Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

6 Ιουλίου 2015 - H Μοιραία Σύσκεψη του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών που Ψήφισαν το 3ο Μνημόνιο - Οι Ένοχοι της Ελληνικής Τραγωδίας



6 Ιουλίου 2015, λήξη σύσκεψης: 16:50. Μετά από 10 χρόνια, την ίδια ακριβώς μέρα και ώρα, το in φέρνει στη δημοσιότητα τα πρακτικά, που φτάνουν τις 110 σελίδες, της ιστορικής σημασίας σύσκεψης του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών υπό τον Πρόεδρο. Το κλίμα, οι ζωντανοί διάλογοι μεταξύ των αρχηγών, το κοινό ανακοινωθέν.

Τα πρακτικά, που αριθμούν 110 σελίδες, του πολυσυζητημένου Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών που έλαβε χώρα στις 6 Ιουλίου 2015, την επομένη του δημοψηφίσματος, ξεκίνησε στις 10:00 το πρωί και ολοκληρώθηκε στις 16:50, εξασφάλισε και παρουσιάζει σε αποκλειστικότητα το in.

Η διάσκεψη, που έχει έκτοτε αποτελέσει αντικείμενο ποικίλων πολιτικών διενέξεων, πραγματοποιήθηκε με πρωτοβουλία του τότε πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα μετά την κάλπη της Κυριακής 5 Ιουλίου, στην οποία ο ελληνικός λαός απέρριψε με ποσοστό 61,31% την πρόταση που είχαν καταθέσει οι δανειστές στο Eurogroup της 25ης Ιουνίου για την επίτευξη συμφωνίας με την ελληνική κυβέρνηση.

Η επικοινωνία με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Προκόπη Παυλόπουλο, για τη σύγκληση του Συμβουλίου ανακοινώθηκε το βράδυ της κάλπης από τον Αλέξη Τσίπρα, με σκοπό, όπως είπε, να ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς για τις άμεσες πρωτοβουλίες της κυβέρνησης και να ακούσει τις δικές τους προτάσεις

Στις 6 Ιουλίου 2015 και ώρα 10:00 ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Προκόπης Παυλόπουλος συγκάλεσε σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών των Κομμάτων που εκπροσωπούνται στην Βουλή, υπό την Προεδρία του.

Διήρκησε περίπου 7 ώρες, στοιχείο ενδεικτικό της κρισιμότητας και της δυσκολίας των στιγμών, με τις τοποθετήσεις των πολιτικών αρχηγών να είναι αιχμηρές, τους διαλόγους μεταξύ τους άμεσους και σε κάποιες στιγμές έντονους, την αγωνία για την τύχη της χώρας έκδηλη.

Ταυτόχρονα, όμως, συνειδητοποιώντας ότι η ιστορία τους καλεί να λάβουν κρίσιμες αποφάσεις καταγράφεται διάθεση συναίνεσης και συμπόρευσης, με κοινό μέτωπο απέναντι στους δανειστές πρωτίστως ως προς το τι σημαίνει η επικράτηση του «όχι» στο δημοψήφισμα.

Η σύσκεψη ολοκληρώνεται, στις 16:50 με τους πολιτικούς αρχηγούς, πλην του ΚΚΕ, να καταλήγουν σε κοινό ανακοινωθέν, όπως καταγράφεται στα πρακτικά τα οποία φέρνει σήμερα στο φως το in.

Αξίζει να σημειωθεί ότι τα πρακτικά του κρίσιμου αυτού Συμβουλίου αποτέλεσαν ζήτημα της πολιτικής επικαιρότητας μέχρι και πρόσφατα, όταν ο Αλέξης Τσίπρας αιτήθηκε από τον νυν Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τασούλα, να τα δώσει στη δημοσιότητα, αίτημα το οποίο ο ίδιος απέρριψε, καθώς το Συμβούλιο αποτελεί άτυπο όργανο και όχι συνταγματικά κατοχυρωμένο θεσμό.

Κατά συνέπεια, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών λαμβάνει χώρα κεκλεισμένων των θυρών, παρουσία μόνο των συμμετεχόντων και των πρακτικογράφων, με τα πρακτικά να παραμένουν στην κυριότητα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, όπως τόνισε και στην απάντησή του στον Αλέξη Τσίπρα ο Κωνσταντίνος Τασούλας.

Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών είναι ένα άτυπο όργανο. Η λειτουργία του δεν ορίζεται από άρθρο του Συντάγματος ή νόμο. Γι’ αυτό και στην περίπτωσή του δεν έχει εφαρμογή η νομοθεσία που ισχύει για τα κυβερνητική όργανα (το Υπουργικό Συμβούλιο, το ΚΥΣΕΑ κ.λπ.) όπου υπάρχει ρητή πρόβλεψη ότι τα πρακτικά είναι απόρρητα για διάστημα 30 ετών. Τα πρακτικά του Συμβουλίου Αρχηγών δεν είναι ένα διαβαθμισμένο έγγραφο. Τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτή τη σύσκεψη, δηλαδή οι πολιτικοί αρχηγοί, εκπροσωπούσαν κόμματα, στα οποία λογοδοτούσαν και τα οποία ενημέρωσαν για τη συζήτηση. Δεν ήταν, επομένως, μια ιδιωτική συζήτηση. Σημεία που οι συμμετέχοντες δεν ήθελαν να καταγραφούν, όντως δεν καταγράφηκαν. Με βάση όλα αυτά και με δεδομένη την ανάγκη να έχει, δέκα χρόνια μετά, η ελληνική κοινωνία μια πλήρη εικόνα της ίδιας της ιστορικής αλήθειας, η δημοσιοποίηση των πρακτικών είναι επιβεβλημένη πράξη ευθύνης.

Πέρα από την ανακοίνωση του Προέδρου της Δημοκρατίας που επιβεβαιώνει την ύπαρξη των πρακτικών από το Συμβούλιο της 6ης Ιουλίου 2015, την ύπαρξη των πρακτικών, που σήμερα βρίσκονται στη διάθεση του in, έχουν ήδη επιβεβαιώσει ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Προκόπης Παυλόπουλος, ο πρώην πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, καθώς επίσης και ο γενικός γραμματέας του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, Δημήτρης Κουτσούμπας.

Στα πρακτικά αποτυπώνεται ότι ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να εξασφαλίσει τη συναίνεση των πολιτικών αρχηγών, ενόψει της νέα συνάντησης με τους δανειστές στη Σύνοδο Κορυφής της ευρωζώνης την επόμενη ημέρα.

Με την εξαίρεση του Δημήτρη Κουτσούμπα, που δεν υπέγραψε το κοινό ανακοινωθέν, και παρά τις κριτικές που ασκούν στην τότε κυβέρνηση για όψεις της διαπραγμάτευσης, ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, στην πρώτη του μέρα στο τιμόνι της Νέας Δημοκρατίας ως μεταβατικός πρόεδρος, η εκλιπούσα πλέον Φώφη Γεννηματά, τότε αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, ο κυβερνητικός εταίρος και ιδρυτής των Ανεξάρτητων Ελλήνων, Πάνος Καμμένος και ο επικεφαλής του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης, δείχνουν πρόθυμοι να υποστηρίξουν το αίτημα και τη διαπραγματευτική στρατηγική του τότε πρωθυπουργού.

Ο Πάνος Καμμένος δηλώνει ότι αν οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας προσέρχονταν στους δανειστές με κοινά αποδεκτή θέση, «κανείς στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα μπορούσε να αρνηθεί».

Η καταγραφή των πρακτικών εκείνης της ημέρας διακόπτεται μόνο για κατ’ ιδίαν τηλεφωνικές συνομιλίες του Προκόπη Παυλόπουλου με τον τότε Γάλλο Πρόεδρο, Φρανσουά Ολάντ και του Αλέξη Τσίπρα με την Γερμανίδα Καγκελάριο, Άνγκελα Μέρκελ και τον Ρώσο Πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν, το περιεχόμενο των οποίων δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε, καθώς την ώρα που Παυλόπουλος και Τσίπρας ενημερώνουν τους πολιτικούς αρχηγούς για ό,τι ειπώθηκε, ζητείται από τους στενογράφους που κρατούν τα πρακτικά να κλείσουν τα μαγνητόφωνα.

Η ιστορική στιγμή

Η στιγμή στην οποία λαμβάνει χώρα η Σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών είναι πολύ συγκεκριμένη. Στις 25 Ιουνίου 2015, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο καταθέτουν στο Eurogroup, ένα σχέδιο συμφωνίας που αποτελείται από δύο μέρη. Το πρώτον, υπό τον τίτλο «Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού», περιλαμβάνει όλα τα μέτρα τα οποία έπρεπε να δεσμευτεί η ελληνική κυβέρνηση ότι θα υλοποιήσει ώστε να ολοκληρωθεί θετικά η αξιολόγηση της δανειακής σύμβασης, του δεύτερου μνημονίου ουσιαστικά. Περιλάμβανε, επίσης, σχέδιο χρηματοδότησης, μέσα από επέκταση της υπάρχουσας σύμβασης. Το δεύτερο ήταν μια έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους.

