Σε αυξήσεις συντάξεων, με διαφορετικές ταχύτητες, είτε στα χαρτιά είτε στην τσέπη, για παλαιούς και νέους συνταξιούχους οδηγεί το νέο ασφαλιστικό που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, αφού σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη του υπουργείου Εργασίας «πέρασε» και από την κρίση των εκπροσώπων των δανειστών. Το δημοσιονομικό κόστος των προωθούμενων αυξήσεων σε κύριες και επικουρικές συντάξεις δεν φαίνεται πως ανησύχησε τους δανειστές, καθώς υπάρχει η δέσμευση του υπουργείου Εργασίας ότι αυτό θα καλυφθεί για το 2020 από τις ήδη εγγεγραμμένες πιστώσεις του κοινωνικού προϋπολογισμού. Και θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται έως το 2070 από το 0,50% του ΑΕΠ που προκύπτει από την κατάργηση της παροχής που θεσμοθετήθηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση και ονομάστηκε «13η Σύνταξη».
Πάνω από 30 έτη
Οι αυξήσεις στις κύριες συντάξεις αφορούν μόνο όσους έχουν συνταξιοδοτηθεί ή θα συνταξιοδοτηθούν με περισσότερα από 30 έτη ασφάλισης και έως 44, καθώς το σχέδιο νόμου προβλέπει νέα ποσοστά αναπλήρωσης. Στον αντίποδα, όσοι έχουν αποχωρήσει με έως 30 έτη ασφάλισης, αλλά και όσοι βγαίνουν ή έχουν βγει στη σύνταξη με πάνω από 44 έτη, δεν δικαιούνται αύξηση. Βέβαια, σύμφωνα με το άρθρο 25 του νέου σχεδίου νόμου (που αντικαθιστά το άρθρο 14 του νόμου Κατρούγκαλου) όσοι έχουν ήδη συνταξιοδοτηθεί με περισσότερα από 44 έτη ασφάλισης, δεν θα έχουν απώλειες, καθώς η διαφορά θα καταγραφεί ως «προσωπική διαφορά».
Αναλυτικά, αυξήσεις που θα φανούν άμεσα, θα λάβουν όλοι οι νέοι συνταξιούχοι που έχουν αποχωρήσει μετά τις 13 Μαΐου 2016, με πάνω από 30 έτη ασφάλισης και δεν έχουν «προσωπική διαφορά». Το ίδιο ισχύει και για τους νέους συνταξιούχους, που έχουν υποβάλει αίτηση συνταξιοδότησης από την 1η Οκτωβρίου 2019 και μετά (ημερομηνία ισχύος των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας). Σύμφωνα με τα παραδείγματα που παρουσίασε η «Κ», οι αυξήσεις αυτές κυμαίνονται από 12 έως και 250 ευρώ ευρώ τον μήνα και θα δοθούν αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου 2019.
Οσοι συνταξιοδοτήθηκαν με τον νόμο Κατρούγκαλου και διατηρούν προσωπική διαφορά, αυτή θα συμψηφιστεί με την αύξηση που τυχόν δικαιούνται.
Οι παλαιοί συνταξιούχοι που έχουν συνταξιοδοτηθεί με το σύστημα που ίσχυε πριν από τον νόμο Κατρούγκαλου, δηλαδή πριν από τις 13 Μαΐου του 2016 (πάντα έπειτα από 30,1 έως 44 έτη ασφάλισης) και έχουν αρνητική προσωπική διαφορά (είχαν δηλαδή αύξηση ήδη από 1/1/2019) θα λάβουν τις πιθανές νέες αυξήσεις που δικαιούνται σε 5 ετήσιες δόσεις από το 2020 έως και το 2024. Στην πράξη, για τη συγκεκριμένη κατηγορία ασφαλισμένων, όπως φαίνεται από το επίμαχο άρθρο 25, θα ισχύουν δύο μεταβατικές περίοδοι αυξήσεων. Η πρώτη, αφορά την αύξηση που δόθηκε από τον νόμο Κατρούγκαλου και ισχύει από την 1η/1/2019 έως και τις 31/12/2023. Η δεύτερη, που αφορά πιθανή επιπλέον αύξηση που προκύπτει λόγω των νέων αυξημένων συντελεστών αναπλήρωσης, ξεκινά από την 1η/10/2019 και θα «τρέχει» έως τις 31/12/2024. Παλαιοί συνταξιούχοι που αποχώρησαν πριν από τις 13 Μαΐου 2016 και έχουν πολύ μικρή θετική προσωπική διαφορά, εφόσον αυξηθεί μετά τον νέο επανυπολογισμό η ανταποδοτική τους σύνταξη, και περάσουν κι αυτοί σε αρνητική προσωπική διαφορά, θα δουν επίσης, αύξηση, σε 5 δόσεις. Η πρώτη θα δοθεί για το διάστημα 1/10/2019-31/12/2020 και οι υπόλοιπες 4, ισόποσα, έως το τέλος του 2024.
