Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2025

ΣτΕ ' Προδικαστικό ερώτημα με θέμα: Αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών σε συνταξιούχο


 


05/01/2025

ΣτΕ Α΄  7μ. 2137/2024 (Προδικαστικό ερώτημα  άρ. 1 παρ. 2 ν. 3900/2010)

Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος
Εισηγητής: Ταξιαρχία Κόμβου, Σύμβουλος της Επικρατείας 
 
Ερμηνεία  άρ.πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 ν. 4093/2012. Ερμηνεία τελολογική και  σύμφωνη με το Σύνταγμα (άρ. 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4). 
Δικαίωμα ασφαλιστικού φορέα για αναζήτηση παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως εντός εικοσαετίας από την τελευταία καταβολή ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. 
Εξαίρεση του κανόνα λόγω εφαρμογής της αρχής χρηστής διοικήσεως όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος. 
Αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.  Βάρος αποδείξεως  (με μειοψ.) .
[Επιλύει το υποβληθέν με την 104/2021 απόφαση του Διοικ.Εφετείου Θεσσαλονίκης προδικαστικό ερώτημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρ. 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010]
 
Από τη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012, ερμηνευόμενη σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4), ενόψει και του επιδιωκόμενου με τη θέσπισή της σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ήδη Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων), κατ’ επέκταση δε στη βιωσιμότητά τους, συνάγονται τα εξής: 

(α) με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται η εικοσαετία ως γενικός κανόνας, που ισχύει πλέον για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως αρμοδιότητας του ανωτέρω Υπουργείου, όσον αφορά τη διάρκεια της παραγραφής των αξιώσεων των φορέων αυτών από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές και 

(β) σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη (όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 4093/2012), ο οποίος γνώριζε τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου που μέχρι τότε είχε διαπλασθεί υπό το κράτος του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, η αναζήτηση δυνάμει της ερμηνευόμενης νέας διατάξεως χωρεί πλέον σε κάθε περίπτωση (δηλαδή με μόνο χρονικό περιορισμό την εικοσαετή παραγραφή) ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας του λαβόντος. 
Ειδικότερα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ερμηνευόμενης από τελολογική άποψη, ο ασφαλιστικός φορέας έχει δικαίωμα να αναζητήσει ως αχρεώστητες τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που έχει καταβάλει στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο χωρίς να έχει κατά νόμον υποχρέωση προς καταβολή τους (όπως όταν έχει μεσολαβήσει γεγονός διακοπτικό της χορηγήσεως της παροχής ή γεγονός που επηρεάζει το ύψος της ή ελλείπει προϋπόθεση απονομής της). 

Για την αναζήτηση του αχρεωστήτου αρκεί η επίκληση και η απόδειξη από τον φορέα του θετικού γεγονότος της καταβολής και ελλείψεως υποχρεώσεως καταβολής (ελλείψεως νόμιμης αιτίας). Δεν απαιτείται υπαιτιότητα του λήπτη των παροχών. Υποχρέωση προς επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, έχουν κατ’ αρχήν και οι καλόπιστοι ασφαλισμένοι/συνταξιούχοι (όπως αναλύεται κατωτέρω), είναι δε αδιάφορο το ότι οι παροχές καταβλήθηκαν με πράξεις των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα κατόπιν αιτήσεως - υπεύθυνης δηλώσεως του ίδιου του λήπτη των παροχών (με βάση στοιχεία που κατέχει ο φορέας και στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο ασφαλισμένος). 

Κρίσιμο ζήτημα είναι ότι ο λήπτης των παροχών ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και με ζημία του ασφαλιστικού φορέα. Προβλέπεται σύμφωνα με τον υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διατάξεως του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 ότι αξίωση του ασφαλιστικού φορέα για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή από την τελευταία καταβολή, τούτο δε ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. 

Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως λόγω της εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοικήσεως, όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής (αποδόσεώς) τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και τούτο, όμως, μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και, συνεπώς, επιστρεπτέα. Αν υπάρχει είτε γνώση είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη (αν δηλαδή αυτός όφειλε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της ελλείψεως της νόμιμης αιτίας), ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστεως. 
Και ναι μεν ο λήπτης μπορεί κατ’ αρχήν να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψεως της παροχής [δηλαδή μεταβολή που αφορά τον λήπτη ή μέλη της οικογένειάς του για τα οποία χορηγούνται στον λήπτη παροχές και αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση (υγεία κ.λπ.) ή οικογενειακή κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση τέκνων, θάνατος κ.λπ.) ή οικονομική κατάσταση (ανάληψη εργασίας, συνταξιοδότηση για οποιαδήποτε αιτία ή λήψη επιδόματος κ.λπ.) του ιδίου ή/και των μελών της οικογένειάς του] πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία· όμως και μετά τη γνωστοποίηση της μεταβολής ο λήπτης οφείλει τουλάχιστον να αμφιβάλλει ως προς τη συνέχιση της καταβολής της παροχής, ιδίως με την έννοια ότι η καταβολή της παροχής δεν είναι οριστική. 

Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιεί την παροχή δεόντως. Αλλιώς, η συμπεριφορά του υπό τις ειδικές περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι καλόπιστη. 

Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να είναι οι νομικοί κανόνες σαφείς, επακριβείς και προβλέψιμοι ως προς το αποτέλεσμά τους και ερμηνεύεται συσταλτικώς. 
Και ναι μεν η αρχή αυτή εμποδίζει τα όργανα του ασφαλιστικού φορέα να καθυστερούν επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.
 Ωστόσο, η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. 

Επίσης, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και εφαρμόζεται συνδυαστικώς με αυτήν αφορά κάθε πρόσωπο που μπορεί να έχει βάσιμες προσδοκίες επειδή έλαβε ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα ότι δεν θα αναζητηθούν οι αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθείσες παροχές.