Το πρόβλημα με τις προτάσεις αυτές ήταν διπλό, όπως όλοι αναγνώρισαν τότε. Από τη μια, οι απαιτήσεις για μέτρα παρέμεναν κοινωνικά δυσβάσταχτες και σήμαιναν παρατεταμένη πολιτική λιτότητας. Από την άλλη, δεν είχαν ένα σαφή ορίζοντα σε σχέση με το χρέος. Δηλαδή, δεν όριζαν με σαφήνεια πότε η χώρα θα σταματούσε να πρέπει να διαπραγματεύεται με τους δανειστές την παραμικρή χρηματοδοτική της ανάγκη. Ουσιαστικά, παρότι δεν πρότειναν ένα νέο Μνημόνιο, οι προτάσεις τους ισοδυναμούσαν με ένα διαρκές Μνημόνιο, ένα Μνημόνιο χωρίς κανένα ορίζοντα εξόδου από την κρίση.

Αυτό που υπήρξε τότε καθοριστικό για τις αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης, υπό τον Αλέξη Τσίπρα, ήταν πρωτίστως το δεύτερο στοιχείο. Ανεξαρτήτως ρητορικής, είχαν ήδη κάνει σαφές ότι το μείγμα των «μέτρων» ήταν υπό διαπραγμάτευση και είχαν διάθεση να αποδεχτούν αρκετά. Αυτό που δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό ήταν το «μνημόνιο δίχως τέλος», η απουσία ενός σαφούς ορίζοντα για το χρέος και άρα ενός σαφούς ορίζοντα για την έξοδο από την διαρκή κηδεμονία που συνεπάγονταν τα Μνημόνια.

Αυτό είναι που οδηγεί στην απόφαση για το Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου και – με βάση και το αποτέλεσμα – στις προτάσεις για νέα διαπραγμάτευση που συζητιούνται στη Σύσκεψη των Πολιτικών Αρχηγών.

Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία για να αποτιμήσουμε τα όσα ακολούθησαν. Στην πολιτική ρητορική ή και «μυθολογία» γύρω από τα γεγονότα που ακολούθησαν κυριαρχούν δύο στοιχεία. Το ένα είναι η «οπίσθια κυβίστηση», δηλαδή η αντίληψη ότι η ελληνική κυβέρνηση διαπραγματευόμενη με τους δανειστές μετά το δημοψήφισμα υπαναχώρησε από την αρχική της διαπραγματευτική αφετηρία. Το άλλο είναι η θεωρία ότι επειδή η διαπραγμάτευση στο πλαίσιο της προαναφερθείσας «οπίσθιας κυβίστησης» καταλήγει σε μια νέα δανειακή σύμβαση, αυτό σημαίνει ότι ο όλος χειρισμός είχε ένα τεράστιο επιπλέον κόστος που θα είχε αποφευχθεί εάν δεν είχε διεξαχθεί το δημοψήφισμα και είχαν γίνει αποδεκτές οι αρχικές προτάσεις των δανειστών.

Όπως όμως καταδεικνύεται από τα πρακτικά της Σύσκεψης των Πολιτικών Αρχηγών, η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική.

Είναι, επίσης, σαφές ότι η τότε ελληνική κυβέρνηση ουδέποτε εξέτασε το ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ ή ρήξης με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μπορεί να υπήρξαν φωνές, εντός ή εκτός της κυβερνητικής παράταξης, που το υποστήριξαν, μπορεί να υπήρξαν τοποθετήσεις ή επιχειρήματα υπέρ μιας τέτοιας στάσης, όμως αυτά ουδέποτε υιοθετήθηκαν.

Εξαρχής τόσο η διαπραγμάτευση όσο και το δημοψήφισμα έγιναν προϋποθέτοντας ρητά ότι δεν μπορούσε και δεν έπρεπε επ’ ουδενί να τεθεί θέμα ρήξης με την Ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντιθέτως το επίδικο ήταν ακριβώς να εξασφαλιστεί η παραμονή της χώρας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Το ερώτημα ήταν σαφές

Με τους εταίρους-δανειστές να επιμένουν στην εκβιαστική στάση τους με κάποιους από αυτούς να έχουν καταστήσει αρκετά σαφές ότι ερμηνεύουν κατά το δοκούν το «όχι» στο δημοψήφισμα συνδέοντας το με την επιθυμία παραμονής ή όχι στο ευρώ, ο Αλέξης Τσίπρας παίρνοντας το λόγο είναι απόλυτος ως προς τη σαφήνεια του ερωτήματος που κλήθηκε να απαντήσει ο ελληνικός λαός.

«Θέλω να υπερθεματίσω, σε ότι αφορά την εισήγηση του Προέδρου της Δημοκρατίας, σχετικά με το ερώτημα και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος. Νομίζω ότι ο Πρόεδρος είπε το αυτονόητο, ότι την ευθύνη για την υποβολή ερωτήματος την έχει η κυβέρνηση και η Εθνική Αντιπροσωπεία, με βάση το Σύνταγμα και με βάση τη νομοθεσία».

Το ερώτημα αυτό ήταν σαφές, τονίζει ο Τσίπρας. «Ρωτούσε τον ελληνικό λαό εάν εγκρίνει ή απορρίπτει την πρόταση που έθεσαν οι θεσμοί προς την ελληνική κυβέρνηση».

Με την καθαρότητα της απάντησης του λαού να μην μπορεί να αμφισβητηθεί από κανέναν «ως πρωθυπουργός, η ελληνική κυβέρνηση, αλλά και το σύνολο των πολιτικών κομμάτων, καλούμαστε σήμερα, να χαράξουμε τη διαπραγματευτική στρατηγική της χώρας και την πορεία της το επόμενο διάστημα, με δεδομένο τον σεβασμό στην λαϊκή ετυμηγορία».

Οι μεγάλες προκλήσεις

Μιλώντας για σαφή λαϊκή εντολή για ενίσχυση της διαπραγματευτικής προσπάθειας και επίτευξη συμφωνίας βιώσιμης, με πραγματική προοπτική εξόδου από την κρίση, ο Αλέξης Τσίπρας δεν μασάει τα λόγια του, ως προς τις δυσκολίες.

«Η διαπραγμάτευση βρίσκεται σε πολύ κρίσιμο στάδιο» τονίζει και αναφέρεται στις δύο μεγάλες προκλήσεις. Με τις τράπεζες κλειστές, μιλά για την ανάγκη η ΕΚΤ να δεχθεί το αίτημα της ΤτΕ και να παρέχει έκτακτη ρευστότητα μέχρι να βρεθεί συμφωνία, «για λόγους ουσιαστικούς, αλλά και για λόγους ανθρωπιστικούς. Διότι η χώρα βρίσκεται μπροστά σε κίνδυνο ανθρωπιστικής κρίσης, εάν η στάση της ΕΚΤ παραμείνει αρνητική».

Ο Αλέξης Τσίπρας επισημαίνει εξαρχής την ανάγκη για άμεση αποκατάσταση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος και την ενίσχυση της ρευστότητας που έχει πληγεί από την κλιμάκωση των διαπραγματεύσεων και τη σκληρή στάση των δανειστών, σημείο στο οποίο θα βρει τους υπόλοιπους παρευρισκόμενους, πλην του Δημήτρη Κουτσούμπα που δεν θα το θίξει στις τοποθετήσεις του, απόλυτα σύμφωνους.

Ως προς το τι θα διεκδικήσει με βάση τη λαϊκή εντολή, κάνει λόγο για μια συμφωνία με τους εταίρους για τους επόμενους 24 μήνες, που θα καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας, αλλά «θα δίνει και μια οριστική διέξοδο από την κρίση και θα ακυρώνει οριστικά τα σενάρια εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη».

Εξάντληση περιθωρίων πριν το δημοψήφισμα

Η στέρηση αυτής της οριστικής διεξόδου από την κρίση ήταν άλλωστε ο λόγος για τον οποίο δεν κατέστη δυνατή η επίτευξη συμφωνίας και αναγκάστηκε να καταφύγει στο δημοψήφισμα, όπως θα εξηγήσει ο Αλέξης Τσίπρας.

Ο Αλέξης Τσίπρας ενημερώνει τους πολιτικούς αρχηγούς για τα τεκταινόμενα μεταξύ της πρότασης των δανειστών στις 25 Ιουνίου και τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος. Η Άνγκελα Μέρκελ του ζήτησε να αποσύρει το δημοψήφισμα και να προσέλθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, χωρίς όμως να υποσχεθεί κάτι για την κατάληξη των συζητήσεων. Ταυτόχρονα, ο Αλέξης Τσίπρας αποκαλύπτει ότι είχε «άλλη απάντηση» από τον Φρανσουά Ολάντ.