Συμψηφισμός
Αυξήσεις στα χαρτιά θα δουν τέλος και όλοι οι παλαιοί συνταξιούχοι με σημαντική προσωπική διαφορά. Η αύξηση που δικαιούνται επειδή έχουν αποχωρήσει με 30,1 έως 44 έτη ασφάλισης θα συμψηφιστεί με την προσωπική διαφορά που διατηρούν, έως ότου αυτή να μηδενιστεί.
Να σημειωθεί ότι το σχέδιο νόμου δεν αλλάζει παρά μόνον στη διατύπωση, τον τρόπο υπολογισμού των αυξήσεων στις συντάξεις, από το 2023 και μετά. Οπως δεν αλλάζει και την πρόβλεψη του νόμου Κατρούγκαλου, ότι εάν το άθροισμα του ετήσιου ποσοστού μεταβολής του ΑΕΠ συν το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή του προηγούμενου έτους διαιρούμενου διά 2 δεν μπορεί να υπερβαίνει το ποσοστό μεταβολής του μέσου ετήσιου γενικού δείκτη τιμών καταναλωτή. Στην πράξη, για όσο διάστημα η ελληνική οικονομία παραμένει σε στασιμοπληθωρισμό, οι αυξήσεις στις συντάξεις δεν θα επηρεάζονται από την πορεία του ΑΕΠ.
Επικουρικές
Αναδρομικές αυξήσεις από την 1η Οκτωβρίου 2019 από 5 έως και 196 ευρώ τον μήνα θα δοθούν σε περίπου 300.000 δικαιούχους επικουρικών συντάξεων, καθώς στο σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας, το άρθρο 44 ξεκαθαρίζει ρητά ότι οι ήδη καταβαλλόμενες επικουρικές συντάξεις έως 30 Σεπτεμβρίου 2019, που αφορούν αιτήσεις που είχαν υποβληθεί έως 31 Δεκεμβρίου 2014, συνεχίζουν να καταβάλλονται από 1η Οκτωβρίου 2019 στο ύψος του ποσού που είχαν διαμορφωθεί σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις στις 31/12/2014. Να σημειωθεί ότι, στην πράξη, επανέρχονται οι συντάξεις στο ύψος που ήταν το καλοκαίρι του 2016, χωρίς δηλαδή τις περικοπές του νόμου Κατρούγκαλου, που κρίθηκαν άλλωστε αντισυνταγματικές από το ΣτΕ. Και αυτό, γιατί οι επικουρικές που κόπηκαν το καλοκαίρι του 2016 ήταν συντάξεις με αίτηση έως 31/12/2014. Από 1/1/2015 ισχύει ο νέος τρόπος υπολογισμού των επικουρικών ο οποίος δεν αλλάζει με το νέο σχέδιο νόμου. Παράλληλα, βέβαια, καταργείται και ο επανυπολογισμός των επικουρικών, με αποτέλεσμα αφενός περίπου 300.000 που είχαν περικοπές το καλοκαίρι του 2016 να λάβουν πίσω αναδρομικά από 1η Οκτωβρίου του 2019 τα ποσά που έχασαν, αφετέρου περίπου 700.000 συνταξιούχοι που διατηρούν προσωπική διαφορά επειδή είχαν άθροισμα κάτω από 1.300 ευρώ κύριας και επικουρικής το καλοκαίρι του 2016, να συνεχίσουν να λαμβάνουν το ίδιο ποσό αλλά ολόκληρο ως σύνταξη (όχι ως προσωπική διαφορά).
