Με το σκεπτικό πως οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων, σε σχέση με την κατάσταση στην κοινωνία (είτε με τους ιδιωτικούς υπαλλήλους) ακόμα και μετά την κατάργηση των 3 δώρων τους εξασφαλίζει αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, η Ολομέλεια του Συμβουλίου Επικρατείας έκρινε συνταγματική την οριστική περικοπή των δώρων και επιδομάτων των εν ενεργεία δημοσίων υπαλλήλων με το μνημόνιο 2 (νόμος 4093/2012).
ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ
Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2024
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ Σαν Σήμερα: - Πρόεδρος της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας: - Η αξιοπρεπής διαβίωση, για τους δημοσίους υπαλλήλους, εξασφαλίζεται με τον μισθό των 780-1.092 ευρώ!! - Για τον λόγο αυτό καταργούμε τα δώρα!!
Πρωθυπουργός: - Καλημέρα! - "Θέλω να διαψεύσω ότι σχεδιάζεται αύξηση στα τέλη κυκλοφορίας για τα παλιά αυτοκίνητα άνω των 10 ετών!!!"
Σάββατο 9 Νοεμβρίου 2024
Καστοριά 1948: - "Οι μοναρχοφασίστες, μισθοφόροι του Τρούμαν", τσακίζουν τον ΔΣΕ του ΚΚΕ
Συνέβη σαν Σήμερα: - Το Ολοκαύτωμα της Μονής Αρκαδίου - Κορυφαία πράξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κρητών
Κορυφαία πράξη του απελευθερωτικού αγώνα των Κρητών, σύμβολο ηρωισμού και θυσίας. Είναι το σημαντικότερο επεισόδιο της Κρητικής Επανάστασης του 1866.
Η κακοδιοίκηση και η καταπίεση της τουρκικής διοίκησης ανάγκασε την Παγκρήτια Συνέλευση που συνήλθε στα Χανιά να αποστείλει στις 14 Μαΐου 1866 αναφορά στον Σουλτάνο με μια σειρά αιτημάτων. Συγκεκριμένα, ζητούσε: βελτίωση του φορολογικού συστήματος, σεβασμό της χριστιανικής θρησκείας, αναγνώριση του πληθυσμού να εκλέγει ελεύθερα τους δημογέροντές του και τη λήψη μέτρων για την οικονομική ανάπτυξη του νησιού.
Παράλληλα, απέστειλε μυστικό υπόμνημα προς τους μονάρχες της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Ρωσίας, με το οποίο τους καλούσε να ενεργήσουν για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα ή να μεσολαβήσουν στη χορήγηση από τον Σουλτάνο «Οργανικού Νόμου». Στη συγκέντρωση αυτή συμμετείχε και ο Γαβριήλ Μαρινάκης, ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου, που ήταν το επαναστατικό κέντρο της περιοχής Ρεθύμνης.
Οι Μεγάλες Δυνάμεις αδιαφόρησαν, ενώ η ελληνική κυβέρνηση δήλωνε ουδετερότητα και δεν πήρε ανοιχτά το μέρος των επαναστατών. Μόνο η Ρωσία κινήθηκε δραστήρια, χάρη στους υποπροξένους της στο νησί Ιωάννη Μιτσοτάκη και Σπυρίδωνα Δενδρινό.
Μη αναμένοντας βοήθεια από πουθενά, οι Κρητικοί αποφάσισαν να ξεσηκωθούν μόνοι τους και ύψωσαν τη σημαία της Επανάστασης στις 21 Αυγούστου 1866, με το σύνθημα «Ένωσις ή Θάνατος» και αρχηγούς τον Ιωάννη Ζυμβρακάκη στα Χανιά, τον Ελλαδίτη συνταγματάρχη Πάνο Κορωναίο στο Ρέθυμνο και τον Μιχαήλ Κόρακα στο Ηράκλειο. Στην Ελλάδα συγκροτήθηκαν εθελοντικές ομάδες, που βοήθησαν τους Κρητικούς, με χρήματα, τρόφιμα και άλλα εφόδια.