Η πρόταση συμφωνίας που κατέθεσαν οι Θεσμοί στις 25/6 στο Eurogroup, και η οποία τέθηκε στην κρίση του λαού με το δημοψήφισμα, όχι μόνο είχε ουσιαστικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με αυτά που είχαν συζητηθεί με την ελληνική πλευρά ως προς τα προαπαιτούμενα, αλλά κυρίως ήταν μια πρόταση χωρίς σχέδιο κάλυψης των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας στο μεσοπρόθεσμο διάστημα και χωρίς καμία δέσμευση για ρύθμιση του υπέρογκου δημόσιου χρέους.

«Η ελληνική κυβέρνηση πριν θέσει την τελεσιγραφική αυτή πρόταση στην κρίση του ελληνικού λαού, προσπάθησε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις συνέχισης της διαπραγμάτευσης με τους Θεσμούς. Ακόμα και μετά την απόφαση του δημοψηφίσματος, συνέχισε αυτή την προσπάθεια. Και στις 30 Ιουνίου η ελληνική κυβέρνηση υπέβαλε αίτημα προς τον ESM για διετή δανειακή συμφωνία με πλήρη χρηματοδοτική κάλυψη και αναδιάρθρωση χρέους προς το EFSF, ώστε να καταστεί βιώσιμο, καταθέτοντας ως πλαίσιο προαπαιτούμενων δράσεων για αυτήν την συμφωνία το πλαίσιο της πρότασης Γιούνκερ που ήρθε μετά το τελεσίγραφο των δανειστών» τονίζει ο Αλέξης Τσίπρας στη σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών.

Βιώσιμη και αξιόπιστη συμφωνία για οριστική έξοδο από την κρίση

Οι βελτιώσεις στην αντιπρόταση της κυβέρνησης αφορούν κρίσιμα θέματα (όπως τον μειωμένο ΦΠΑ στα νησιά, συντάξεις, ΕΚΑΣ, φορολόγηση αγροτών, συλλογικές διαπραγματεύσεις) που «μπορούν να καταστήσουν την δύσκολη αυτή πρόταση σε σχέση με την επιβάρυνση εκ νέου του ελληνικού λαού με βάρη λιτότητας επί το δικαιότερο […]» τονίζει ο Αλέξης Τσίπρας και σπεύδει να προσθέσει ότι η εν λόγω πρόταση της ελληνικής κυβέρνησης συνοδεύεται με πρόβλεψη για πλήρη κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της χώρας για τα επόμενα δύο χρόνια, ενώ ταυτόχρονα συνοδεύεται με πρόταση για αναδιάρθρωση του χρέους.

«Μέτρα λιτότητας μη αποδεκτά από την κοινωνία, χωρίς διορθώσεις, χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους, είναι συνταγή αποτυχίας. Και εκτίμησή μου είναι ότι πρέπει να το συνομολογήσουμε σήμερα αυτό», λέει ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας για τις θέσεις με τις οποίες η κυβέρνησή του θα προσέλθει στη νέα διαπραγμάτευση με τους δανειστές έχοντας τη λαϊκή εντολή του δημοψηφίσματος.

Μιλώντας για μια συμφωνία με όρους προοπτικής και βιωσιμότητας που θα διεκδικήσει, ώστε «να δοθεί η αίσθηση ότι δεν θα συζητήσουμε ξανά σε πέντε μήνες για το αν θα βγει η Ελλάδα από το ευρώ», με την εξασφάλιση ασφαλούς χρονικού διαστήματος μέσα στο οποίο θα γίνει η μεγάλη προσπάθεια να ανακάμψει η χώρα, ο Αλέξης Τσίπρας αναφέρεται και στη διεκδίκηση η συμφωνία να συνοδευτεί από ισχυρό πακέτο αναπτυξιακών επενδύσεων σε συνεννόηση με την Κομισιόν.

Η πρόταση που καταθέτω, λέει ο Αλέξης Τσίπρας κλείνοντας αυτήν την τοποθέτηση, «είναι να συζητήσουμε και να ακούσω τις θέσεις σας, ώστε αύριο στη Σύνοδο Κορυφής να μιλήσουμε για μια συμφωνία μεσοπρόθεσμης διάρκειας που θα περιλαμβάνει εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, αξιόπιστες μεταρρυθμίσεις και ταυτόχρονα ένα ισχυρό πακέτο αναπτυξιακών επενδύσεων και δεσμεύσεις για αναδιάρθρωση χρέους».

Δεν θα μετατρέψω το «ΟΧΙ» σε «ΝΑΙ»

Με τους πολιτικούς αρχηγούς να εκφράζουν στη διάρκεια της συζήτησης κάποιες ενστάσεις και κυρίως φόβους για τη στάση των δανειστών και για το αν θα δεχθούν την ελληνική πρόταση, ο Αλέξης Τσίπρας ξεκαθαρίζει τη θέση του.

«Έχω την αίσθηση από τις τοποθετήσεις σας ότι αγνοείτε το χθεσινό αποτέλεσμα. Χθες υπήρξε μια ιστορική και γενναία επιλογή του ελληνικού λαού, κόντρα σε όλο το παλιό πολιτικό σύστημα -και αυτό είναι ισχυρό μήνυμα πρέπει να το καταλάβουμε-, κόντρα στο σύνολο του μιντιακού κατεστημένου και κόντρα σχεδόν στο σύνολο της κυρίαρχης στάσης των εταίρων μας στην Ευρώπη, που ήταν μια στάση εκβιαστική, ήταν μια στάση τιμωρητική απέναντι στην Ελλάδα».

Ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει στους πολιτικούς αρχηγούς ότι δεν έχει σκοπό να μετατρέψει το «ΟΧΙ» του δημοψηφίσματος σε «ΝΑΙ» και τους καλεί να λάβουν υπ’ όψιν τους την ετυμηγορία του ελληνικού λαού.

Μη παραλείποντας να σημειώσει ότι η ετυμηγορία του λαού ήταν αυτή παρά το κλίμα τρομοκρατίας και τις ασφυκτικές συνθήκες που δημιούργησαν οι δανειστές, ο Αλέξης Τσίπρας μίλησε για ένα «αποτέλεσμα – τομή στη σύγχρονη μεταπολιτευτική ιστορία».

Υπό αυτήν την έννοια, συνέχισε, «θεωρώ ότι εάν στόχος αυτής της συζήτησης εδώ είναι όχι να βρούμε ένα κοινό τόπο, αλλά να λαθροχειρίσουμε και να μετατρέψουμε το ‘Όχι’ σε ‘Ναι’, δεν θα με βρείτε σύμφωνο. Το ‘όχι’ είναι ‘όχι’ που αφορά μια μη βιώσιμη συμφωνία. Προφανώς δεν είναι εντολή ρήξης, αλλά δεν είναι και εντολή ‘πάση θυσία, ό,τι και να γίνει, θα συμφωνήσουμε’. Αυτό θέλω να το ξεκαθαρίσω».

Συναισθηματικά φορτισμένος ο Τσίπρας αναφέρθηκε και στην αντιδραστική και κυνικά εκβιαστική στάση των δανειστών, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «επίσης δεν άκουσα κάτι για τις ωμές παρεμβάσεις στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Διότι πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης δεν υπήρχαν μόνο στοιχεία, νούμερα και διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά και σαφείς, σαφέστατες παρεμβάσεις ‘αλλάξτε κυβέρνηση’, ‘αλλάξτε το σχήμα’, ‘φτιάξτε άλλη κυβέρνηση’, ‘αλλάξτε πρωθυπουργό’».

Αλέξης Τσίπρας: «Επίσης, δεν άκουσα και κάτι -δεν θέλω να μακρυηγορήσω σε αυτό- για τις ωμές παρεμβάσεις στα εσωτερικά πολιτικά πράγματα. Διότι πάνω στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης δεν υπήρχαν μόνο στοιχεία, νούμερα και διαφορετικές εκτιμήσεις, αλλά και σαφείς, σαφέστατες παρεμβάσεις: αλλάξτε την Κυβέρνηση, αλλάξτε το σχήμα, φτιάξτε άλλη Κυβέρνηση, αλλάξτε Πρωθυπουργό».

«Ό,τι περνάει από το χέρι του για να επιβιώσει ο λαός»

Εντονη στιγμή διαφαίνεται στα πρακτικά και όταν ο Τσίπρας καλείται να απαντήσει τι θα κάνει αν οι δανειστές εξαντλήσουν την αυστηρότητά τους.

«Με ρωτάτε τι θα κάνεις αν η ΕΚΤ εκτελέσει τη χώρα. Πώς μπορώ να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα; Αν κάποιος θέλει να εκτελέσει τη χώρα, θα κάνω ό,τι μπορώ για να το αποτρέψω, είναι η απάντηση. Και σας ζητώ να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το αποτρέψουμε».

