Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2024

Πρωθυπουργός: - Δεν είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη - Η Ελλάδα έχει μεγαλύτερη αύξηση μισθών, από χώρες του ΟΟΣΑ

 

Ευχαριστώ, κ. Πρόεδρε. Θα απαντήσετε εφ’ όλης της ύλης, κ. Ανδρουλάκη, και σε αυτά τα οποία είπε η Υπουργός αλλά φαντάζομαι και στη δική μου τοποθέτηση.

Το νομοσχέδιο το οποίο συζητούμε σήμερα μπορεί να έχει τον χαρακτήρα μίας τεχνικής προσαρμογής σε μία ευρωπαϊκή οδηγία, πιστεύουμε όμως ότι αποτελεί μία πολύ σημαντική αλλαγή στην αγορά εργασίας και μία τολμηρή, θα έλεγα, τομή στην εξέλιξή της, με θεμέλιο τον τρόπο καθορισμού του κατώτατου μισθού. Τη βάση, δηλαδή, των αποδοχών που στο εξής, από το 2027 και μετά για να ακριβολογώ, θα ακολουθούν μόνο ανοδική πορεία, στηριγμένες μάλιστα σε ένα αντικειμενικό σύστημα υπολογισμού, που θα καλύπτει τον ετήσιο πληθωρισμό αλλά θα λαμβάνει, προφανώς, υπόψη και την παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Ουσιαστικά, το νομοσχέδιο αυτό κλείνει οριστικά μία πολύ δύσκολη εποχή για τη χώρα, την εποχή των περικοπών σε μισθούς και συντάξεις, και κάνει ένα σημαντικό βήμα ώστε η βασική αμοιβή, ο κατώτατος μισθός, να μην συνιστά απλώς ένα μέσο επιβίωσης, αλλά την αρχή ενός ανοδικού κύκλου επαγγελματικής και ατομικής προκοπής. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, από την αρχή της οικονομικής κρίσης χιλιάδες νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας ήταν από τις πιο αδικημένες κοινωνικά κατηγορίες. Γι’ αυτό, άλλωστε, και η βελτίωση της θέσης τους ήταν και παραμένει προτεραιότητά μας.

Να θυμίσω στα έδρανα της αντιπολίτευσης και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος κυβερνούσε έως το 2019, ότι ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα, όταν μας εμπιστεύτηκε για πρώτη φορά ο ελληνικός λαός, ήταν 650 ευρώ. Την τελευταία πενταετία το ποσό αυτό έχει αυξηθεί στα 830 ευρώ, συμπαρασύροντας προς τα πάνω προφανώς και τις τριετίες και τα πολλά επιδόματα τα οποία συνδέονται με αυτόν.

Και όχι μόνο αυτό, η κυβέρνηση δεσμεύθηκε πριν από τις εκλογές του 2023 ότι ο κατώτατος μισθός το 2027 θα φτάσει τα 950 ευρώ και αυτή τη δέσμευσή μας θα την τηρήσουμε στο ακέραιο. Μιλάμε για μια συνολική αύξηση 46%.

Και βέβαια, εκφράσαμε το 2023 την προσδοκία ότι οι συνολικές μας πολιτικές θα οδηγήσουν και στην αύξηση του μέσου μισθού από λίγο παραπάνω από 1.000 ευρώ που ήταν το 2019 στα 1.500 ευρώ. Και εκτιμώ ότι τον στόχο αυτόν όχι μόνο θα τον πετύχουμε αλλά θα τον ξεπεράσουμε κιόλας.

