Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Αφγανιστάν 1979-1989: - Η πανωλεθρία, οι χιλιάδες σκοτωμένοι στρατιώτες και το αιματηρό τέλμα της Σοβιετικής ένωσης



 


Ένα από τα θέματα που δεν έχουμε θίξει καθόλου σε κάποιο άρθρο μας είναι η εισβολή και εμπλοκή της 
Σοβιετικής Ένωσης (ΕΣΣΔ) στις εμφύλιες συγκρούσεις στο Αφγανιστάν μεταξύ 1979 και 1989. Η μακρόχρονη εμπλοκή της τότε υπερδύναμης στον πόλεμο αυτό είχε σαν αποτέλεσμα χιλιάδες Σοβιετικοί στρατιώτες να σκοτωθούν και να τραυματιστούν, ενώ στη διαμάχη ενεπλάκησαν επίσης οι Η.Π.Α., η Κίνα και η Μ. Βρετανία. Θα ασχοληθούμε στο σημερινό μας άρθρο με τον δεκαετή πόλεμο στο Αφγανιστάν (που βέβαια δεν έληξε το 1989…) παραθέτοντας τις σημαντικότερες στιγμές του. Δέκα χρόνια συγκρούσεων είναι αδύνατο να περιληφθούν με λεπτομέρειες σ’ ένα άρθρο…


Σύντομη ιστορία του Αφγανιστάν ως τα τέλη του 19ου αιώνα


Το σημερινό Αφγανιστάν φαίνεται ότι κατοικείται από την 3η χιλιετία π.Χ. Ιστορικά στοιχεία όμως διαθέτουμε μόνο από το 500 π.Χ. περίπου, όταν η περιοχή αποτέλεσε τμήμα της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών. Το 327 π.Χ. οι επαρχίες της περιοχής (Βακτριανή, Αραχωσία, Παροπάμισος, Αρία και Γκανταρά) κατακτήθηκαν από τον Μέγα Αλέξανδρο. Τότε εμφανίστηκαν εκεί οι πρώτοι Έλληνες άποικοι. Μετά τον θάνατο του Μακεδόνα στρατηλάτη η αυτοκρατορία του διασπάστηκε κι ένα μεγάλο μέρος της στην Ασία περιήλθε στην κατοχή του Σέλευκου, ενός από τους στρατηγούς του.

Έλληνες άποικοι συνέχιζαν να φτάνουν στο Αφγανιστάν, όμως από το 321 π.Χ. τμήματά του περιήλθαν στην ινδική αυτοκρατορία των Μορία. Από τα μέσα του 3ου π.Χ. αιώνα ως τον 1ο π.Χ. αιώνα δημιουργήθηκε στη Βακτριανή ελληνοϊνδικό βασίλειο που κατέρρευσε από τις επιδρομές των Σκυθών και των Πάρθων. Από τον 1ο μ.Χ. αιώνα κατακτήθηκε από τους Κουσάνα, τους Ιρανούς Σασσανίδες και τους Λευκούς Ούννους. Η εισβολή των Μουσουλμάνων Αράβων τον 8ο αιώνα, οδήγησε τους τότε κατοίκους του σημερινού Αφγανιστάν να ασπαστούν το σουνιτικό Ισλάμ. Η χώρα, μετά από μια σειρά δυναστειών με Ιρανούς ηγεμόνες κυβερνήθηκε από τη δυναστεία των Γαζναβιδών ως το 1186. Τότε περιήλθε προσωρινά στην εξουσία των Τούρκων της Χωρεσμίας. Ακολούθησαν οι Μογγόλοι του Τζένγκις Χαν και του Ταμερλάνου και στη συνέχεια πολυετείς διαμάχες μεταξύ Ιρανών και Μογγόλων. Στις αρχές του 18ου κατέλαβε την εξουσία ο Ναδίρ Σαχ, ο οποίος δημιούργησε ένα ισχυρό κράτος που διαλύθηκε μετά τον θάνατό του, το 1747. Μόλις το 1826, μετά την άνοδο στην εξουσία του Ντοστ Μοχάμετ, το Αφγανιστάν βγήκε από την πολυετή κρίση. Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από συγκρούσεις Βρετανών και Ρώσων για τον έλεγχο του Αφγανιστάν. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα δύο αγγλοαφγανικούς πολέμους (1838-42 ο Α’ και 1879-81 ο Β’). Στα τέλη του 19ου αιώνα Βρετανία και Ρωσία διευθέτησαν τις συνοριακές διαφορές τους, με τον τσάρο να αναγνωρίζει, απρόθυμα πάντως, τη βρετανική επιρροή στο Αφγανιστάν…
moutzahedin-sovietikoi__8_
Χάρτης του Αφγανιστάν


Το Αφγανιστάν κατά τον 20ο αιώνα


Το 1901 στον θρόνο του Αφγανιστάν ανέβηκε ο Χαμπιμπουλάχ που επέλεξε την ουδετερότητα κατά τον Α’ ΠΠ. Δολοφονήθηκε το 1919 και ο γιος και διάδοχός του Αμανουλάχ συγκρούστηκε με τους Βρετανούς τον Μάιο του ίδιου έτους (Γ’ αγγλοαφγανικός πόλεμος). Οι Βρετανοί επικράτησαν, ωστόσο με τη Συνθήκη του Ραβαλπίντι αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του Αφγανιστάν, στην εξωτερική πολιτική του. Το 1921 ο Αμανουλάχ υπέγραψε συνθήκη φιλίας με τη Σοβιετική Ένωση και την ίδια χρονιά συγκροτήθηκε για πρώτη φορά η Αεροπορία του Αφγανιστάν, με μικρό αριθμό αεροσκαφών σοβιετικής κατασκευής. Το 1926 ο Αμανουλάχ υπέγραψε σύμφωνο ουδετερότητας και μη επίθεσης με την ΕΣΣΔ. Η μεταρρυθμιστική πολιτική του όμως τον έφερε σε αντίθεση με τους θρησκευτικούς ηγέτες της χώρας και το 1929 παραιτήθηκε. Μετά από μια περίοδο αναταραχής ανέβηκε στον θρόνο ο Στρατηγός Μοχάμετ Ναδίρ Χαν, ο οποίος το 1933 δολοφονήθηκε. Η εξουσία περιήλθε σε έναν από τους γιους του, τον 19χρονο Μοχάμετ Ζαχίρ, που ήταν και ο τελευταίος μονάρχης της χώρας. Ο Ζαχίρ ξεκίνησε μια σειρά προσεκτικών μεταρρυθμίσεων και διατήρησε το Αφγανιστάν ουδέτερο κατά τον Β’ ΠΠ.
moutzahedin-sovietikoi__15_
Μοχάμεντ Ζαχίρ, ο τελευταίος βασιλιάς του Αφγανιστάν


Το 1946 η χώρα έγινε μέλος του Ο.Η.Ε, ωστόσο άρχισαν προστριβές με το γειτονικό Πακιστάν, που είχε την υποστήριξη των Η.Π.Α. Έτσι, το Αφγανιστάν ζήτησε και έλαβε στρατιωτική βοήθεια από την ΕΣΣΔ. Το 1957 έφτασε στην πρωτεύουσά του Καμπούλ σοβιετική στρατιωτική αποστολή με στόχο την αναδιοργάνωση, τον εκσυγχρονισμό και τον επανεξοπλισμό του αφγανικού Στρατού και της Αεροπορίας. Το 1960 η στρατιωτική σοβιετική αποστολή στο Αφγανιστάν (σύμβουλοι, τεχνικοί και εκπαιδευτές) είχε φτάσει τα 500 άτομα. Παράλληλα, νέοι Αφγανοί αξιωματικοί στάλθηκαν για εκπαίδευση στην ΕΣΣΔ και ήρθαν σε επαφή με το μαρξιστικό δόγμα. Την ίδια εποχή, ο Στρατός του Αφγανιστάν αποτελούνταν από 100.000 άνδρες και 30.000 εφέδρους και η Αεροπορία του από 100 αεροσκάφη, κυρίως MiG-15 και MiG-17 και έξι ελικόπτερα. Το 1965 το Σύμφωνο μη επίθεσης με την ΕΣΣΔ ανανεώθηκε για άλλα δέκα χρόνια. Οι Σοβιετικοί θέλοντας να έχουν μεγαλύτερη ανάμειξη στα πολιτικά πράγματα του Αφγανιστάν ενθάρρυναν τη δημιουργία μαρξιστικού Λαϊκού Δημοκρατικού Κόμματος του Αφγανιστάν (PDPA). Αυτό διαιρέθηκε το 1967 σε δύο ανταγωνιστικές μεταξύ τους ομάδες: το «Χαλκ» (ο λαός) υπό την ηγεσία του δημοσιογράφου και ποιητή Νουρ Μοχάμετ Ταράκι και του πρώην εκπαιδευτικού Χαφιζουλάχ Αμίν και το «Παρτσάμ» (λάβαρο) υπό την ηγεσία του Μπαμπράκ Καρμάλ.