Ο Αλέξης Τσίπρας δηλώνει ότι δεν ξέρει τι θα κάνει αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αποφασίσει να εκτελέσει τη χώρα, αλλά δεν θα πάρει καμία απόφαση ερήμην των πολιτικών αρχηγών και του λαού.

«Αν όμως ρωτάτε έναν πρωθυπουργό τι θα κάνει εάν η χώρα του δεχθεί επίθεση και κινδυνεύει ο λαός του να έχει πρόβλημα επιβίωσης, η απάντηση θα είναι ό,τι περνάει από το χέρι του για να επιβιώσει ο λαός. Αυτή είναι η απάντηση σύμφωνα με όσα είμαι υποχρεωμένος να τηρώ, με βάση το Σύνταγμα της χώρας. Και νομίζω ότι αυτή πρέπει να είναι η απάντηση όλων μας».

Η ξεκάθαρη στάση του Προέδρου της Δημοκρατίας

Διαβάζοντας τα πρακτικά της 6ης Ιουλίου 2015, είναι εύκολο να αντιληφθεί κανείς την ξεκάθαρη στάση και το σημαντικό ρόλο που έπαιξε τότε ο Προκόπης Παυλόπουλος. Από τη θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας γνώριζε καλά ότι η συνάντηση των πολιτικών αρχηγών υπό τον ίδιο, όφειλε να παράξει αποτέλεσμα, δεδομένων των συνθηκών εκείνων των ημερών.

Το μεγάλο του άγχος ήταν ότι έπρεπε να γίνει ξεκάθαρο πως ανεξαρτήτως τι ψήφισε ο καθένας στο δημοψήφισμα, το δίλημμα δεν αφορούσε την παραμονή ή όχι της Ελλάδας στην ευρωζώνη.

«Για να μπορέσουμε να διευκολύνουμε την επανέναρξη της διαπραγμάτευσης πρέπει να βγει από το συμβούλιο αυτό ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών δυνάμεων ουδόλως αμφισβήτησε και ουδόλως αμφισβητεί την πορεία της Ελλάδας στην Ευρώπη και την Ευρωζώνη», θα πει χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια της εισαγωγικής του ομιλίας ενώπιον του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και των πολιτικών αρχηγών.

Ο Προκόπης Παυλόπουλος θα λειτουργήσει και ως η «ήρεμη δύναμη» σε στιγμές διαφωνίας και όταν απειλήθηκε το συμβούλιο να τιναχτεί στον αέρα χωρίς να υπάρχει κοινό ανακοινωθέν στήριξης στην κυβέρνηση να επανεκκινήσει τη διαπραγμάτευση. Στο τέλος θα τα καταφέρει και θα συμφωνήσουν όλοι, πλην ΚΚΕ, που από θέση αρχής βρισκόταν στην απέναντι όχθη.

Η στάση Μεϊμαράκη και οι διάλογοι με τον Αλέξη Τσίπρα

Τη ΝΔ εκπροσωπούσε ο μεταβατικός της πρόεδρος, Βαγγέλης Μεϊμαράκης. Η στάση του ήταν επικριτική ως προς το δημοψήφισμα. «Σκεφτόμουν πάρα πολύ μήπως έπρεπε να εξαντλήσουμε όλα τα όπλα που μας δίνει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής ώστε να καθυστερήσουμε την κυβέρνηση και την απόφασή της για το δημοψήφισμα και να τη βάλουμε να σκεφτεί ακόμα περισσότερο και με ψυχραιμία, αν έπρεπε να γίνει», θα πει κατά τη διάρκεια παρέμβασής του στη συνάντηση.

Σε άλλο σημείο και απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα, θα πει: «Καθυστερήσατε πάρα πολύ με το δημοψήφισμα. Και αυτό έχει κόστος».

Η κριτική του εκτείνεται και στη θέση του δημοψηφίσματος. Όπως λέει χαρακτηριστικά στην πρωτολογία του, ότι αν στο δημοψήφισμα τοποθετούνταν η πρόταση Γιουνκέρ αυτούσια από τη μία πλευρά και η πρόταση με τις πέντε τροποποιήσεις που εισηγείται ο Αλέξης Τσίπρας, «το ΝΑΙ και ΟΧΙ δεν θα υπήρχε εκεί. Όλοι θα έλεγαν ΝΑΙ στην πρόταση τη δικιά σας».

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης, απευθυνόμενος στον Αλέξη Τσίπρα, δηλώνει ότι αν στο δημοψήφισμα είχε τεθεί η πρόταση όπως την παρουσιάζει εκείνη τη στιγμή στο Συμβούλιο, όλοι θα έλεγαν «ΝΑΙ».

Ωστόσο, λίγο παρακάτω και απαντώντας στην εισηγητική πρόταση του τότε πρωθυπουργού, ο κ. Μεϊμαράκης εκθέτει και τη θέση της Νέας Δημοκρατίας για τις διεκδικήσεις απέναντι στους δανειστές: «Για μένα δεν υπάρχει βιώσιμο και μη βιώσιμο [χρέος], υπάρχει διαχειρίσιμο και μη διαχειρίσιμο, ανάλογα με τις συνθήκες που επικρατούν εκείνη την ώρα και στον κάθε χρόνο».

Και συνεχίζει: «αν υπάρχει ανάπτυξη, υπάρχουν κινήσεις οι οποίες μπορούν να δημιουργήσουν συγκυρίες που εν τέλει το ΑΕΠ, συγκρινόμενο με το χρέος, μπορεί και να το καταστήσει βιώσιμο».

Εν ολίγοις, παρότι είναι ανοιχτός στην επίτευξη μιας συμφωνίας με τους θεσμούς, ο τότε μεταβατικός πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας, θεωρεί ότι υπάρχει και εναλλακτική οδός πέρα από την αναδιάρθρωση του χρέους. Ίσως, όμως, η στάση αυτή να οφείλεται και σε μία απογοήτευση από αυτά που κατάφερε να εξασφαλίσει η κυβέρνηση Σαμαρά στο θέμα: «Και η συμφωνία του 2012 περιέχει, Πρόεδρε, το θέμα για τη ρύθμιση του χρέους. Και μακάρι να πάρετε κάτι περισσότερο, μακάρι να πάρετε κάτι καλύτερο. Είμαι δίπλα.», λέει στον Αλέξη Τσίπρα.

Ενδιαφέρον όμως έχει και η άποψη του κ. Μεϊμαράκη για τους δανειστές, εκείνους που εδώ συμπολίτες μας καλούσαν να… βαστήξουν! Μάλιστα κάνει σαφή αναφορά στη στάση των δανειστών στο δεύτερο εξάμηνο του 2014 όταν ουσιαστικά η Τρόικα αρνήθηκε να δώσει θετική απάντηση στα όσα πρότεινε η κυβέρνηση Σαμαρά.

«Και ξέρω τι σημαίνει δανειστές και εκβιασμός από τους δανειστές, από τις συνελεύσεις και τις συνεννοήσεις από τις οποίες ήμουν παρών. Και γνωρίζετε -όλοι μας το γνωρίζουμε- ότι ειδικά το τελευταίο εξάμηνο του 2014 ήταν όχι απλώς εκβιαστές. Δεν είναι η ώρα να κάνω τέτοιο απολογισμό, ούτε να σας πω. Όμως εγώ γνωρίζω από πρώτο χέρι πως συμπεριφέρονται…».

Ενδιαφέρουσα είναι επίσης και η οπτική που έχει για τις δυνάμεις που οραματίζονται το Grexit: «Είναι πολλές οι δυνάμεις –και το γνωρίζουμε- που θέλουν η Ελλάδα να βγει από την Ευρώπη, ο καθένας για το δικό του λόγο, όπως οι όμορες χώρες γιατί θα μοιραστούν και τα χρήματα, όπως κάναμε κι εμείς που παίρναμε τότε με το πακέτο Ντελόρ και τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα και οι γύρω χώρες μας κοίταζαν καλά-καλά.»

Έχει επίσης ενδιαφέρον μια στιχομυθία του κ. Μεϊμαράκη με τον Αλέξη Τσίπρα αναφορικά με ποιοι ψήφισαν «ΟΧΙ».

«Θεωρώ ότι το ΟΧΙ, το οποίο ψηφίστηκε και από πολλούς νεοδημοκράτες και φίλους μου και γνωστούς μου», θα πει ο κ. Μεϊμαράκης, «ήταν γιατί σας πίστεψαν, όπως κι εγώ, ότι σε 48 ώρες έρχεται η συμφωνία».

Ο Βαγγέλης ΜεΪμαράκης λέει στον Αλέξη Τσίπρα ότι πολλοί άνθρωποι προσκείμενοι στη δεξιά παράταξη ψήφισαν «ΟΧΙ» κι αυτό επειδή επιθυμούσαν συμφωνία εντός 48 ωρών και πίστεψαν ότι θα την έχουν.

Ο Αλέξης Τσίπρας τον ρωτά αν ψήφισε και ο ίδιος το ΟΧΙ με τον κ. Μεϊμαράκη ν’ αρνείται και να δηλώνει ξανά την αντίθεσή του με το δημοψήφισμα.

