Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2024

Χορεύοντας με τους… διπλούς φόρους!!



 

Στην ελληνική κοινωνία, η τάση για κριτική προς τρίτους συχνά συνδυάζεται με μια υποβόσκουσα διάθεση μαζοχισμού. Διάθεση που εκδηλώνεται με εμμονή στην ανάδειξη μόνο αδυναμιών και προβλημάτων, ακόμη και όταν αυτά αντιπροσωπεύουν μικρό μέρος της εικόνας. Αυτός ο τρόπος σκέψης οδηγεί συχνά σε συζητήσεις που στερούνται δημιουργικότητας, ενώ παραβλέπονται οι ευκαιρίες για ουσιαστικά εποικοδομητική αυτοκριτική και αλλαγές. Η ανάλυση της φορολογικής πραγματικότητας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, με την αναπαραγωγή υπερβολών και αερολογίας να αντικαθιστούν σχεδόν πάντα τον νηφάλιο διάλογο, την μοναδική διαδρομή που οδηγεί στην εξεύρεση εφαρμόσιμων λύσεων. 

Το ελληνικό φορολογικό σύστημα, παρά τις μεταρρυθμίσεις των τελευταίων ετών, παραμένει ιδιαίτερα πολύπλοκο και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ενθαρρύνει την επιχειρηματική δραστηριότητα. Παρότι ο συντελεστής φορολόγησης των εταιρικών κερδών έχει μειωθεί στο 22%, η Ελλάδα υστερεί έναντι ανταγωνιστικών χωρών, όπως η Βουλγαρία (10%), η Κύπρος (13%) και η Ρουμανία (16%). Οι γειτονικές αυτές χώρες προσφέρουν γενικότερα, ένα πιο ελκυστικό περιβάλλον για ξένες επενδύσεις, ενισχύοντας έτσι την οικονομική τους δυναμική. Στην Ελλάδα, αν και η φορολόγηση των μερισμάτων βρίσκεται στο 5%, μεταξύ των χαμηλότερων στην Ευρώπη, το ευρύτερο φορολογικό περιβάλλον εξακολουθεί να βοηθά στην προσέλκυση κεφαλαίων.

Περνώντας στον τομέα της ακίνητης περιουσίας, η Ελλάδα κατατάσσεται ανάμεσα στις χώρες με  πολύ μεγάλη φορολογική επιβάρυνση. Ο ΕΝΦΙΑ εισφέρει σημαντικά στα δημόσια έσοδα, αλλά επιβαρύνει δυσανάλογα τους ιδιοκτήτες ακινήτων. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την επιβολή του Τέλους Ακίνητης Περιουσίας (ΤΑΠ), που χρεώνεται μέσω των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος, προσθέτοντας μια επιπλέον… στρώση οικονομικού βάρους. Και καλύτερα να μην κοιτάξουμε την φορολόγηση ακινήτων... 

Remaining Time 0:00
 
Advertisement

Σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες, η συνολική φορολόγηση ακίνητης περιουσίας στην Ελλάδα φτάνει το 1,1% της αξίας των ακινήτων ετησίως. Πολύ υψηλότερα από τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες που έχουν συντελεστές σαφώς κάτω της μονάδας, με μοναδική εξαίρεση την Μεγ. Βρετανία (> 1,8% της αξίας του ακινήτου)! Αυτή η επιβάρυνση καθιστά την ελληνική αγορά ακινήτων σαφώς μη ανταγωνιστική και επενδυτικά μη ελκυστική, σε μια περίοδο που η χώρα χρειάζεται πριν και πρώτα απ’ όλα επενδύσεις για να ενδυναμώσει την οικονομική της ανάκαμψη.

Στην φορολόγηση εισοδήματος φυσικών προσώπων, τα πράγματα δεν είναι εντυπωσιακά καλύτερα. Οι συντελεστές κυμαίνονται από 9% έως 44%, τιμές ξεκάθαρα συγκρίσιμες με τον μέσο όρο άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Ωστόσο, το υψηλό μέσο μη μισθολογικό κόστος (25,5 % του συνολικού κόστους εργασίας στην Ελλάδα, μ. ό. στην Ευρωζώνη 24,6%) αποτελεί σημαντική τροχοπέδη για την ανάπτυξη της αγοράς εργασίας, ενώ επιβαρύνει δυσανάλογα τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Ο ΦΠΑ που βρίσκεται στο 24%, είναι ένας από τους υψηλότερους στην Ευρώπη. Επηρεάζει αρνητικά την κατανάλωση και, μέχρι πρόσφατα,  ενίσχυε την φοροδιαφυγή, ένα χρόνιο πρόβλημα που δεν επιτρέπει την σταθεροποίηση του φορολογικού συστήματος.

Η ανάγκη για ριζικές αλλαγές και ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις στο ελληνικό φορολογικό σύστημα είναι κάτι περισσότερο από επιτακτική. Η ελάφρυνση των φορολογικών βαρών δεν αποτελεί απλώς ζήτημα κοινωνικής δικαιοσύνης, αλλά και τον δεύτερο σημαντικότερο παράγοντα για την βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας στην προσέλκυση επενδύσεων (πρώτος ο εκσυγχρονισμός και η επιτάχυνση των διαδικασιών της Δικαιοσύνης, μακράν). Η Ελλάδα χρειάζεται να υιοθετήσει ένα στρατηγικό φορολογικό μοντέλο που να προσφέρει κίνητρα για ανάπτυξη, χωρίς ανάμειξη βραχυπρόθεσμων επιδοτήσεων. Η εξάλειψη της γραφειοκρατίας, η διαφάνεια και η απλότητα των φορολογικών κανόνων μαζί με την σταθερότητα του νομοθετικού πλαισίου, είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη των επενδυτών και να διατηρηθεί η βιώσιμη ανάπτυξη. 

Το φορολογικό σύστημα δεν πρέπει να αποτελεί εμπόδιο, αλλά εργαλείο που θα συμβάλλει στη δημιουργία μιας ανταγωνιστικής και σύγχρονης οικονομίας. Η Ελλάδα διαθέτει τις δυνατότητες να υιοθετήσει μεταρρυθμίσεις που θα μετατρέψουν τις υφιστάμενες αδυναμίες σε πλεονεκτήματα. Με έμφαση στη σταθερότητα, την δικαιοσύνη και την δημιουργία κινήτρων, η χώρα μπορεί να διαμορφώσει ένα περιβάλλον που θα προωθήσει την ανάπτυξη και θα διασφαλίσει την ευημερία όλων των πολιτών της.

Πέτρος Λάζος