Προς μείωση εισφορών υγείας για μισθωτούς
«Παράθυρο» για μείωση των εισφορών υγείας και για τους μισθωτούς ανοίγει το άρθρο 47 τού υπό κατάθεση σχεδίου νόμου του υπουργείου Εργασίας, με το οποίο καταργείται η παροχή που ονομάστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση «13η σύνταξη».
Συγκεκριμένα, το άρθρο που καθορίζει το πώς θα χρηματοδοτηθούν οι αυξήσεις στις συντάξεις (κύριες και επικουρικές) σε εφαρμογή των αποφάσεων του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) ανοίγει δρόμο, στο άμεσο μέλλον, να χρηματοδοτηθούν και πιθανές νέες παρεμβάσεις στο ασφαλιστικό. Το επίμαχο άρθρο αντικαθιστά το άρθρο 120 του ν. 4611/2019 και καταργεί τη «13η σύνταξη». Ορίζει δε ότι από 1/1/2020 στον ετήσιο κοινωνικό προϋπολογισμό εγγράφεται δαπάνη ύψους 0,5% του ΑΕΠ, από την οποία καλύπτεται κατά πρώτον η δαπάνη που δημιουργείται ετησίως σε εφαρμογή των αποφάσεων του ΣτΕ (υπ’ αριθμ. 1890/2019 και 1891/2019) και κατά δεύτερον η δαπάνη «πολιτικών κοινωνικής ασφάλισης, πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης και υγείας». Η αρχική πρόθεση του υπουργού Εργασίας Γιάννη Βρούτση ήταν το κάθε φορά εναπομείναν ποσό να χρηματοδοτεί τον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης των χαμηλοσυνταξιούχων». Μάλιστα, σε ένα προσχέδιο της διάταξης, προβλεπόταν ότι με υπουργική απόφαση θα καθοριζόταν η δαπάνη εφάπαξ παροχής, η οποία θα καταβάλλεται τον Δεκέμβριο κάθε έτους σε δικαιούχους σύνταξης λόγω γήρατος, αναπηρίας και θανάτου, σε δικαιούχους προσυνταξιοδοτικής παροχής, επιδομάτων σύνταξης με αιτία την αναπηρία και ανασφάλιστους υπερηλίκους.
Σύμφωνα με πληροφορίες, η τροποποίηση έγινε γιατί το υπουργείο Εργασίας επιθυμεί να προχωρήσει στο άμεσο μέλλον σε αλλαγές στις εισφορές υγείας και των μισθωτών, στη λογική του πλαφόν που θεσμοθετείται με την παρούσα μεταρρύθμιση στους μη μισθωτούς.
Για τον λόγο αυτό, το υπουργείο επιλέγει να διευρύνει τα πιθανά πεδία χρηματοδότησης από το ποσό που θα απομείνει μετά την κάλυψη των προβλεπόμενων αυξήσεων, αφήνοντας στην άκρη την πρόβλεψη για δημιουργία «μηχανισμού στήριξης χαμηλοσυνταξιούχων».
Σύμφωνα βέβαια με ειδικούς της κοινωνικής ασφάλισης, η αλλαγή αυτή έρχεται να καλύψει και πιθανά νέα ελλείμματα που ενδέχεται να δημιουργηθούν στο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας με τη δημιουργία του e-ΕΦΚΑ, κυρίως κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του.