Λίγο αργότερα ο κ. Μεϊμαράκης θα ενημερώσει τον πρωθυπουργό ότι έχει την εξουσιοδότηση από τα αρμόδια όργανα της ΝΔ ώστε να επέλθει μια συμφωνία. Ταυτόχρονα όμως, βάζει στη διαπραγμάτευση αυτά που θεωρεί «κόκκινες γραμμές»: είναι η μη κατάργηση του ΕΚΑΣ -πρόταση που έτσι κι αλλιώς θα έκανε και η κυβέρνηση- και η παραμονή της χώρας στην Ε.Ε.

Προς το τέλος της συζήτησης ο Αλέξης Τσίπρας θα δείξει κατανόηση στον Βαγγέλη Μεϊμαράκη όταν η συζήτηση πάει στις διαπραγματεύσεις του 2012, με τον μεταβατικό πρόεδρο της ΝΔ να δηλώνει πως το μεγάλο άγχος τότε ήταν μήπως οι δανειστές κλείσουν τις τράπεζες.

«Ξέρω πόσο δύσκολα περάσατε κι εσείς τότε», θα πει ο Αλέξης Τσίπρας.

Θεοδωράκης – Γεννηματά

Την αντίθεσή του με το δημοψήφισμα, καθώς είχε την άποψη ότι δίχασε τον κόσμο, εξέφρασε επανειλημμένα στη συνάντηση ο τότε πρόεδρος του Ποταμιού, Σταύρος Θεοδωράκης.

Ο Σταύρος Θεοδωράκης δηλώνει ότι αν άκουγε μόνο την εισήγηση του Αλέξη Τσίπρα στο Συμβούλιο, θα στήριζε την προσπάθειά του απέναντι στους δανειστές «χωρίς δισταγμό».

Μάλιστα, επιχειρεί να το θέσει από την αρχή της συζήτησης ως ζήτημα επί της διαδικασίας, για να διακοπεί από την πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, Φώφη Γεννηματά, που τονίζει ότι αυτό δεν είναι διαδικαστικό ζήτημα.

Ο ίδιος είχε προτείνει να μη δοθούν στη δημοσιότητα τα πρακτικά της συζήτησης των πολιτικών αρχηγών, έως ότου ξεπεραστεί η κρίση. Την ίδια ώρα σχολίαζε αρνητικά τη στάση αρκετών στελεχών της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ –διαχωρίζοντάς τους από τον Αλέξη Τσίπρα- για τη στάση που κρατούσαν σχετικά με το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, καθώς όπως έλεγε, «έδιναν την εντύπωση ότι επέρχεται ρήξη με την Ευρώπη. Βέβαια εσείς κύριε Τσίπρα δεν μπορείτε να τους βάλετε φίμωτρο, αλλά…».

Ο Σταύρος Θεοδωράκης ζητά από το Συμβούλιο να μη δημοσιευτούν τα πρακτικά μέχρι τη «λήξη του συναγερμού».

Για συνάντηση των αρχηγών στο «και πέντε» της διαδικασίας είχε κάνει λόγο τότε η αείμνηστη Φώφη Γεννηματά, αρχηγός του ΠΑΣΟΚ. Παρ’ όλα αυτά είχε συμφωνήσει με τη στρατηγική που επρόκειτο να ακολουθήσει ο Αλέξης Τσίπρας, δηλώνοντας ότι θα στήριζε και θα υπέγραφε την κοινή δήλωση.

Ταυτόχρονα ενημέρωνε πως είχε στείλει σχετική επιστολή στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Ευρώπης, ενημερώνοντάς τα για τις ελληνικές αξιώσεις και κυρίως την ανάγκη λήψης αναπτυξιακών μέτρων για να πάρει μπροστά η Οικονομία.

Η Φώφη Γεννηματά λέει στον Αλέξη Τσίπρα ότι αν έθετε τη δική του πρόταση, αυτή που παρουσιάζει στο Συμβούλιο προς ψήφιση, θα εξασφάλιζε ομοψυχία.

Πολιτικά οφέλη

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχε και μια από τις παρεμβάσεις του Πάνου Καμμένου, συγκυβερνήτη του Αλέξη Τσίπρα. Επικαλούμενος τις γνώσεις του από το συντηρητικό πλαίσιο της Ευρώπης και των κομμάτων που επικρατούσαν στις χώρες των δανειστών, εξέφρασε την εκτίμηση ότι το μεγάλο πρόβλημα όλων αυτών ήταν πώς θα πετύχαιναν την πολιτική ήττα του κυβερνώντος κόμματος της Ελλάδας, την ήττα δηλαδή, της Αριστεράς.

«Τους ξέρω προσωπικά. Έχουν εκλογές. Όταν έχουν εκλογές το κύριο πολιτικό τους μέλημα είναι να αποκομίσουν κέρδη. Και πιστεύω ότι η πολιτική την οποία άσκησαν -και πιθανώς να συνεχίσουν ν’ ασκούν- ήταν μια πολιτική εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης για πολιτικούς λόγους, που έχει όμως ως θύμα, τον ελληνικό λαό», θα σημειώσει με νόημα.

Ο Πάνος Καμμένος δηλώνει ότι οι Συντηρητικοί της Ευρώπης θέλουν να πλήξουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για πολιτικούς λόγους.

Τέλος, ο Δημήτρης Κουτσούμπας, γ.γ. του ΚΚΕ ξεκαθάρισε την άρνηση του κόμματος στην υπογραφή του ανακοινωθέντος, διαφωνώντας σε πάγια βάση με την Ευρώπη και τις πολιτικές της, όπως κι εκείνες των ελληνικών κομμάτων, συμπεριλαμβανομένης και της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Αναρωτήθηκε πως μπορεί να υπάρξει «συμφιλίωση» και «εθνική ενότητα», όταν οι ταξικές διαφορές στην κοινωνία είναι εκεί και διαχωρίζουν τους ανθρώπους.

Τι δείχνουν τελικά τα πρακτικά;

Από την αναδρομή στο Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών, καθίσταται σαφής η διαπραγματευτική στρατηγική της ελληνικής κυβέρνησης και ο ρόλος της αντιπολίτευσης σε αυτή.

Έχοντας στα χέρια του την απόρριψη του τελεσίγραφου των δανειστών μέσω του δημοψηφίσματος από τη μία και τις γέφυρες που έχει ανοίξει η βελτιωτική πρόταση Γιουνκέρ από την άλλη, ο Αλέξης Τσίπρας επιδιώκει να ενισχύσει την ελληνική πρόταση διασφαλίζοντας τη συναίνεση των αντιπολιτευόμενων δυνάμεων.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης προτείνει τη σύσταση μίας διακομματικής γνωμοδοτικής επιτροπής για τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές, ενώ αναφέρει ότι αντίστοιχες προτάσεις έχει κάνει και η Φώφη Γεννηματά.

Είναι, επίσης, σαφές ότι ο Αλέξης Τσίπρας έρχεται στη σύσκεψη επιμένοντας στη γραμμή ότι το πιο καταστροφικό ενδεχόμενο θα ήταν μια διαδρομή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο, μέσα από κάποια παραλλαγή Grexit. Αντιθέτως, αυτό που προτείνει είναι να αξιοποιηθεί η ηχηρή έκφραση της λαϊκής βούλησης στο δημοψήφισμα ώστε να εξασφαλιστεί μια συμφωνία που με τη σειρά της θα διασφάλιζε την παραμονή της Ελλάδας μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο και την οριστική έξοδο από την κρίση.

Η Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι του Σταύρου Θεοδωράκη, δηλώνουν πρόθυμοι να υποστηρίξουν την ελληνική κυβέρνηση στις επικείμενες διαπραγματεύσεις με τους δανειστές, αρκεί να μην υπάρχει στο κάδρο καμία ευρωσκεπτικιστική ερμηνεία του δημοψηφίσματος – πράγμα που δηλώνει ρητά εξαρχής ο τότε πρωθυπουργός και το οποίο διασφαλίζεται έτι περαιτέρω από τη στάση του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας.

Ωστόσο, το πλαίσιο που εισηγείται ο Αλέξης Τσίπρας για οποιαδήποτε συμφωνία είναι σαφές. Χωρίς αναδιάρθρωση του χρέους και χωρίς εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, θα επαναληφθεί ό,τι γινόταν ήδη για πέντε χρόνια: τα εκάστοτε μέτρα θα αποτυγχάνουν και η ελληνική πλευρά θα είναι συνεχώς αναγκασμένη να προβαίνει σε πρόσθετα, προκειμένου να καλυφθούν οι πάγιες χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας.