moutzahedin-sovietikoi__5_
Babrak Karmal(1929–1996)

Σύντομα όμως οι δύο ομάδες τέθηκαν εκτός νόμου. Το πολίτευμα στο Αφγανιστάν είχε γίνει συνταγματική μοναρχία από το 1964. Οι αντιδράσεις όμως κατά της φεουδαρχικής αριστοκρατίας διογκώνονταν. Τον Ιούνιο του 1973 κι ενώ ο βασιλιάς Ζαχίρ βρισκόταν στο εξωτερικό εκδηλώθηκε ένα σχεδόν αναίμακτο πραξικόπημα υπό τον πρίγκηπα Μοχάμετ Νταούντ Χαν, εξάδελφο του Ζαχίρ και πρώην πρωθυπουργό (1953-63). Ο Νταούντ αρχικά συνέχισε τη φιλοσοβιετική πολιτική, όμως από το 1975 ξεκίνησε μια ουδετερόφιλη πολιτική και έκανε συμφωνίες για στρατιωτική και οικονομική βοήθεια από την Κίνα, το Ιράν και αραβικές χώρες. Οι μεταρρυθμίσεις που προσπάθησε να επιβάλλει ο Νταούντ απέτυχαν. Οι αντιμαχόμενες μερίδες του PDPA συσπειρώθηκαν. Στις 17 Απριλίου 1978 ύστερα από μια μαζική διαδήλωση σκοτώθηκε ένα μέλος του PDPA και φυλακίστηκαν επιφανή στελέχη του, ανάμεσά τους ο Ταράκι κι ο Καρμάλ. Στις 27/4/1978 φιλοσοβιετικοί αξιωματικοί, μέλη του Λαϊκού Κόμματος με επικεφαλής τον Αμπντούλ Καντίρ και τον Ασλάμ Βαταντζάρ προχώρησαν σε κίνημα κατά της κυβέρνησης. Ο Νταούντ ανατράπηκε και εκτελέστηκε μαζί με μέλη της οικογένειάς του. Την ίδια μέρα ο Καντίρ κι ο Βαταντζάρ κήρυξαν την επανάσταση του «Σαούρ» (Σαούρ είναι η ονομασία του Απριλίου). Οι ηγέτες του PDPA αποφυλακίστηκαν. Η χώρα ανακηρύχθηκε σε Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν. Πρόεδρος του επαναστατικού συμβουλίου και πρωθυπουργός έγινε ο Μοχάμετ Ταράκι, αντιπρόεδρος ο Μπαμπράκ Καρμάλ και αναπληρωτής πρωθυπουργός και Υπουργός Εξωτερικών, ο Χαφιζουλάχ Αμίν.
moutzahedin-sovietikoi__2_
Nur Muhammad Taraki

moutzahedin-sovietikoi__4_
Hafizullah Amin


Η αρχή του εμφυλίου στο Αφγανιστάν – Ποιοι αποφάσισαν την εισβολή του σοβιετικού στρατού;

Στις 30 Απριλίου 1978 η ΕΣΣΔ αναγνώρισε επίσημα τη Λαϊκή Δημοκρατία του Αφγανιστάν. Η διακυβέρνηση όμως του Ταράκι ήταν ταραχώδης. Ο Συνταγματάρχης Καντίρ, Υπουργός Άμυνας, προσκείμενος στην ομάδα Παρτσάμ, συνελήφθη, ενώ ο Καρμάλ παραγκωνίστηκε και στάλθηκε ως πρέσβης στην Τσεχοσλοβακία! Ο Ταράκι επιχείρησε να «περάσει» βεβιασμένα ένα μαρξιστικό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, όμως συνάντησε έντονες αντιδράσεις από τη μεγάλη πλειοψηφία των Αφγανών που ήταν προσκολλημένοι στις τοπικές παραδόσεις και το Ισλάμ. Το καθεστώς Ταράκι απάντησε με διώξεις και εκτελέσεις. Οι εκκαθαρίσεις όμως δεν έφεραν αποτέλεσμα. Στα μέσα του 1978 ξέσπασαν εξεγέρσεις στην περιοχή Νουριστάν και στην κοιλάδα Παντζσίρ του Ανατολικού Αφγανιστάν. Οι Μουσουλμάνοι Αφγανοί αντάρτες μουτζαχεντίν (μαχητές του ιερού πολέμου) ήταν αποφασισμένοι να μην επιτρέψουν στο κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας να επιβληθεί. Για τους μουτζαχεντίν η προάσπιση της πίστης και των παραδόσεών τους επέβαλε τον δρόμο της «τζιχάντ», του ιερού πολέμου, τον οποίο σύντομα επέκτειναν και εναντίον των Σοβιετικών. Τα κυβερνητικά στρατεύματα απάντησαν με αεροπορικούς βομβαρδισμούς στις εξεγερμένες περιοχές, αλλά η κρίση εξαπλώθηκε σε ολόκληρη τη χώρα. Στις 15 Μαρτίου 1979 εκδηλώθηκε λαϊκή εξέγερση, αλλά και στάση στρατιωτικών μονάδων στη Χεράτ (δυτικό Αφγανιστάν), η οποία στράφηκε και εναντίον των Σοβιετικών συμβούλων και των οικογενειών τους. Στη διάρκειά τους σκοτώθηκε ο στρατιωτικός Σοβιετικός σύμβουλος Ταγματάρχης Νικολάι Μπιζιούκοφ, ο πρώτος Σοβιετικός στρατιωτικός που έχασε τη ζωή του στο Αφγανιστάν. Στις 20 Ιουλίου εκδηλώθηκε νέα εξέγερση στην επαρχία Πακτία, ενώ στις 5 Αυγούστου στασίασε το 26ο Αφγανικό Σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών στην Καμπούλ. Αν και όλες οι εξεγέρσεις αντιμετωπίστηκαν βίαια, αλλά με επιτυχία (στη Χεράτ πιστεύεται ότι έχασαν τη ζωή τους 5.000 άτομα), η πολιτική Ταράκι οδήγησε σε νέο πραξικόπημα. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1979 ο Χαφιζουλάχ Αμίν κατέλαβε την εξουσία, με αποτέλεσμα την ανατροπή και τον θάνατο του Ταράκι.

Ο Αμίν συγκέντρωσε όλες τις εξουσίες στο πρόσωπό του και συνέχισε τις πολεμικές επιχειρήσεις εναντίον των αντιφρονούντων. Ήταν όμως φανερό ότι δεν μπορούσε να ελέγξει το Αφγανιστάν, ούτε καν την Καμπούλ… Οι Σοβιετικοί όλο αυτό το διάστημα υποστήριζαν το αφγανικό καθεστώς. Το 1978 υπέγραψαν συνθήκη φιλίας και συνεργασίας που προέβλεπε την αποστολή στο Αφγανιστάν 4.500 συμβούλων και επέτρεπε ακόμα και την επέμβαση σοβιετικών στρατευμάτων σε περίπτωση αφγανικού αιτήματος. Σταδιακά, το καθεστώς του PDPA γινόταν ολοένα και πιο εξαρτημένο από τον σοβιετικό εξοπλισμό και τους συμβούλους. Και μετά την ανατροπή Ταράκι η ΕΣΣΔ συνέχιζε να βοηθά το Αφγανιστάν, καθώς ήθελε να αποτρέψει το ενδεχόμενο της ανατροπής της αφγανικής κυβέρνησης και της εγκαθίδρυσης ισλαμικού κράτους στα νότια σύνορα της ΕΣΣΔ, όπου κατοικούσαν κυρίως μουσουλμανικοί πληθυσμοί. Επιπλέον, η ΕΣΣΔ δεν ήθελε να καταρρεύσει ένα κομμουνιστικό καθεστώς, καθώς, ίσως, έδινε κακό παράδειγμα (ή έδειχνε τον δρόμο…) και σε άλλες χώρες συμμάχους της. Στα τέλη Οκτωβρίου 1979 οι Σοβιετικοί έλαβαν πληροφορίες από πράκτορες της KGB στην Καμπούλ, ότι ο Αμίν είχε ξεκινήσει διώξεις εναντίον των ανταγωνιστών του, ανάμεσά τους και φιλοσοβιετικών. Υπήρχαν μάλιστα υποψίες ότι ο Αμίν συνεργαζόταν με τους Αμερικανούς. Έτσι, στις 8 Δεκεμβρίου 1979 ο τότε Σοβιετικός ηγέτης Λεονίντ Μπρέζνιεφ και οι στενοί συνεργάτες του Αντρόποφ, Γκρομίκο, Ουστίνοφ και Πονομαρόφ έλαβαν την απόφαση να επέμβει ο σοβιετικός στρατός στο Αφγανιστάν για να ανατραπεί ο Αμίν και να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας φιλοσοβιετική κυβέρνηση.
moutzahedin-sovietikoi__13_
Μπρέζνιεφ, Τσερνιένκο και Γκρομίκο στην Κριμαία το 1980