 Επομένως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η χορήγηση της παροχής δημιούργησε σε αυτόν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η παροχή αυτή δεν θα αναζητηθεί. Ομοίως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η χορήγηση της παροχής ήταν νόμιμη και, συνεπώς, δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. 
Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ασφαλιστικός φορέας έχει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις της αξιώσεως της αναζητήσεως των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, δηλαδή πρέπει να αποδείξει το θετικό γεγονός της καταβολής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και το αχρεώστητο ή παράνομο αυτής και γενικότερα την ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας, ενώ ο ασφαλισμένος/συνταξιούχος για να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των παροχών που του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως πρέπει αυτός να επικαλεσθεί και να αποδείξει σωρευτικώς:
α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την καλή πίστη του 
και β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Τέλος, ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να αντιτάξει κακοπιστία του λήπτη, οπότε βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών από τα οποία αυτή προκύπτει. 

Η μοιραία απόφαση για Μισθούς και Συντάξεις Δημοσίου: Τα καταργηθέντα δώρα χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους μέχρι 3.000 ευρώ!!! - Οι αποδοχές ...εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας

 





ΣτΕ 1307-1316/2019
Επιδόματα εορτών και αδείας των δημοσίων υπαλλήλων

Πρόεδρος: κ. Αικ. Σακελλαροπούλου
Εισηγητές: κ. Ελ. Παπαδημητρίου, κ. Ιω. Σπερελάκης

Με τις παραπάνω αποφάσεις της, εκδοθείσες κατ’ εφαρμογή του άρθρου 1 παρ. 1 και 2 του ν. 3900/2010 (Α΄213), η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας έκρινε επί του το ζητήματος της αντίθεσης ή μη  προς τις διατάξεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ της διάταξης της περίπτωσης 1, της υποπαραγράφου Γ.1, της παραγράφου Γ, του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία επήλθε πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας για τους υπαλλήλους του Δημοσίου,.

Το Δικαστήριο, υπενθύμισε, αρχικώς, την παγιωθείσα πλέον νομολογία του, κατά την οποία από τον συνδυασμό των άρθρων 4 παρ. 5,  25 παρ. 1 και 4, άρθρο 79 παρ. 1, 106 παρ. 1 του Συντάγματος συνάγεται ότι σε περιπτώσεις παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, ο κοινός νομοθέτης δύναται να θεσπίσει μέτρα περιστολής των δημόσιων δαπανών που συνεπάγονται σοβαρή οικονομική επιβάρυνση ιδίως όσων λαμβάνουν μισθό ή σύνταξη από το δημόσιο ταμείο, λόγω της άμεσης εφαρμογής και αποτελεσματικότητας των επιβαλλόμενων σε βάρος τους μέτρων για τον περιορισμό του δημόσιου ελλείμματος, πλην η δυνατότητα αυτή έχει ως όριο τις αρχές της αναλογικότητας, της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών και του σεβασμού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, καθώς και την αξίωση του Κράτους να εκπληρώνουν όλοι οι πολίτες το χρέος της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, από τις οποίες συνάγεται ότι δεν είναι επιτρεπτό η επιβάρυνση από τα μέτρα που λαμβάνονται προς αντιμετώπιση της δυσμενούς και παρατεταμένης οικονομικής συγκυρίας να κατανέμεται πάντοτε σε συγκεκριμένες κατηγορίες πολιτών, ώστε η σωρευτική επιβάρυνση αυτών να είναι ιδιαίτερα μεγάλη και να είναι πλέον εμφανής η υπέρβαση των ορίων της αναλογικότητας και της ισότητας στην κατανομή των δημόσιων βαρών, αντί της προώθησης διαρθρωτικών μέτρων ή της είσπραξης των φορολογικών εσόδων, από τη μη εφαρμογή των οποίων ευνοούνται, κυρίως, άλλες κατηγορίες πολιτών. 

Επίσης, υπενθύμισε την ευχέρεια του νομοθέτη, κατ’ εκτίμηση των εκάστοτε επικρατουσών κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών και της δημοσιονομικής κατάστασης της Χώρας, να προβαίνει σε αναμόρφωση του μισθολογίου των δημοσίων λειτουργών και υπαλλήλων, εισάγοντας νέες ρυθμίσεις, η συνταγματικότητα των οποίων υπόκειται σε οριακό έλεγχο εκ μέρους του δικαστή, την ευχέρεια δε αυτή σε ζητήματα δημοσιονομικής πολιτικής αναγνωρίζει και το ΕΔΔΑ κατά την ερμηνεία του άρθρου 1 ΠΠΠ ΕΣΔΑ. Προσέθεσε, όμως, ότι στις περιπτώσεις αυτές, το επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης δεν προσδιορίζεται με βάση τις προηγούμενες αποδοχές των προσώπων αυτών, αλλά με βάση τις γενικότερα επικρατούσες συνθήκες και σε συνάρτηση με το επίπεδο διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας εν γένει. 

Ακολούθως, το Δικαστήριο προέβη: 

α) στην επισκόπηση της εξέλιξης του θεσμού των επιδομάτων εορτών και αδείας διαχρονικά τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα, 

β) στην παράθεση των κανόνων του πρωτογενούς και παραγώγου ενωσιακού δικαίου σχετικά με την υποχρέωση των κρατών- μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.) να αποφεύγουν τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα και
 
γ) στα μέτρα περιστολής του μισθολογικού κόστους που ελήφθησαν από τον εθνικό νομοθέτη στο πλαίσιο τόσο της διαδικασίας διαπίστωσης και διόρθωσης του υπερβολικού ελλείμματος της Ελληνικής Δημοκρατίας και της υλοποίησης των πολιτικών του πρώτου μνημονίου συνεργασίας (ν. 3845/2010), στα οποία (μέτρα) περιλαμβανόταν η περικοπή των ως άνω επιδομάτων, όσο και της διαδικασίας υλοποίησης των συμφωνηθέντων με το δεύτερο μνημόνιο συνεργασίας (ν. 4046/2012), στην οποία εντάσσεται η επίμαχη κατάργηση των ίδιων επιδομάτων. 