Το σημείο αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία σε σχέση με την όλη ρητορική ή «μυθολογία» περί «οπίσθιας κυβίστησης» ή «συνθηκολόγησης» στη διαπραγμάτευση. Τα πρακτικά της Σύσκεψης δείχνουν ότι εξαρχής έχει διαμορφωθεί μια σχετικά κοινή τοποθέτηση, ένα είδος «εθνικής γραμμής», που προτάσσει τον σαφή ορίζοντα για το θέμα του χρέους, δηλαδή την αναδιάρθρωση των όρων αποπληρωμής, την εξασφάλιση χρηματοδότησης με κριτήριο τις πραγματικές ανάγκες, την «ημερομηνία λήξης» και κυρίως την αποφυγή μιας διαρκούς διαπραγμάτευσης (και αντίστοιχα διαρκούς εκβιασμού) με αντικείμενο την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών, που τελικά θα διαμόρφωνε διαρκή κηδεμονία.

Είναι, επίσης, σαφές, ότι υπάρχει συναίνεση για την εξασφάλιση χρηματοδότησης, που όλες οι πλευρές κρίνουν αναγκαία. Η θεωρία περί «επιπλέον κόστους» ως αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος, που έκτοτε αναπαράχθηκε ενίοτε και με τερατολογικούς υπολογισμούς, δεν βρίσκει βάση στις συζητήσεις των πολιτικών αρχηγών, καθώς η εκτίμηση ότι θα χρειαστεί νέα χρηματοδότηση είναι δεδομένη και πως αυτή δεν μπορεί να είναι η αρχική πρόταση, αλλά κάτι που ταυτόχρονα να καλύπτει ανάγκες και να δίνει προοπτική εξόδου.

Σε αντίθεση με όσα κατά καιρούς γράφτηκαν, το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος κυριαρχεί στη σκέψη όσων συμμετέχουν και μάλιστα ως κάτι που δεν μπορεί παρά να γίνει σεβαστό.

Οι συμμετέχοντες, ακόμη και εάν διαφώνησαν με αυτό ή τοποθετήθηκαν διαφορετικά από τη στάση της ελληνικής κυβέρνησης ή θεώρησαν διχαστική την επιλογή, εντούτοις αναγνωρίζουν ότι θέτει ένα δεδομένο που δεν μπορεί να προσπεραστεί, αφού αποτυπώνει τη λαϊκή βούληση την οποία και αναγνωρίζουν.

Ο Βαγγέλης Μεϊμαράκης δηλώνει την διαφωνία του με το κοινό ανακοινωθέν, όμως μετά την ανάγνωσή του από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, συνυπογράφεί με τους υπόλοιπους πολιτικούς αρχηγούς – πλην του Δημήτρη Κουτσούμπα που έχει δηλώσει εκ των προτέρων ότι δεν θα συνυπέγραφε.

Αντιθέτως, συζητούν μια διαπραγματευτική γραμμή εντός της λαϊκής βούλησης, όπως τουλάχιστον την ορίζουν: δηλαδή ως μια λαϊκή εντολή για καλύτερη συμφωνία, σαφή ορίζοντα εξόδου από τη λιτότητα και οριστική ρύθμιση του χρέους ώστε να καταστεί βιώσιμο και σίγουρα όχι ως εντολή ρήξης με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Δέκα χρόνια μετά από την πιο κρίσιμη καμπή της ελληνικής κρίσης, τα πρακτικά της συνάντησης των πολιτικών αρχηγών μας δίνουν τη δυνατότητα να δούμε νηφάλια και λεπτομερειακά τη μοναδική στιγμή που συγκροτήθηκε μία εθνική στρατηγική γύρω από την πιο καθοριστική πιθανώς στιγμή της μεταπολιτευτικής Ιστορίας της χώρας.

Προφανώς, ο καθένας και η καθεμιά μπορεί να αποτιμήσει και να κρίνει τα βήματα και τις επιλογές που έγιναν τότε, υπό το φως και των μεταγενέστερων εξελίξεων, μπορεί να υποστηρίξει ότι υπήρχαν – ή δεν υπήρχαν – εναλλακτικές λύσεις και διαδρομές.

Όμως, η δημοσιοποίηση των πρακτικών επιτρέπει να ανοίξει μια συζήτηση που να πατάει πάνω στο ποια ακριβώς ήταν τα δεδομένα, ποιες οι απτές επιλογές, με βάση έναν πολύ συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων – πρωτίστως στο ευρωπαϊκό επίπεδο -, ποιες ήταν οι πραγματικές θέσεις των πολιτικών δυνάμεων, ποιες οι διαπραγματευτικές γραμμές. Και σε αυτή τη βάση να επιτρέψει μια ουσιαστική – και αναγκαστικά αυστηρή – ιστορική αποτίμηση, απαλλαγμένη, όμως, από το βάρος μυθολογιών και «ιστορικών κατασκευών» που ακόμη ταλανίζουν τον πολιτικό βίο της χώρας.

https://www.in.gr/2025/07/06/politics/politiki-grammateia/fernei-sto-fos-ta-praktika-tou-symvouliou-politikon-arxigon-2015-oi-dialogoi-oi-synaineseis-diamorfosi-ethnikis-grammis-sti-vasi-tou-oxi-o-mythos-tis-opisthias-kyvis/





Ελληνοτουρκικά - Τι κάνουμε τώρα με τη Λιβύη;


 


Κωνσταντίνος Φίλης

Η υπογραφή για οριοθέτηση ζωνών θαλάσσιας δικαιοδοσίας Τουρκίας – Λιβύης τον Νοέμβριο του 2019 δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία για την ελληνική διπλωματία. Hδη από το καλοκαίρι του ίδιου έτους, βασισμένος σε συγκεκριμένες πληροφορίες, ο τότε υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας είχε θέσει το ζήτημα τόσο σε Ευρωπαίους ομολόγους του όσο και στον Αμερικανό. 

Παρ’ όλα αυτά, η Αθήνα δεν κατάφερε να αποτρέψει μία καθ’ όλα παράνομη και αβάσιμη, σύμφωνα με το Δίκαιο της Θάλασσας, συμφωνία (είναι χαρακτηριστικό ότι η επεξεργασία αυτής έγινε από το τουρκικό υπουργείο Άμυνας και όχι το Εξωτερικών), κυρίως γιατί η Aγκυρα είχε φροντίσει λίγους μήνες πριν να αποκρούσει την προέλαση του στρατάρχη Χαφτάρ στην Τρίπολη, εξέλιξη που αν ολοκληρωνόταν θα άλλαζε δραματικά τους συσχετισμούς στον λιβυκό εμφύλιο. Η Τουρκία, λοιπόν, αποφάσισε να ξεπληρώσει το γραμμάτιο της διάσωσης της διεθνώς αναγνωρισμένης κυβέρνησης στην Τρίπολη, με την προώθηση μιας συμφωνίας η οποία κατοχύρωνε τις εξωφρενικές θέσεις της περί καθορισμού θαλάσσιων ζωνών σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο.

Η εκδίωξη του Λίβυου πρέσβη, ο οποίος στη συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα πρωθυπουργού στη χώρα του, ήταν μια βεβιασμένη κίνηση που έκοβε κάθε επικοινωνία με την Τρίπολη. Παράλληλα, επενδύσαμε στην οργάνωση που ήλεγχε την ανατολική Λιβύη και στην οποία εδρεύει το κοινοβούλιο, προσθέτοντας στη φαρέτρα των επιχειρημάτων μας και αυτό της μη επικύρωσης της συμφωνίας από το νομοθετικό σώμα, κάτι που ενδέχεται να αλλάξει σύντομα. Ωστόσο, η στήριξη στον Χαφτάρ αποδείχθηκε ότι είχε περιορισμούς, εφόσον η Ελλάδα δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει εργαλεία, όπως η Τουρκία, που θα έδιναν στον πρώτο λόγους να προωθεί τις ελληνικές θέσεις παράλληλα με τα συμφέροντά του. Οι μέθοδοι εμπλοκής σε έναν εν εξελίξει εμφύλιο σπαραγμό, σε μία χώρα η οποία εθνολογικά είναι ανομοιογενής, προϋπέθεταν χρήση μέσων στα οποία η ελληνική πλευρά δεν είναι μαθημένη. Χρηματοδοτήσαμε την κατασκευή προβλήτα στο λιμάνι της Βεγγάζης και ορίστηκε ειδικός απεσταλμένος – μία θέση η οποία πρέπει να πληρωθεί, αλλά κυρίως να επαναπροσδιοριστεί ως προς την έκταση των αρμοδιοτήτων.

Το ίδιο χρονικό διάστημα, η Τουρκία εδραιώνει τη στρατιωτική, διπλωματική και οικονομική της διείσδυση στη Λιβύη, εξασφαλίζοντας και την ανοχή σημαντικών ευρωπαϊκών κρατών της περιοχής, όπως η Ιταλία. Η Ρώμη είναι από τους μεγαλύτερους επενδυτές στη Λιβύη, εξαρτάται από αυτή για τις μεταναστευτικές ροές και έχει μαζί της τεράστιες ενεργειακές συμφωνίες, που προφανώς θέλει να διατηρήσει και να επεκτείνει. 

