Του Γεωργιου Κ. Μπητρου*
Από το 1821 μέχρι το 2008 η χώρα μας περιήλθε σε κατάσταση αδυναμίας να εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις πέντε φορές. Αυτό συνέβη τα έτη 1826, 1843, 1860, 1893 και 1932. Σε όλες τις περιπτώσεις οι Reinhart, Rogoff (2009, 91-2, 96) τεκμηριώνουν ότι υποχρεωθήκαμε σε παραχωρήσεις προς τους δανειστές μας που έφθαναν μέχρι και στην υποτέλεια στις «μεγάλες δυνάμεις». Κανονικά λοιπόν θα έπρεπε ως χώρα να έχουμε πλέον αποκτήσει τη σωφροσύνη να μην υποθηκευτούμε ξανά στους δανειστές μας. Αλλά εκ του αποτελέσματος προκύπτει ότι αποδειχθήκαμε επιλήσμονες και επιπόλαιοι. Οπότε όλους τώρα μας απασχολεί το ερώτημα: Τι μπορούμε να κάνουμε ώστε να ξανακερδίσουμε την ανεξαρτησία μας το συντομότερο δυνατό; Θα προσπαθήσω να το απαντήσω, αφού προηγουμένως επικεντρώσω σε δύο θέματα που προηγούνται. Αυτά είναι να εξηγήσω, πρώτον, τι ακριβώς συνέβη και, δεύτερον, γιατί φτάσαμε εδώ που βρισκόμαστε.
Πώς ήλθαν τα πάνω-κάτω
Πριν από το 1974 η Ελλάδα διέθετε την πλέον ταχύρρυθμα αναπτυσσόμενη οικονομία της Ευρώπης. Χωρίς αμφιβολία ήταν η Τίγρης της Ευρώπης. Ως τέτοια πέτυχε: Υψηλότατη οικονομική ανάπτυξη (≈ 7%, 1954-1973). Ζηλευτή σταθερότητα τιμών (≤2,5%). Θεαματική συρρίκνωση της ανεργίας (≤2,5%). Ισοζύγιο πληρωμών σε διαχειρίσιμη ισορροπία. Βελτίωση και επέκταση των κοινωνικών υπηρεσιών. Ελάχιστο δημόσιο χρέος (≤12,5% του ΑΕΠ το 1974).
Μετά το 1974 η κατάσταση άρχισε να χειροτερεύει, στην αρχή συγκρατημένα και στη συνέχεια γρήγορα. Κατά την περίοδο 1974-2008: Η οικονομική ανάπτυξη έπεσε στο ένα τρίτο (≈ 2,4%). Ο πληθωρισμός ήταν από 2πλάσιος μέχρι 4πλάσιος του μέσου ευρωπαϊκού. Η ανεργία την περίοδο 1980-2000 υπερδιπλασιάστηκε (≈ 6%), ενώ τη δεκαετία του 2000 σχεδόν τετραπλασιάστηκε (≈ 9%).
Τα ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών έγιναν εκρηκτικά και συγκρατήθηκαν μόνο χάρη στην τεράστια βοήθεια από την Ε.Ε.
Τα δημόσια ελλείμματα ανέβασαν το δημόσιο χρέος σε αυτοτροφοδοτούμενο ύψος (≈ 125% του ΑΕΠ το 2008).
Οπότε, τελικά, από το 2009 περιήλθαμε υπό την οικονομική κηδεμονία των πιστωτών μας.
