Αναδρομικά 11 μηνών για 200.000 έως 250.000 συνταξιούχους που είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη και παράταση της αγωνίας για τα υπόλοιπα δύο εκατομμύρια των απομάχων της εργασίας, που αναμένουν την τελική απόφαση της κυβέρνησης για το κατά πόσο θα επεκτείνει – νομοθετικά – την χορήγηση των αναδρομικών στο σύνολο των συνταξιούχων.
Η εξέλιξη αυτή προέκυψε μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας η οποία δικαίωσε μόνο όσους είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη αναγνωρίζοντας την επιστροφή αναδρομικά των περικοπών που αφορούν το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της προηγούμενης σχετικής απόφαση της Ολομέλειας του ΣτΕ (Ιούνιος 2015) και της ψήφισης του νόμου Κατρούγκαλου (Μάιος 2016).
Ωστόσο παλαιότερα, οι εκάστοτε κυβερνήσεις απέτρεπαν τους συνταξιούχους να προχωρήσουν σε ένδικα μέσα διεκδίκησης, σημειώνοντας ότι «η οποιαδήποτε απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου θα ισχύσει για όλους».
Η πιλοτική δίκη – η απόφαση της οποίας εκδόθηκε σήμερα – διεξήχθη στις 10 του περασμένου Ιανουαρίου και έγινε κατόπιν αιτήσεως του υπουργείου Εργασίας προκειμένου να επιλυθεί η εκκρεμότητα αυτή. Σχολιάζοντας την απόφαση, ο δικηγόρος και πρώην αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Λ. Αποστολίδης σημειώνει ότι δικαιώνει τα αιτήματα των συνταξιούχων και περιορίζει τα αποτελέσματα για ένα 11μηνο (Ιούνιος 2015 – Μάιος 2016).
«Όσοι συνταξιούχοι είχαν προσφύγει πριν τον Ιούνιο του 2015 θα πάρουν αναδρομικά από 01.01.2012 έως τον Μάιο του 2016. Όσοι άσκησαν αγωγή μετά τον Ιούνιο του 2015, θα λάβουν αναδρομικά μόνο για το 11μηνο. Μετά τον Μάιο του 2016, δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικών», σημειώνει ο κ. Αποστολίδης και υπογραμμίζει ότι «αναμένονται οι αποφάσεις της κυβέρνησης για τον σεβασμό της απόφασης της ΣτΕ και την επέκτασή της σε όλους τους δικαιούχους».
Εφόσον τελικώς, η απόφαση του ΣτΕ επεκταθεί (για την επιστροφή αναδρομικών έντεκα μηνών), στο σύνολο των συνταξιούχων το ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί φθάνει περίπου τα 3,9 δισ. ευρώ. Το καθαρό ποσό, μετά τις κρατήσεις, κυμαίνεται στα 3,5 δισ. ευρώ. Από αυτά περίπου 1,9 δισ. ευρώ αφορούν στις περικοπές σε κύριες και επικουρικές το 2012, και επιπλέον 2 δισ. ευρώ προέρχονται από την κατάργηση των «δώρων». Στην περίπτωση αυτή η αποπληρωμή τους αναμένεται να γίνει σε δόσεις σε άγνωστο – μέχρι στιγμής – χρονικό ορίζοντα.
Από 660 ευρώ έως και 10.000 ευρώ τα ποσά που δικαιούνται οι συνταξιούχοι
Τα ποσά που δικαιούνται οι συνταξιούχοι – μετά την απόφαση – κυμαίνονται από 660 ευρώ (μόνο τα κομμένα δώρα) έως και 10.000 ευρώ. Τα περισσότερα διεκδικούν οι συνταξιούχοι με πάνω από δύο συντάξεις όπως για παράδειγμα γιατροί του ΕΣΥ, μηχανικοί του Δημοσίου, χήρες ή χήροι κ.α. Τα λιγότερα προκύπτουν για συνταξιούχους του ΟΓΑ που έχασαν μόνο τα δώρα, τα οποία για την κατώτατη σύνταξη των 330 ευρώ ήταν 660 ευρώ το χρόνο.
Σημειώνεται πως οι πέντε περικοπές του 2021 που έχουν κριθεί ως αντισυνταγματικές από την Ολομέλεια του ΣτΕ το 2015 και οι οποίες διαμορφώνουν το ύψος των αναδρομικών που διεκδικούν οι συνταξιούχοι είναι:
1. Μείωση κατά 12% στο τμήμα της κύριας σύνταξης που υπερβαίνει τα 1.300 ευρώ.
2. Μείωση που εφαρμόζεται κλιμακωτά 5% – 20% για συντάξεις ή άθροισμα συντάξεων από 1.000 ευρώ και άνω.
3. Μείωση στις επικουρικές κλιμακωτά 10%- 20% από το πρώτο ευρώ με κατοχύρωση κατώτατου ορίου 200 ευρώ
4. Πλήρης περικοπή των Δώρων Χριστουγέννων, Πάσχα και επιδόματος αδείας που για τις κύριες συντάξεις ήταν στο ποσό των 400, 200 και 200 ευρώ.
5. Πλήρης περικοπή των δώρων των επικουρικών.
Η αντίδραση της κυβέρνησης
Η κυβέρνηση έχει αποδείξει, μέχρι σήμερα, τον σεβασμό της στις δικαστικές αποφάσεις, όπως πρόσφατα έκανε με τη νομοθέτηση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης ν.4670/2020 με την οποία εκπληρώνει με αξιοπιστία και χρονοδιάγραμμα τις δεσμεύσεις της στους συνταξιούχους.