Η Γαλλία μαζί με την Αίγυπτο προσπάθησαν σε κάποιο βαθμό να συνδράμουν τις ελληνικές προσπάθειες, έχοντας πάρει το μέρος της ανατολικής Λιβύης, ωστόσο η υποχώρηση της επιρροής του Παρισιού από τα τεκταινόμενα στην Αφρική και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει το καθεστώς Αλ Σίσι δεν επέτρεπαν ουσιαστικές παρεμβάσεις, παρά μόνο για την επιβίωση του Χαφτάρ. Το Κατάρ συνέδραμε οικονομικά την Τρίπολη, ενώ οι Αμερικανοί, μετά το στραπάτσο της επέμβασής τους το 2011 είχαν αποσυρθεί και αντλούσαν το μεγαλύτερο μέρος των πληροφοριών για τις εξελίξεις από την Τουρκία.

Τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία που βρίσκονται στη διάθεσή μας σε σχέση αλλά όχι μόνο με το μεταναστευτικό οφείλουμε να τα αξιοποιήσουμε έξυπνα, ασκώντας συνεχή πίεση.

Η απάντηση της Ελλάδας επί του πεδίου ήρθε με την υπογραφή συμφωνίας μερικής οριοθέτησης ΑΟΖ με την Αίγυπτο και τη θεσμοθέτηση της επιχείρησης IRINI από την Ε.Ε. για την τήρηση του εμπάργκο όπλων που είχε επιβάλει ο ΟΗΕ στη Λιβύη. Δεδομένου του ρόλου της Αιγύπτου, θα μπορούσαμε και μπορούμε να συγκαλέσουμε και να καθιερώσουμε μία τριμερή ανάμεσα σε Αθήνα, Κάιρο και ανατολική Λιβύη και παράλληλα μία αντίστοιχη μεταξύ Ελλάδας – Ιταλίας και κυβέρνησης της Τρίπολης ώστε να έχουμε συνεχή ενημέρωση και όπου απαιτείται σχετική παρέμβαση στα δρώμενα. Η αντικανονικότητα που επικρατεί στη Λιβύη (ενδεικτικά ενδέχεται να επικυρωθεί μία συμφωνία του 2019 από ένα κοινοβούλιο το οποίο εξελέγη τον Ιούνιο του 2014), επιβάλλει ενέργειες από πλευράς μας «εκτός πλαισίου». Δεδομένου ότι ο αμερικανικός παράγοντας φαίνεται να επιστρέφει στη Λιβύη μέσω ενεργειακών συμβολαίων, η συνεννόηση με τις αμερικανικές εταιρείες αλλά και εν γένει όσες δραστηριοποιούνται μεταξύ Κρήτης και Λιβύης είναι αυτονόητη. Πρέπει η ελληνική πλευρά να αναλάβει σχετική πρωτοβουλία για να φέρει στο τραπέζι όλα τα εμπλεκόμενα μέρη, δεδομένου ότι είναι πολύ πιθανό οι επιχειρηματικές συμφωνίες να προηγηθούν της όποιας οριοθέτησης θαλάσσιων ζωνών. Τα ευρωπαϊκά χρηματοδοτικά εργαλεία που βρίσκονται στη διάθεσή μας σε σχέση αλλά όχι μόνο με το μεταναστευτικό οφείλουμε να τα αξιοποιήσουμε έξυπνα, ασκώντας συνεχή πίεση.

Για την Τουρκία, η Λιβύη αποτελεί κομβικής σημασίας συμπαίκτη, καθότι δημιουργεί ένα διάδρομο επιρροής που εκκινεί από την κεντρική Μεσόγειο και φτάνει μέχρι την κεντρική Αφρική, προσφέροντας διείσδυση στη ζώνη του Σαχέλ. Επίσης, για ιστορικούς λόγους οι Τούρκοι δεν έχουν ακόμη χωνέψει την απώλεια της Λιβύης από τους Ιταλούς το 1912. Δεδομένου μάλιστα ότι το εγχείρημα εγκαθίδρυσης Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτο απέτυχε, ενώ Αλγερία και Τυνησία έχουν βλέψεις που δεν συνάδουν με τις τουρκικές φιλοδοξίες, η επένδυση της Αγκυρας στη Λιβύη αποτελεί μέρος ενός μακροχρόνιου στρατηγικού σχεδιασμού.


Ο κ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι διευθυντής του Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων (IGA), καθηγητής Διεθνών Σχέσεων Αμερικανικού Κολλεγίου Ελλάδος.


πηγή: https://www.kathimerini.gr/opinion/563699599/ti-kanoyme-tora-me-ti-livyi/


E.A.A.Σ: - Στα 264 εκατ. ευρώ Ανέρχονται οι Απώλειες που Υπέστη το ΜΤΣ με Βάση τη Ζημιογόνα Σύμβαση με την PICAR AEE - Αναλυτικός, ανά Έτος, Πίνακας Απωλειών

 



Το ΔΣ της Ενώσεως προσηλωμένο στους σκοπούς ιδρύσεώς της και επιμελούμενο των συμφερόντων των μελών της ενημερώνει με τον παρακάτω πίνακα την πορεία των μισθωμάτων που εισέπραττε το ΜΤΣ από το Κεντρικό Μέγαρο Ιδιοκτησίας του το οποίο περικλείεται υπό των οδών Πανεπιστημίου, Βουκουρεστίου, Σταδίου και Αμερικής στην περιοχή Συντάγματος και που στο εξής χάριν συντομίας θα αποκαλείται “Μέγαρο”, από τη σύμβαση με την PICAR AEE.

ΚΛΙΚ  στην εικόνα για μεγέθυνση του πίνακα μισθωμάτων

Σύντομο ιστορικό

Το 2000 κατόπιν δημόσιου πλειοδοτικού διαγωνισμού, υπεγράφη σύμβαση ανάθεσης διαχείρισης του Μεγάρου, μεταξύ ΜΤΣ και PICAR AEE.
Η σύμβαση αυτή το 2010 παρατάθηκε με τη σύμφωνη γνώμη των συμβαλλομένων μερών κατά 26 μήνες  μέχρι τον Φεβ. 2027,  λόγω εργασιών αποκατάστασης και ανακαίνισης που πραγματοποιήθηκαν στο Μέγαρο.
Τον Μάρτιο του 2003 υπογράφτηκε νέο ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ ΜΤΣ και PICAR AEE που έδινε τη δυνατότητα παρατάσεως της συμβάσεως για επιπλέον 25 χρόνια μέχρι το 2052.\


Το συμφωνητικό αυτό ΔΕΝ εγκρίθηκε ποτέ από το εποπτεύον Υπουργείο, εν προκειμένω το ΥΠΕΘΑ , όρος απαράβατος για να ισχύσει,  σύμφωνα με το άρθρο 4 της αρχικής συμβάσεως.


Επίσης, με την υπ’ αριθμ.1465/2018 απόφαση του  το Δ’ Τμήμα του Αρείου Πάγου επικύρωσε την υπ’  αριθμ. 2376/2017 απόφαση Εφετείου Αθηνών με την οποία  η από 20/4/2000 σύμβαση μεταβίβασης του δικαιώματος της διαχείρισης και εκμετάλλευσης για ορισμένο χρόνο (25 έτη + 2 έτη) του  Μεγάρου του ΜΤΣ χαρακτηρίστηκε ως σύμβαση μίσθωσης προσοδοφόρου αντικειμένου και ως τέτοια δεν δύναται να παραταθεί. 
Έτσι  η αρχική σύμβαση του 2000, όπως τροποποιήθηκε στη συνέχεια με έγκριση του ΥΠΕΘΑ,  έχει διάρκεια 15 + 10 + 2 έτη χωρίζοντας την σε δύο μισθωτικές περιόδους :


       - Τα πρώτα 15 χρόνια με χαμηλό μίσθωμα λόγω των εργασιών ανακαίνισης και αναβάθμισης του Μεγάρου που θα εκτελούσε ως συμβατική υποχρέωση η PICAR AEE και 
       - Τα επόμενα 12 χρόνια,  με την ονομαστική αξία μισθώματος που είχε αρχικά συμφωνηθεί.


Δυστυχώς αντί τα μισθώματα μετά τα πρώτα 15 χρόνια να επανέλθουν στα συμφωνηθέντα συμβατικά επίπεδα, η PICAR AEE πέτυχε με διάφορους δικαστικούς αγώνες επικαλούμενη  τη δημοσιονομική κρίση και την οικονομική ύφεση στην οποία βρέθηκε η Ελλάδα τη μείωση του αρχικά συμφωνηθέντος μισθώματος κατά περίπου 56%.
Το 2018 το ΜΤΣ αντέδρασε – διότι πλέον η κρίση είχε περάσει και δεν συνέτρεχαν οι λόγοι που είχε επικαλεστεί η PICAR AEE- και με δικαστικό αγώνα επέτυχε μικρή αύξηση του τραγικά ελάχιστου μισθώματος που καταβαλλόταν αυξάνοντάς το σε 12,95 εκατ. ευρώ ετησίως για την περίοδο από το 2020 έως σήμερα.
Συνεπεία των αναδρομικών που δόθηκαν από την PICAR AEE στο ΜΤΣ εξαιτίας της παραπάνω δικαστικής απόφασης ήταν η δυνατότητα να δοθεί το επιπλέον μέρισμα  του 2024.