Ο Σουλτάνος θορυβήθηκε από την εξέγερση και έστειλε στις 30 Αυγούστου 1866 τον Μουσταφά Ναϊλή Πασά, με εντολή να την καταστείλει, αφού προηγουμένως είχε απορρίψει τα αιτήματα των Κρητικών. Ο Πασάς έφερε το προσωνύμιο Γκιριτλί (Κρητικός), επειδή είχε συντελέσει στην κατάπνιξη της επανάστασης του 1821 στην Κρήτη. Πρώτα προσπάθησε να καλοπιάσει τους επαναστάτες και να τους πείσει να επιστρέψουν στις δουλειές τους. Όταν αυτοί αρνήθηκαν, αποφάσισε να θέσει σε εφαρμογή το στρατιωτικό του σχέδιο για την κατάπνιξη της επανάστασης.
Τον Σεπτέμβριο και Οκτώβριο προέβη σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στην περιοχή των Χανίων και στη συνέχεια στράφηκε προς το Ρέθυμνο και τη Μονή Αρκαδίου, όπου ήταν η έδρα της τοπικής επαναστατικής επιτροπής, αποθήκη πολεμοφοδίων και τροφίμων, καθώς και καταφύγιο πολλών χριστιανών. Ο Μουσταφά Πασάς έφθασε έξω από το μοναστήρι το απόγευμα της 6ης Νοεμβρίου 1866. Στη διάθεσή του είχε 15.000 άνδρες (Τούρκους, Αλβανούς, Αιγυπτίους και Τουρκοκρητικούς) και ισχυρό πυροβολικό. Στη Μονή βρίσκονταν 966 άνθρωποι, από τους οποίους μόνο 250 μπορούσαν να πολεμήσουν. Επικεφαλής των αγωνιστών του Αρκαδίου ήταν ο πελοποννήσιος ανθυπολοχαγός Ιωάννης Δημακόπουλος και ο ηγούμενος Γαβριήλ.
Οι προτάσεις προς παράδοση απορρίφθηκαν από τους πολιορκημένους και το πρωί της 8ης Νοεμβρίου άρχισαν οι εχθροπραξίες. Οι Οθωμανοί, παρά τις λυσσαλέες επιθέσεις τους, δεν κατάφεραν να καταλάβουν τη Μονή την πρώτη μέρα. Το βράδυ ζήτησαν ενισχύσεις και μετέφεραν ένα μεγάλο πυροβόλο από το Ρέθυμνο. Την επομένη, 9 Νοεμβρίου, άρχισε το δεύτερο κύμα της επίθεσης. Νωρίς το απόγευμα γκρεμίστηκε το δυτικό τείχος της Μονής από τις βολές του πυροβόλου και οι επιτιθέμενοι εισέβαλαν στο μοναστήρι, αρχίζοντας τη μεγάλη σφαγή.
Στη μπαρουταποθήκη της μονής γράφτηκε η τελευταία πράξη του δράματος και μία ακόμα ένδοξη σελίδα της ελληνικής ιστορίας. Ο Κωστής Γιαμπουδάκης ή κατ' άλλους ο Εμμανουήλ Σκουλάς την ανατίναξε, σκορπίζοντας το θάνατο, όχι μόνο στους χριστιανούς, αλλά και στους εισβολείς. Αμέσως μετά, οι Τουρκοκρητικοί και οι Αλβανοί όρμησαν και κατέσφαξαν όσους είχαν διασωθεί, ενώ έκαψαν τον ναό και λεηλάτησαν τα ιερά κειμήλια.
Από τους Έλληνες που βρίσκονταν στη Μονή, μόνο 3 ή 4 κατόρθωσαν να διαφύγουν, ενώ περίπου 100 πιάστηκαν αιχμάλωτοι. Μεταξύ αυτών και ο Δημακόπουλος, που εκτελέστηκε λίγο αργότερα. Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου Γαβριήλ Μαρινάκης είχε σκοτωθεί πριν από την ανατίναξη της μπαρουταποθήκης. Οι νεκροί και τραυματίες του Μουσταφά ανήλθαν σε 1.500 ή σε 3.000, σύμφωνα με κάποιους υπολογισμούς.
Το Ολοκαύτωμα του Αρκαδίου, όπως είχε συμβεί με την καταστροφή των Ψαρών και την Έξοδο του Μεσολογγίου, συγκίνησε όλο τον χριστιανικό κόσμο κι ένα νέο κύμα φιλελληνισμού δημιουργήθηκε στην Ευρώπη. Σπουδαίες προσωπικότητες της εποχής, όπως ο Τζουζέπε Γκαριμπάλντι και ο Βίκτωρ Ουγκώ, πήραν θέση υπέρ του Κρητικού Αγώνα και ξένοι εθελοντές έσπευσαν να ενισχύσουν από κοντά την Επανάσταση. Σημαντικές ήταν και οι χρηματικές συνεισφορές από τη Ρωσία και τις ΗΠΑ, με προεξάρχοντα τον φιλέλληνα Σαμουήλ Χάου.