Κάποιοι οικονομολόγοι ίσως σκεφτούν ότι το πιο πάνω εκπληκτικό πισωγύρισμα συνέβη γιατί πριν από το 1974 η ελληνική οικονομία ήταν οιονεί κλειστή, ενώ μετά την πλήρη ένταξη της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.) το 1981, ανοίχθηκε στον διεθνή ανταγωνισμό. Ομως, γνωρίζουμε ότι, κατά τη δεκαετία 1974-84, η δασμολογική προστασία των εγχώριων παραγωγικών δραστηριοτήτων δεν μειώθηκε και εντούτοις σε μέσους όρους όλοι οι κρίσιμοι δείκτες χειροτέρευσαν δραστικά. Γι αυτό, κατά την άποψή μου, το πισωγύρισμα μετά το 1974 οφείλεται, κατά κύριο λόγο, αν όχι αποκλειστικά, σε τρεις ομάδες άλλων παραγόντων. Η πρώτη και η πλέον σημαντική έχει να κάνει με την αντιαναπτυξιακή στροφή που πήραν οι θεσμοί του κράτους μετά τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975. Η δεύτερη σχετίζεται με τις ανεξέλεγκτες δυσπλασίες που αναπτύχθηκαν στον χώρο της δημόσιας διοίκησης και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα λόγω του πλειοδοτικού κομματικού ανταγωνισμού. Και, τέλος, η τρίτη ομάδα αρνητικών παραγόντων πηγάζει από τις οικονομικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν. Για επιβεβαίωση, επικαλούμαι τους ακόλουθους τεκμηριωμένους συλλογισμούς:
Πριν από το 1974 το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα ήταν φιλικό προς την επιχειρηματικότητα, εγχώρια και ξένη. Η δημόσια διοίκηση είχε τα χάλια της, αλλά καθώς ήταν οργανωμένη ιεραρχικά, δεν είχε μεγάλα περιθώρια να κωλυσιεργεί και να διαπλέκεται. Οι δημοσιονομικές πολιτικές, αν και προσανατολισμένες στη δημόσια κατανάλωση, κάλυπταν τις ανάγκες των ιδιωτικών επενδύσεων σε δημόσιες υποδομές. Η νομισματική πολιτική στόχευε στη σταθερότητα των τιμών, ενώ η αναποτελεσματικότητα που πήγαζε από την έλλειψη ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές ήταν συγκρατημένη. Επομένως, τουλάχιστον το θεσμικό περιβάλλον και οι μακροοικονομικές πολιτικές λειτουργούσαν φιλικά προς την οικονομική ανάπτυξη και επέφεραν αναπτυξιακά αποτελέσματα τα οποία αντιστάθμιζαν κατά πολύ τις όποιες αρνητικές επιπτώσεις ασκούνταν από την πλημμελή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης και τις στρεβλώσεις που εισήγαγαν στη δομή της οικονομίας οι μικροοικονομικές και οι διαρθρωτικές πολιτικές.
Μετά το 1974, το επιχειρηματικό περιβάλλον άλλαξε άρδην. Από τη μια μεριά, το Σύνταγμα του 1975, οι εθνικοποιήσεις μεγάλων επιχειρήσεων και οι ρυθμίσεις μιας οιονεί κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας που εισήγαγε η Ν.Δ. ως κυβέρνηση, και από την άλλη, με τις δεσμεύσεις για την εγκατάσταση σοσιαλισμού «τρίτου δρόμου» και τις άλλες διακηρύξεις του Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, ως αξιωματικής αντιπολίτευσης, το κράτος έγινε από ανταγωνιστικό έως και εχθρικό προς την επιχειρηματικότητα. Επιπλέον, η Δημοκρατία, τύποις και ουσία, υποκαταστάθηκε από την κομματοκρατία. Η δημόσια διοίκηση με τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ το 1985 διαλύθηκε, ενώ ο κ. Ανδ. Παπανδρέου ως πρωθυπουργός έκανε ακριβώς τα αντίθετα όσων υποστήριζε δύο δεκαετίες νωρίτερα στο βιβλίο του Papandreou (1962, 103-105). Η δημοσιονομική πολιτική προσανατολίστηκε κυρίως στη δημόσια κατανάλωση σε βάρος των επενδύσεων σε υποδομές. Οι συνολικές και οι ιδιωτικές επενδύσεις ως ποσοστό στο ΑΕΠ μπήκαν σε μακροχρόνια πτωτική τάση. Οι ξένες επιχειρήσεις άρχισαν να εγκαταλείπουν την Ελλάδα και οι ελληνικές επιχειρήσεις να φεύγουν και να εγκαθίστανται σε γειτονικές χώρες, και γενικά η φθίνουσα πορεία της χώρας εξελίχθηκε όπως ακριβώς προβλεπόταν από τους οικονομολόγους, τις εργασίες των οποίων συμπεριλάβαμε στο Μπήτρος, Κολλίντζας (1992). Με άλλα λόγια, μετά το 1974, όλοι οι θεσμικοί παράγοντες και οι μακροοικονομικές πολιτικές που πριν ευνοούσαν την οικονομική ανάπτυξη αντιστράφηκαν, ενώ η δημόσια διοίκηση και οι διαρθρωτικές πολιτικές που λειτουργούσαν ανέκαθεν επιβραδυντικά ενισχύθηκαν, χωρίς περίσκεψη, από τις κυβερνήσεις της Ν.Δ. και του ΠΑΣΟΚ. Μάλιστα, δεδομένου ότι μετά το 1984 προστέθηκε στους αρνητικούς παράγοντες και ο βαθμιαίος δασμολογικός αφοπλισμός έναντι των χωρών της Ε.Ε., η καθίζηση της οικονομικής ανάπτυξης έγινε μονόδρομος.