Συναφώς, υπενθύμισε ότι τα μέτρα που ελήφθησαν στην αρχή της οξύτατης δημοσιονομικής κρίσης στις αρχές του έτους 2010, ενόψει της εκτίμησης του νομοθέτη ότι υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης της οικονομίας και χρεοκοπίας της Χώρας, δεν παρίσταντο, καταρχήν, απρόσφορα, και μάλιστα προδήλως, ούτε μη αναγκαία, για την αποτροπή του ως άνω κινδύνου. 

Ως προς την επίμαχη πλήρη κατάργηση των ως άνω επιδομάτων, το Δικαστήριο, παραπέμποντας στη σχετική νομολογία του ΕΔΔΑ, του Δικαστηρίου και του Γενικού Δικαστηρίου της Ε.Ε., έκρινε, περαιτέρω, κατά πλειοψηφία, ότι αυτή: 

α) συνιστά άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση της, κατά την υποκείμενη σε οριακό έλεγχο εκτίμηση του νομοθέτη, συνεχιζόμενης οικονομικής και δημοσιονομικής κρίσης, αποτελεί τμήμα ενός ευρύτερου, ολοκληρωμένου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και προώθησης διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων της ελληνικής οικονομίας, το οποίο αποσκοπεί τόσο στην κάλυψη των άμεσων οικονομικών αναγκών της Χώρας και την αντιμετώπιση των ιδιαίτερα αυξημένων ελλειμμάτων, όσο και στη βελτίωση της μελλοντικής δημοσιονομικής κατάστασής της, δηλαδή στην εξυπηρέτηση σκοπών που συνιστούν σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος, δυνάμενους να δικαιολογήσουν, κατ’ αρχήν, τη λήψη μέτρων περιστολής μισθολογικών δαπανών του Δημοσίου, 

β) συνδέεται και με την εκπλήρωση υποχρεώσεων που απορρέουν από τη συμμετοχή της Ελληνικής Δημοκρατίας στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση, οι οποίες δεν καθιστούν, κατά το Γενικό Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, προδήλως αδικαιολόγητη τη λήψη μέτρων εξοικονόμησης δαπανών, 

γ) θεσπίστηκε, όπως και ολόκληρο το ως άνω πρόγραμμα, στη βάση της από Ιουλίου 2012 μελέτης του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών με τίτλο «Επισκόπηση δαπανών Γενικής Κυβέρνησης 2013- 2016», στο πλαίσιο της οποίας εντοπίστηκαν δαπάνες, η περικοπή των οποίων συμβάλλει σε «αποτελεσματικό και βιώσιμο περιορισμό των ελλειμμάτων», μεταξύ των οποίων και η μισθολογική, η οποία κρίθηκε υψηλή ειδικά σε σύγκριση με τα άλλα κράτη- μέλη της Ευρωζώνης, διαπίστωση στην οποία προέβησαν και οι αρμόδιες υπηρεσίες της Ε.Ε., 

δ) πλήττει παροχές που δεν συνιστούν απόλυτα προνόμια, αντιθέτως δικαιολογείται για τους ως άνω λόγους γενικού συμφέροντος και ανταποκρίνεται στους σκοπούς που επιδιώκει η Ε.Ε, δηλαδή στη διασφάλιση της δημοσιονομικής πειθαρχίας των κρατών- μελών που έχουν ως νόμισμα το ευρώ και στην εξασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας της ζώνης του ευρώ. 

Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κατέληξε, κατά πλειοψηφία, στο συμπέρασμα ότι το επίδικο μέτρο τεκμηριώνεται επαρκώς με βάση τα ανωτέρω στοιχεία, δεν παρίσταται απρόσφορο, και μάλιστα προδήλως, για την επίτευξη των επιδιωκόμενων ως άνω σκοπών, ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν ήταν αναγκαίο, δεδομένου ότι με αυτό το μέτρο, το οποίο εφαρμόζεται γενικά σε όλους τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, γίνεται προσπάθεια εξοικονόμησης και περιορισμού των διογκωμένων δαπανών της Γενικής Κυβέρνησης, η οποία υπαγορεύεται από επιταγές της Ε.Ε. για μείωση του υπερβολικού δημοσίου ελλείμματος. 

Περαιτέρω, κατά τη λήψη του επίμαχου μέτρου, ο νομοθέτης είχε πλήρη επίγνωση όχι μόνο του εν γένει επιπέδου διαβίωσης του πληθυσμού της Χώρας, αλλά και ειδικά του επιπέδου διαβίωσης των δημοσίων υπαλλήλων, όπως προκύπτει: 

α) από τα δημοσιευμένα και διαθέσιμα στις υπηρεσίες του Ελληνικού Δημοσίου στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛΣΤΑΤ) για το όριο κινδύνου φτώχειας ανά άτομο μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις (6.591 ευρώ) και το μέσο ετήσιο ισοδύναμο ατομικό εισόδημα (12.637,08 ευρώ) κατά το έτος 2011

β) από το νέο ενιαίο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων που θεσπίστηκε με τον ν. 4014/2011, με το οποίο ο βασικός μισθός των δημοσίων υπαλλήλων κυμαίνεται μεταξύ 780 (ΥΕ με βαθμό ΣΤ)  και 1092 ευρώ (ΠΕ με βαθμό ΣΤ) και 

γ) από τη θέσπιση νέου κατώτατου βασικού μισθού και ημερομισθίου με τον ίδιο ν. 4093/2012 (586,08 ευρώ και 26,18 ευρώ, αντίστοιχα). Κατά συνέπεια, οι αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων, ακόμη και μετά την κατάργηση των επίμαχων επιδομάτων, εξασφάλιζαν αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τόσο σε σχέση με όσους διαβιούσαν στα όρια της φτώχειας όσο και με όσους απασχολούνταν στον ιδιωτικό τομέα με τον κατώτατο βασικό μισθό και ημερομίσθιο. 