Η Κρητική Επανάσταση φυλλορρόησε τον Ιανουάριο του 1869, αλλά ο Σουλτάνος δεν μπόρεσε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τους Χριστιανούς της Κρήτης. Έτσι, υπό την πίεση των Μεγάλων Δυνάμεων αναγκάστηκε να παραχωρήσει τον «Οργανικό Νόμο» (3 Φεβρουαρίου 1868), ένα είδος Συντάγματος, που προέβλεπε προνόμια για τους χριστιανούς και καθεστώς ημιαυτονομίας για το νησί. Η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα πήρε αναβολή για το 1912.
Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/337?utm_source=newsletter&utm_medium=email&utm_campaign=sinevi_san_simera&utm_term=2022-11-09
© SanSimera.gr
ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ για τις Συντάξεις: - Η μακάβρια πρόταση του Υπουργείου εργασίας/ΕΦΚΑ, για να διορθώσει τα λάθη που έκανε, στον επανυπολογισμό των συντάξεων - Η απόδειξη
1. Την μετά θάνατο δικαίωση προτείνει ο ΕΦΚΑ, στις απαντήσεις που στέλνει, στους συναδέλφους που έχουν καταθέσει ένσταση/προσφυγή/καταγγελία , για τον λάθος επανυπολογισμό της σύνταξής τους, προς την Δ΄ Διεύθυνση Απονομής Συντάξεων & Εφάπαξ Δημοσίου Τομέα.
Μαρτυρία του συντρόφου Χρόνη Μίσσιου που συμμετείχε και στον συμμοριοπόλεμο: - "Ολόκληρη η αριστερά πρέπει να περάσει από ψυχιατρείο…"
Η μαρτυρία του Χρόνη Μίσσιου για τα μεταπολεμικά χρόνια (1947-1973) εμπνέει ανάλογα αισθήματα αγάπης και εθνικού πάθους: αγάπης για το ήθος, την ψυχική δύναμη, την εκφραστική πληρότητα του αφηγητή, και πάθους για τα αίσχη του εμφύλιου διχασμού, για την αδικία και την καταστροφή, για τις χαμένες ζωές. Η μαρτυρία του Μίσσιου δεν είναι, βέβαια, ούτε η πρώτη ούτε και η μοναδική γι’ αυτή την περίοδο. Αλλά εκφράζει ίσως καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη τον τραγικό αγώνα ενός Νεοέλληνα «που με όλα τα ένστικτα της φυλής του ριζωμένα βαθιά μέσα στα σπλάχνα του, αναζητά την ελευθερία, το δίκιο, την ανθρωπιά». Τα λόγια είναι του Σεφέρη για τον Μακρυγιάννη.
Η μαρτυρία του Μίσσιου δεν είναι ιστορική, αλλά προσωπική. Γραμμένη στο πρώτο πρόσωπο, με το ύφος του προφορικού λόγου, διηγείται σ’ ένα σύντροφο που είχε την ευτυχία να πεθάνει νωρίς (δηλαδή πριν τον πρώτο εμφύλιο ή τουλάχιστον στις αρχές του) τις φυλακές, τις εξορίες και τα βασανιστήρια που υπέφερε ο αφηγητής σαν ενεργό μέλος του ΚΚΕ. Ο Μίσσιος γράφει μετά την παραίτησή του από το κόμμα και μετά την άρνησή του να ξανασυνδεθεί με την πολιτική του δράση. Ο σύντροφος (πραγματικός ή φανταστικός) δεν κατονομάζεται ούτε περιγράφεται. Το γεγονός ότι υπήρξε παλιός και καλός φίλος του αφηγητή δεν σημαίνει πάντως ότι, αν ζούσε σήμερα, θα συμφωνούσε μαζί του: «Έχω τόσα να σου πω, κι ούτε ξέρω αν μ’ ακούς ή είσαι κι εσύ σαν την καθοδήγηση, ρεμβάζεις όταν μιλούν οι άλλοι και ξαναρχίζεις να μιλάς μόλις τελειώσουν».
