ΤΟ
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ
ΑΘΗΝΑΣ
ΤΜΗΜΑ 13ο MONOΜΕΛΕΣ
σ υ ν ε δ ρ ί α σ ε δημόσια στο
ακροατήριό του, στις 18 Σεπτεμβρίου 2019, με δικαστή την Παναγιώτα
Παπαθανασίου, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Παναγιώτα
Καλαβρυτινού, δικαστική υπάλληλο,
γ ι α να δικάσει την αγωγή, με
χρονολογία κατάθεσης 10.3.2015,
τ ω ν: 1) ΜΜ και λοιπών, σύνολο 50, οι
οποίοι παραστάθηκαν .......
κ α τ ά του Ελληνικού Δημοσίου, που
εκπροσωπείται από τον Υπουργό Οικονομικών και παραστάθηκε με την από 17.9.2019
δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ. 2 του Κ.Δ.Δ., του Δικαστικού Πληρεξουσίου του
Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.), Νικολάου Δημητρακόπουλου.
1. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, οι
ενάγοντες, εν ενεργεία στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, ζητούν να υποχρεωθεί
το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινώς εκτελεστή,
να καταβάλει, σε καθέναν από αυτούς, νομιμοτόκως, από τότε που κάθε μηνιαία
παροχή κατέστη απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την πλήρη
εξόφληση, τα ειδικότερα αναφερόμενα για τον καθέναν από αυτούς στο δικόγραφο
ποσά, τα οποία αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των μειωμένων αποδοχών που τους
καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2014, κατ' εφαρμογή
των διατάξεων των περ. 31 - 33 της υποπαρ. Γ1 της παρ. Γ΄ του άρθρου πρώτου του
ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 (Α΄ 246), και εκείνων
που, κατά τους ισχυρισμούς τους, εδικαιούντο να λάβουν χωρίς την εφαρμογή των
περικοπών που επιβλήθηκαν με τις ως άνω αντισυνταγματικές διατάξεις.
Επικουρικώς δε, ζητούν να υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα ανωτέρω
ποσά ως αποζημίωση, κατ’ άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα
(Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164), για την αποκατάσταση της ζημίας που
υπέστησαν από παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεις οργάνων του
εναγομένου, και, ειδικότερα από την καταβολή σε αυτούς των ανωτέρω μειωμένων
αποδοχών.
2. Επειδή, το δικόγραφο της
κρινόμενης αγωγής υπογράφεται μόνο από τον δικηγόρο, ως πληρεξούσιο δικηγόρο
των εναγόντων, ο οποίος νομιμοποιήθηκε με ιδιωτικά έγγραφα παροχής
πληρεξουσιότητας, που φέρουν βεβαίωση γνησίου υπογραφής από δημόσια αρχή και
κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου πριν από τη συζήτηση της υπόθεσης
στο ακροατήριο, από τους ενάγοντες, εκτός από την 1η και την 32η εξ αυτών, κατά τη σειρά αρίθμησής τους στο
δικόγραφο, για τις οποίες δεν προσκομίσθηκε οποιοδήποτε έγγραφο νομιμοποίησης
(ιδιωτικό έγγραφο ή συμβολαιογραφική πράξη) προς τον ανωτέρω δικηγόρο, ούτε
άλλωστε οι ανωτέρω ενάγουσες εμφανίσθηκαν στο ακροατήριο κατά τη συζήτηση της
υπόθεσης, προκειμένου, με προφορική δήλωσή τους, να νομιμοποιήσουν τον
υπογράφοντα το δικόγραφο της κρινόμενης αγωγής ως άνω δικηγόρο.
Κατόπιν τούτου, η αγωγή πρέπει να
απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς την 1η και την 32η εκ των εναγόντων, κατά τον
αυτεπάγγελτο έλεγχο του Δικαστηρίου και βάσει των διατάξεων των άρθρων 27 παρ.
1, 28 και 30 του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας (Κ.Δ.Δ., ν. 2717/1999, Α΄ 97),
λόγω έλλειψης νομιμοποίησης του υπογράφοντος το δικόγραφο δικηγόρου. Κατά τα
λοιπά, έχουσα ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς από τους λοιπούς ενάγοντες, η
κρινόμενη αγωγή πρέπει να εξετασθεί, περαιτέρω, ως προς αυτούς, κατά τη νομική
και ουσιαστική της βασιμότητα.
3. Επειδή, στο άρθρο 94 παρ. 4 του
Συντάγματος ορίζεται ότι: «… Οι δικαστικές αποφάσεις εκτελούνται αναγκαστικά
και κατά του Δημοσίου …» και στο άρθρο 95 παρ. 5 ότι: «Η διοίκηση έχει
υποχρέωση να συμμορφώνεται προς τις δικαστικές αποφάσεις. Η παράβαση της
υποχρέωσης αυτής γεννά ευθύνη για κάθε αρμόδιο όργανο, όπως νόμος ορίζει. Νόμος
ορίζει τα αναγκαία μέτρα για τη διασφάλιση της συμμόρφωσης της διοίκησης». Σε
εκτέλεση των ανωτέρω διατάξεων του Συντάγματος, εκδόθηκε ο νόμος 3068/2002 (Α΄
274), στο άρθρο 1 του οποίου προβλέφθηκε ότι: «Το Δημόσιο, οι Οργανισμοί
Τοπικής Αυτοδιοίκησης και τα λοιπά Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου έχουν
υποχρέωση να συμμορφώνονται χωρίς καθυστέρηση προς τις δικαστικές αποφάσεις και
να προβαίνουν σε όλες τις ενέργειες που επιβάλλονται για την εκπλήρωση της
υποχρέωσης αυτής και για την εκτέλεση των αποφάσεων. Δικαστικές αποφάσεις, κατά
την έννοια του προηγούμενου εδαφίου, είναι όλες οι αποφάσεις των διοικητικών,
πολιτικών, ποινικών και ειδικών δικαστηρίων, που παράγουν υποχρέωση συμμόρφωσης
ή είναι εκτελεστές, κατά τις οικείες δικονομικές διατάξεις και τους όρους, που
κάθε απόφαση τάσσει».