Και θα ήταν καλό στο σημείο αυτό, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, επειδή πολλές φορές γίνονται συγκρίσεις με άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι οποίες δεν στηρίζονται σε αντικειμενικά δεδομένα, να συμφωνήσουμε τουλάχιστον ότι αυτή είναι η εικόνα -το λέω, κ. Ανδρουλάκη, κ. Φάμελε, υπόλοιποι πολιτικοί αρχηγοί- για το τι συμβαίνει με τον κατώτατο μισθό στη χώρα μας σε σχέση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ελλάδα είναι στην 11η θέση στην Ευρώπη. Δεν είμαστε τελευταίοι στην Ευρώπη, όπως συχνά ισχυρίζονται κάποιοι. Καταθέτω, λοιπόν, τον σχετικό πίνακα στα πρακτικά. Και αυτό καταδεικνύει ότι οι πολιτικές αυξήσεως του κατώτατου μισθού και στήριξης των πιο αδύναμων εργαζόμενων έχουν επιφέρει ουσιαστικά αποτελέσματα και ως προς τα συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες.

Όμως, για να μπορεί αυτή η διαρκής αναβάθμιση του εισοδήματος και πέραν του 2027 να συνεχίζεται, το παρόν νομοσχέδιο καθιερώνει δυο απλές αρχές: ο κατώτατος μισθός στη χώρα μας δεν μπορεί να μειώνεται παρά μόνο να αυξάνεται, και δεύτερον ότι το ακριβές ύψος της αύξησης θα καθορίζεται από έναν αντικειμενικό μηχανισμό, ο οποίος θα συμπεριλαμβάνει δύο, και πάλι αντικειμενικούς, υποδείκτες. Ποιοι είναι αυτοί; Η ανάπτυξη και η παραγωγικότητα της οικονομίας και η ετήσια πορεία του πληθωρισμού.

Γιατί προφανώς -νομίζω ότι θα συμφωνήσουμε- αν ο κατώτατος μισθός αυξάνεται με ρυθμούς μεγαλύτερους, πολύ μεγαλύτερους από αυτή τη φόρμουλα, όπως ενδεχομένως κάποιοι να εισηγούνται, αυτό δεν θα ήταν μια πολιτική επιλογή ανώδυνη για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Διότι δεν μπορούμε να βλέπουμε μόνο την αύξηση του μισθού ως ένα σημαντικό εργαλείο βελτίωσης του εισοδήματος των ασθενέστερων εργαζόμενων, πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη και τις πραγματικές αντοχές των επιχειρήσεων.

Και επειδή μέχρι σήμερα η ελληνική οικονομία έχει αποδείξει ότι μπορεί να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να αποκλιμακώνει την ανεργία, η οποία ειρήσθω εν παρόδω έφτασε σχεδόν στο 9%, από πάνω από 17% που ήταν όταν ήρθαμε στα πράγματα, αυξάνοντας ταυτόχρονα τον κατώτατο μισθό, είναι πολύ σημαντικό αυτό το μείγμα πολιτικής να μπορεί να συνεχιστεί.

Και βέβαια, θέλω να τονίσω ότι δεν λαμβάνουμε υπόψη τον συνολικό πληθωρισμό στον αλγόριθμο καθορισμού του κατώτατου μισθού, αλλά ένα υποσύνολό του, συγκεκριμένα τις μεταβολές του δείκτη τιμών στο χαμηλότερο 20% της εισοδηματικής κλίμακας.

Κατά την άποψή μας, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αυτή η πολιτική, της διαρκούς στήριξης των εισοδημάτων των πολιτών ώστε να έχουμε αυξήσεις στους πραγματικούς μισθούς, είναι και η μόνη πολιτική η οποία απαντά ριζικά στο πρόβλημα της ακρίβειας.

Είναι μία απειλή που ξέρουμε καλά, όχι μόνο στην Ελλάδα -η οποία όμως έχει και το πρόσθετο βάρος να πρέπει να διαχειριστεί τα «απόνερα» μίας πολυετούς κρίσης- αλλά και σε πολλές άλλες χώρες στον κόσμο. Είναι μία απειλή ο πληθωρισμός που αυτή τη στιγμή δοκιμάζει ειδικά τα ασθενέστερα νοικοκυριά. Και αναφέρομαι όχι πια στον ετήσιο πληθωρισμό, αλλά στον συσσωρευμένο πληθωρισμό μίας τριετίας.