Τα λόγια αυτά εκφράζουν μια μεγάλη ελευθερία. Μέσα στις φυλακές της Βίδου και του Αβέρωφ, στις εξορίες της Μακρονήσου και του Άη Στράτη ο Μίσσιος αποδεικνύεται δυνατότερος από τους βασανιστές του και πιστότερος στην ιδεολογία του κομμουνισμού (όπως ο ίδιος την καταλαβαίνει) απ’ ό,τι η ηγεσία του ΚΚΕ. Αλλά σ’ όλη τη διάρκεια των είκοσι πέντε βασανιστικών αυτών χρόνων δεν επιβιώνει χάρη μόνο στη γενναιότητά του, αλλά και χάρη στην αλληλεγγύη με τους συγκρατουμένους του, χάρη στην ενστικτώδη υπαρξιακή συναίσθηση της κοινής ανθρώπινης μοίρας μπροστά στο θάνατο. Το γεγονός ότι ο Μίσσιος δεν αισθάνεται την ανάγκη να ζητήσει την έγκριση του παλιού του συντρόφου για τις πράξεις του αποτελεί απόδειξη μιας καινούριας, μιας απόλυτης ηθικής ελευθερίας. Η αφήγησή του δεν είναι ούτε απολογία προς το κόμμα, ούτε εκδίκηση ενάντια στους βασανιστές του, ούτε επιστροφή στην αγνή ιδεολογία κάποιας χαμένης νεανικής συντροφιάς. Είναι μια υπεύθυνη προσωπική κατάθεση, μια ύστατη εξομολόγηση της αλήθειας χωρίς κανένα απώτερο σκοπό, καμιά απολύτως υστεροβουλία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υποκινεί κανέναν πολιτικό αντίλογο.
Ο Μακρυγιάννης έγραψε τα Απομνημονεύματα επειδή πίστευε στην ιστορική αλήθεια: «γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο», όπως λέει ο ίδιος. Ο Μίσσιος δεν γράφει επειδή ενδιαφέρεται για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας ή επειδή τον πνίγει το άδικο. Γράφει επειδή αισθάνεται μόνος, απομακρυσμένος, αποκομμένος από την κοινωνία που τον περιβάλλει, όπως αποκομμένος αισθάνεται ένας μελλοθάνατος την τελευταία νύχτα της ζωής του. Να πώς αρχίζει την αφήγησή του:
«Σου γράφω, όχι από τις φυλακές της Κέρκυρας, απ’ την Αθήνα σου γράφω, σχετικά ελεύθερος… Όχι, δεν είμαι αδειούχος, νόμιμα και μόνιμα πολιορκημένος είμαι. Τέλος, δεν έχει σημασία από πού σου γράφω, λίγο πολύ παντού το ίδιο είναι, φυλακή, τρελάδικο, κόμμα, κοινωνία… Ούτε μέσα σου δεν μπορείς να ’σαι πια. Όμως είσαι τόσο μόνος, σαν να πας κάθε πρωί για εκτέλεση…»
Η μαρτυρία του Μίσσιου εμπνέεται από τη δύναμη της ζωής μπροστά στο φόβο του θανάτου.
Ορισμένα βιογραφικά στοιχεία θα βοηθούσαν την κρίση του αναγνώστη. Ο Μίσσιος οργανώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων στη Θεσσαλονίκη το 1944, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Ζει για εννιά μήνες με το άγχος ότι τα ξημερώματα θα τον εκτελέσουν. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται με κίνδυνο της ζωής του σε διάφορες φυλακές μέχρι το 1953, οπότε αποφυλακίζεται. Αμέσως σχεδόν παρουσιάζεται στο Στρατό για τη θητεία του. Μετά την Κόρινθο εξορίζεται στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, όπου παραμένει μέχρι το κλείσιμο των στρατοπέδων το 1962. Δρα ελεύθερος σαν στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ και μέλος της γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη μέχρι τον Απρίλη του 1967. Με τη στρατιωτική δικτατορία περνά στην παρανομία και ιδρύει, μαζί με άλλους, το Π.Α.Μ. Το Νοέμβρη συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Απελευθερώνεται τελικά με την αμνηστία του Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του 1973.