Στην πραγματικότητα, η πορεία προς τη σημερινή κατάληξη άρχισε πολύ πριν από το 1974. Πιο συγκεκριμένα, άρχισε από τις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν αποφασίστηκε η οικονομική ανάπτυξη να επιδιωχθεί μέσα από την υποκατάσταση των εισαγωγών. Εξαιτίας αυτής της επιλογής, με εξαίρεση τους κλάδους της ναυτιλίας και του τουρισμού, όπου οι επιχειρηματίες εκ του αντικειμένου τους έπρεπε να παλέψουν στις διεθνείς αγορές για να κερδίσουν ζωτικό χώρο, οι φιλοδοξίες, τα σχέδια και το πεδίο δράσης της ελληνικής επιχειρηματικότητας περιορίστηκαν στο μικρό μέγεθος των αγορών της ελληνικής οικονομίας. Αυτή η επισήμανση συνεπάγεται ότι το πρότυπο ανάπτυξης που υιοθετήσαμε εξέθρεψε διαχρονικά μια κλειστοφοβική επιχειρηματικότητα, με αμυντικό προσανατολισμό και με βαθιές εξαρτήσεις από το πολιτικό σύστημα, μέσω του κρατικοποιημένου τραπεζικού συστήματος. Σε αντίθεση με εμάς, τόσο ανόμοιες χώρες όσο π.χ. η Γερμανία, η Ταϊβάν, η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα, όλες βρήκαν τον δρόμο για μεγάλη και διαρκή οικονομική ανάπτυξη κατά τη μεταπολεμική περίοδο με βάση αναπτυξιακά πρότυπα που βασίζονταν στις εξαγωγές και στη διεθνή ανταγωνιστικότητα. Τι θα είχε συμβεί αν είχαμε ακολουθήσει το παράδειγμά τους; Αυτό που θα είχε συμβεί είναι ότι η ελληνική επιχειρηματικότητα θα είχε αποκτήσει εξωστρεφή προσανατολισμό και οι επιδόσεις των ελληνικών επιχειρήσεων δεν θα περιορίζονταν από το μικρό μέγεθος των ελληνικών αγορών. Τότε το πρότυπο που θα είχε επικρατήσει θα ήταν αυτό της ανοιχτής και ανταγωνιστικής οικονομίας και κανένας πρωθυπουργός ή πολιτικό κόμμα δεν θα διενοείτο να το διαταράξει με ασυλλόγιστες επιλογές τρεις δεκαετίες αργότερα. Αλλά δυστυχώς επικράτησαν οι ιδέες και οι προτάσεις των υποστηρικτών της κεντρικά διευθυνόμενης κοινωνίας και οικονομίας [αυτή η εκτίμηση βασίζεται στα πορίσματα της ενδελεχέστερης έρευνας των Μπήτρος, Καραγιάννης (2012). Συμπληρωματικά ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης μπορεί επίσης να συμβουλευτεί τις απόψεις και τις πληροφορίες που αναφέρονται στο Μπήτρος (2011)], οπότε η επιχειρηματικότητα υποτάχθηκε στους κυβερνητικούς στόχους και χειρισμούς.