Η σοβιετική εισβολή στο Αφγανιστάν – Το δηλητηριασμένο γεύμα στον Αμίν και η εξόντωσή του

Το Αφγανιστάν έχει έκταση 655.000 τ.χλμ. Το 1979 ο πληθυσμός του ήταν 15.540.000 άτομα από τα οποία μόνο το 11,7% κατοικούσε σε αστικά κέντρα. Η μεγαλύτερη εθνότητα του Αφγανιστάν ήταν οι Παστούν (περίπου 6.000.000), που χωρίζονταν σε δύο φυλετικές υποομάδες: τους Γκιλζάι και τους Καράζι. Δεύτερη μεγαλύτερη εθνότητα ήταν οι Τατζίκοι (3.300.000 το 1979), τρίτη οι Χάζαροι και υπήρχαν επίσης Τσαϊραμάκοι και Τουρκμένοι. Το 98% των Αφγανών είναι Μουσουλμάνοι (80% σουνίτες και 18% σιίτες), ενώ υπάρχουν Ισμαηλίτες, Εβραίοι κ.ά. Στη χώρα υπάρχουν 15.000 τζαμιά και περίπου 500 μαυσωλεία! Οι περισσότεροι κάτοικοί του ήταν νομάδες και ημινομάδες. Η ΕΣΣΔ όρισε ως μέρα επέμβασης την 25η Δεκεμβρίου 1979. Εκείνη την εποχή ο Σάχης στο Ιράν είχε ανατραπεί από τον Αγιατολάχ Χομεϊνί, ενώ στο γειτονικό Πακιστάν, που κυβερνούσε ο φιλοαμερικανός Ζία Ουλ Χακ από το 1977, η στρατιωτική βοήθεια από τις Η.Π.Α. είχε περιοριστεί. Έτσι ούτε οι Η.Π.Α. ούτε οι γειτονικές χώρες με το Αφγανιστάν υπήρχε περίπτωση να αντιδράσουν. Ο Αμίν είχε ζητήσει από τους Σοβιετικούς να επέμβουν για να εδραιωθεί το καθεστώς του. Δυτικές πηγές υποστηρίζουν ότι ποτέ ο Αμίν δεν «προσκάλεσε» επίσημα τους Σοβιετικούς και ότι είχε αρνηθεί να εφαρμοστούν οι όροι της Συνθήκης του 1978 πολλές φορές. Αν ισχύει αυτό, τότε επρόκειτο για καθαρή εισβολή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν και όχι επέμβαση για το «καλό του Αφγανιστάν», όπως έλεγαν οι Σοβιετικοί. Στην ΕΣΣΔ η ανακοίνωση της αποστολής σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν προκάλεσε ενθουσιασμό. Η παραμονή των στρατευμάτων θα ήταν βραχύβια και δεν θα υπήρχε εμπλοκή τους στις εσωτερικές διαμάχες. Υπήρχαν πάντως και επικριτές της επιχείρησης, όπως ο νομπελίστας φυσικός Ζαχάροφ, που λίγες μέρες μετά την έναρξη του πολέμου διαμαρτυρήθηκε έντονα με επιστολή του. Στις 23 Δεκεμβρίου ο Αμίν ενημερώθηκε ότι η Μόσχα είχε εγκρίνει το αίτημά του για την αποστολή στρατευμάτων και χάρηκε πολύ. Δεν φανταζόταν ότι προσκαλούσε τους δολοφόνους του στο Αφγανιστάν...

Στις 24 Δεκεμβρίου 1979 ο Υπουργός Άμυνας της ΕΣΣΔ Ουστίνοφ εξέδωσε το διάταγμα με το οποίο καθορίζονταν οι στόχοι της εισόδου και της εγκατάστασης των σοβιετικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις δεν προβλεπόταν. Η εντολή για επιχειρήσεις των σοβιετικών μονάδων σε περίπτωση που δέχονταν επίθεση από αντάρτες δόθηκε στις 27 Δεκεμβρίου. Η αποστολή για επέμβαση στο Αφγανιστάν ανατέθηκε στην πρόσφατα, τότε, συγκροτημένη 40η Σοβιετική Στρατιά που είχε έδρα της το Τερμέζ του σοβιετικού Ουζμπεκιστάν. Διοικητής της ήταν ο Αντιστράτηγος Τουχάρινοφ. Στις 25 Δεκεμβρίου 1979, στις 15.00, τα σοβιετικά στρατεύματα πέρασαν τον ποταμό Αμού Ντάρια με πλωτές γέφυρες. Ο χειμώνας είχε μπει για τα καλά στο Αφγανιστάν. Το χιόνι είχε καλύψει όλη την Καμπούλ και η θερμοκρασία στην πόλη ήταν -20 βαθμοί C. Πρώτη πέρασε τα σύνορα η αναγνωριστική μονάδα του αερομεταφερόμενου Τάγματος του Λοχαγού Χαμπάροφ. Ακολούθησαν τα υπόλοιπα τμήματα της 108ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας. Ταυτόχρονα ξεκίνησε και η αεροπορική μεταφορά των κύριων τμημάτων της 103ης Αερομεταφερόμενης Μεραρχίας και του 345ου Συντάγματος Αλεξιπτωτιστών προς την Καμπούλ και το Μπαγκράμ. Την ίδια μέρα όμως οι Σοβιετικοί είχαν και τις πρώτες απώλειες. Λίγο πριν τη δύση του ήλιου στις 25 Δεκεμβρίου 1979 και ενώ ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στην Καμπούλ, ένα μεταγωγικό αεροσκάφος II-76 προσέκρουσε σ' ένα βουνό και συνετρίβη. Τα 7 μέλη του πληρώματος και οι 37 καταδρομείς που μετέφερε σκοτώθηκαν. Στα τέλη Δεκεμβρίου είχαν μπει στο αφγανικό έδαφος 50.000 Σοβιετικοί στρατιώτες. Μέσα στην Καμπούλ, βασικός τους στόχος ήταν η κατάληψη του προεδρικού μεγάρου Τατζ Μπεκ, που ήταν πραγματικό φρούριο και η εξόντωση του προέδρου Αμίν.

