια παίρνουν φωτιά, με την σπιτονοικοκυρά να συμβουλεύει: «Πάρε λίγη ρωσική, την έφτιαξε η Μαιρούλα» και κρυφές ματιές στον κ. Γιώργο, ο οποίος όμως έχει καμακώσει έναν κεφτέ και ποσώς τον ενδιαφέρει ο κατασκευαστής της ρωσικής.
Σε μία μιάμιση ώρα, η σεμνή τελετή έχει ολοκληρωθεί. Λασκάρονται ζώνες, ξεσφίγγονται οι γραβάτες (τότε φορούσαν γραβάτες στις γιορτές) και υποβάλλονται αιτήματα για σόδες, ενώ κάποια κυρία, κάποιων Μαΐων και κάποιας στριμάδας, εννοεί να βγάλει από τη μύτη του Θανασάκη της το ψητό «Πάλι έφαγες σαν βόας Θανασάκη μου», με τον Θανασάκη να προβάλει το αφοπλιστικό επιχείρημα: «Άσε με ρε Μαριάνθη. Μια φορά γιορτάζει ο Χρήστος» και την συμβία να αντεπιτίθεται «Ναι Θανάση μου, αλλά και ο νταμπλάς, μια φορά έρχεται». Αυλαία.
Τότε ακριβώς ήταν που ο, κατά την άποψή του, καλλίφωνος της παρέας, ο Νώντας, που ονειρευόταν για σπουδάσει τενόρος, αλλά τελικά δεν μπόρεσε να γίνει μήτε τραγουδιστής στον Καραγκιόζη, άρχιζε σιγανά σιγανά: «Ετίναξε την ανθισμένη αμυγδαλιά, με τα χεράκια της…». Σε λίγο ξεθαρρεύουν και άλλοι επίδοξοι τροβαδούροι και το γλέντι παίρνει φωτιά. Κάποιος έχει και μία κιθάρα. Κάποιος, που πήγαινε για Σεγκόβια και έμεινα απλώς Αρτέμης. Προσπαθεί ο Αρτέμης να ακομπανιάρει, αλλά δεν βαριέσαι. Ή οι χορωδοί είναι φάλτσοι ή δεν μπορεί το παλικάρι. Μάλλον και τα δύο.
Έτσι κύλαγε η νύχτα και εκεί κατά τις δύο, αν μάλιστα και η επομένη ήταν αργία, ίσως τράβαγε και λίγο παραπάνω, και αφού είχε εξαντληθεί το ρεπερτόριο και στραγγαλισθεί αγρίως «Η ανθισμένη αμυγδαλιά», «Το γελεκάκι», το «Είμαι ερωτευμένος με τα μάτια σου» και άλλες μεγάλες επιτυχίες και ακόμα αφού μερικοί είχαν ρίξει πίσω το κεφάλι και τον είχαν πάρει του καλού καιρού, μεταξύ των οποίων και ο βόας ο Θανασάκης, κάποιος εριχνε το σύνθημα: Ε, πάμε τώρα. Και του χρόνου.
Φιλιά, αγκαλιές, σαν κάτι νάγινε και με τον Γιώργο και την Μαιρούλα και πάμε γι’ άλλα.
Τώρα τα πράγματα έχουν αλλάξει. Τα οικογενειακά τραπέζια έσβησαν, λίγο πριν σβήσουν τα… καλοριφέρ. Οι επισκέψεις αντικαταστάθηκαν με τα τηλεφωνήματα, τα οποία πολλές φορές είναι βασανιστικά. Διότι οι τηλεφωνούντες για να ευχηθούν, είναι διαφόρων ειδών και… αγενειών. Όπως οι πολυλογάδες, που παίρνουν τηλέφωνο και δεν εννοούν να σταματήσουν, ενώ ξέρουν ότι εκείνη την ώρα προσπαθούν και άλλοι συνάνθρωποι να ευχηθούν στον δυστυχή εορτάζοντα. Επίσης οι παιχνιδιάρηδες, που μέσα στο χαλασμό των τηλεφωνημάτων, έχουν όρε- ξη για κουίζ. Αφού σου μιλάνε τόση ώρα και ενώ εσύ απαντάς μάλλον μηχανικά, σε κατακεραυνώνουν: «Δε με γνώρισες ρε μπαγάσα και μου κάνεις και τον φίλο;»
Για τους πιό νέους, υπάρχουν πιά τα e-mail, το facbook και οι άλλες δημοκρατικές δυνάμεις.
Σε λίγο οι μονοι που θα εορτάζουν με την ψυχή τους θα είναι οι απρόσκλητοι μουσαφιραίοι μας σιίτες την ασούρα (αυτομαστίγωμα)…
O tempora o mores.
Εις έτη πολλά
Χρήστος Μπολώσης
Υ.Γ.: Ξανά μαζί, μετά τις γιορτές, στις 17 Ιανουαρίου.
πηγή:https://www.dimokratia.gr/apopseis/539650/eortastikon-2/