4. Επειδή, περαιτέρω, στο άρθρο 105
του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (Εισ.Ν.Α.Κ., π.δ. 456/1984, Α΄ 164),
ορίζεται ότι: «Για παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του δημοσίου
κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί, το δημόσιο
ενέχεται σε αποζημίωση, εκτός αν η πράξη ή η παράλειψη έγινε κατά παράβαση
διάταξης που υπάρχει για χάρη του γενικού συμφέροντος ...». Κατά την έννοια της
ανωτέρω διάταξης, για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση,
απαιτείται παράνομη πράξη ή παράλειψη οργάνων του κατά την άσκηση της
ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, επίκληση και απόδειξη συγκεκριμένης
ζημίας, καθώς και αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης
και της επελθούσας ζημίας. Οι κατά το άρθρο αυτό προϋποθέσεις της ευθύνης προς
αποζημίωση πρέπει να συντρέχουν σωρευτικώς, ενόψει της συγκεκριμένης αξίωσης,
της οποίας η ικανοποίηση ζητείται με την αγωγή (πρβλ. ΣτE 980/2019, 1963/2018
επταμ., 1634/2017, 615/2012 επταμ., 322/2009 επταμ.).
Ακόμη, ναι μεν η Διοίκηση μπορεί είτε
να ανακαλέσει την ως άνω παράνομη πράξη, εκδίδοντας νέα νόμιμη πράξη,
προσδίδοντας, μάλιστα, σε αυτήν αναδρομική δύναμη, είτε να εκδώσει τη νέα αυτή
νόμιμη πράξη μετά την ακύρωση, με απόφαση διοικητικού δικαστηρίου, της αρχικής
παράνομης πράξης, με αποτέλεσμα, στις περιπτώσεις αυτές, να μην υφίσταται πλέον
παράνομη διοικητική πράξη και να διασπάται, έτσι, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ
αυτής και της ζημίας, πλην, σε περίπτωση που η αρχικώς εκδοθείσα παράνομη
διοικητική πράξη έχει εφαρμοσθεί για ορισμένο χρονικό διάστημα, δηλαδή μέχρι
την έκδοση της νεότερης νόμιμης πράξης, εξακολουθεί να υφίσταται ο αιτιώδης
σύνδεσμος μεταξύ της εν λόγω παρανομίας και της ζημίας και συνεπώς, εξακολουθεί
να συντρέχει η προαναφερθείσα προϋπόθεση. Η προϋπόθεση δε αυτή συντρέχει πολύ
περισσότερο στην περίπτωση που δεν εκδοθεί τελικώς νόμιμη διοικητική πράξη
(πρβλ. ΣτΕ 827/2015, 1268/2013, 305/2010, 1841/2007, 1749/2003, 3422/1999
επταμ.).
5. Επειδή, εξάλλου, με το άρθρο πρώτο
παρ. Γ υποπαρ. Γ.1 περ. 31 έως 33 του ν. 4093/2012 επιβλήθηκαν, αναδρομικώς από
1.8.2012, μειώσεις στους μισθούς και στα επιδόματα των στελεχών των ενόπλων
δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Κατ’ εξουσιοδότηση, εξάλλου, της διάταξης
της περ. 37 της ίδιας υποπαραγράφου εκδόθηκε η οικ2/83408/0022/14.11.2012
απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών (Β΄ 3017), με την οποία καθορίσθηκε
ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής των ποσών που προέκυψαν από την αναδρομική από
1.8.2012 μείωση των αποδοχών των μισθοδοτουμένων βάσει «ειδικών» μισθολογίων.
Ωστόσο, η απόφαση αυτή ακυρώθηκε με
τις 2192 -2196/2014 αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας,
κατόπιν άσκησης αιτήσεων ακύρωσης των ενδιαφερόμενων ενώσεων και ομοσπονδιών
των τριών κλάδων των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, κατά το μέρος
που αφορούσε την αναδρομική, από 1.8.2012 έως την εφαρμογή του νόμου αυτού,
μείωση των αποδοχών των υπαλλήλων αυτών. Ειδικότερα, με τις ως άνω αποφάσεις
κρίθηκε ότι οι διατάξεις των περιπτώσεων 31 – 33 της υποπαραγράφου Γ1 της
παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καθώς και η συναφής προς αυτές
διάταξη της περίπτωσης 37 της ίδιας υποπαραγράφου, κατ’ επίκληση της οποίας
εκδόθηκε η προαναφερόμενη υπουργική απόφαση, ήταν αντίθετες τόσο προς την αρχή
της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μισθοδοτούμενων βάσει των
«ειδικών» μισθολογίων, όσο και προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25
παρ.4 του Συντάγματος.
6. Επειδή, ακολούθως, με τα 10 – 13/2014 πρακτικά του Τριμελούς Συμβουλίου Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι συνέτρεχε περίπτωση μη συμμόρφωσης της Διοίκησης προς τις ανωτέρω ακυρωτικές αποφάσεις και για τον λόγο αυτό κλήθηκε το Υπουργείο Οικονομικών να συμμορφωθεί προς αυτές. Ειδικότερα, κρίθηκε ότι η Διοίκηση υπείχε:
α) υποχρέωση καταβολής των αποδοχών που τα μέλη των αιτουσών συνδικαλιστικών οργανώσεων υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν, ως αχρεωστήτως καταβληθείσες, συνεπεία της αναδρομικής εφαρμογής των διατάξεων του ν. 4093/2012, η οποία αποτελεί άμεση συνέπεια του ακυρωτικού αποτελέσματος, ευθεία, δηλαδή, συνέπεια της ακύρωσης κανονιστικής πράξης, το περιεχόμενο της οποίας εξαντλείται στο παρελθόν, και δη στο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2012 και
β) υποχρέωση επιστροφής των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούσαν
στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που οι στρατιωτικοί (αστυνομικοί κ.λπ.)
ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους
καταβλήθηκαν μετά τις γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από την
έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012 μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4307/2014 περί του
νέου μισθολογίου, η οποία αποτελεί πρόσθετη υποχρέωση λόγω της διαγνωσθείσας
αντισυνταγματικότητας των διατάξεων του ν. 4093/2012 (χρονικό διάστημα από
1.1.2013 έως 15.11.2014).
7. Επειδή, μετά την έκδοση των
πρακτικών αυτών και ενώ εκκρεμούσε η διαδικασία συμμόρφωσης της Διοίκησης,
δημοσιεύθηκε ο ν. 4307/2014 (Α΄ 246), στο άρθρο 86 του οποίου περιελήφθησαν
ρυθμίσεις σχετικά με τη μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των ενόπλων
δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Με τη διάταξη της παρ. 1 του εν λόγω άρθρου
καταργήθηκαν, από τότε που ίσχυσαν, οι προμνησθείσες αντισυνταγματικές
διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ενώ, με την παρ. 2 του άρθρου
αυτού αντικαταστάθηκαν εκ νέου, από 1.8.2012, τα άρθρα 50 παρ. 2 και 3 και 51
παρ. 3 – 8α και 10 του ν. 3205/2003, αυξήθηκε ο βασικός μισθός του
ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων βαθμών, καθορίστηκαν νέοι συντελεστές
προσδιορισμού βασικών μισθών και αναπροσαρμόστηκαν τα διάφορα επιδόματα των
στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας. Με τη δε παρ. 3 του ιδίου
άρθρου ορίστηκε, περαιτέρω, ότι με κοινή υπουργική απόφαση καθορίζεται «ο
χρόνος και η διαδικασία καταβολής των αναπροσαρμοσμένων αποδοχών και συντάξεων,
καθώς και της διαφοράς αποδοχών και συντάξεων που απορρέει από τις διατάξεις
των προηγούμενων παραγράφων, για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και
31.12.2014 προς τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και αντιστοίχων της Ελληνικής
Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής
Ακτοφυλακής, εν ενεργεία και απόστρατους».
Κατ’ εξουσιοδότηση της τελευταίας
αυτής διάταξης, εκδόθηκε η οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014 (Β΄ 3093) κοινή
υπουργική απόφαση, με την οποία ορίστηκε ότι οι διαφορές αποδοχών που απορρέουν
από την εφαρμογή του άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014 περί αναπροσαρμογής των
αποδοχών των εν ενεργεία στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων
ασφαλείας, καθ’ ο μέρος αφορούν το χρονικό διάστημα από 1.7.2014 έως και
30.11.2014 θα καταβληθούν εφάπαξ με τις αναπροσαρμοσμένες, βάσει των ίδιων
διατάξεων, αποδοχές του Δεκεμβρίου του αυτού έτους (άρθρο 1). Ορίστηκε δε,
περαιτέρω, ότι οι διαφορές αποδοχών που αφορούν το προγενέστερο χρονικό
διάστημα (1.8.2012 έως 30.6.2014), εάν μεν δεν υπερβαίνουν το ποσό των
διακοσίων πενήντα ευρώ, θα καταβληθούν εφάπαξ την 27.1.2015, εάν δε υπερβαίνουν
το ποσό αυτό, θα καταβληθούν σταδιακά σε τριάντα έξι ισόποσες μηνιαίες δόσεις,
η πρώτη εκ των οποίων θα καταβληθεί την 27.1.2015, ενώ οι επόμενες «θα
καταβάλλονται την εικοστή εβδόμη (27η) ημέρα εκάστου μηνός μέχρι και την
27.12.2017, οπότε θα καταβληθεί η τελευταία δόση» (άρθρο 2).
8. Επειδή, μετά τις νομοθετικές αυτές
εξελίξεις, το Τριμελές Συμβούλιο Συμμόρφωσης του Συμβουλίου της Επικρατείας,
επιλαμβανόμενο εκ νέου της υπόθεσης, εξέδωσε τις 18 - 21/2015 αποφάσεις του, με
τις οποίες έκρινε ότι η Διοίκηση εν μέρει μόνο συμμορφώθηκε προς τις ως άνω
αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας. Ειδικότερα, κρίθηκε
ότι οι νεότερες μισθολογικές ρυθμίσεις δεν συνιστούν πλήρη συμμόρφωση, ούτε
κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση της Διοίκησης να καταβάλει στους
στρατιωτικούς κλπ. τις αποδοχές που υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως αχρεωστήτως
καταβληθείσες, λόγω των αναδρομικών μειώσεων που υπέστησαν, κατ’ εφαρμογήν του
ν. 4093/2012, ούτε κατά το μέρος που αφορά στην υποχρέωση επιστροφής προς
αυτούς των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών
που ελάμβαναν προ της εφαρμογής του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι
τους κατεβλήθησαν, μετά τις γενόμενες περικοπές, κατά το χρονικό διάστημα από
την έναρξη ισχύος του ν. 4093/2012 και μέχρι τη δημοσίευση του ν. 4307/2014,
καθόσον σε αμφότερες τις περιπτώσεις προβλέφθηκε μερική μόνο, κατά το ήμισυ
περίπου, επιστροφή των αντίστοιχων ποσών.