Όπως εύκολα θα διαπιστώσετε από τον πίνακα, το ΜΤΣ και κατ’ επέκταση όλοι εμείς οι μερισματούχοι ,απωλέσαμε το διάστημα της δεύτερης μισθωτικής περιόδου 2015 έως 2027 το ποσό των 264 εκατ. ευρώ περίπου.

 
Η παραπάνω απώλεια συνέβη λόγω τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων και αναφέρεται ως τάξη μεγέθους για να αποτελέσει οδηγό για τα επόμενα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν.


Παρούσα κατάσταση


Το 2027 λήγει οριστικά η σύμβαση μίσθωσης με την PICAR AEE με μη δυνατότητα παράτασης της όπως μας διαβεβαιώνουν έγκριτοι νομικοί τους οποίους συμβουλευθήκαμε και το Μέγαρο πρέπει να παραδοθεί ελεύθερο προς διάθεση στο ΜΤΣ.
Τον Απρίλιο του 2025 η PICAR AEE απέστειλε επιστολή στον Πρόεδρο του ΜΤΣ προτείνοντας την παράταση της μισθώσεως του Μεγάρου για επιπλέον 25 χρόνια – 15 + 10 με δικαίωμα μονομερούς ανανέωσης της σύμβασης από την ίδια για το δεύτερο χρονικό διάστημα των 10 ετών – με αρχικό μίσθωμα για το 2028 τα 18 εκατ. ευρώ πλέον ΦΠΑ.


Τον Ιούνιο του 2025 το ΜΤΣ παρέλαβε επίσημη μελέτη από την εταιρεία VALUES IKE η οποία εκτιμά ότι η ονομαστική αξία του μισθώματος του Μεγάρου για το τρέχον έτος είναι 28,2 εκατ. ευρώ πλέον ΦΠΑ. 


Επιπλέον, το ΜΤΣ διαθέτει αντίστοιχη επίσημη μελέτη εκτίμησης από το πλέον αρμόδιο όργανο για το σκοπό αυτό, το Τεχνικό Επιμελητήριο Ελλάδος που αναφέρει ότι για το 2018 το μίσθωμα έπρεπε να είναι 19,2 εκατ. ευρώ.

Συμπεράσματα - προτάσεις


Η πρόταση της PICAR AEE πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της καθόσον:


1.    Δεν υπάρχει δυνατότητα παράτασης σύμφωνα με τις γνωμοδοτήσεις του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ) και με την υπ’ αριθμ. 1465/2018 απόφαση του  Δ’ Τμήματος  του Αρείου Πάγου.

2.    Είναι ασύμφορη για το ΜΤΣ και κατ’ επέκταση για όλους τους μετόχους και μερισματούχους, σύμφωνα με εκτιμήσεις περί μισθώματος του Μεγάρου που διαθέτει το ΜΤΣ.

3.    Η πρόταση της PICAR AEE εδράζεται στο ΜΗ εγκεκριμένο από τον ΥΕΘΑ συμφωνητικό της 12 Μαρ 2003.μεταξύ ΜΤΣ και PICAR AEE.


4.    Πρέπει η μίσθωση του Μεγάρου να οδηγηθεί σε δημόσιο διεθνή πλειοδοτικό διαγωνισμό όπως ο νόμος ορίζει.

Η ΕΑΑΣ προτείνει την επιτάχυνσή της κατάθεσης αγωγής αναπροσαρμογής των μισθωμάτων από το ΜΤΣ εναντίον της PICAR AEE για το διάστημα 2021 έως σήμερα σύμφωνα με τις συμφωνηθείσες στην αρχική σύμβαση του 2000, απόφαση που έχει ήδη πάρει το ΔΣ/ΜΤΣ από τον Μάρτιο του 2025.

Αγαπητοί συνάδελφοι,

Η Ένωση επαγρυπνεί, αντιδρά και προτείνει, αλλά η εκπροσώπησή  της με ένα μέλος στο ΔΣ/ΜΤΣ,  απομειώνει τις δυνατότητες άσκησης πίεσης.

Αν καταφέρουμε κάτι, αυτό θα γίνει με την αθρόα συμμετοχή στις προσπάθειές των χιλιάδων μελών μας  ανά την επικράτεια, που μαζί με τις οικογένειές τους ξεπερνούν τις 200.000 Έλληνες πολίτες και μπορούν να αποτελέσουν ισχυρή ομάδα πίεσης στις εκάστοτε κυβερνήσεις.

Οι καιροί ου μενετοί

Κυριακή 6 Ιουλίου 2025

Λατινοπούλου: - Εγώ́ γνωρίζω τον δωδεκάλογο του γύφτου. Όχι του Ρομά.

 




• Εγώ γνωρίζω τον δωδεκάλογο του γύφτου. Όχι του Ρομά.

• Να πληρώσουν οι υπαίτιοι τα πρόστιμα ακόμα και με την προσωπική τους περιουσία.

• Αλλαγή χτες στο νόμο περί ευθύνης υπουργών.

• Υπουργικές αποφάσεις έβλαψαν τα δημόσιο; Να αποζημιώσει ο υπουργός με την προσωπική του περιουσία τους πολίτες.

• Three strikes

• Θανατική ποινή

• Δεν ανέχομαι να ζούμε σε μια Ελλάδα δύο ταχυτήτων.


E.A.A.Σ: - «Αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας Ενόπλων Δυνάμεων από το ΥΠΕΘΑ!!» - Αν δεν ακουστούμε τώρα, αύριο, ... Όλα θα έχουν πλέον τελειώσει!!!

Τέθηκε σε  δημόσια διαβούλευση το Νομοσχέδιο για την εκποίηση της περιουσίας των Ενόπλων Δυνάμεων, με τίτλο «Αξιοποίηση ακίνητης περιουσίας Ενόπλων Δυνάμεων – Σύσταση Ταμείου Ακινήτων Εθνικής Άμυνας και Φορέα Αξιοποίησης Ακινήτων Ενόπλων Δυνάμεων – Σχέδιο δράσεων για τη διαχείριση στεγαστικών αναγκών», με δυνατότητα σχολιασμού  έως τις 18 Ιουλίου 2025.

   Ένα κείμενο 66 άρθρων, των οποίων η διαβούλευση θα διαρκέσει μόλις δεκαπέντε ημέρες, μέχρι την Παρασκευή 18 Ιουλίου, στις 09.00 ω το πρωί, μέσα στην καρδιά του καλοκαιριού. Είναι συνηθισμένη και αντιμετωπίσημη πλέον τακτική του ΥΠΕΘΑ.

   Τι προβλέπει, όμως, αυτό το νομοσχέδιο που για μήνες το περιμέναμε και  αποτελούσε θέμα της επικαιρότητας σε δηλώσεις, έγγραφα και άρθρα γνώμης.

   Το πρώτο μέρος του αφορά τη δημιουργία ενός νέου ταμείου, του Ταμείου Ακινήτων Εθνικής Άμυνας (ΤΑΕΘΑ), το οποίο θα συγχωνεύσει τα υφιστάμενα ταμεία των τριών κλάδων: ΤΕΘΑ, ΤΕΣ και ΤΑΑ.

   Μαζί με τη συγχώνευση, έρχεται και η απορρόφηση των ιδρυτικών σκοπών τους – κάτι που εγείρει σοβαρά ερωτήματα για το πού θα καταλήγουν στο εξής τα έσοδα και με ποια λογική θα διατίθενται.

    Προβλέπεται επίσης η σύσταση ενός νέου «φορέα ειδικού σκοπού», του Φορέα Αξιοποίησης Ακινήτων Ενόπλων Δυνάμεων (ΦΑΑΕΔ), ο οποίος θα έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα διαχείρισης της στρατιωτικής ακίνητης περιουσίας.

   Ο φορέας αυτός θα λειτουργεί με διαδικασίες «προσαρμοσμένες στις σύγχρονες συνθήκες της αγοράς», όπως αναφέρεται στο νομοσχέδιο. Με άλλα λόγια, η δημόσια περιουσία των Ενόπλων Δυνάμεων περνά σε ένα σχήμα με ιδιωτικοοικονομικά χαρακτηριστικά και –πιθανόν– χωρίς ουσιαστικό στρατιωτικό έλεγχο.

   Στο τρίτο μέρος του νομοσχεδίου, που αφορά τη στεγαστική μέριμνα, προβλέπεται η κατασκευή 750 διαμερισμάτων, προϋπολογισμού