Πέντε αιτίες του κακού και μία κρίσιμη πρόταση
Αν ύστερα από όσα ανέφερα μου ζητούσε κάποιος να κατατάξω σε μια κλίμακα φθίνουσας σπουδαιότητας τα αίτια που μας οδήγησαν στην πτώχευση, θα έλεγα ότι η ακόλουθη κατάταξη δεν πρέπει να αποκλίνει απ αυτή που λειτούργησε στην πραγματικότητα. Ασυνεπείς μεταβολές στους θεσμούς: 40%. Διόγκωση και διάλυση της δημόσιας διοίκησης: 20%. Ασυνεπείς οικονομικές πολιτικές: 20%. Κλειστοφοβική και διαπλεκόμενη επιχειρηματικότητα: 10%. Διεθνοποίηση: 5%. Αλλοι παράγοντες: 5%.
Απ αυτή τη διάγνωση έπεται ότι η έμφαση των προσπαθειών μας σε επίπεδο μεταρρυθμίσεων πρέπει να επικεντρωθεί στις αντίστοιχες περιοχές. Ειδικότερα, σε κάθε μία απ αυτές πρέπει να υπάρξει ένα δικός μας κατάλογος μεταρρυθμίσεων, πέρα και πάνω απ αυτόν που εμπεριέχεται στα Μνημόνια, οι οποίες ανάλογα με τον εκτιμώμενο χρόνο υλοποίησης να κλιμακωθούν σε άμεσες (εντός 12 μηνών), βραχυπρόθεσμες (εντός 24 μηνών) και μεσοπρόθεσμες (εντός 36 μηνών). Προκειμένου λοιπόν να καταδείξω τι προτείνω, θα χρησιμοποιήσω τρία παραδείγματα με υπόβαθρο την υπόθεση ότι: η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών είναι υπέρ της διατήρησης της Αστικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας και της παραμονής της χώρας μας στη Ζώνη του Ευρώ.
Α. Θεμελιακή αναθεώρηση του Συντάγματος του 1975.
Επειδή θα με διευκολύνει στη συνέχεια, θα σταθώ στο άρθρο 106. Με βάση την ανάλυση που παραθέτει για το άρθρο αυτό ο Καζάκος (2007, 47-9), οδηγούμεθα στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά από το 1975 και μετά τα περιουσιακά δικαιώματα των Ελλήνων καταργήθηκαν, και βέβαια χωρίς ο απλός πολίτης να ενημερωθεί περί τούτου. Προς ενίσχυση αυτού του συμπεράσματος, μία μαρτυρία και ένα συμβάν. Ο Μαυρογορδάτος (1988, 138) γράφει: «Ποτέ πριν δεν είχε δείξει μια συντηρητική αστική κυβέρνηση τέτοια περιφρόνηση για το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας».
Οσον αφορά το συμβάν, αυτό έχει να κάνει με τη χρήση του εν λόγω άρθρου για τη δήμευση της περιουσίας του Σ. Ανδρεάδη, η οποία θα θυμούνται πολλοί περιλάμβανε δύο τράπεζες και 18 βιομηχανικούς ομίλους. Εγινε δε επί τη βάσει μιας επαίσχυντης έκθεσης που συντάχθηκε στην Τράπεζα της Ελλάδος όταν διοικητής ήταν ο Ξ. Ζολώτας. Συνεπώς, κατά την άποψή μου, η διατήρηση και η εμβάθυνση της Αστικής Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας προϋποθέτει ότι το Σύνταγμα του 1975 θα πεταχτεί στο πυρ το εξώτερον και θα αντικατασταθεί από ένα Σύνταγμα δυτικού τύπου το οποίο θα προστατεύει τα περιουσιακά δικαιώματα των πολιτών από τις αυθαιρεσίες των κρατικών εξουσιών. Η δέσμευση γι αυτήν τη μεταρρύθμιση πρέπει να ληφθεί άμεσα και να υλοποιηθεί το πολύ μέσα σε 36 μήνες, γιατί αποτελεί την υπ αριθμό 1 προϋπόθεση για να ξεκινήσει ξανά μια υγιής και μακρόπνοη ενδογενής οικονομική ανάπτυξη.