9. Επειδή, με τις διατάξεις του
προαναφερθέντος άρθρου 86 παρ. 2 του ν. 4307/2014 θεσπίζεται ειδικό μισθολόγιο
των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, προκειμένου, όπως
ρητώς αναφέρεται στην οικεία αιτιολογική έκθεση και στις σχετικές συζητήσεις
της Βουλής, να συμμορφωθεί η Διοίκηση στις ακυρωτικές αποφάσεις του Συμβουλίου
της Επικρατείας.
Ειδικότερα, από την αιτιολογική αυτή
έκθεση και από τις εκτενείς αναφορές των σχετικών συζητήσεων στη Βουλή,
επιβεβαιώνεται ότι ο νόμος αυτός δεν αποτελεί μία αφηρημένη, αδέσμευτη ρύθμιση
μισθολογίου, αλλά την «αντίδραση» του νομοθέτη στις μνημονευόμενες ανωτέρω
αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από την
αντιπαραβολή των διατάξεων του ν. 4093/2012 με τις προϊσχύουσες διατάξεις του
ν. 3205/2003 και τις νεότερες του ν. 4307/2014, οι αναπροσαρμοσμένες αποδοχές
είναι μεν ανώτερες εκείνων που ελάμβανε το στρατιωτικό προσωπικό κ.λπ. υπό την
ισχύ του αντισυνταγματικού ν. 4093/2012, κυμαίνονται, εντούτοις, σε επίπεδα
κατώτερα εκείνων που είχαν διαμορφωθεί πριν την 1.8.2012.
Εκ των ανωτέρω διατάξεων, άλλωστε,
συνάγεται ότι στο νέο αυτό μισθολόγιο προσδίδεται αναδρομική ισχύς, η οποία
ανατρέχει στο χρόνο έναρξης ισχύος των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι οποίες
είχαν κριθεί αντισυνταγματικές και ανίσχυρες με τις ανωτέρω 2192- 2196/2014
αποφάσεις της Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας, δηλαδή οι νεότερες
μισθολογικές ρυθμίσεις αντικαθιστούν τις ανίσχυρες ρυθμίσεις αναδρομικώς από
1.8.2012. Ως συνέπεια της αναδρομικότητας αυτής, εκδόθηκε η ως άνω
οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014 απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας,
Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Αιγαίου, με την
οποία προβλέπεται ο χρόνος και ο τρόπος επιστροφής, για το χρονικό διάστημα από
1.8.2012 έως 30.11.2014, των χρηματικών ποσών που αντιστοιχούν στη διαφορά
μεταξύ των αναπροσαρμοζομένων αποδοχών του ν. 4307/2014 και των αποδοχών που
πράγματι είχαν λάβει, τα οποία είναι μειωμένα σε ποσοστό περίπου 50% σε σχέση
με τις προ της 1.8.2012 αποδοχές τους.
Εξάλλου, με την έκδοση των 10 -
13/2014 πρακτικών, προσδιορίστηκαν οι υποχρεώσεις συμμόρφωσης που, κατά την
κρίση του αρμοδίου Δικαστικού Συμβουλίου, απέρρεαν από τις ακυρωτικές
αποφάσεις, ώστε οι ρυθμίσεις του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 έχουν χαρακτήρα
επιστροφής σε καθένα από τα στελέχη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων
ασφαλείας των χρηματικών ποσών που τους περιεκόπησαν παρανόμως με τις
αντισυνταγματικές διατάξεις των περιπτώσεων 31 - 33 της υποπαρ. Γ1 της παρ. Γ΄
του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. Συνεπώς, εφόσον οι ρυθμίσεις του άρθρου 86
του ν. 4307/2014 έχουν αυτόν τον χαρακτήρα, αποτελούν δηλαδή ρύθμιση ατομικών
περιπτώσεων, συνιστούν πλημμελή συμμόρφωση προς τις ακυρωτικές αποφάσεις,
διότι: α) για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 μέχρι 31.12.2012, το οποίο αφορά
στα ποσά των αποδοχών που οι στρατιωτικοί κλπ. υποχρεώθηκαν να επιστρέψουν ως
αχρεωστήτως καταβληθέντα, λόγω των αναδρομικών μειώσεων που επέβαλε ο ν.
4093/2012, προβλέπεται ότι θα καταβληθούν μόνον κατά το ήμισυ και β) για το
χρονικό διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 15.11.2014 που αφορά στα χρηματικά ποσά που
αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που ελάμβαναν προ της εφαρμογής
του ν. 4093/2012 και των αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, προβλέπεται,
επίσης, μερική, κατά το ήμισυ περίπου καταβολή.
Εξάλλου, η μερική μόνο συμμόρφωση
«ομολογείται», κατά τα ήδη εκτεθέντα και από τον ίδιο το νομοθέτη στην
αιτιολογική έκθεση, ο οποίος επιχειρεί να την δικαιολογήσει, με την παράθεση
αποκλειστικώς δημοσιονομικού χαρακτήρα λόγων, οι οποίοι καθιστούν προς το παρόν
ανέφικτη την πλήρη συμμόρφωση. Οι λόγοι όμως αυτοί δεν αρκούν για να
καταστήσουν συνταγματικές τις επίμαχες αναδρομικές ρυθμίσεις, αφενός μεν διότι
όμοιοι λόγοι είχαν προσβληθεί και είχαν αξιολογηθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο
στις δίκες, επί των οποίων εκδόθηκαν οι παραπάνω ακυρωτικές αποφάσεις (βλ. ΣτΕ
2192/2014, σκ. 17 και 21, 2193/2014 σκ. 16 και 20, 2194/2014 σκ. 15 και 19,
2195/2014 σκ. 15 και 19 και 2196/2014 σκ. 16 και 20), αφετέρου δε και εν πάση
περιπτώσει διότι τέτοιοι λόγοι δεν απαλλάσσουν τον κοινό νομοθέτη και την
κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση από την υποχρέωση τήρησης της συνταγματικής
διάταξης για την εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων.