Τον Αμίν περιστοίχιζαν Σοβιετικοί σύμβουλοι, πράκτορες της KGB, Σοβιετικοί γιατροί, ακόμα και Σοβιετικοί μάγειροι! Το σοβιετικό σχέδιο για την ανατροπή του είχε την κωδική ονομασία «Storm 333». Την εκτέλεσή του ανέλαβαν 700 Σοβιετικοί αξιωματικοί και στρατιώτες, που φορούσαν αφγανικές στολές, ανάμεσά τους άνδρες των Ειδικών Δυνάμεων Spetsnaz που ανήκαν στο Υπουργείο Άμυνας και την KGB. Ο Αμίν όχι μόνο δεν είχε καταλάβει τι τον περίμενε, αλλά ήταν μάλλον πολύ χαρούμενος: «Οι σοβιετικές μεραρχίες έρχονται ήδη εδώ. Όλα βαίνουν θαυμάσια. Βρίσκομαι σε διαρκή επικοινωνία με τον σύντροφο Γκρομίκο (ο Αντρέι Γκρομίκο ήταν ΥΠΕΞ της ΕΣΣΔ) και μαζί εξετάζουμε το ζήτημα πώς θα πληροφορήσουμε καλύτερα τη διεθνή κοινή γνώμη για την παροχή της σοβιετικής βοήθειας». Το μεσημέρι της 27ης Δεκεμβρίου ο Αμίν παρέθεσε στους υπουργούς του, τα μέλη της κομματικής επιτροπής και την οικογένειά του. Το γεύμα είχαν ετοιμάσει Σοβιετικοί μάγειροι. Σύντομα, πολλοί καλεσμένοι παρουσίασαν αδιαθεσία. Κάποιοι, ανάμεσά τους κι ο Αμίν, λιποθύμησαν. Ο Αμίν έπεσε σε κώμα, αλλά οι Σοβιετικοί γιατροί, που δεν είχαν αντιληφθεί ποιοι ευθύνονταν για τη δηλητηρίαση, τον συνέφεραν. Όταν οι επικεφαλής της επιχείρησης αντιλήφθηκαν ότι ο Αμίν επιβίωσε (σήμερα κάποιοι χρησιμοποιούν πολώνιο και άλλα ραδιενεργά στοιχεία για ανάλογες «δουλειές», έτσι ώστε να μην υπάρχουν αστοχίες…) αποφάσισαν να επιτεθούν στο προεδρικό μέγαρο, το απόγευμα της 27ης Δεκεμβρίου. Οι 100-150 άνδρες της φρουράς του Αμίν αμύνθηκαν θαρραλέα. Ο Αμίν νόμιζε ότι οι επιτιθέμενοι είναι μουτζαχεντίν ή οπαδοί του δολοφονημένου Ταράκι. Κάλεσε τότε τον υπασπιστή του και ζήτησε να καλέσει τους Σοβιετικούς συμβούλους. «Μα είναι οι Σοβιετικοί αυτοί που πυροβολούν», του είπε ο υπασπιστής του. Έξαλλος ο Αμίν του πέταξε ένα τασάκι λέγοντας: «Δεν είναι δυνατόν». Προσπάθησε να επικοινωνήσει με τον διοικητή της 4ης Τεθωρακισμένης Ταξιαρχίας, αλλά ήταν αδύνατο. Οι τηλεφωνικές επικοινωνίες είχαν κοπεί: «Το είχα υποψιαστεί, ήταν σίγουρο», είπε ήρεμα ο Αμίν. Σύντομα οι Spesnaz εισήλθαν μέσα στο κτίριο. Η επιχείρηση τους διήρκεσε 45’ περίπου. Ο στόχος τους όμως για ανατροπή του Αφγανού προέδρου είχε επιτευχθεί. Ο Αμίν και οι δύο μικρότεροι γιοι του σκοτώθηκαν, ενώ η κόρη του τραυματίστηκε. Οι Spesnaz που είχαν 10 νεκρούς και αρκετούς τραυματίες ανέλαβαν τη φύλαξη του προεδρικού μεγάρου. Οι Σοβιετικοί κατέλαβαν και άλλα στρατηγικά σημεία της Καμπούλ. Το πρωί της 28ης Δεκεμβρίου ο ραδιοφωνικός σταθμός της Καμπούλ ανακοίνωσε τον τερματισμό της εξουσίας του Αμίν, αναφέροντας ότι η εκτέλεσή του πραγματοποιήθηκε από την επαναστατική Κεντρική Επιτροπή του Αφγανιστάν. Την ίδια μέρα, ο αρχηγός της ομάδας «Παρτσάμ», Μπαμπράκ Καρμάλ (1929-1996), γιος Αφγανού Στρατηγού με καταγωγή από το ινδικό Κασμίρ, επέστρεψε στο Αφγανιστάν από την Ευρώπη και ανέλαβε πρωθυπουργός της χώρας.

Η κατάσταση στο Αφγανιστάν μετά τη σοβιετική εισβολή – Χρονολόγιο των γεγονότων 1980-1989

Στις αρχές Ιανουαρίου 1980 τα σοβιετικά στρατεύματα στο Αφγανιστάν αριθμούσαν 82.000 άνδρες. Η νέα κυβέρνηση της χώρας εξουσίαζε μόνο την Καμπούλ και το 80% του αφγανικού εδάφους ήταν εκτός του ελέγχου της. Πριν τη σοβιετική επέμβαση ο Λαϊκός Αφγανικός Στρατός είχε 90.000 άνδρες και 150.000 εφέδρους. Υπήρχε μια δύναμη Χωροφυλακής από 30.000 άνδρες, που είχε καθήκοντα εσωτερικής ασφάλειας. Η Αεροπορία είχε προσωπικό 10.000 ανδρών και ήταν εξοπλισμένη με 160 αεροσκάφη σοβιετικής κατασκευής. Σταδιακά άρχισαν οι λιποταξίες από τον Αφγανικό Στρατό. Πολλοί άνδρες του παραδόθηκαν ή προσχώρησαν στους αντάρτες. Έτσι, στα τέλη του 1980, η δύναμη του Αφγανικού Στρατού είχε μειωθεί στους 33.000 άνδρες! Μετά από μια λαϊκή εξέγερση στην Καμπούλ στις 20 Φεβρουαρίου την οποία κατέστειλαν οι Σοβιετικοί στις 24/2, αφού οι Αφγανοί είχαν αρνηθεί να επέμβουν, οι Σοβιετικοί αφαίρεσαν όλα τα βαρέα όπλα από τους Αφγανούς θέτοντάς τα υπό τον έλεγχό τους και παράλληλα διέλυσαν ή αφόπλισαν «ύποπτες» αφγανικές μονάδες. Την άνοιξη του 1980 η 40η Στρατιά αναδιοργανώθηκε. Είχε πλέον 81.000 άνδρες, 600 άρματα μάχης, 1.790 τεθωρακισμένα οχήματα, 900 πυροβόλα και 500 αεροσκάφη και ελικόπτερα. Από τον Μάρτιο του 1980 ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις Σοβιετικών και Αφγανών εναντίον των μουτζαχεντίν στις επαρχίες Κουνάρ, Νανγκαρχάν στο ανατολικό Αφγανιστάν, οι οποίες στέφθηκαν με επιτυχία. Τον Σεπτέμβριο του 1980 νέος Διοικητής της 40ης Στρατιάς ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Μπορίς Τκατς. Ως το τέλος του 1980 είχαν σκοτωθεί 1.484 άνδρες της 40ης Στρατιάς. Από τις αρχές του έτους αυτού έφταναν στην ΕΣΣΔ οι πρώτες «μαύρες τουλίπες». Έτσι ονομάστηκαν τα μεταγωγικά αεροσκάφη Antonov που μετέφεραν φέρετρα νεκρών Σοβιετικών στρατιωτών. Παρά τις επιτυχίες τους, οι Σοβιετικοί δέχονταν επιθέσεις των ανταρτών. Ένας από τους πλέον προβεβλημένους ηγέτες των ανταρτών ήταν ο Τατζίκος Μασούντ, που έγινε εφιάλτης των Σοβιετικών. Στη διάρκεια των επιχειρήσεων τον Ιούνιο του 1981 σκοτώθηκε ο Αντιστράτηγος Χαχάλοφ, μια τεράστια απώλεια για τους Σοβιετικούς, που τον Σεπτέμβριο του 1981 ξεκίνησαν επιθέσεις εναντίον της Κανταχάρ, που ήταν χτισμένη στη θέση της Αλεξάνδρειας εν Αραχωσία, μίας από τις πολλές Αλεξάνδρειες που ίδρυσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Το 1981 σκοτώθηκαν 20.000 μουτζαχεντίν και αιχμαλωτίστηκαν άλλοι 7.763, όμως οι Σοβιετικοί έβλεπαν ότι είχαν μπει σε λιμνάζοντα ύδατα, από τα οποία δεν μπορούσαν να βγουν...
moutzahedin-sovietikoi__1_
Αχμάντ Σαχ Μασούντ


Η ανάληψη της προεδρίας των Η.Π.Α. από τον Ρόναλντ Ρίγκαν άλλαξε τα δεδομένα. Εξέφρασε την στήριξή του στην αφγανική αντίσταση και υποσχέθηκε την προμήθεια όπλων και άλλου στρατιωτικού υλικού. Παράλληλα, οι Η.Π.Α. το 1982 παρέδωσαν μαχητικά αεροσκάφη F-16 στο Πακιστάν. Στις 3 Νοεμβρίου 1982 οι Σοβιετικοί υπέστησαν μια σημαντικά καταστροφή μέσα στη σήραγγα Σαλάνγκ μετά από σύγκρουση βυτιοφόρου με άλλο όχημα. Κατά τους Δυτικούς σκοτώθηκαν συνολικά 1.100 Σοβιετικοί και Αφγανοί. Οι Σοβιετικοί ανέφεραν ότι σκοτώθηκαν 112 Αφγανοί και 64 συμπατριώτες τους. Στις 10/11/1982 πέθανε ο Μπρέζνιεφ και τον διαδέχθηκε ο Γιούρι Αντρόποφ, πρώην επικεφαλής της KGB, που άφησε να εννοηθεί ότι το αφγανικό έπρεπε να λυθεί με διπλωματικά μέσα, αλλά δεν πήρε καμιά πρωτοβουλία για κάτι τέτοιο. Τον Ιανουάριο του 1983 ο Μασούντ πρότεινε κατάπαυση του πυρός στην κοιλάδα Παντζσίρ για ένα χρόνο, την οποία δέχθηκαν κι Σοβιετικοί. Τη διετία 1984-1985 ο πόλεμος έφτασε στο αποκορύφωμά του. Όμως τον Μάρτιο του 1985 πέθανε και ο διάδοχος του Γιούρι Αντρόποφ, που είχε φύγει απ’ τη ζωή στις 9/2/1984, Κονσταντίν Τσερνιένκο. Ο διάδοχός του, Μιχαήλ Γκορμπατσόφ εισηγητής της «Γκλάσνοστ» (διαφάνεια) και της «Περεστρόικα» (μεταρρύθμιση) ακολούθησε μια διαφορετική πολιτική στο Αφγανιστάν, καθώς έβλεπε ότι ο πόλεμος δεν οδηγούσε πουθενά. Τον Απρίλιο του 1986 Διοικητής της 40ης Στρατιάς ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Β. Ντουμπίνιν. Στην ΕΣΣΔ άρχισαν να μαθαίνουν την πραγματικότητα για όσα συνέβαιναν στο Αφγανιστάν. Οι Σοβιετικοί στρατιώτες κατέφευγαν στο όπιο, την ηρωίνη και το χασίς για να ξεφύγουν από την παρατεταμένη πίεση. Το 1986 ο Καρμάλ έπεσε σε δυσμένεια των Σοβιετικών και τον διαδέχτηκε ο Μοχάμεντ Νατζιμπουλάχ ο οποίος στα τέλη του έτους ανακοίνωσε ότι από τα 35.000 χωριά του Αφγανιστάν, η κυβέρνηση είχε υπό τον έλεγχό της μόνο τα 8.000. Παράλληλα, οι μουτζαχεντίν εφοδιάζονταν με όπλα απ’ τις Η.Π.Α., την Κίνα , τη Μ. Βρετανία και άλλες χώρες κάνοντας ακόμα πιο δύσκολο το έργο των Σοβιετικών.
moutzahedin-sovietikoi__3_
Mohammad Najibullah