Β. Μεταρρύθμιση στις αγορές και στο κράτος.
Συχνά βγαίνουν στα κανάλια και στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης διάφοροι πολιτικοί και άλλοι μεγαλόσχημοι οι οποίοι διατείνονται ότι οι πνευματικοί άνθρωποι του τόπου δεν συμβάλλουν όσο θα έπρεπε στη συζήτηση για τις δέουσες δημόσιες επιλογές της χώρας. Κατά κανόνα είναι είτε απληροφόρητοι λόγω πολυπραγμοσύνης είτε ιδεολογικά προκατειλημμένοι. Προς επιβεβαίωση επικαλούμαι όσα πρότεινα στο Μπήτρος (1985). Σ αυτό το βιβλίο επισήμανα τις μοιραίες συνέπειες που επρόκειτο να έχουν οι διοικητικές παρεμβάσεις στις τιμές των αγαθών και υπηρεσιών που υιοθετούσαν οι ελληνικές κυβερνήσεις προκειμένου να εξυπηρετήσουν διάφορες οργανωμένες επαγγελματικές ομάδες του πληθυσμού. Μεταξύ των άλλων, αναφερόμουν στα αποκαλούμενα κλειστά επαγγέλματα και τεκμηρίωνα ότι ποτέ η χώρα μας δεν θα γινόταν ανταγωνιστική κάτω από αυτό το πλέγμα των ρουσφετολογικών ρυθμίσεων και των πολύμορφων φόρων υπέρ τρίτων. Σήμερα πρέπει κατεπειγόντως να προχωρήσουν όλες οι διαρθρωτικές αλλαγές, περιλαμβανομένης και της βαθιάς μεταρρύθμισης της δημόσιας διοίκησης, στην κατεύθυνση των προτάσεων των Μπήτρος, Αβραντίνης (2012).
Γ. Επανεκκίνηση της οικονομίας.
Με τον τρόπο που οι ελληνικές (αλλά και οι ευρωπαϊκές) κυβερνήσεις προχωρούν στη δημοσιονομική προσαρμογή, είναι πλέον ορατός ο κίνδυνος η οικονομία μας να περιέλθει σε μια μακροχρόνια ισορροπία έρπουσας ύφεσης ή, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια μακροχρόνια ισορροπία χαμηλής ανάπτυξης. Οι σκέψεις που θα διατυπώσω πιο κάτω απαντούν στα ερωτήματα: Ποιο είναι το πρόβλημα και τι μπορούμε να κάνουμε;
Το πρόβλημα είναι ότι λόγω: (α) της επιδεινούμενης απομείωσης του εισοδήματος και του πλούτου των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και των τραπεζών και (β) της παραλυτικής αβεβαιότητας που επικρατεί αναφορικά με τη σταθερότητα των θεσμών και του κοινωνικού περιβάλλοντος, ουδείς μπορεί να προβλέψει πότε θα σταματήσει ο κατήφορος. Ετσι, οι παράγοντες της πραγματικής οικονομίας δεν μπορούν να εκτιμήσουν την κατάσταση στην οποία μπορεί να περιέλθουν, με αποτέλεσμα να περικόπτουν τις δαπάνες τους και να επιτείνεται έτσι η ύφεση. Κατά συνέπεια, για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα πρέπει να εξουδετερώσουμε τα αίτια που τροφοδοτούν τον κύκλο της ύφεσης. Μπορούμε να κάνουμε κάτι; Και αν ναι, τι;
Δυστυχώς η κατάσταση έτσι όπως έχει διαμορφωθεί υπερβαίνει τις δυνατότητες των οικονομολόγων για έναν απλό λόγο. Οι μέθοδοι που γνωρίζουμε και διδάσκουμε για να αποδώσουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα προϋποθέτουν την ύπαρξη ενός σταθερού θεσμικού περιβάλλοντος. Δηλαδή, σταθερό πολιτικό σύστημα, σταθερό και προβλέψιμο φορολογικό σύστημα, σταθερό εργασιακό περιβάλλον κ.