Ως εκ τούτου, οι προπαρατεθείσες διατάξεις της
παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, καθώς και της απολύτως συναφούς διάταξης
της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η ανωτέρω υπουργική
απόφαση, αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 5 του Συντάγματος (βλ. ΣτΕ 1125 –
1128/2016 Ολομ., με τις οποίες ακυρώθηκε η οικ.2/88371/ ΔΕΠ/14/17.11.2014
Κ.Υ.Α.) και συνεπώς, ως τέτοιες, δεν είναι εφαρμοστέες, ούτε, ομοίως, η
ακυρωθείσα από το Ανώτατο Δικαστήριο υπουργική απόφαση.
10. Επειδή, επακολούθησε ο ν. 4575/2018 (Α΄ 192), στο άρθρο 10 του οποίου (υπό τον τίτλο «Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας»), ορίστηκε ότι:
«1. Στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων και της Ελληνικής Αστυνομίας, του
Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής και για
όσο χρόνο αυτά ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και
31.12.2016, καταβάλλεται εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά
μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών που θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες
κατά την 31.7.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που
πράγματι τους κατεβλήθησαν με βάση το άρθρο 86 του ν. 4307/2014 (Α-246). Το
χρηματικό ποσό του προηγούμενου εδαφίου υπολογίζεται με αναφορά στο χρονικό
διάστημα από 1.8.2012 έως και 31.12.2016. 2. Με κοινή απόφαση των Υπουργών
Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Νησιωτικής
Πολιτικής καθορίζεται ο χρόνος, η διαδικασία, οι προβλεπόμενες από τις κείμενες
διατάξεις κρατήσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα σχετικά με την καταβολή του
ποσού της προηγούμενης παραγράφου. 3. Οι διατάξεις του παρόντος δεν επηρεάζουν
τις αποδοχές των στελεχών των Ενόπλων Δυνάμεων και της Ελληνικής Αστυνομίας,
του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, οι
οποίες έχουν ληφθεί υπόψη για την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 155 του ν.
4472/2017 (Α΄ 74)».
Σε εκτέλεση δε της ως άνω
εξουσιοδοτικής διάταξης εκδόθηκε η οικ.2/88411/ΔΕΠ/4.12.2018 απόφαση των
Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Δημοσίας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη
και Ναυτιλίας και Αιγαίου «Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα στελέχη των
Ενόπλων Δυνάμεων, της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του
Λιμενικού Σώματος - Ελληνικής Ακτοφυλακής» (Β΄ 5435), στο άρθρο 1 της οποίας
προβλέφθηκε ότι: «1. Το χρηματικό ποσό που απορρέει από τις διατάξεις της παρ.
1 του άρθρου 10 του ν.4575/2018 (Α΄ 192) για τα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων,
της Ελληνικής Αστυνομίας, του Πυροσβεστικού Σώματος και του Λιμενικού Σώματος –
Ελληνικής Ακτοφυλακής και για όσο χρόνο αυτά ήταν στην ενέργεια, κατά το
χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και 31.12.2016, θα καταβληθεί εφάπαξ μέχρι
την 27.1.2019. … . 2. Η καταβολή του ανωτέρω ποσού θα γίνει με ξεχωριστή
μισθοδοτική κατάσταση, όπου το εν λόγω ποσό θα εμφανίζεται συνολικά για κάθε
δικαιούχο, από τους οικείους εκκαθαριστές των αρμοδίων Υπηρεσιών των Υπουργείων
Εθνικής Άμυνας, Προστασίας του Πολίτη, Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής … .
3. … 4. Για τον υπολογισμό του ποσού της παρ. 1 λαμβάνονται υπόψη ενδεχόμενες
υπηρεσιακές μεταβολές των στελεχών που είχαν μισθολογικές συνέπειες και έλαβαν
χώρα κατά το ως άνω χρονικό διάστημα, οπότε και προσαρμόζεται αναλόγως το ποσό
που αφορά στο εν λόγω διάστημα» και στο άρθρο 3 ότι: «Σε περίπτωση που τα
πρόσωπα του άρθρου 1 έχουν λάβει σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων
ποσά που αντιστοιχούν σε αυτά που θα λάμβαναν εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι
μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012 (Α΄ 222) και του άρθρου 86 του ν.
4307/2014 (Α΄ 246), τα ποσά αυτά συμψηφίζονται με το εφάπαξ χρηματικό ποσό του
ίδιου άρθρου, κατά το μέρος που αναφέρονται στο ίδιο χρονικό διάστημα,
εξαιρουμένων των σχετικών επιδικασθέντων τόκων. Ο εν λόγω συμψηφισμός θα λάβει
χώρα και κατά την εκτέλεση σχετικών δικαστικών αποφάσεων που τυχόν θα εκδοθούν
μετά την ημερομηνία εφάπαξ καταβολής του εν λόγω χρηματικού ποσού, εφόσον αυτές
αναφέρονται (εν όλω ή εν μέρει) στο ίδιο χρονικό διάστημα».