Επιπλέον, η τυχόν ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δεν καθιστά, ενόψει των ευρέων περιθωρίων εκτίμησης που απολαμβάνει ο νομοθέτης στη χάραξη της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής και του οριακού ελέγχου, στον οποίο υπόκειται κατά τούτο, από μόνη της μη αιτιολογημένη την επίδικη ρύθμιση, ούτε, άλλωστε, υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο η συγκεκριμένη επιλογή, αν, δηλαδή, ο νομοθέτης επέλεξε τον καλύτερο τρόπο χειρισμού του προβλήματος ή αν έπρεπε να είχε ασκήσει διαφορετικά την εξουσία του. 

Τέλος, το ίδιο μέτρο δεν αντίκειται στα  άρθρα 4 παρ. 5 και 25 παρ. 4 του Συντάγματος, δεδομένου ότι αφορά όλους τους υπαλλήλους του Δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ενώ διαφορετικό είναι το ζήτημα της χορήγησης των επιδομάτων εορτών και αδείας στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα, οι οποίοι αποτελούν διαφορετική κατηγορία, σε βάρος της οποίας έχουν επιβληθεί άλλα οικονομικής φύσεως μέτρα. 

Εξάλλου, η πλειοψηφία αντέκρουσε την άποψη της μειοψηφίας ότι με τις ως άνω σκέψεις το Δικαστήριο μεταστρέφει τη νομολογία του ως προς τον ν. 4093/2012, τον οποίο συστηματικά κρίνει αντίθετο στις προεκτεθείσες συνταγματικές διατάξεις, με το επιχείρημα ότι, εκ μόνου του λόγου ότι άλλες ρυθμίσεις του νόμου αυτού, οι οποίες αφορούν διαφορετικά θέματα (μισθούς και συντάξεις), κρίθηκαν αντισυνταγματικές με αποφάσεις του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει αναγκαίως αντισυνταγματικότητα και της επίδικης ρύθμισης. Και τούτο, διότι, ανεξάρτητα από το ότι σε αυτόν περιλαμβανόταν πλήθος μέτρων με άμεσο οικονομικό αντίκτυπο στα εισοδήματα διαφόρων κοινωνικών ομάδων, αλλά και οικονομικών φορέων, ορισμένα από τα οποία κρίθηκαν συνταγματικά, πάντως αντίθετη εκδοχή θα ισοδυναμούσε με αφηρημένο έλεγχο συνταγματικότητας του νόμου, ο οποίος, σύμφωνα με το Σύνταγμα, δεν έχει ανατεθεί στο Δικαστήριο. 

Κατά τη μειοψηφία 2 Αντιπροέδρων και 4 Συμβούλων εν προκειμένω, με τον ίδιο ν. 4093/2012 και με τα ίδια ακριβώς κριτήρια, τα οποία με προηγούμενες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκαν καθ’ εαυτά απρόσφορα, ανεπαρκή και, συνεπώς, ακατάλληλα να στηρίξουν περικοπές σε μισθούς και συντάξεις, έλαβε χώρα και η επίδικη ήδη κατάργηση των δώρων Χριστουγέννων και Πάσχα και του επιδόματος αδείας των εν ενεργεία λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου. 
Και στην περίπτωση, όμως, αυτή, όπως και στις προηγηθείσες ως άνω περιπτώσεις, ούτε στην αιτιολογική έκθεση του ν. 4093/2012 ούτε στις προπαρασκευαστικές εργασίες ψήφισης αυτού περιέχεται, σε σχέση με την κατάργηση των εν λόγω παροχών, οποιαδήποτε ειδικότερη αναφορά, εκτίμηση ή άλλη αιτιολογία, η οποία, πάντως, ήταν ιδιαιτέρως επιβεβλημένη, δεδομένου ότι πρόκειται περί παροχών, οι οποίες, όπως δηλώνεται στην ονομασία τους και συνάγεται από τη μακρά ιστορική τους επιβίωση συνδέονται αμέσως με την προστατευόμενη από το Σύνταγμα  (άρθρα 2, 5, παρ. 1 και 21) κοινωνική και οικογενειακή ζωή, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στην ελληνική πραγματικότητα τα τελευταία τουλάχιστον 60 χρόνια. 

Εξάλλου, δεν αρκεί ούτε στην περίπτωση του επίμαχου μέτρου η επίκληση του δημοσιονομικού οφέλους και μόνον ούτε η χρονίζουσα αδυναμία προώθησης των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και είσπραξης των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών, που αποτέλεσαν τους λόγους για τους οποίους κρίθηκαν και πάλι αναγκαίες, μεταξύ άλλων, οι νέες μειώσεις στις αποδοχές των λειτουργών και υπαλλήλων του Δημοσίου που επέφερε η επίμαχη πλήρης κατάργηση των επιδομάτων εορτών και αδείας. 


Πέραν αυτού, απαιτείτο και στην προκείμενη περίπτωση η προηγούμενη εξέταση τυχόν εναλλακτικών επιλογών και η εκτίμηση της προσφορότητας και αναγκαιότητας της επίμαχης κατάργησης υπό το φως των αρχών της αναλογικότητας και της ίσης συμμετοχής στα δημόσια βάρη, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι τα καταργηθέντα δώρα Χριστουγέννων και Πάσχα και επίδομα αδείας, συνολικού ετησίου ύψους 1.000 ευρώ, χορηγούνταν μόνο στους χαμηλόμισθους υπαλλήλους του Δημοσίου που είχαν μικτές μηνιαίες αποδοχές (συμπεριλαμβανομένων και των ως άνω δώρων και επιδόματος αδείας) μέχρι 3.000 ευρώ, σύμφωνα με τους νόμους 4875/2010 και 4024/2011. 