λπ. Στη χώρα μας έχει γίνει προχωρημένη αποθεσμοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θεσμικές σταθερές. Οπότε οι οικονομολόγοι είμαστε αχρείαστοι. Γι αυτό, ας κάνουμε την ηρωική υπόθεση ότι σηκωνόμαστε ένα πρωί και πληροφορούμαστε ότι έγινε ένα θαύμα και όλοι οι απαραίτητοι θεσμοί αποκαταστάθηκαν και λειτουργούν όπως στις Δημοκρατίες της Δύσης. Υπ αυτήν την προϋπόθεση ισχύει ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας μπορεί να γίνει μόνο μέσα από την επανεκκίνηση του ιδιωτικού τομέα. Αλλά αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν βρούμε τρόπο να λύσουμε το εξής σύνθετο πρόβλημα:
Τα χρέη του ιδιωτικού τομέα μόνο προς το τραπεζικό σύστημα ξεπερνούν το 100% του ΑΕΠ. Χάριν απλοποίησης ας δεχθούμε ότι οι επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά οφείλουν 130 και 100 δισ. ευρώ, αντίστοιχα. Ακόμη, ας υποθέσουμε ότι απ αυτές τις οφειλές ενυπόθηκες είναι για μεν τις επιχειρήσεις 100 δισ. ευρώ, για δε τα νοικοκυριά 70 δισ. ευρώ. Λόγω της απομείωσης της αξίας των ενυπόθηκων περιουσιακών στοιχείων (γης, βιομηχανικών εγκαταστάσεων, κατοικιών κ.λπ.), έστω τέλος ότι η πραγματική αξία των εν λόγω δανείων έχει πέσει στα 50 δισ. ευρώ για τις επιχειρήσεις και στα 40 δισ. ευρώ για τα νοικοκυριά. Συνεπώς, για να υπάρχει ελπίδα επανεκκίνησης του ιδιωτικού τομέα, πρέπει να βρεθεί τρόπος να απομειωθούν τα δάνεια των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών κατά 90 δισ. ευρώ. Το μείζον ερώτημα λοιπόν είναι πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο.
Η πρότασή μου είναι να μην ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες, αλλά με τα χρήματα που θα δοθούν στις τράπεζες να στηθεί μια νέα αμιγώς κρατική τράπεζα κατά τα πρότυπα της IBRD, η οποία να αγοράσει από τις τράπεζες όλα τα επισφαλή ενυπόθηκα δάνεια στις ονομαστικές τους τιμές. Αυτό σημαίνει ότι σε τελευταία ανάλυση η νέα τράπεζα θα δεσμευθεί να αγοράσει από τις τράπεζες δάνεια 170 δισ. ευρώ τα οποία στην πραγματικότητα θα αξίζουν 80. Η ουσία της πρότασής μου είναι ότι τα 90 δισ. ευρώ, που δεν μπορούν και ούτε πρόκειται ποτέ να εξυπηρετηθούν, να χρησιμοποιηθούν από τη νέα κρατική τράπεζα ως μοχλός για την επανεκκίνηση της οικονομίας. Πώς; Με τον ακόλουθο κανόνα:
Οποια επιχείρηση ή νοικοκυριό δηλώνει στην εφορία αυξημένο εισόδημα κατά α% τού παραγράφονται β% από τα δάνεια που οφείλει στη νέα τράπεζα μέχρι του ποσού της πραγματικής αξίας των ενυπόθηκων εγγυήσεών τους.
Μάλιστα, για να αλλάξει ο προσανατολισμός όλων και να αρχίσουμε να κοιτάμε όλοι προς τα έξω και τις εξαγωγές, θα πρότεινα ο πιο πάνω κανόνας να διατυπωθεί ως εξής:
Οποια επιχείρηση ή νοικοκυριό δηλώνει στην εφορία αυξημένο εισόδημα κατά α% τού παραγράφονται β% από τα δάνεια που έχει στη νέα τράπεζα μέχρι του ποσού της πραγματικής αξίας των ενυπόθηκων εγγυήσεών τους. Για όποιο ποσοστό της αύξησης του δηλούμενου εισοδήματος προέρχεται από εξαγωγές, το ποσοστό της παραγραφής γίνεται (β+γ)% .