[…]
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο αφηγητής εκτοπίζεται στις αγροτικές φυλακές ανηλίκων της Βίδου, του μικρού νησιού έξω απ’ την Κέρκυρα. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Ο Μίσσιος και δυο άλλοι σύντροφοι βρίσκονται τιμωρημένοι στην απομόνωση επειδή αντιστάθηκαν στις αρχές της φυλακής. Ένα βράδυ αποφασίζουν να αποδράσουν και να κολυμπήσουν μέχρι τις αλβανικές ακτές. Πράγματι κατορθώνουν να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα. Αλλά δεν προλαβαίνουν να κολυμπήσουν λίγα μέτρα κι η θάλασσα γεμίζει φως:
«Μου λέει ο Νικόλας, στημένη, μας φάγανε — βούτα… Σε δυο λεπτά είναι δίπλα μας δυο βενζινάκατες φορτωμένες καρακόλια και μπάτσους. Μας ψαρεύουν… Τρέμουμε τόσο πολύ από το κρύο ώστε μέσα μας παρακαλάμε ν’ αρχίσουν να βαράνε, μπας και ζεσταθούμε. Αλλά οι χαμούρες το ξέρουνε, δε βαράνε, γελάνε, κοροϊδεύουνε, κι ο Σάβανος, ένας μπινές δυο μέτρα μπόι, από τους πιο αδίσταχτους βασανιστές, όπως τον γνωρίσαμε μετά, μας πατάει τα παγωμένα δάχτυλα των ποδιών με τα τακούνια του και κοροϊδεύει. Ώστε νυχτερινό μπανάκι μού θέλατε, ε;…»
Τα βασανιστήρια που ακολουθούν είναι φριχτά. Ο αφηγητής επιβιώνει χάρη στη φαντασία του: όταν δεν αντέχει άλλο τον φυσικό πόνο ονειρεύεται τα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια. Μετά τα βασανιστήρια ακολουθούν σκληρά καταναγκαστικά έργα. Οι τρεις σύντροφοι δουλεύουν από την ανατολή μέχρι τη δύση κάτω απ’ τον καυτό ήλιο χωρίς νερό και φαγητό. Ο Παύλος καταφέρνει να πέσει σ’ ένα γκρεμό: θέλει ν’ αυτοκτονήσει. Μοναδική παρηγοριά τους είναι μια υπόγεια πηγή που ρέει μέσα στο κελί της απομόνωσης. Τις νύχτες κοιμούνται δίπλα στη δροσιά της. Αλλά κάποτε οι φύλακες ανακαλύπτουν τη μυστική αυτή χαρά και φράζουν τη ροή της.
«Ένα βράδυ όταν γυρίσαμε στο κελί βρήκαμε την πηγή φραγμένη με τσιμέντο… Δυο κλωστίτσες νερό ήτανε… Κλάψαμε κείνο το βράδυ, τρία παιδιά μόνα κι έρημα απέναντι σ’ ένα παράλογο μίσος, σε μια ακατανόητη απανθρωπιά».
Σ’ αντίθεση με την απανθρωπιά της εξουσίας, ο αφηγητής δείχνει απίστευτη ευσπλαχνία προς τον Ζάφτη, τον ποινικό κρατούμενο που πρόδωσε το σχέδιο της απόδρασης:
«Απ’ την αρχή σε φέρανε για να μας ρουφιανεύεις, δε βγαίνει αλλιώς, όπως και να το κάνεις. Τώρα άκου να δεις, δε θα σε βγάλουμε στο ικάντιο (σ.σ. δε θα σε διαπομπεύσουμε, δε θα σε εκθέσουμε) άμα μου πεις πως σταματάς τη ρουφιανιά. Κάποτε ήσουνα καλό παλικάρι κι είναι κρίμα. Εγώ δε σε κάνω ρεζίλι. Με κοιτάει και μου λέει, από φούμες πώς τα πάτε; Του λέω, δεν υπάρχει σάλιο. Θέλετε μια κούτα; Του λέω, εντάξει. Έτσι έληξε αυτή η ιστορία».
[…]
Στη μαρτυρία του για το Ελληνικό Γκούλαγκ, ο Μίσσιος κερδίζει την εκτίμηση του αναγνώστη με δύο τρόπους: με τη γενναιοδωρία και την αγάπη που δείχνει προς τους συγκρατούμενούς του και με το χιούμορ του. Σαν παράδειγμα του πρώτου τρόπου αναφέρθηκε ήδη το επεισόδιο της συγχώρεσης του προδότη Ζάφτη. Σαν παραδείγματα του δεύτερου θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν τα μαθήματα καλών τρόπων που παραδίδουν κρυφά οι κρατούμενοι της Μακρονήσου στο δειλό Μανιάτη λοχαγό που σχεδιάζει να παντρευτεί, και το επεισόδιο με τα σκατά: κατά τη διάρκεια μιας τελετής αγιασμού στη Μακρόνησο, οι ποινικοί κρατούμενοι καταφέρνουν να περιλούσουν τις αρχές του Κλήρου και του Στρατού με τα φρέσκα προϊόντα των αποχωρητηρίων τους! Το γεγονός ότι ο αναγνώστης γελά μαζί με τον Μίσιο (και όχι εις βάρος του) αποκαθιστά μεταξύ τους μια βασική και κρίσιμη σχέση ισότητας, η οποία υπερβαίνει οποιεσδήποτε ιδεολογικές διαφορές.