Τον Ιούνιο του 1987 τη διοίκηση της 40ης Στρατιάς ανέλαβε ο Αντιστράτηγος Μπόρις Γκρομόφ, που ηγήθηκε της επιχείρησης «Μαγκιστράλ» με την οποία καταφέρθηκε ένα ισχυρότατο πλήγμα σε βάρος των μουτζαχεντίν.

moutzahedin-sovietikoi__11_
Ο Στρατηγός Μπόρις Γκρομόφ

Σύντομα όμως, από τις αρχές του 1988 άρχισε να γίνεται συζήτηση για αποχώρηση των 100.300 Σοβιετικών στρατιωτικών που βρίσκονταν τότε στο Αφγανιστάν. Η έναρξη αυτής της διαδικασίας ξεκίνησε στις 14 Απριλίου 1988 με τις Συμφωνίες της Γενεύης που υπογράφηκαν από τους Υπουργούς Εξωτερικών του Πακιστάν και του Αφγανιστάν 
 και εγγυητές, εκπροσώπους από την ΕΣΣΔ και τις Η.Π.Α. Η αποχώρηση θα ξεκινούσε στις 5 Μαΐου και θα ολοκληρωνόταν μέσα σε εννέα μήνες. Η πρώτη σοβιετική φάλαγγα αποχώρησε τελικά στις 15 Μαΐου. Την αποτελούσαν 12.000 άνδρες και 3.000 οχήματα. Οι μουτζαχεντίν του Μασούντ συνέχισαν τη δράση τους καταλαμβάνοντας περιοχές που εγκατέλειψαν οι Σοβιετικοί. Παράλληλα, προκαλούσαν σοβαρές απώλειες στα αφγανικά στρατεύματα. Ενδεικτικά, από τα μέσα Μαΐου 1988 ως τα μέσα Οκτωβρίου του ίδιου έτους καταρρίφθηκαν 14 αφγανικά αεροπλάνα και 36 ελικόπτερα. Ως τις 5/8/1988 οι μισοί Σοβιετικοί είχαν εγκαταλείψει το Αφγανιστάν. Από τις αρχές του 1989 οι Σοβιετικοί επιτάχυναν τους ρυθμούς αποχώρησής τους.

moutzahedin-sovietikoi__10_
Οι τελευταίοι Σοβιετικοί στρατιώτες αποχωρούν από το Αφγανιστάν


Όμως ο αποκλεισμός της σήραγγας Σαλάνγκ από μουτζαχεντίν, τους οδήγησε στην 
επιχείρηση «Τυφώνας» με την οποία οι Σοβιετικοί απελευθέρωσαν τη Σαλάνγκ. Στις 3 Φεβρουαρίου 1989 η τελευταία σοβιετική φάλαγγα έφυγε από την Καμπούλ, με ισχυρή αεροπορική κάλυψη. Πίσω έμειναν 1.500 άνδρες για τη φύλαξη του αεροδρομίου της Καμπούλ και άλλων ζωτικών στόχων.
moutzahedin-sovietikoi__14_
Μουτζαχεντίν στα βουνά του Αφγανιστάν

Στις 8 Φεβρουαρίου οι άνδρες του Μασούντ επιχείρησαν πάλι να κλείσουν τη σήραγγα Σαλάνγκ, αλλά εκδιώχθηκαν από τα πυρά σοβιετικών αεροσκαφών. Το βράδυ της 14/2/1989 ξεκίνησε η αναχώρηση από τη βάση της στο Μαζάρ ι Σαρίφ, η τελευταία σοβιετική φάλαγγα με 450 τεθωρακισμένα οχήματα και 1.500 άνδρες. Την επόμενη μέρα πέρασε στο Τερμέζ, σε σοβιετικό έδαφος. Επικεφαλής της ήταν ο Στρατηγός Μπόρις Γκρομόφ που άφησε τελευταίος το έδαφος του Αφγανιστάν. Σε δηλώσεις του προς τους δημοσιογράφους είπε: "Εκπληρώσουμε το διεθνές μας καθήκον ως το τέλος… τα σοβιετικά στρατεύματα έδειξαν το μεγαλείο της διανόησης και της πολιτικής ωριμότητας του Σοβιετικού στρατιώτη και την αφοσίωσή του στον σοσιαλισμό".

Επίλογος – Απολογισμός

Σύμφωνα με τις επίσημες σοβιετικές αναφορές το τίμημα για τον πόλεμο των 9 ετών, ενός μήνα και 18 ημερών ήταν 15.051 νεκροί. Σ’  αυτούς περιλαμβάνονται άνδρες της KGB, στρατιωτικοί σύμβουλοι και πολιτικό προσωπικό. 7.418 νεκροί ήταν Ρώσοι, 2.572 Ουκρανοί, 1.146 Ουζμπέκοι, 667 Λευκορώσοι, 512 Τάταροι, 387 Καζάχοι, 291 Τουρκμένοι, 280 Τατζίκοι, 207 Μολδαβοί, 203 Αζέροι, 125 Αρμένιοι, 124 Μπασκίροι, 122 Κιργίζιοι και 69 Γεωργιανοί. Οι υπόλοιποι νεκροί προέρχονταν από άλλες εθνότητες της ΕΣΣΔ, κυρίως ασιατικές.

417 Σοβιετικοί χαρακτηρίστηκαν αγνοούμενοι ή αιχμαλωτίστηκαν. 119 απ’ αυτούς απελευθερώθηκαν (97 επέστρεψαν στην ΕΣΣΔ και 22 σε άλλες χώρες). Ο αριθμός των τραυματιών ήταν 53.753 και των ασθενών 455.071. 11.654 από αυτούς δεν μπόρεσαν να επιστρέψουν στη μάχη. Ο μεγάλος αριθμός των ασθενών οφείλεται στις άσχημες κλιματικές συνθήκες που προκάλεσαν τη διάδοση τύφου, χολέρας, ηπατίτιδας και δυσεντερίας.

Ο αριθμός των Σοβιετικών που υπηρέτησαν στο Αφγανιστάν ανήλθε συνολικά στις 620.000, αλλά σε κανένα χρονικό σημείο του πολέμου δεν ξεπέρασε τους 108.000 άνδρες. Μεγάλες ήταν οι απώλειες σε όπλα και εξοπλισμό των Σοβιετικών: 118 αεροσκάφη, 333 ελικόπτερα, 147 άρματα μάχης, 1.314 τεθωρακισμένα οχήματα (ερπυστριοφόρα και τροχοφόρα), 433 πυροβόλα και όλμοι, 1.138 οχήματα διοικήσεως και ασυρμάτου, 510 οχήματα μηχανικού και 11.369 οχήματα διαφόρων τύπων.

Οι νεκροί Αφγανοί μεταξύ 1979-1989, άμαχοι πολίτες οι περισσότεροι, ήταν μεταξύ 1.000.000 και 1.200.000. Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια του πολέμου 5.000.000 πρόσφυγες κατέφυγαν στο Ιράν και το Πακιστάν, ενώ γύρω στο 1.500.000 έγιναν εσωτερικοί πρόσφυγες και εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της χώρας.