Συνεπώς, μελετάμε τη σημερινή απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και συνεκτιμώντας τις δημοσιονομικές δυνατότητες και αντοχές της εθνικής μας οικονομίας, η κυβέρνηση θα ανακοινώσει το χρόνο και τον τρόπο υλοποίησης της απόφασης αυτής.
Το σκεπτικό του ΣτΕ
ΣτΕ Ολ 1439/2020
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Εισηγητής: Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλος
Πρόεδρος: Α. Ράντος
Εισηγητής: Γ. Τσιμέκας, Σύμβουλος
Με την 1439/2020 απόφαση της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, η οποία εκδόθηκε σε πιλοτική δίκη του άρθρου 1 παρ. 1 του ν. 3900/2010, κατόπιν αιτήσεως του Ε.Φ.Κ.Α., κρίθηκαν τα εξής:
α) Η θεσπισθείσα με τη διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση της συνέχισης καταβολής των κύριων συντάξεων, όπως είχαν διαμορφωθεί την 31.12.2014, δηλαδή με τις μειώσεις που επήλθαν με τους ν. 4051/2012 και 4093/2012 για το χρονικό διάστημα από την έναρξη ισχύος του νόμου 4387/2016, δηλαδή από 12.5.2016 και εφεξής, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την ΕΣΔΑ, όπως κρίθηκε με την απόφαση 1891/2019 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας,
Οι εν λόγω μειώσεις, από τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 και εφεξής, έχουν ως νόμιμο έρεισμα την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του τελευταίου αυτού νόμου, από το χρονικό δε αυτό σημείο και εφεξής (12.5.2016) είναι νόμιμες. Εξ άλλου, με την απόφαση 1890/2019 της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (σκέψη 20), κρίθηκε καταρχήν συνταγματικώς θεμιτή η εκ νέου κατ΄ ουσίαν θέσπιση των ως άνω περικοπών στο πλαίσιο επανυπολογισμού και των επικουρικών συντάξεων.
β) Η θεσπισθείσα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του ν. 4387/2016 ρύθμιση, η οποία, όπως εκτέθηκε, είναι σύμφωνη με το Σύνταγμα και την Ε.Σ.Δ.Α., δεν θεράπευσε την διαγνωσθείσα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αντισυνταγματικότητα των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 με τις οποίες επιβλήθηκαν οι εν λόγω μειώσεις, αλλά ισχύει από τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, δηλαδή από 12.5.2016 και εφεξής και όχι αναδρομικώς∙ δεν ανατρέχει, συνεπώς, στο χρόνο θεσπίσεως των εν λόγω περικοπών και, επομένως, δεν καταλαμβάνει ρυθμιστικά και το προγενέστερο της δημοσιεύσεως του ν. 4387/2016 διάστημα από 1.1.2013 έως την 11.5.2016 – υπό την έννοια της αναδρομικής ισχυροποιήσεως των επιβληθεισών με τους ανωτέρω νόμους περικοπών – για το οποίο ισχύουν τα κριθέντα με τις 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας (μειοψηφία).
Όπως κρίθηκε δε με τις αποφάσεις αυτές, οι μειώσεις των συντάξεων που επιβλήθηκαν με τους νόμους 4051/2012 και 4093/2012 αντίκεινται στο Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5, 25 παρ. 1 και 4, και 106 παρ. 1 αυτού) και στο άρθρο 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α. και είναι, ως εκ τούτου, ανίσχυρες και μη εφαρμοστέες.
Η κρίση αυτή καταλαμβάνει το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς των εν λόγω μειώσεων μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016, από το χρονικό δε αυτό σημείο (12.5.2016) και εφεξής οι εν λόγω μειώσεις έχουν ως νόμιμο έρεισμα την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 14 παρ. 2 περ. α΄ του τελευταίου αυτού νόμου.
Συνεπώς, οι εν λόγω μειώσεις δεν είναι νόμιμες για το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς των μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4387/2016 (12.5.2016), ενόψει, όμως, του περιορισμού της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Δικαστηρίου, τη διαγνωσθείσα αντισυνταγματικότητα των επίμαχων διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012 και την διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου, για χρονικά διαστήματα προγενέστερα του χρόνου δημοσιεύσεως των αποφάσεων αυτών (από της θεσπίσεως των εν λόγω μειώσεων μέχρι 10.6.2015) μπορούν να επικαλεσθούν μόνον όσοι έχουν ασκήσει ένδικα βοηθήματα μέχρι τη δημοσίευση των εν λόγω αποφάσεων (10.6.2015).
γ) Με βάση τις κρίσεις των αποφάσεων της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας 2287-2288/2015 και 1891/2019, η διαγνωσθείσα αντίθεση προς υπερνομοθετικής ισχύος διατάξεις των προαναφερθεισών διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, με τις οποίες θεσπίσθηκαν οι μειώσεις των συντάξεων, δεν δύναται να θεραπευθεί με μεταγενέστερες της δημοσιεύσεως των εν λόγω νόμων μελέτες, όπως είναι οι μελέτες που συνοδεύουν τον μεταγενέστερο ν. 4387/2016, για το χρονικό διάστημα από της θεσπίσεώς των έως 11.5.2016, και
δ) Ο χρονικός περιορισμός της ισχύος των αποτελεσμάτων που έθεσαν οι 2287-2288/2015 αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν αφορά μόνον τη διαπίστωση της αντίθεσης προς το Σύνταγμα των διατάξεων των νόμων 4051/2012 και 4093/2012, αλλά καταλαμβάνει και τη διαπιστωθείσα αντίθεση αυτών προς το άρθρο 1 του Πρώτου Προσθέτου Πρωτοκόλλου της Ε.Σ.Δ.Α.