Δεδομένου ότι με την πρόταση αυτή όλοι κερδίζουν αν ενεργοποιηθούν, ευελπιστώ ότι η επανεκκίνηση της οικονομίας θα είναι ταχύτατη. Αν μάλιστα με τη βοήθεια των τεχνικών από το εξωτερικό γίνει το θαύμα και μπουν οι θεσμοί στη θέση τους, τότε μπορούμε να ελπίζουμε ότι θα τα καταφέρουμε συντομότερα παρά αργότερα.
Συμπέρασμα
Οι οικονομικές επιδόσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας κατά τη μεταπολεμική περίοδο παρουσιάζουν όλα τα χαρακτηριστικά μιας περιόδου αξιοσημείωτης επιτυχίας, την οποία διαδέχθηκε μια περίοδος εξίσου αξιοσημείωτης οπισθοδρόμησης. Κατά την άποψή μου, πρόκειται για μοναδική περίπτωση, η οποία πρέπει να διδάσκεται από τα δημοτικά σχολεία μέχρι τα πανεπιστήμια σε όλο τον κόσμο, ώστε απλοί πολίτες, πολιτικοί και ειδικοί να μάθουν πως: (α) στη Δημοκρατία οι πολίτες μπορούν να παραπλανηθούν από επιπόλαιες και ιδιοτελείς ηγεσίες και να συναινέσουν σε μεταρρυθμίσεις και πολιτικές οι οποίες γονατίζουν τη Δημοκρατία και την οικονομία, (β) τα κόμματα εξουσίας καταλύουν τη Δημοκρατία, αυτονομούνται από τον έλεγχο των πολιτών ιδιοποιούμενα τη δημόσια διοίκηση και καταστρέφουν τους θεσμούς που είναι βασικοί για τη λειτουργία της ελεύθερης οικονομίας, (γ) οικονομικές πολιτικές που ενώ φαίνονται και είναι επιτυχημένες βραχυχρόνια, στον μακρύ χρόνο μπορούν να καταστούν καταστροφικές, αν δεν αναθεωρηθούν έγκαιρα, και (δ) πόσο λιγότερο κόστος έχει να προνοούμε παρά να μαζεύουμε τα συντρίμμια έπειτα από μια καταστροφή που μπορούσε να μην έχει συμβεί.
Αναφορές
- Καζάκος, Π. (2007) Αναθεώρηση του Συντάγματος και Οικονομία: Δοκίμιο Οικονομικής Ανάλυσης των Συνταγματικών Επιλογών, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήσης.
- Μαυρογορδάτος, Γ. (1988) Μεταξύ Πιτυοκάμπτη και Προκρούστη: Οι Επαγγελματικές Οργανώσεις στη Σημερινή Ελλάδα, Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας.
- Μπήτρος, Γ. Κ. (1985) Οι Ελεγχοι των Τιμών και Οι Συνέπειές τους, Αθήνα: Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών. (2011) Αναφορά σε Ολους τους Φίλους της Ανοικτής Κοινωνίας και της Ελεύθερης Οικονομίας, Φιλελεύθερα Κείμενα, 1, 76-107. (2012) Επί Τέλους Μειώστε το Κράτος Τώρα, Καθημερινή, 14/10/2012. Καραγιάννης, Α. Δ. (2012) Οι Σοσιαλιστικές Καταβολές του χ-Φιλελευθερισμού, Επιστήμη και Κοινωνία, 28, 167-206. Κολλίντζας, Τ. (1992) (Επιμέλεια), Αναζητώντας την Ελπίδα για την Ελληνική Οικονομία, Ινστιτούτο Μελετών Οικονομικής Πολιτικής, Αθήνα: Εκδόσεις Σταμούλη.
- Reinhart, C. M., Rogoff, K. (2009) This Time is Different: Eight Centuries of Financial Folly, Princeton, Princeton University Press.
- Papandreou, A. G. (1962) A Strategy for Greek Economic Development, Athens: Center of Planning and Economic Research.
Σημειώσεις:
Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της Κυριακής την 9/12/2012
* Ο κ. Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.