11. Επειδή, στην προκείμενη
περίπτωση, οι ενάγοντες, στελέχη της Ελληνικής Αστυνομίας, οι οποίοι
υπηρετούσαν κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα σε διάφορα τμήματα και υπηρεσίες
κατά τα ειδικώς αναφερόμενα στο ιστορικό της αγωγής, ζητούν να υποχρεωθεί το
εναγόμενο να καταβάλει σε κάθε έναν από αυτούς τα αναγραφόμενα στο δικόγραφο ποσά,
και, συγκεκριμένα, στον δεύτερο ενάγοντα το ποσό των 2.226,13 ευρώ, στην τρίτη
το ποσό των 2.381,19 ευρώ, στον τέταρτο το ποσό των 2.683,63 ευρώ, στη πέμπτη
το ποσό των 2.444,80 ευρώ, στον έκτο το ποσό των 3.059,17 ευρώ, στον έβδομο το
ποσό των 3.069,51 ευρώ, στον όγδοο το ποσό των 2.021,90 ευρώ, στον ένατο το
ποσό των 5.647,39 ευρώ, στον δέκατο το ποσό των 2.345,34 ευρώ, στον ενδέκατο το
ποσό των 4.046,36 ευρώ, στον δωδέκατο το ποσό των 2.599,39 ευρώ, στον δέκατο
τρίτο το ποσό των 2.503,20 ευρώ, στη δέκατη τέταρτη το ποσό των 2.623,85 ευρώ,
στον δέκατο πέμπτο το ποσό των 5.760,24 ευρώ, στον δέκατο έκτο το ποσό των
2.610,33 ευρώ, στον δέκατο έβδομο το ποσό των 4.804,78 ευρώ, στον δέκατο όγδοο
το ποσό των 2.560,35 ευρώ, στον δέκατο ένατο το ποσό των 6.047,50 ευρώ, στην
εικοστή το ποσό των 2.713,50 ευρώ, στον εικοστό πρώτο το ποσό των 3.315,08
ευρώ, στον εικοστό δεύτερο το ποσό των 4.665,08 ευρώ, στον εικοστό τρίτο το
ποσό των 4.614,96 ευρώ, στον εικοστό τέταρτο το ποσό των 4.594,66 ευρώ, στον
εικοστό πέμπτο το ποσό των 3.269,86 ευρώ, στην εικοστή έκτη το ποσό των
3.840,46 ευρώ, στον εικοστό έβδομο το ποσό των 5.699,10 ευρώ, στον εικοστό
όγδοο το ποσό των 4.406,02 ευρώ, στον εικοστό ένατο το ποσό των 2.654,86 ευρώ,
στον τριακοστό το ποσό των 2.038,59 ευρώ, στην τριακοστή πρώτη το ποσό των
3.778,09 ευρώ, στον τριακοστό τρίτο το ποσό των 5.332,18 ευρώ, στον τριακοστό
τέταρτο το ποσό των 5.773,81 ευρώ, στον τριακοστό πέμπτο το ποσό των 5.085,58
ευρώ, στον τριακοστό έκτο το ποσό των 2.706,33 ευρώ, στον τριακοστό έβδομο το
ποσό των 2.376,58 ευρώ, στον τριακοστό όγδοο το ποσό των 2.152,00 ευρώ, στον
τριακοστό ένατο το ποσό των 4.376,74 ευρώ, στον τεσσαρακοστό το ποσό των
4.899,86 ευρώ, στον τεσσαρακοστό πρώτο το ποσό των 2.313,94 ευρώ, στον
τεσσαρακοστό δεύτερο το ποσό των 2.736,93 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τρίτο το ποσό
των 4.894,84 ευρώ, στον τεσσαρακοστό τέταρτο το ποσό των 2.180,78 ευρώ, στον
τεσσαρακοστό πέμπτο το ποσό των 5.586,50 ευρώ, στην τεσσαρακοστή έκτη το ποσό
των 4.077,82 ευρώ, στον τεσσαρακοστό έβδομο το ποσό των 2.583,21 ευρώ, στην
τεσσαρακοστό όγδοη το ποσό των 4.717,45 ευρώ, στον τεσσαρακοστό ένατο το ποσό
των 4.769,23 ευρώ και στον πεντηκοστό το ποσό των 4.655,07 ευρώ.
Τα ποσά αυτά οι ενάγοντες ζητούν να
τους καταβληθούν, νομιμοτόκως, από τον χρόνο που έκαστη μηνιαία παροχή κατέστη
απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής, αντιστοιχούν δε στη διαφορά μεταξύ
των μειωμένων αποδοχών που τους καταβλήθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από
1.8.2012 έως 31.12.2014, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των περιπτώσεων 31 – 33
της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 καθώς
και του άρθρου 86 παρ. 6 του ν. 4307/2014, των οποίων οι ενάγοντες αμφισβητούν
τη συνταγματικότητα. Ειδικότερα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι το εναγόμενο
Ελληνικό Δημόσιο παρανόμως παρέλειψε να προβεί σε πλήρη αποκατάσταση των
αποδοχών τους, για το επίδικο χρονικό διάστημα, σε συμμόρφωση προς την
2194/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την οποία
ακυρώθηκε η οικ.2/83408/0022/14.11.2012 απόφαση του Αναπληρωτή Υπουργού
Οικονομικών, καθ΄ο μέρος αφορούσε στην αναδρομική μείωση των αποδοχών των
αστυνομικών υπαλλήλων και των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ., με αποτέλεσμα οι ίδιοι να
υποστούν ζημία, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών που έπρεπε να τους
καταβληθούν σε πλήρη συμμόρφωση προς την ανωτέρω ακυρωτική απόφαση της
Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας και αυτών που πράγματι τους
καταβλήθηκαν.
Επικουρικώς, οι ενάγοντες ζητούν να
υποχρεωθεί το εναγόμενο να τους καταβάλει τα ανωτέρω ποσά ως αποζημίωση, κατ’
άρθρο 105 του Εισ.Ν.Α.Κ., για την αποκατάσταση της ζημίας που υπέστησαν από
παράνομες, κατά τους ισχυρισμούς τους, πράξεις οργάνων του εναγομένου, και,
ειδικότερα, από την καταβολή σε αυτούς των ανωτέρω μειωμένων αποδοχών. Προς
απόδειξη δε του ύψους της ζημίας που υπέστησαν οι ενάγοντες επικαλούνται και
προσκομίζουν τα μηνιαία ηλεκτρονικά αναλυτικά σημειώματα αποδοχών τους, για το
χρονικό διάστημα από τον Αύγουστο του 2012 έως τον Δεκέμβριο του 2014.