Πηγή: ΞΕΝΟΦΩΝ ΧΑΛΑΤΣΗΣ, «ΑΦΓΑΝΙΣΤΑΝ 1979-1989, ΤΟ ΑΙΜΑΤΗΡΟ ΤΕΛΜΑ ΤΗΣ ΣΟΒΙΕΤΙΚΗΣ ΥΠΕΡΔΥΝΑΜΗΣ» (ΟΙ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ «ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ», Εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2007)

πηγή:https://www.protothema.gr/stories/article/1550699/afganistan-1979-1989-i-eisvoli-kai-ebloki-tis-sovietikis-enosis-se-enan-makrohronio-kai-aimatiro-polemo/

Συνέβη σαν Σήμερα το 1904 - Παύλος Μελάς ο πρωτομάρτυρας και σύμβολο του Μακεδονικού Αγώνα.



Ο Παύλος Μελάς γεννήθηκε στις 29 Μαρτίου του 1870 στη Μασσαλία, όπου ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς (1833-1897) δραστηριοποιούταν ως έμπορος. Το 1886 εισήλθε στη Σχολή Ευελπίδων και εξήλθε ως ανθυπολοχαγός του Πυροβολικού στις 8 Αυγούστου του 1891. Τον επόμενο χρόνο νυμφεύτηκε τη Ναταλία Δραγούμη (1872-1973), κόρη του τραπεζίτη και πολιτικού Στέφανου Δραγούμη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά, τον στρατιωτικό Μιχαήλ Μελά (1894-1950) και τη χημικό Ζωή Μελά - Ιωαννίδη (1898-1996).

Υπήρξε δραστήριο μέλος της Εθνικής Εταιρείας, μιας μυστικής οργάνωσης, που είχε ως σκοπό την αναζωπύρωση του εθνικού φρονήματος και την απελευθέρωση των υπόδουλων Ελλήνων με κάθε θυσία, και έπαιξε αρνητικό ρόλο στον Ελληνοτουρκικό Πόλεμο του 1897. Με την έκρηξη του πολέμου μάχεται στα μέτωπα της Θεσσαλίας, ως διοικητής ουλαμού της 2ης Πεδινής Πυροβολαρχίας. Είναι αισιόδοξος για την έκβασή του, ώστε γράφει στους γονείς του: «...Αν ο θεός μας βοηθήση ολίγον, σύντομα θα λάβετε γράμμα μου από την Θεσσαλονίκην. Ώστε θάρρος, αγαπητοί μου γονείς, θάρρος και πεποίθησιν· διότι και αν φέρη ο διάβολος, να νικηθώμεν, θα νικηθώμεν παλικαρίσια...». Δέκα μέρες αργότερα, η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί τον απογοητεύει και τον αηδιάζει. «Οι ηλίθιοι που φωνάζουν εναντίον του (εννοεί τον διάδοχο Κωνσταντίνο) έπρεπε να είναι εις την Λάρισσαν την επαύριο, της ατίμου, ατίμου, ατίμου φυγής μας, δια να ιδούν την κατάστασιν του στρατού και ν’ αντιληφθούν αν ήτο δυνατόν να κάμη μαζί του ένα βήμα προς τα εμπρός...» γράφει εκ νέου στους γονείς του.

Στις αρχές του 20ου αιώνα τον απασχολεί έντονα η κατάσταση στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία και τον ανησυχεί η δράση των κομιτατζήδων, που επιδιώκουν την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Τον επηρεάζει έντονα ο Μακεδόνας πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, ενώ έχει πληροφόρηση από πρώτο χέρι από τον αδελφό της γυναίκας του Ίωνα Δραγούμη, που υπηρετεί ως υποπρόξενος στο Μοναστήρι (σημερινή Μπίτολα ΠΓΔΜ)


Τον Φεβρουάριο του 1904, μαζί με άλλους τρεις αξιωματικούς, τους λογαχούς Αλέξανδρο Κοντούλη και Αναστάσιο Παπούλα και τον ανθυπολοχαγό Γεώργιο Κολοκοτρώνη, συμμετέχει σε μυστική αποστολή στη Μακεδονία με το ψευδώνυμο Μίκης Ζέζας (Μίκης, από το όνομα του γιου του Μιχαήλ, που τον φωνάζουν χαϊδευτικά Μίκη και Ζέζας, από το όνομα της κόρης του Ζωής, που τη φωνάζουν χαϊδευτικά Ζέζα), κατόπιν εντολής της κυβέρνησης Θεοτόκη. Η ομάδα των τεσσάρων αξιωματικών, συνοδευόμενη από μακεδόνες αγωνιστές, δραστηριοποιήθηκε στη δυτική Μακεδονία, αλλά οι κινήσεις της έγιναν αντιληπτές από τους Τούρκους, οι οποίοι ζήτησαν από την ελληνική κυβέρνηση την ανάκλησή τους. Έτσι, ο Μελάς μαζί με τους τρεις άλλους αξιωματικούς επέστρεψαν στην Αθήνα στις 29 Μαρτίου.

Τον Ιούλιο, ενώ υπηρετούσε στη Σχολή Ευελπίδων, ζήτησε 20ήμερη άδεια και έκανε ένα δεύτερο ταξίδι στη Μακεδονία. Στο πλαστό διαβατήριό του αναγραφόταν το όνομα Πέτρος Δέδες και ως επάγγελμα δήλωνε ζωέμπορος. Μόλις έφθασε στην Κοζάνη συναντήθηκε με το ντόπιο ελληνικό στοιχείο και αποφασίστηκε η συγκρότηση ενόπλων σωμάτων με τη στρατολόγηση ανδρών από τις γύρω περιοχές και η ανάληψη άμεσης δράσης στη Δυτική Μακεδονία. Επέστρεψε στην Αθήνα στις 3 Αυγούστου γεμάτος αισιοδοξία για την έκβαση του Αγώνα.

Μετά από 15 ημέρες ζήτησε κι έλαβε τετράμηνη άδεια από το στράτευμα για να αναλάβει επίσημα την αρχηγία του Μακεδονικού Αγώνα στην περιοχή της Καστοριάς και του Μοναστηρίου, κατόπιν υπόδειξης του Μακεδονικού Κομιτάτου. Λίγο πριν από την αναχώρησή του εξομολογείτο στη γυναίκα του: «...Αισθάνομαι πολύ, ο δυστυχής, την ευτυχίαν που αφήνω· αισθάνομαι ότι μ’ όλον τον ανήσυχον και νευρικόν χαρακτήραν μου ο βίος ο οποίος μου αρμόζει περισσότερον είναι ο ήσυχος και ο οικογενειακός. Αλλ’ από τινος δεν ηξεύρω τι έπαθα· έγινα όργανον δυνάμεως πολύ μεγάλης, ως φαίνεται, αφού έχει την ισχύν να κατασιγάση όλα τ’ αλλα αισθήματά μου και να με ωθή διαρκώς προς την Μακεδονίαν». Και από τη Λάρισα συμπλήρωνε με νέο γράμμα προς την σύζυγό του, ωσάν να προαισθανόταν το τέλος του: «...Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχήν και με την ιδέαν, ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω. Είχα και εγώ την ακράδαντον πεποίθησιν, ότι δυνάμεθα να εργασθώμεν εν Μακεδονία και να σώσωμεν πολλά πράγματα. Έχων δε την πεποίθησιν ταύτην, έχω και υπέρτατον καθήκον να θυσιάσω το παν όπως πείσω την Κυβέρνησιν και την κοινήν γνώμην περί τούτου...».

Στις 28 Αυγούστου ο Καπετάν Μίκης Ζέζας διέβη τα σύνορα, συνοδευόμενος από αρκετούς Μακεδόνες, Λάκωνες και Κρήτες, και στα μέσα Σεπτεμβρίου στρατοπέδευσε στην περιοχή της Καστοριάς. Στις 13 Οκτωβρίου του 1904 εισήλθε στο χωριό Στάτιστα για να αναπαυτεί αυτός και οι άνδρες του. Όμως, ο Βούλγαρος αρχικομιτατζής Μήτρος Βλάχος, προκειμένου να τον βγάλει από τη μέση, ειδοποίησε τις οθωμανικές αρχές. Επί τόπου κατέφθασε ισχυρό στρατιωτικό απόσπασμα, αποτελούμενο από 150 άνδρες και στη συμπλοκή που ακολούθησε, ο Παύλος Μελάς τραυματίστηκε σοβαρά στην οσφυϊκή χώρα και μετά από μισή ώρα άφησε την τελευταία του πνοή.

Το κεφάλι του αποκόπηκε από τους συμπολεμιστές του και τάφηκε στο ναό της Αγίας Παρασκευής στο Πισοδέρι. Το σώμα του παραδόθηκε από τις οθωμανικές αρχές στον μητροπολίτη Καστοριάς Γερμανό (Καραβαγγέλη) και τάφηκε στον βυζαντινό ναό των Ταξιαρχών στην Καστοριά, όπου αναπαύεται και η κάρά του από το 1950. Στον ίδιο ναό έχει ταφεί και η σύζυγός του Ναταλία, κατ’ επιθυμίαν της.

