Το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιουνίου ανοίγει τον «δρόμο» για την «αυτοδύναμη» εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος Μητσοτάκη με προτεραιότητα, κατά τα λεγόμενά του, την αύξηση των μισθών. Και πράγματι, οι μισθοί στην Ελλάδα χρήζουν αυξήσεως επειδή υπολείπονται σημαντικά σε σχέση με τους μισθούς στις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ.
Ο μέσος ετήσιος μισθός στην Ελλάδα ανέρχεται σε 25.979 δολάρια σε σχέση με τα 53.416 δολάρια στο σύνολο του ΟΟΣΑ. Η Ελλάδα, δυστυχώς, βρίσκεται στην προτελευταία θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ καθώς ο ετήσιος πραγματικός μισθός στη χώρα μας αντιστοιχεί μόνο στο 48,63% του αντίστοιχου πραγματικού μισθού στο σύνολο του ΟΟΣΑ.
Θα μπορούσε, λοιπόν, κάποιος να επιχειρηματολογήσει ότι οι χαμηλοί μισθοί στην Ελλάδα έχουν να κάνουν με το υψηλό ποσοστό ανεργίας, το οποίο αποτελεί τροχοπέδη στην εξέλιξη των μισθών. Και τούτο, επειδή όσο περισσότερο αυξάνεται ο κίνδυνος της ανεργίας τόσο περισσότερο μειώνεται η δυνατότητα των εργαζομένων να επιτυγχάνουν (μεγάλες) αυξήσεις στους μισθούς τους.
Η βάση δεδομένων του ΟΟΣΑ μάς ενημερώνει ότι το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μας, ευρισκόμενο στο 11,83% για το τέταρτο τρίμηνο του 2022, αποτελεί τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στις χώρες του ΟΟΣΑ, μετά την Ισπανία (13%). Για να μειωθεί λοιπόν το ποσοστό ανεργίας και να αυξηθούν οι (πραγματικοί) μισθοί, χρειάζεται αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας όπου, πάλι με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα κατατάσσεται τρίτη από το τέλος.
Η (νέα) κυβέρνηση Μητσοτάκη θα πρέπει να δώσει σαφή έμφαση σε πολιτικές αύξησης της παραγωγικότητας με αιχμή του δόρατος την επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού του κράτους και τη βελτίωση των διαρθρωτικών αλλαγών, έτσι ώστε να προσελκύσουμε περισσότερες επενδύσεις. Και τούτο επειδή ο ΟΟΣΑ εκτιμά πως οι επενδύσεις στην Ελλάδα έχουν παρουσιάσει μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 3,6%, από το 2015 και μετά, σε σχέση με το 5,4%, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία.
Πολλοί, ίσως, να σπεύσουν στην «εύκολη» λύση της προσέλκυσης περισσότερων επενδύσεων μέσω της μείωσης της φορολογίας των επιχειρήσεων. Δε θα το συνιστούσα. Αυτή τη στιγμή, ο συντελεστής φορολογίας των επιχειρήσεων στη χώρα μας βρίσκεται στο 22%, χαμηλότερα δηλαδή σε σύγκριση με το 31,5% στην Πορτογαλία ή το 23,6% στο σύνολο του ΟΟΣΑ.
Και, όμως, η Πορτογαλία προσελκύει περισσότερες επενδύσεις από την Ελλάδα επειδή οι διεθνείς δείκτες διαρθρωτικών αλλαγών εκεί είναι καλύτεροι από τους ελληνικούς. Η νέα κυβέρνηση έχει τη νομιμοποίηση από τον ελληνικό λαό να προχωρήσει τάχιστα στις διαρθρωτικές αλλαγές. Αναμένουμε τις σχετικές εξελίξεις!
* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών, University of Liverpool.
πηγή:https://www.kathimerini.gr/economy/562499425/to-oikonomiko-stoichima-mitsotaki/