12. Επειδή, αντιθέτως, το εναγόμενο,
με το νομίμως κατατεθέν από 5.3.2019 υπόμνημά του και το 7011/5/312-μα/5.7.2019
έγγραφο της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού του Αρχηγείου
της Ελληνικής Αστυνομίας, προβάλλει ότι, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 10 του ν.
4575/2018 και της οικ.2/88411/ΔΕΠ/4.12.2018 Κ.Υ.Α., καταβλήθηκαν στους
ενάγοντες, στις 13.12.2018, τα δικαιούμενα από αυτούς ποσά των αναδρομικών
αποδοχών, χρονικού διαστήματος από 1.8.2012 έως 31.12.2016. Συναφώς,
παρατίθενται στο προαναφερθέν έγγραφο τα
σχετικά ποσά που καταβλήθηκαν για καθέναν από τους ενάγοντες.
13. Επειδή, υπό τα δεδομένα αυτά, το
Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη ότι, όπως προκύπτει από το 7011/5/312-μα/5.7.2019
έγγραφο της Διευθύντριας της Διεύθυνσης Διαχείρισης Χρηματικού του Αρχηγείου
της Ελληνικής Αστυνομίας, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 10 του ν. 4575/2018
και της κατ’ εξουσιοδότηση αυτού εκδοθείσας οικ.2/88411/ΔΕΠ/4.12.2018 Κ.Υ.Α.,
καταβλήθηκαν στους ενάγοντες, στις 13.12.2018, τα δικαιούμενα από αυτούς ποσά
των αναδρομικών αποδοχών χρονικού διαστήματος από 1.8.2012 έως 31.12.2016, οι
δε ενάγοντες δεν αμφισβητούν την ορθότητα του υπολογισμού των καταβληθέντων σε
αυτούς ποσών, κατόπιν των διενεργηθέντων νόμιμων κρατήσεων, που αντιστοιχούν
στο κρίσιμο χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως 31.12.2014. Κατόπιν τούτων, το
Δικαστήριο κρίνει ότι, κατά το μέρος που αφορά στην κύρια απαίτηση των
εναγόντων, ήτοι την απαίτηση για την καταβολή των αποδοχών που παρανόμως δεν
είχαν καταβληθεί σε αυτούς κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα (από 1.8.2012 έως
31.12.2014), η παρούσα δίκη πρέπει να κηρυχθεί καταργημένη, κατ’ άρθρο 142 παρ.
1 περ. α΄ του Κ.Δ.Δ., ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 275 παρ. 3 του ίδιου Κώδικα, σε
περίπτωση κατάργησης της δίκης, δεν καταλογίζονται δικαστικά έξοδα.
Περαιτέρω, κατά το μέρος που με την κρινόμενη
αγωγή ζητείται η επιδίκαση τόκων, επί των ανωτέρω αιτουμένων από τους ενάγοντες
ποσών, το Δικαστήριο κρίνει ότι η δίκη διατηρεί το αντικείμενό της ως προς την
παρεπόμενη αυτή αξίωση, δεδομένου ότι αντικείμενο της ως άνω εφάπαξ καταβολής
ήταν μόνο οι οφειλόμενες διαφορές αποδοχών του χρονικού διαστήματος από
1.8.2012 έως 31.12.2016, στο οποίο περιλαμβάνεται και η ένδικη χρονική περίοδος
από 1.8.2012 έως 31.12.2014.
14. Επειδή, όπως προεκτέθηκε στη
πέμπτη σκέψη της παρούσας, οι διατάξεις των περ. 31-33 της υποπαρ. Γ1 της παρ.
Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, καθώς και η συναφής προς αυτές διάταξη
της περ. 37 της αυτής υποπαραγράφου, κατ’ επίκληση της οποίας εκδόθηκε η
οικ.2/83408/0022/14.11.2012 Υ.Α., ήταν αντίθετες τόσο προς την αρχή της
ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των μισθοδοτούμενων, βάσει των «ειδικών»
μισθολογίων, όσο και προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του
Συντάγματος, ενώ, περαιτέρω, κατά τα εκτεθέντα στην ένατη σκέψη, οι διατάξεις
της παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, καθώς και της απολύτως συναφούς
διάταξης της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε η
οικ.2/88371/ΔΕΠ/14/17.11.2014 Κ.Υ.Α. αντίκεινται στο άρθρο 95 παρ. 5 του
Συντάγματος.
Κατ’ ακολουθίαν, μη νομίμως δεν
καταβλήθηκαν αρχικά τα ποσά που αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ των αποδοχών
που έπρεπε να λάβουν για το ως άνω χρονικό διάστημα, από 1.8.2012 μέχρι
31.12.2014, βάσει των διατάξεων που ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος του ν.
4093/2012, και των αποδοχών που έλαβαν για το ίδιο χρονικό διάστημα με βάση
τους ν. 4093/2012 και 4307/2014, ενόψει δε της εξόφλησης των κυρίων απαιτήσεων
των εναγόντων μετά την άσκηση της αγωγής, αυτοί δικαιούνται να λάβουν τους
νόμιμους τόκους που αντιστοιχούν στα εν λόγω οφειλόμενα και ήδη αποδοθέντα
ποσά.