Ο θάνατος του Παύλου Μελά έγινε γνωστός στην Αθήνα στις 18 Οκτωβρίου και συγκλόνισε την κοινή γνώμη, λόγω του ακέραιου και αγνού χαρακτήρα του ανδρός, αλλά και του γνωστού ονόματος της οικογένειάς του, που είχε μεγάλους δεσμούς με τη Μακεδονία και την κοινωνία των Αθηνών. Η θυσία του σηματοδότησε την ουσιαστική έναρξη του Μακεδονικού Αγώνα, που κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-1913.


Πηγή: https://www.sansimera.gr/biographies/807?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2022-10-13

© SanSimera.gr

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ: Καταπέλτης ο πρώην αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμένος στον Πρωθυπουργό: - "Δεν μπορεί η χώρα να τρέχει με 1.000 και η Δικαιοσύνη με 100" - "Δεν μπορεί ένας συνταξιούχος να περιμένει χρόνια, την απόφαση, για να πάρει τα αναδρομικά που δικαιούται".

1/11/2021



 Την ανάγκη μεταρρυθμίσεων εις βάθος στη Δικαιοσύνη, τονίζει με συνέντευξή του στην «Κ», ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, Παναγιώτης Πικραμένος. 

Ο πρώην πρόεδρος του ΣτΕ, ο οποίος διετέλεσε και πρωθυπουργός στις δύσκολες εποχές των μνημονίων, ζητεί την ουσιαστική αξιολόγηση των δικαστών. 
«Έχουμε ανάγκη, επισημαίνει από δικαστές, οι οποίοι να είναι προσαρμοσμένοι στην σύγχρονη εποχή. Δεν θέλουμε δικαστές που να βλέπουν το λειτούργημά τους ως βιοποριστικό επάγγελμα, ούτε να έχουν τη νοοτροπία του οιονεί δημοσίου υπαλλήλου».
 «Έχουμε περιπτώσεις δικαστών, συμπληρώνει, που εκδικάζουν 10 υποθέσεις, άλλοι που εκδικάζουν 100 ή άλλοι που  καθυστερούν επί χρόνια την έκδοση των αποφάσεων. 
Οι ανισότητες αυτές δεν μπορούν να είναι ανεκτές. Aποβαίνουν σε βάρος αυτών που δουλεύουν, του συστήματος και της κοινωνίας». 
Σε ό,τι αφορά τις παθογένειες και τις καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης σημειώνει με νόημα.
 «Δεν μπορεί ένας συνταξιούχος ή ένας εργαζόμενος να περιμένει χρόνια την απόφαση για να πάρει αυτά που δικαιούται. 
Δεν μπορεί ένας επενδυτής ή ένας επιχειρηματίας να περιμένει μία υπόθεση να λυθεί σε δέκα χρόνια και να καταφεύγουν όλοι σε ρήτρες διαιτησίας».




πηγή:https://www.kathimerini.gr/k/sunday-edition/561565405/diavaste-stin-kathimerini-tis-kyriakis-221/


Διαδρομή Μνήμης για την Εθνική Αντίσταση - "Μετά 10 λεπτά είμεθα προ του εκτελεστικού αποσπάσματος"



Μεταξύ των αντικειμένων που αφήνω εδώ είναι, σε ένα κουτί, σπόρια από δαμάσκηνα της Καλιφόρνιας. Τα φύλαξα να φυτέψετε δαμασκηνιές στην Εκάλη. Θα τις λέτε οι δαμασκηνιές του Αλέξανδρου
» – Φυλακές Αβέρωφ, 2/11/1943

Το απόσπασμα είναι από την τελευταία επιστολή που έστειλε στην οικογένειά του ο Αλέξανδρος Καΐρης, λίγο προτού εκτελεστεί από τους Ναζί σε ηλικία 28 ετών. Ζούσε στην Αθήνα, ήταν δικηγόρος και γιος εύπορης οικογένειας με καταγωγή από την Ανδρο. Είχε καταδικαστεί σε θανατική ποινή για κατασκοπεία και εκτελέστηκε μαζί με επτά ακόμη αγωνιστές της Αντίστασης το πρωινό της 2ας Νοεμβρίου 1943.

Η ιστορία του Αλέξανδρου Καΐρη είναι μία από τις χιλιάδες τραγικές ιστορίες που «γράφτηκαν» την περίοδο της γερμανικής κατοχής στην 

Ελλάδα Διαδρομή Μνήμης 

Στις 12 Οκτωβρίου, η Αθήνα γιορτάζει τα 80 χρόνια απελευθέρωσης από τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής. Στο Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών, τον τόπο που υποδέχθηκε τους χιλιάδες νεκρούς του πολέμου, μία Διαδρομή Μνήμης θα ξετυλιχτεί κατά μήκος του, ξεδιπλώνοντας ιστορίες του τόπου και των πρωταγωνιστών της περιόδου. Η διαδρομή, που για πρώτη φορά περιλαμβάνεται σε νεκροταφείο, είναι το αποτέλεσμα μίας τεράστιας και ανεξάντλητης έρευνας που ξεκίνησε η Ζέττα Αντωνοπούλουπροϊσταμένη του τμήματος πολιτιστικής κληρονομιάς του Δήμου Αθηναίων.

«Είχα αρχίσει να στοιχειοθετώ την ιστορία του Τρίτου Νεκροταφείου της Αθήνας σε συνδυασμό με όσα συνέβησαν κατά την περίοδο της Κατοχής. Κάποια στιγμή, μια διδακτορική ερευνήτρια μού έθεσε το ερώτημα αν γνωρίζω πού βρίσκεται το Μνημείο για την Πείνα, καθώς αναφερόταν στα πρακτικά του Δημοτικού Συμβουλίου της δεκαετίας του ’60. Συνειδητοποίησα ότι δεν γνώριζα και αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσω να ξετυλίγω τον μίτο. Ανάμεσα σε τάφους τριετίας εντόπισα έναν απέριττο τάφο με μαρμάρινο σταυρό και την επιγραφή “ΘΥΜΑΤΑ ΚΑΤΟΧΗΣ 1941-1944”. Εντελώς παραμελημένος, ξεχασμένος θα έλεγα, με συγκίνησε και αναρωτήθηκα τις ευθύνες μας απέναντί του», λέει στην «Κ» η κ. Αντωνοπούλου.

Το συμπέρασμα πως το Μνημείο για τα θύματα της Πείνας δεν έγινε ποτέ, έκανε την ίδια να αναρωτηθεί πώς μπορεί να αναδειχθεί η μνήμη της περιόδου στο Γ΄ Νεκροταφείο και ταυτόχρονα η ταυτότητα του ιστορικού τόπου που λησμονήθηκε. Την πρόταση της ιστορικής διαδρομής που κατέθεσε η Ζ. Αντωνοπούλου για όσους δεν πρόλαβαν να ζήσουν την απελευθέρωση από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, τα θύματα της πείνας και τους εκτελεσμένους, «αγκάλιασε» φέτος η διοργάνωση των επετειακών εκδηλώσεων «1974 / 1944. Η Αθήνα γιορτάζει την ελευθερία της», ενώ την υλοποίηση του εγχειρήματος ανέλαβε ο Δήμος Αθηναίων μέσω της Αναπτυξιακής Αθήνας.

«Στο Τρίτο Νεκροταφείο βρίσκονται δύο τοπόσημα, όπου πραγματοποιούνται ετήσιες επιμνημόσυνες τελετές. Το πρώτο είναι το Μνημείο Εκτελεσμένων από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής, αρχικά μνημείο των εκτελεσθέντων στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του ’44, έπειτα και των νεκρών του Μπλόκου της Κοκκινιάς και σήμερα συμπεριληπτικό μνημείο όλων των εκτελεσθέντων

»Το δεύτερο είναι το Μνημείο Εθνικής Αντίστασης στην πλατεία του Νεκροταφείου και, δίπλα σε αυτό, το Μνημείο Σφαγής του Αιγάλεω. Και τα δύο είναι νεότερα έργα», περιγράφει η κ. Αντωνοπούλου τονίζοντας πως η Διαδρομή Μνήμης εντόπισε και υπενθυμίζει τον χώρο όπου τάφηκαν τον χειμώνα του 1941-1942, ανώνυμα και ομαδικά, τα θύματα της πείνας, και που σήμερα τίποτα δεν θυμίζει αυτό το παρελθόν.

«Η διαδρομή εστιάζει επίσης σε ομαδικούς τάφους (κοινοτάφια) στα οποία έχουν συγκεντρωθεί και αναπαύονται οστά εκτελεσμένων, καθώς και σε ατομικούς τάφους. Σε κάθε σημείο υπάρχει σύντομη πληροφόρηση. Στους δύο βασικούς άξονες της διαδρομής –άνοδος και κάθοδος– εκεί που η μνήμη δεν σώζεται με υλικό τρόπο, λογοτεχνικά κείμενα και πηγές, καθώς και άλλα τεκμήρια αναλαμβάνουν την εδαφικοποίηση και την ανάδειξή της», προσθέτει η ίδια.