Εντός δύο μηνών η επιλογή ασφαλιστικής κατηγορίας για 1,4 εκατ. μη μισθωτούς
Αυξήσεις εισφορών για τη συντριπτική πλειονότητα των ελεύθερων επαγγελματιών που δηλώνουν εισόδημα κάτω από 20.000 ευρώ φέρνει το νέο σύστημα εισφορών για τους μη μισθωτούς, που εισάγει το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας. Στην πράξη, εισάγεται ένα νέο, τελείως διαφορετικό σύστημα για ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολουμένους, με 6+1 επίπεδα ασφάλισης ελεύθερης επιλογής, κατώτερη εισφορά στα 210 και ανώτερη στα 566 ευρώ τον μήνα, στις οποίες προστίθενται 10 ευρώ τον μήνα για τον κλάδο ανεργίας. Ευνοϊκότερο καθεστώς προβλέπεται για όλους τους επαγγελματίες κατά τα πρώτα 5 χρόνια της δραστηριοποίησής τους, με την εισφορά να ορίζεται στα 126 ευρώ (επίσης +10 ευρώ για ανεργία) αλλά και σταθερό ύψος ασφαλίστρων υγείας στα 66 ευρώ. Για τους αγρότες, τα ασφάλιστρα διαμορφώνονται χαμηλότερα από αυτά των υπόλοιπων μη μισθωτών (για το τρέχον έτος από 121 έως 324 ευρώ τον μήνα μαζί με την εισφορά υπέρ Αγροτικής Εστίας), ενώ εφαρμόζεται και η προβλεπόμενη σταδιακή αύξηση του ασφαλίστρου κύριας σύνταξης έως το 2022.
Η ηγεσία του υπουργείου Εργασίας επισημαίνει ότι, σε συνδυασμό με τη μείωση της φορολογίας, υπάρχει «καθαρό όφελος» για το σύνολο των μη μισθωτών. Παράλληλα, εκτιμά ότι καθώς πλέον οι ασφαλισμένοι αποκτούν τον έλεγχο της σύνταξής τους, όσο περισσότερα πληρώνουν τόσο καλύτερη σύνταξη θα λάβουν στο μέλλον.
Αναλυτικά, σύμφωνα με τα άρθρα 35-37, οι μη μισθωτοί έχουν περιθώριο δύο μηνών από την ψήφιση του νόμου, πιθανότατα δηλαδή έως τα τέλη Απριλίου, ώστε να επιλέξουν μεταξύ των 6+1 ασφαλιστικών κατηγοριών που θεσμοθετούνται, προκειμένου να ασφαλιστούν. Οσοι δεν επιλέξουν με αίτησή τους την ένταξή τους σε κάποια κατηγορία θα ενταχθούν υποχρεωτικά στην πρώτη και κατώτατη. Η αίτηση για μεταβολή ασφαλιστικής κατηγορίας μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε, ωστόσο η μετάταξη θα γίνεται από την 1η του επόμενου έτους από την υποβολή της αίτησης. Η αλλαγή δηλαδή θα είναι δυνατό να γίνεται κάθε χρόνο. Βέβαια, επαγγελματίες και αγρότες θα πρέπει να κατατάσσονται υποχρεωτικά για τον κλάδο υγείας στην ίδια κατηγορία που κατατάσσονται για κύρια σύνταξη.
Ειδική υποκατώτατη κατηγορία θεσπίζεται για τους νέους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοτελώς απασχολουμένους για τα πρώτα 5 έτη από την έναρξη άσκησης του επαγγέλματος, και η χρήση του ευεργετήματος είναι δυνατή μόνο μία φορά. Μάλιστα, η σχετική διάταξη ξεκαθαρίζει ότι σε περίπτωση διακοπής της άσκησης του επαγγέλματος, δεν είναι δυνατή η συνέχιση ή επανέναρξη της έκπτωσης αργότερα. Παράλληλα, βέβαια, καταργείται η πρωτοφανής διάταξη του νόμου Κατρούγκαλου που βάφτιζε την έκπτωση στις εισφορές των νέων επαγγελματιών «ασφαλιστική οφειλή» που αναζητούνταν από τον ασφαλισμένο στο μέλλον. Πλέον, η καταβολή μειωμένης εισφοράς έως και μία 5ετία για τους νέους επαγγελματίες δεν συνιστά ασφαλιστική οφειλή και δεν αναζητείται. Οπως και στο σημερινό σύστημα, οι εισφορές καταβάλλονται έως και την τελευταία εργάσιμη ημέρα του επόμενου μήνα που αυτές αφορούν.
|
Προσθήκη λεζάντας |