[…]
«Εκείνο που μ’ εξοργίζει κυριολεκτικά είναι η ανθρώπινη ποιότητά μας, η ανθρώπινη πορεία μας.
…Σήμερα βέβαια όλοι έχουν αποκατασταθεί και οι περισσότεροι είναι στο κόμμα, αντάμα με τους χτεσινούς διώκτες και βασανιστές τους. Τι να πεις… Ολόκληρη η αριστερά πρέπει να περάσει από ψυχιατρείο… Μωρέ, καμιά φορά λέω καλά που δε νικήσαμε…»
Ένα από τα προτερήματα της αφήγησης του Μακρυγιάννη είναι ότι μας μεταδίδει το συναίσθημα της ανθρωπιάς, αυτό το ιδιότυπο μείγμα δικαιοσύνης και ελευθερίας. Να πώς το διατυπώνει ο Σεφέρης:
«Αλήθεια, μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα, που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό —τόσο ανθρώπινο—, που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων».
Καταλήγοντας αυτές τις πρώτες (ίσως πρόωρες) σκέψεις για τον Μίσσιο, επιθυμώ να παροτρύνω τον αναγνώστη να δεχτεί τη φωνή της αφήγησής του σαν οδηγό της εθνικής του συνείδησης, σαν μέτρο κρίσης του μεταπολεμικού εμφύλιου διχασμού. Ο Μίσσιος, όπως και ο Μακρυγιάννης, δεν ενδιαφέρονται για την ιστορική αντικειμενικότητα , δεν γράφουν τη νεοελληνική ιστορία. Το έργο τους κατορθώνει κάτι βασικότερο και βαθύτερο: δημιουργεί τις ηθικές και συνειδησιακές προϋποθέσεις που επιτρέπουν σ’ ένα λαό να κατανοήσει την ιστορία του και να απελευθερωθεί από τις καταστρεπτικές της δυνάμεις.
*Αποσπάσματα από κείμενο που είχε γράψει ο Μιχάλης Μόσχος για τον Χρόνη Μίσσιο, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου του υπό τον τίτλο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα, 1985). Το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Μόσχου είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες το καλοκαίρι του 1986 (τεύχος 46, Ιούλιος-Αύγουστος 1986).
Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός και αγωνιστής της Aριστεράς, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930 (η 8η Νοεμβρίου αναφέρεται στις σχετικές πηγές ως ημερομηνία γεννήσεώς του), από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές, κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, και ο Μίσσιος εργάστηκε ως μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι.
Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού λόγω οικονομικής ανέχειας. Λίγο αργότερα στάλθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής.
Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε από το θάνατο χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός.
Φυλακίστηκε έως το 1953 και από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ύστερα από ένα διάστημα ελευθερίας μεταξύ των ετών 1962 και 1967, ο Μίσσιος υπήρξε και πάλι πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια της χούντας, έως τον Αύγουστο του 1973.
Με τη λογοτεχνία ο Μίσσιος ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Το πρώτο του βιβλίο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού από τους πρώτους ήδη μήνες της κυκλοφορίας του. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα, που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας.
Ο Μίσσιος μπόρεσε να μετατρέψει τις οδυνηρές πολιτικές εμπειρίες του σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και το δογματισμό τους.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
Στα επόμενα βιβλία του διατηρήθηκε η θερμότητα των αισθημάτων του και το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα («Τα κεραμίδια στάζουν», 1991, «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», 1996, «Ντομάτα με γεύση μπανάνας», 2001).
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που, παρά το σκληρό κόσμο που απεικονίζει, δε χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.
Ο Χρόνης Μίσσιος απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών, στις 20 Νοεμβρίου 2012, έχοντας πρώτα παλέψει επί μακρόν με τον καρκίνο