Κάποια από τα τεκμήρια αυτά είναι τα αποχαιρετιστήρια γράμματα των κρατουμένων που γράφτηκαν πάνω σε πακέτα τσιγάρα για να τα βρουν αργότερα οι συγγενείς. Ενα από αυτά είναι του Ηλία Καζάκου, αξιωματικού του Λιμενικού Σώματος που μαζί με τον συνάδελφό του Γεώργιο Κωτούλα συντόνισαν τη φυγάδευση πολλών Ελλήνων και ξένων στη Μέση Ανατολή. Και οι δύο εκτελέστηκαν στις 5 Ιουνίου του 1942 στο Σκοπευτήριο της Καισαριανής, σε αντίποινα για το σαμποτάζ που είχε γίνει στα Λιόσια και το Μενίδι.

Η διαδρομή έχει σημάνσεις και ροή. Κάθε σημείο αποκαλύπτει μια ιστορία ή περισσότερες: τα μπλόκα, τις εκτελέσεις, τους σαμποτέρ και τις θρυλικές ιστορίες τους, τους κατασκόπους, τις διαδηλώσεις, τον παράνομο Τύπο, τις απεργίες, το Χαϊδάρι, το Αιγάλεω, το ρεμπέτικο τραγούδι. Αναδεικνύει πρόσωπα και γεγονότα της περιόδου μέσα στο ίδιο το Κοιμητήριο και όχι στο αστικό τοπίο, όπως συνηθίζεται.«Αναδεικνύει, όμως, και τη σημαντικότητα του Τρίτου Νεκροταφείου της Αθήνας, που σήκωσε το βάρος των χιλιάδων νεκρών της περιόδου. Εμμεσα, επίσης, διακρίνονται θεσμικές μνημειακές πολιτικές. Το αφήγημα είναι πλήρες και πρόσφορο στην εκπαιδευτική κοινότητα, στην περαιτέρω έρευνα και σε ποικίλες ερμηνείες», τονίζει η κ. Αντωνοπούλου.

Η έρευνα για τους πρωταγωνιστές της περιόδου ξεκίνησε από τις επιτύμβιες πλάκες του Τρίτου Νεκροταφείου. Η δρ Ιστορίας – Αρχαιολογίας Νανά Ιακωβίδου, που συμμετείχε εκ μέρους της Αναπτυξιακής Αθήνας στην ερευνητική ομάδα της Διαδρομής Μνήμης, πέρασε αρκετές ώρες στις βιβλιοθήκες και έπειτα στην προσεκτική ανάλυση και ερμηνεία των πηγών. Εξηγεί στην «Κ» πώς από μία επιγραφή φτάνει κανείς να ερευνά το παρελθόν ενός ανθρώπου.

Αυτό που είχα στη διάθεσή μου ήταν ένα ονοματεπώνυμο και μια ημερομηνία, χαραγμένα πάνω σε μια επιτύμβια πλάκα. Ξεκινούσα δηλαδή την έρευνά μου από μια τραγική στιγμή, τη στιγμή της εκτέλεσης ενός ανθρώπου. Και μετά, έβρισκα ένα σημείωμα γραμμένο θαρραλέα λίγο πριν από τη στιγμή της εκτέλεσης, ένα όνομα στη λίστα εκτελεσθέντων κάποιας εφημερίδας της εποχής, ένα γράμμα συγγενή, μια μαρτυρία ενός συγκρατούμενου. Ολα αυτά μαζί ξετύλιγαν σιγά σιγά ιστορίες μιας ζωής, εικόνες βασανιστηρίων, τρυφερές στιγμές, αλλά και τα τραύματα όσων έμεναν πίσω να αναζητούν τους συγγενείς τους. Ταυτόχρονα, δημιουργούσαν ερωτήματα, έθεταν προβληματισμούς. Με λίγα λόγια έγραφαν ιστορία: την ιστορία των εκτελεσθέντων και μαζί με αυτή, την ιστορία ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας της εποχής».

Η Διαδρομή Μνήμης βασίζεται σε μια βιωματική προσέγγιση με στόχο ο επισκέπτης να συναισθανθεί την τραγικότητα των γεγονότων της περιόδου 1940-1944. Η Ελίζα Νεοφύτου, αρχιτέκτονας – παιδαγωγός με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μουσειολογία, δημιούργησε τη μουσειολογική πορεία της Διαδρομής Μνήμης με κύριους σταθμούς την Πείνα, τις Εκτελέσεις και την Απελευθέρωση. Στα μάτια της ο χώρος του Νεκροταφείου αντανακλά πλέον ένα υπαίθριο μουσείο.

«Οσοι επισκεφθούν το Γ’ Νεκροταφείο Αθηνών θα έχουν την ευκαιρία να ανακαλύψουν την ιστορική διάσταση αυτού του χώρου που αφορά την περίοδο 1940-1944 και να εντρυφήσουν από τη μία σε ιστορικά γεγονότα και από την άλλη σε ατομικές βιογραφίες. Θα βιώσουν ταυτόχρονα μια χρονολογική και θεματική εξιστόρηση, όπως και μια ιστορία “από τα κάτω” ώστε να γνωρίσουν ανθρώπους που χάθηκαν αντιστεκόμενοι. Στόχος μας είναι να μιλήσουμε για αυτά που για χρόνια εκεί έμειναν ανείπωτα και να αναδείξουμε το Γ’ Νεκροταφείο ως έναν τόπο μνήμης, ανάδειξης και ενθύμισης του τραύματος που άφησε η Κατοχή».

Αγνωστες πτυχές 

Η λειτουργία του Γ’ Νεκροταφείου Αθηνών ξεκίνησε το 1939, λίγο πριν από την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου με σκοπό να εξυπηρετήσει τις ανάγκες της πόλης, καθώς το Α’ και το Β’ Κοιμητήριο είχαν ήδη κορεστεί.

«Λόγω της έκτασής του μπόρεσε να υποδεχθεί αιφνίδια χιλιάδες νεκρούς, αν και από τον πρώτο χρόνο της Κατοχής –και αυτό είναι ενδεικτικό του μεγέθους του θανάτου στην πρωτεύουσα– αναγκάστηκε σε επεκτάσεις και λήψη μέτρων όπως οι ομαδικές ταφές, προκειμένου να ανταποκριθεί στις ασύλληπτες ανάγκες», περιγράφει η κ. Αντωνοπούλου. «Εχω την εντύπωση πως κανείς δεν γνωρίζει ή, τουλάχιστον, δεν μπορεί να φανταστεί τη λειτουργία του εκείνα τα χρόνια. Στη δική μου αντίληψη, δεν μπορούμε να μιλάμε για ένα κοιμητήριο, με την ωραιοποιημένη, συμβολική και ρομαντική διάσταση του όρου, αλλά για ένα νεκρο-ταφείο, τόσο σκληρό όσο ακούγεται. Υπάρχουν πλείστες αναφορές στις συγκλονιστικές συνθήκες μεταφοράς, απόθεσης και ταφής των σορών. Η έρευνα όμως ανέδειξε πως το Τρίτο Νεκροταφείο ήταν συγχρόνως και τόπος εκτέλεσης και φυτώριο για τις ανάγκες των συσσιτίων και, επίσης, νεκροταφείο όλων: των συμμάχων, των Ιταλών, των Γερμανών, των Εβραίων. Οι αρχές κατοχής είχαν πλήρη έλεγχο στην οργάνωση και διαχείρισή του, υποχρεώνοντας τη δημοτική αρχή σε έργα, προμήθειες φερέτρων και οργάνωση του χώρου καθ’ υπόδειξή τους», προσθέτει η ίδια.

Το Τρίτο Νεκροταφείο είναι πλέον ενταγμένο στον ιστορικό χάρτη της πόλης. Οπως λέει η προϊσταμένη της πολιτιστικής κληρονομιάς του Δήμου Αθηναίων, η διαδρομή αποτελεί μια δυναμική αρχή που οφείλει να έχει και συνέχεια.

«Σκοπός είναι να εντοπίσουμε και να σημάνουμε όσους τάφους διατηρούνται στο πεδίο. Εχω την αισιοδοξία πως την έρευνά μας θα συνδράμουν οι ίδιοι οι πολίτες, συγγενείς και οικογένειες, που κατέχουν θραύσματα αυτού του μωσαϊκού το οποίο αποκαλύπτεται 80 χρόνια μετά την απελευθέρωση».





πηγή: https://www.kathimerini.gr/society/reportaz/563267206/meta-10-lepta-eimetha-pro-toy-ektelestikoy-apospasmatos/