Εξάλλου, οι ως άνω κύριες απαιτήσεις
των εναγόντων για αποζημίωση, στις οποίες βασίζεται και η παρεπόμενη αξίωση
καταβολής τόκων, δεν υπέπεσαν σε παραγραφή, διότι οι ένδικες απαιτήσεις τους
ερείδονται και στην, κατ’ εφαρμογή των αντισυνταγματικών ρυθμίσεων του άρθρου 86
του ν. 4307/2014 και της οικ.2/88371/ΔΕΠ/17.11.2014 Κ.Υ.Α., καταβολή μειωμένης,
κατά 50%, της οφειλόμενης διαφοράς των αποδοχών τους, για το ένδικο χρονικό
διάστημα, και επομένως, αυτές γεννήθηκαν στις 27.1.2015, οπότε καταβλήθηκε
στους ενάγοντες η πρώτη μειωμένη δόση αναδρομικών αποδοχών, ήτοι
προσδιορίστηκε, επακριβώς, το ποσό των αναδρομικών αποδοχών που αυτοί φέρονταν
να δικαιούνται και επήλθαν το πρώτον οι επιζήμιες συνέπειες από την εφαρμογή
των ως άνω αντισυνταγματικών ρυθμίσεων (πρβλ. ΔΕφΑθ 1195, 3018/2019), με
αποτέλεσμα να μην έχουν παραγραφεί κατά το χρόνο επίδοσης της κρινόμενης αγωγής
στο εναγόμενο στις 11.3.2015 (βλ. σχετ. την 9528Β΄/11.3.2015 έκθεση επίδοσης
της Δικαστικής Επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών, Παναγιώτας Αρβανίτη).
Κατόπιν τούτων, το Δικαστήριο κρίνει
ότι η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή ως προς το παρεπόμενο αίτημα
επιδίκασης τόκων και να υποχρεωθεί το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο να καταβάλει
σε έκαστο των εναγόντων τους νόμιμους τόκους που αναλογούν στις οφειλόμενες και
ήδη καταβληθείσες αναδρομικά αποδοχές τους, χρονικού διαστήματος από 1.8.2012
έως 31.12.2014, από την επίδοση της αγωγής στις 11.3.2015 έως την ολοσχερή
εξόφλησή τους, υπολογιζομένων αυτών με επιτόκιο 6%, από τις 11.3.2015, οπότε
και έλαβε χώρα, κατά τα αμέσως προδιαληφθέντα, η επίδοση της αγωγής και έως τις
30.4.2019, σύμφωνα με το άρθρο 21 του από 26.6/10.7.1944 β.δ. «Περί κώδικος των
νόμων περί δικών του Δημοσίου» (Α΄ 139, βλ. και ΑΕΔ 25/2012) και από 1.5.2019
έως την ολοσχερή εξόφληση, με επιτόκιο υπολογιζόμενο σύμφωνα με το άρθρο 45
παρ. 1 του ν. 4607/2019 (Α΄ 65/24.4.2019), κατά τα οριζόμενα στην παρ. 3 του
ίδιου άρθρου και στο άρθρο 79 του ως άνω ν. 4607/2019.
Εξάλλου, το αίτημα των εναγόντων να
κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινώς εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί, καθ’ όσον
δεν προκύπτει - ελλείψει επικλήσεως συγκεκριμένων στοιχείων - ότι συντρέχουν
εξαιρετικοί λόγοι που συνηγορούν προς τούτο ή ότι υπάρχει αδυναμία ή ιδιαίτερη
δυσχέρεια αυτών προς αντιμετώπιση των άμεσων αναγκών διαβιώσεως των ίδιων ή των
οικογενειών τους (άρθρο 80 παρ. 3 του Κ.Δ.Δ.). Τέλος, το Δικαστήριο, εκτιμώντας
τις περιστάσεις, απαλλάσσει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο από τα δικαστικά
έξοδα των εναγόντων, που αφορούν στο μέρος της δίκης που διατηρεί το
αντικείμενό της και συνάπτεται με το ως άνω παρεπόμενο αίτημα (άρθρο 275 παρ. 1
εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.).
ΔΙΑ ΤΑΥΤΑ
- Απορρίπτει την αγωγή ως απαράδεκτη
ως προς την 1η και την 32η εκ των εναγόντων.
- Καταργεί τη δίκη ως προς το κύριο
αγωγικό αίτημα των λοιπών εναγόντων.
- Δέχεται την αγωγή, κατά τα λοιπά,
ήτοι ως προς το παρεπόμενο αίτημα επιδίκασης τόκων των λοιπών εναγόντων.
- Υποχρεώνει το εναγόμενο Ελληνικό
Δημόσιο να καταβάλει σε έκαστο των λοιπών (πλην της 1ης και της 32ης) εναγόντων
το ποσό των τόκων που αντιστοιχεί στις οφειλόμενες και ήδη καταβληθείσες σε
έκαστο εξ αυτών αποδοχές χρονικού διαστήματος από 1.8.2012 έως 31.12.2014,
υπολογιζόμενων αυτών για μεν το χρονικό διάστημα από την επίδοση της αγωγής
(στις 11.3.2015) έως τις 30.04.2019 με επιτόκιο 6%, σύμφωνα με το άρθρο 21 του από
26.6/10.7.1944 β.δ/τος, για δε το χρονικό διάστημα από 1.5.2019 έως την
ολοσχερή εξόφληση, με επιτόκιο υπολογιζόμενο σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο
45 παρ. 1 του ν. 4607/2019.
-Απαλλάσσει το Ελληνικό Δημόσιο από
τα δικαστικά έξοδα των εναγόντων, που αφορούν στο μέρος της δίκης που διατηρεί
το αντικείμενό της και συνάπτεται με το ως άνω παρεπόμενο αίτημα.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα,
στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, κατά την έκτακτη δημόσια συνεδρίαση της
8ης.3.2021.
Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