Οι εν λόγω υπάλληλοι έχουν ήδη υποστεί αλλεπάλληλες μειώσεις τόσο των αποδοχών τους, όσο και του εν γένει εισοδήματός τους βάσει των διαφόρων νομοθετημάτων της περιόδου της κρίσης. Εξάλλου, οι επίμαχες καταργήσεις δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2025

NEA οικονομική ήττα για την κυβέρνηση - "Καλπάζουν" ο πληθωρισμός και ακρίβεια


 Επιτάχυνε εκ νέου έπειτα από δύο μήνες ο δείκτης τιμών καταναλωτή τον Δεκέμβριο, με έντονες πληθωριστικές πιέσεις σε κατηγορίες όπως τα ασφάλιστρα υγείας, τα ρούχα αλλά και η ενέργεια, ενώ στα τρόφιμα διατηρήθηκε κατά βάση η πτωτική τάση.

Συγκεκριμένα, όπως ανακοίνωσε η ΕΛΣΤΑΤ, ο ΔΤΚ έτρεξε τον Δεκέμβριο με ετήσιο ρυθμό 2,6% μετά τις τάσεις σταθεροποίησης στο 2,4% που είχε δείξει τον Νοέμβριο.

Στη μηνιαία σύγκριση Νοεμβρίου - Δεκέμβριο ο δείκτης παρουσίασε μικρή αύξηση 0,1%.

Στις επιμέρους κατηγορίες, αύξηση υπερπολλαπλάσια του γενικού ρυθμού κατά 6,2% καταγράφηκε στην ομάδα Ένδυση και υπόδηση, με +3,8% στην Υγεία, +3,7% στη Στέγαση και +5,9% στην ομάδα Ξενοδοχεία-Καφέ-Εστιατόρια.

Μεταξύ άλλων, τα ασφάλιστρα υγείας παρουσίασαν τον Δεκέμβριο ετήσια αύξηση κατά 14%, τα αεροπορικά εισιτήρια κατά 47,7%, τα ενοίκια κατά 8,5%, η εστίαση κατά 5,7%, ο ηλεκτρισμός κατά 7,6% και το φυσικό αέριο κατά 8,7%.

Παράλληλα, τα ενοίκια ήταν αυξημένα κατά 8,5% από ένα χρόνο νωρίτερα, αλλά και κατά 1,1% από τον Νοέμβριο.

Αντίθετα, οι τιμές των τροφίμων υποχώρησαν κατά 0,3% από πέρυσι, με μειώσεις να καταγράφονται σε προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, πίτσες και πίτες, ζυμαρικά, πουλερικά, κατεψυγμένα θαλασσινά, γαλακτοκομικά και αυγά, έλαια και λίπη, νωπά φρούτα, λοιπά τρόφιμα.

Την ίδια ώρα, ωστόσο, συνέχισαν να παρατηρούνται κατά περιπτώσεις και αυξήσεις σε διατροφικά προϊόντα που ξεπερνούν το μέσο ρυθμό, όπως στο μοσχάρι (+4,4%), τα δημητριακά (+4,5%) και στην κατηγορία μεταλλικό νερό -αναψυκτικά - χυμοί φρούτων (+4,2%).

Ετήσια σύγκριση

Η ετήσια αύξηση του Γενικού ΔΤΚ κατά 2,6% τον Δεκέμβριο 2024 προήλθε κυρίως από τις μεταβολές στις ακόλουθες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών:

1. Από τις αυξήσεις των δεικτών κατά:

• 1,7% στην ομάδα Αλκοολούχα ποτά και καπνός, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών στα αλκοολούχα ποτά (μη σερβιριζόμενα).

• 6,2% στην ομάδα Ένδυση και υπόδηση, λόγω αύξησης των τιμών στα είδη ένδυσης και υπόδησης.

• 3,7% στην ομάδα Στέγαση, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ενοίκια κατοικιών, επισκευή και συντήρηση κατοικίας, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: πετρέλαιο θέρμανσης, στερεά καύσιμα.

• 3,8% στην ομάδα Υγεία, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: φαρμακευτικά προϊόντα, ιατρικά προϊόντα, ιατρικές οδοντιατρικές και παραϊατρικές υπηρεσίες, νοσοκομειακή περίθαλψη.

• 3,6% στην ομάδα Μεταφορές, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: καινούργια αυτοκίνητα, συντήρηση και επισκευή εξοπλισμού προσωπικής μεταφοράς, εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, καύσιμα και λιπαντικά.

• 1,9% στην ομάδα Επικοινωνίες, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών στις τηλεφωνικές υπηρεσίες.

• 1,2% στην ομάδα Αναψυχή-Πολιτιστικές δραστηριότητες, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: εξοπλισμό επεξεργασίας πληροφοριών, μικρά είδη αναψυχής-άνθη-κατοικίδια ζώα, ψυχαγωγικές και πολιτιστικές υπηρεσίες, εφημερίδες-βιβλία και χαρτικά είδη, πακέτο διακοπών. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών σε: εξοπλισμό επεξεργασίας ήχου και εικόνας, διαρκή αγαθά αναψυχής και πολιτισμού.

• 2,6% στην ομάδα Εκπαίδευση, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: δίδακτρα προσχολικής και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, δίδακτρα δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.

• 5,9% στην ομάδα Ξενοδοχεία-Καφέ-Εστιατόρια, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: εστιατόρια-ζαχαροπλαστεία-καφενεία κυλικεία, ξενοδοχεία-μοτέλ-πανδοχεία.

• 2,6% στην ομάδα Άλλα αγαθά και υπηρεσίες, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: κομμωτήρια και καταστήματα προσωπικής φροντίδας, άλλα προσωπικά είδη, υπηρεσίες κοινωνικής προστασίας, ασφάλιστρα υγείας, ασφάλιστρα οχημάτων. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωση κυρίως των τιμών στα άλλα είδη ατομικής φροντίδας.