Κατά συνέπεια, ακόμα κι αν ελεγχθούν αυτές οι αυξήσεις των τιμών -γιατί βρισκόμαστε πια σε ένα περιβάλλον όπου ο πληθωρισμός πέφτει-, θα χρειαστεί κάποιος χρόνος έως ότου επανέλθει η ισορροπία ανάμεσα στην αξία των προϊόντων και την πραγματική αγοραστική δύναμη του καταναλωτή.

Άλλες λύσεις δεν υπάρχουν και τουλάχιστον, επειδή πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για την ακρίβεια, ας αναγνωρίζουμε και τις θετικές ειδήσεις όταν αυτές αποτυπώνονται από τα επίσημα στατιστικά στοιχεία.

Σύμφωνα με τις τελευταίες ανακοινώσεις του Ινστιτούτου Έρευνας Λιανεμπορίου Καταναλωτικών Αγαθών, του ΙΕΛΚΑ, τον τελευταίο μήνα είχαμε μείωση, αποπληθωρισμό δηλαδή, 0,72% στις αλυσίδες σούπερ μάρκετ. Είναι μία πρώτη -καταθέτω στα πρακτικά- θετική ένδειξη ότι οι πολιτικές τις οποίες έχουμε ακολουθήσει, ειδικά όταν πρόκειται για βασικά αγαθά τα οποία καταναλώνουν σε μεγαλύτερο ποσοστό τα ασθενέστερα νοικοκυριά, ότι οι πολιτικές αυτές αρχίζουν να έχουν αποτελέσματα.

Και βέβαια, κ. Ανδρουλάκη, είχαμε την ευκαιρία και χθες να συζητήσουμε την πρότασή σας, την οποία επαναλαμβάνετε, για τη μείωση του ΦΠΑ στα βασικά αγαθά. Θα ήθελα με την ευκαιρία αυτή να επαναλάβω αυτό το οποίο σας είπα και χθες και να καταθέσω και στα πρακτικά τα σχετικά στοιχεία από την Ισπανία, όπου φάνηκε ξεκάθαρα ότι η μείωση του ΦΠΑ οδήγησε σε μία πρόσκαιρη μείωση των τιμών, πλην όμως, σωρευτικά, οι τιμές σε βασικά καταναλωτικά αγαθά αυξήθηκαν περισσότερο στην Ισπανία με χαμηλότερο συντελεστή ΦΠΑ από ό,τι στην Ελλάδα.

Κρατήστε τα σχετικά στοιχεία και αν έχετε την καλοσύνη μελετήστε τα. Διότι αυτό το οποίο έχει ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι συγκεκριμένα προϊόντα, τα άλευρα ας πούμε, τα οποία στην Ισπανία είχαν για κάποιο διάστημα μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ, παρουσίασαν συνολική αύξηση τιμής στα τρία χρόνια 30%, ενώ μόλις 17% στην Ελλάδα. Στο γάλα η αύξηση έφτασε το 36%, ενώ στην Ελλάδα ήταν 15,8%. Αυτό τελικά αποδεικνύει ότι τέτοιες ενέργειες δεν ευνοούν τους καταναλωτές, ευνοούν μόνο τους μεσάζοντες.

Υπάρχει βέβαια και κάτι ακόμα, το οποίο θα έπρεπε να το γνωρίζετε και από την περίοδο που ήσασταν στο Ευρωκοινοβούλιο, ότι δεν μπορεί να γίνει μείωση του ΦΠΑ τμηματική, σε ορισμένα μόνο προϊόντα. Δεν μπορείτε, δηλαδή, να κατεβάσετε τον ΦΠΑ κατά 2 μονάδες σε ορισμένες κατηγορίες προϊόντων μόνο, από το 24%, διότι αυτό είναι κάτι το οποίο απαγορεύεται από την οδηγία 2006/112 μετά την τελευταία τροποποίηση.

Μπορείτε να κατεβάσετε, κ. Ανδρουλάκη, προϊόντα στη χαμηλότερη κατηγορία ΦΠΑ -βεβαίως, το έχουμε κάνει και εμείς-, αλλά αυτό το οποίο δεν μπορείτε να κάνετε είναι να πάρετε κάποια προϊόντα και να τα πάτε από το 24% στο 22%. Απαγορεύεται ρητά από την ευρωπαϊκή οδηγία.

Κύριε Πρόεδρε, δεν θα αναφερθώ άλλο στο νομοσχέδιο, διότι υπήρχε εκτενής αναφορά από την Υπουργό. Θα επαναλάβω όμως και σήμερα στην Ολομέλεια ότι ο δημόσιος διάλογος δεν έχει περιθώρια για ακοστολόγητα συνθήματα.

Και πολύ περισσότερο δεν είναι και σωστό, δεν είναι δυνατόν να ανοίγουν πάλι κάποιες κρυφές ατζέντες περί επιβολής νέων φόρων και αύξηση συντελεστών, όπως άκουσα πρόσφατα να εισηγείται κάποιος βουλευτής σας, κ. Ανδρουλάκη.

Επίσης, επιτρέψτε μου να κάνω και μια παρέμβαση για το ζήτημα των τραπεζών. Διότι άκουσα και πάλι να επαναλαμβάνετε τη θέση σας για έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών και θα ήθελα και από το βήμα της Βουλής να δώσω μια απάντηση για το ζήτημα αυτό.

Πράγματι, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχουν ζητήματα όσον αφορά στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος, ζητήματα ουσιαστικά τα οποία χρήζουν αντιμετώπισης: υψηλές προμήθειες, χαμηλά επιτόκια στις καταθέσεις, δάνεια στεγαστικά τα οποία δεν δίνονται με τον κατάλληλο ρυθμό, ακίνητα τα οποία διαθέτουν οι τράπεζες τα οποία δεν έχουν ακόμα εκποιήσει προκειμένου να αυξηθεί η προσφορά τους στην αγορά κατοικίας.

Για όλα αυτά τα ζητήματα έχουμε ζητήσει από τις τράπεζες να αντιδράσουν. Η αντίδραση τους μέχρι στιγμής δεν μας ικανοποιεί. Κατά συνέπεια, να αναμένετε πολύ σύντομα παρεμβάσεις από την κυβέρνηση που θα αντιμετωπίσουν την ουσία αυτών των προβλημάτων. Η φορολόγηση, όμως, των τραπεζών…

(Ομιλίες εκτός μικροφώνου)

Όμως, ας είμαστε ρεαλιστές. Σε αυτή τη συγκυρία, «πυροτεχνήματα» όπως η έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών δεν θα δώσουν απάντηση στα προβλήματα τα οποία αντιμετωπίζουν οι πολίτες. Αν ένας πολίτης, για παράδειγμα, έχει σήμερα ζήτημα με τη χορήγηση ενός στεγαστικού δανείου, η έκτακτη φορολόγηση δεν θα απαντήσει στο ζήτημα αυτό.

Γι’ αυτό και θα κάνετε λίγη υπομονή, να ακούσετε τις συγκεκριμένες προτάσεις της κυβέρνησης για τα ζητήματα αυτά, ώστε να μπορέσουν να αντιληφθούν και οι τράπεζες ότι με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο θα επιτελέσουν τελικά το χρέος τους απέναντι στην ελληνική κοινωνία.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, να κλείσω αυτή τη σύντομη παρέμβασή μου με μια ακόμα τοποθέτηση από τη σημερινή έρευνα του ΟΟΣΑ, η οποία νομίζω ότι δίνει και μία απάντηση για το πόσο αυξάνονται πραγματικά οι μισθοί στη χώρα μας.

Σύμφωνα με την έρευνα αυτή του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα έχει αύξηση πραγματικών μισθών μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ. Κρατήστε αυτό το στοιχείο, κ. Ανδρουλάκη, ώστε την επόμενη φορά να μην κατακρίνετε τη χώρα μας ότι είναι ουραγός στην Ευρωπαϊκή Ένωση ως προς την αύξηση των πραγματικών εισοδημάτων.

Σας ευχαριστώ.