2. Από τις μειώσεις των δεικτών κατά:

• 0,3% στην ομάδα Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, λόγω μείωσης κυρίως των τιμών σε: άλλα προϊόντα αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής, πίτσες και πίτες, ζυμαρικά, πουλερικά, κατεψυγμένα θαλασσινά, γαλακτοκομικά και αυγά, έλαια και λίπη, νωπά φρούτα, λοιπά τρόφιμα. Μέρος της μείωσης αυτής αντισταθμίστηκε από την αύξηση κυρίως των τιμών σε: ψωμί, δημητριακά για πρωινό, μοσχάρι, χοιρινό, ψάρια νωπά, αποξηραμένα φρούτα και ξηρούς καρπούς, ζάχαρη-σοκολάτες γλυκά-παγωτά, μεταλλικό νερό-αναψυκτικά-χυμούς φρούτων.

• 1,1% στην ομάδα Διαρκή αγαθά-Είδη νοικοκυριού και υπηρεσίες, λόγω μείωσης κυρίως των τιμών στα είδη άμεσης κατανάλωσης νοικοκυριού. Μέρος της μείωσης αυτής αντισταθμίστηκε από την αύξηση κυρίως των τιμών σε: έπιπλα και διακοσμητικά είδη, οικιακές υπηρεσίες.

Μηνιαία σύγκριση

Η αύξηση του Γενικού ΔΤΚ κατά 0,1% τον Δεκέμβριο σε σύγκριση με τον Νοέμβριο προήλθε κυρίως από τις μεταβολές στις ακόλουθες ομάδες αγαθών και υπηρεσιών:

1. Από τις αυξήσεις των δεικτών κατά:

• 0,4% στην ομάδα Ένδυση και υπόδηση, λόγω αύξησης των τιμών στα είδη ένδυσης και υπόδησης.

• 1,0% στην ομάδα Στέγαση, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: ενοίκια κατοικιών, ηλεκτρισμό, φυσικό αέριο, πετρέλαιο θέρμανσης.

• 0,2% στην ομάδα Μεταφορές, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών σε: καύσιμα αυτοκινήτου (βενζίνη), εισιτήρια μεταφοράς επιβατών με αεροπλάνο. Μέρος της αύξησης αυτής αντισταθμίστηκε από τη μείωσης κυρίως των τιμών στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα.

• 0,6% στην ομάδα Ξενοδοχεία-Καφέ-Εστιατόρια, λόγω αύξησης κυρίως των τιμών στα εστιατόρια-ζαχαροπλαστεία καφενεία-κυλικεία.

2. Από τις μειώσεις των δεικτών κατά:

• 0,6% στην ομάδα Διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά, λόγω μείωσης κυρίως των τιμών σε: ελαιόλαδο, νωπά φρούτα, νωπά λαχανικά, σάλτσες-καρυκεύματα. Μέρος της μείωσης αυτής αντισταθμίστηκε από την αύξηση κυρίως των τιμών σε: μοσχάρι, νωπά ψάρια.

• 0,6% στην ομάδα Αλκοολούχα ποτά και καπνός, λόγω μείωσης κυρίως των τιμών στα αλκοολούχα ποτά (μη σερβιριζόμενα).

* Δείτε αναλυτικά την έκθεση της ΕΛΣΤΑΤ δεξιά στη στήλη Σχετικά Αρχεία




https://www.capital.gr/oikonomia/3895563/nea-auxisi-tou-plithorismou-sto-26-anatimiseis-fotia-se-asfalistra-ugeias-rouxa-kai-energeia/

ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ: - Απόφαση Ελεγκτικού Συνεδρίου: - "Η κατηγορία των αποστράτων δεν αντλεί καμμιά ωφέλεια, από την παρακράτηση υπέρ της ΕΑΣ" - "Η υπαγωγή τους στον ΕΦΚΑ αντίκεινται στο Σύνταγμα" Το κράτος δικαίου ξέρει να διαβάζει ;



Στην ολομέλεια του Ελεγκτικού συνεδρίου παρέπεμψε,το II Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου την αγωγή, που  είχε καταθέσει στις 31-1-2019  χήρα θανόντος Δικαστικού, που διεκδικούσε το ποσό των 6.489,44 ευρώ, για την παράνομη παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων. 

    Στην τεκμηρίωση της απόφασής του αναφέρει, σε πολλά σημείαότι
η κατηγορία των Στρατιωτικών συνταξιούχων δεν αντλεί καμμιά ωφέλεια
, από την παρακράτηση υπέρ της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων και  η υπαγωγή τους στον ΕΦΚΑ, αντίκεινται στις διατάξεις του Συντάγµατος µε τις οποίες κατοχυρώνεται το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς


   Επειδή ο όγκος των αγωγών που ήδη εκκρεµμούν, στο Ελεγκτικό Συνέδριο, είναι αυξημένος, και οι κυβερνήσεις δεν εφάρμοσαν την απόφαση 244/2017 της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου, που διέτασσε το κράτος να σταματήσει την παρακράτηση της Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων,   το II Τµήµα  αποφάσισε ότι, πρέπει να υποβληθεί προδικαστικό ερώτημα στην Ολομέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, για την οριστική λύση του προβλήματος



Δείτε τα επίμαχα σημεία της απόφασης

        

Απόφαση 930/2019

ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΤΜΗΜΑ ΙΙ 

Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του στις 4 Απριλίου 2019, µε την ακόλουθη σύνθεση: ..........................


 Για να δικάσει την από 31.1.2019 αγωγή (Α.Β.∆……) Της ….του …, κατοίκου ……η οποία παραστάθηκε διά του πληρεξουσίου της δικηγόρου, Νικολάου Αναγνωστόπουλου (Α.Μ.∆.Σ.Α. 19556), κατά του Ελληνικού ∆ηµοσίου, που εκπροσωπείται νόµιµα από τον Υπουργό Οικονοµικών, και κατά του ν.π.δ.δ. µε την επωνυµία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (Ε.Φ.Κ.Α.), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου Κωνσταντίνου αρ. 8), και εκπροσωπείται νόµιµα από το ∆ιοικητή του, που αµφότερα παρέστησαν διά του Παρέδρου του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου. 

 Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το ∆ικαστήριο άκουσε: 

Tον πληρεξούσιο δικηγόρο της ενάγουσας, ο οποίος ζήτησε της παραδοχή της αγωγής. 

Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού ∆ηµοσίου και του Ε.Φ.Κ.Α., ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, και 

Τον Επιτροπεύοντα Πάρεδρο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την αναστολή εκδίκασης της αγωγής. 

Μετά τη δηµόσια συνεδρίαση, το ∆ικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη. 

                     Αφού µελέτησε τα σχετικά έγγραφα  

Σκέφθηκε σύµφωνα µε το νόµο Αποφάσισε τα εξής: 

1. Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, εκ µεταβιβάσεως πολιτική συνταξιούχος του ∆ηµοσίου, χήρα αποβιώσαντος συνταξιούχου δικαστικού λειτουργού (τέως Συµβούλου της Επικρατείας), ζητεί, κατ’ εκτίµηση του περιεχοµένου της αγωγής και µε βάση τα άρθρα 105 και 106 ΕισΝΑΚ, να υποχρεωθούν το Ελληνικό ∆ηµόσιο και ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης να της καταβάλουν, εις ολόκληρον και νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.489,44 ευρώ. 

Το ποσό αυτό αντιστοιχεί, κατά τους ισχυρισµούς της ενάγουσας, στη ζηµία που υπέστη από την παρακράτηση από τη σύνταξή της, κατά το διάστηµα από 8.2.2017 έως 31.1.2019, της «Εισφοράς Αλληλεγγύης Συνταξιούχων» (ΕΑΣ), κατ’ εφαρµογή των διατάξεων των άρθρων 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010, όπως αυτές ίσχυαν κατά τον κρίσιµο χρόνο, οι οποίες, όπως προβάλλει η ενάγουσα, καθ’ ο µέρος επέβαλαν την επίδικη εισφορά αλληλεγγύης στις συντάξεις του ∆ηµοσίου, είναι αντίθετες προς τις ρυθµίσεις των άρθρων 4 παρ.1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4 του Συντάγµατος και τις από αυτά απορρέουσες συνταγµατικές αρχές, σύµφωνα και µε όσα έχουν κριθεί µε την 244/2017 απόφαση της Ολοµέλειας του παρόντος ∆ικαστηρίου. 

 

52. Κατόπιν αυτών, το Τµήµα διαπιστώνει ότι στην υπό κρίση υπόθεση ανακύπτει ζήτηµα γενικότερης σηµασίας και µε συνέπειες για ευρύτερο κύκλο προσώπων, και συγκεκριµένα εάν µετά τη θέση ισχύ των διατάξεων του ν. 4387/2016 περί της ένταξης των δηµοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών εν ενεργεία και συνταξιούχων στον ΕΦΚΑ και την από 1.1.2017 µεταφορά στον τελευταίο της αρµοδιότητας πληρωµής των συντάξεων του ∆ηµοσίου µε την κ.υ.α. 124456/0092/13.12.2016 εξακολουθεί να αντίκειται στο Σύνταγµα ......

Επί του του ζητήµατος αυτού, το Τµήµα άγεται οµόφωνα σε καταφατική κρίση, όπως εκτίθεται στη σκέψη 50 της παρούσας, καθόσον: 

α) Μετά τη διαγνωσθείσα αντισυνταγµατικότητα της επίδικης εισφοράς µε τη 244/2017 απόφαση της Ολοµελείας του ∆ικαστηρίου δεν επαναρρυθµίστηκε εξ αρχής το ζήτηµα της επιβολής της στους συνταξιούχους δηµοσίους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς, σε συµµόρφωση προς τα κριθέντα µε την απόφαση αυτή και ειδικότερα προς τις τέσσερις διαπιστωθείσες επάλληλες και αυτοτελείς βάσεις αντισυνταγµατικότητας της εισφοράς (βλ. σκέψη 36), προκειµένου να είναι δυνατή η ανατροπή των όσων κρίθηκαν, τα οποία δεσµεύουν εν τοις πράγµασι τους οικείους σχηµατισµούς κατά την εκδίκαση όµοιων υποθέσεων, ενόψει των συνταγµατικών αρχών της ασφάλειας δικαίου και της ισότητας των διαδίκων, κρίσεις τις οποίες υιοθετεί οµόφωνα και το παρόν Τµήµα (βλ. σκέψη 50). 

 β) Σε κάθε περίπτωση, οι προβλέψεις του τελευταίου αυτού νόµου περί υπαγωγής των δηµοσίων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών στον ΕΦΚΑ, αντίκεινται στις διατάξεις του Συντάγµατος µε τις οποίες κατοχυρώνεται το ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των κατηγοριών αυτών (βλ. σκέψεις 48 και 49). 

Συνεπώς, η ένταξη της κατηγορίας αυτής στον εν λόγω φορέα, ακόµη και αν αυτός γίνει ανεκτός, ως διφυής φορέας, µεταβατικά, µέχρι την συµµόρφωση του νοµοθέτη προς τις οικείες συνταγµατικές ρυθµίσεις, δεν αίρει την πρώτη βάση αντισυνταγµατικότητας της επίδικης εισφοράς, όπως αυτή κρίθηκε µε την 244/2017 απόφαση της Ολοµέλειας, 

Η βάση δε αυτή αντισυνταγµατικότητας εξακολουθεί ισχύουσα και για την επιβολή της εισφοράς από 1.1.2019 και εντεύθεν,  .......  

 

Λαµβανοµένου δε υπ’ όψιν ότι οι βαρυνόµενοι µε την ΕΑΣ συνταξιούχοι δεν είναι η µόνη κατηγορία που αντλεί ωφέλεια από την βιωσιµότητα του συνταξιοδοτικού συστήµατος ως συνόλου και ειδικότερα των κλάδων κυρίας σύνταξης, αφού άµεση ωφέλεια από το σύστηµα αυτό αντλεί και ο ενεργός ασφαλισµένος πληθυσµός, η επιλογή του νοµοθέτη να θεσµοθετήσει ένα τέτοιο δια-ταµειακό βάρος µόνο σε βάρος της κατηγορίας των συνταξιούχων και, µάλιστα, όσων οι συντάξεις υπερβαίνουν το ποσό των 1.400 ευρώ, έπρεπε να αιτιολογηθεί ειδικά, καθόσον συνιστά κατ’ αρχήν απόκλιση από την κατ’ άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγµατος αρχή της καθολικότητας των βαρών, στο βαθµό που µε τον επίµαχο γενικευµένο κοινωνικοασφαλιστικό πόρο επιφορτίζεται συγκεκριµένη κατηγορία. 

Τέλος, διατηρείται και η τέταρτη βάση αντισυνταγµατικότητας, σύµφωνα µε την οποία, εφόσον η εν λόγω εισφορά δεν αποτελεί έκτακτο δηµοσιονοµικό µέτρο προς ελάφρυνση του προϋπολογισµού της Γενικής Κυβέρνησης, αλλά διαρθρωτικού χαρακτήρα παρέµβαση, .....................



Και τούτο, διότι το ΙΙΙ Τµήµα του ∆ικαστηρίου, έχον ειδική αρµοδιότητα επί συγκεκριµένων κατηγοριών συντάξεων, πολεµικών, στρατιωτικών και κανονιζοµένων βάσει των ειδικών νόµων, ....... µε τη 277/2019 απόφασή του υπέβαλε προδικαστικό ερώτηµα, µε αντικείµενο τη συµβατότητα µε το Σύνταγµα της υπαγωγής των στρατιωτικών συνταξιούχων στον ΕΦΚΑ, βάσει των διατάξεων του ν. 4387/2016, καθώς και επιµέρους ρυθµίσεών του που αφορούν στον κανονισµό σύνταξης της κατηγορίας αυτής συνταξιούχων. 


Περαιτέρω, µε τη 278/2019 απόφαση του, το ίδιο Τµήµα υπέβαλε και έτερο προδικαστικό ερώτηµα, µε αντικείµενο τη διατήρηση ή µη της κρίσης της 244/2017 απόφασης της Ολοµέλειας του ∆ικαστηρίου, και κατ’ εκτίµηση του περιεχοµένου της οικείας απόφασης του Τµήµατος στην 32/2018 απόφαση αυτής, περί αντίθεσης της κατ’ άρθρα 38 του ν. 3863/2010 και 11 του ν. 3865/2010 εισφοράς αλληλεγγύης των στρατιωτικών συνταξιούχων στα άρθρα 4 παρ. 1 και 5 του Συντάγµατος, επειδή η κατηγορία αυτή δεν αντλεί ωφέλεια από το προϊόν της εισφοράς ως εκ της ένταξης, µεταξύ άλλων, της κατηγορίας αυτής συνταξιούχων στον ΕΦΚΑ, η οποία κρίθηκε, κατά πλειοψηφία, ως συνταγµατική από το ΙΙΙ Τµήµα του ∆ικαστηρίου. .............


Ειδικότερα, το µεν πρώτο από τα ανωτέρω προδικαστικά ερωτήµατα του ΙΙΙ Τµήµατος δεν συναρτά το ζήτηµα της συµβατότητας των διατάξεων του ν. 4387/2016 µε την εισφορά αλληλεγγύης συνταξιούχων, ενώ το δεύτερο αφορά µεν στην τύχη της εν λόγω εισφοράς µετά τη θέση σε ισχύ του νόµου αυτού, πλην αφορά µόνο στους στρατιωτικούς συνταξιούχους και την εξετάζει αποκλειστικά σε ό,τι αφορά την πρώτη βάση αντισυνταγµατικότητάς της και όχι ως προς τις άλλες τρεις, ενώ δεν θέτει το ζήτηµα της συνταγµατικότητας της παρακράτησης της ΕΑΣ για το διάστηµα από 1.1.2019 και εφεξής. 

 

Συνεπώς, παραδεκτώς και δη λυσιτελώς υποβάλλεται το παρόν προδικαστικό ερώτηµα, που αφορά στην παρακράτηση από τη σύνταξη πολιτικής συνταξιούχου, και δη κατά µεταβίβαση συνταξιούχου, χήρας αποβιώσαντος τέως δικαστικού λειτουργού, της εισφοράς αλληλεγγύης συνταξιούχων .........

ε) Κατά την εκτίµηση του Τµήµατος, ο όγκος των υποθέσεων που ήδη εκκρεµεί ενώπιόν του και που θα προκύψει από την εφαρµογή της 244/2017 απόφασης της Ολοµέλειας του ∆ικαστηρίου, η οποία, άλλωστε, εκδόθηκε στο πλαίσιο δίκης – πιλότου, κατ’ εφαρµογήν των διατάξεων του άρθρου 108 Α παρ. 1 του π.δ/τος 1225/1981, είναι αυξηµένος, το Τµήµα κρίνει ότι πρέπει να υποβληθεί προδικαστικό ερώτηµα στην Ολοµέλεια, κατ’ εφαρµογή του άρθρου 108 Α παρ. 2 του π.δ. 1225/1981, προκειµένου να αποφανθεί για τα εκτιθέµενα στη σκέψη 52 ζητήµατα, όπως ειδικότερα αναλύονται και στο σκεπτικό της παρούσας.  


Για τους λόγους αυτούς Παραπέµπει την αγωγή στην Ολοµέλεια του Ελεγκτικού Συνεδρίου, κατά τα ειδικώς αναφερόµενα στο σκεπτικό της παρούσας. 

 


 Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 11 Απριλίου 2019. 



 Ο ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ

Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ 

 ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΣΟΦΙΑΝΟΥ 

 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ 

 ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ

 

Διαβάστε την απόφαση

09/12/2020