Του Χρήστου Χωμενίδη Άνοιξε η ξαδέλφη μου το οικογενειακό της άλμπουμ και άρχισε να μού δείχνει φωτογραφίες από τα ‘70ς και τα ‘80ς. Το ύφος της νοσταλγικό καθώς αντίκρυζε τον εαυτό της -και τους υπόλοιπους συνομήλικους της οικογένειας- παιδάκια και ύστερα εφήβους, σε πάρτυ, σε τραπέζια, σε παραλίες. "Αχ, ήμασταν πολύ χαριτωμένοι!" αναφώνησε κι εγώ θυμήθηκα ότι στα δεκατρία, στα δεκαπέντε μου, σιχαινόμουν τη φάτσα μου, ευχόμουν πέφτοντας για ύπνο να ξυπνήσω το επόμενο πρωί με τα μαλλιά μου ίσια και τα χείλια μου λεπτά, να μοιάζω με τον μέσο συμμαθητή μου, να μού αρέσει το ποδόσφαιρο, να ζαχαρώνω ακριβά αυτοκίνητα... "Μια χαρά ήμασταν" συνομολόγησα. "Και τώρα μια χαρά κρατιόμαστε..." πρόσθεσα
"Μόνο μια χαρά;" έλαμψε το μάτι της. "Κοίτα εδώ, τους γονείς μας! Μπαρμπάδες δείχνουν, γερόντια σχεδόν! Και όμως, βρίσκονται στη σημερινή μας ηλικία!"
"Υπερβάλλεις, ξαδέλφη... Τους μεγαλώνουν πράγματι τα κοστούμια και οι γραβάτες, που τα φοράνε γραφειοκρατικά, σαν επαγγελματικές στολές ακόμα και στη σχόλη. Και τα παλιομοδίτικα φουστάνια και τα ταγιέρ και οι πλαστικές σκούφιες θαλάσσης που έβαζαν οι μαμάδες μας για να μη φύγει η λακ απ’τα μαλλιά τους... Ήταν έπειτα οι γονείς μας παιδιά της Κατοχής. Στην τρυφερότερη ηλικία είχαν στερηθεί όχι απλώς την ξενοιασιά μα και τις πρωτεϊνες και τους υδατάνθρακες. Γάλα τους μοίραζε η αμερικάνικη βοήθεια, η Ούνρα. Επίσης δεν υπήρχαν τότε μπότοξ για να ξανανιώνουν οι κυρίες, ενίοτε και οι κύριοι. Ούτε βιάγκρα ώστε να παρατείνεται το μάχιμον των ανδρών..."
"Το αποτέλεσμα μετράει!" επέμεινε. "Εμείς, μπροστά τους, μοιάζουμε πρόσκοποι!"
"Δεν θέλω να σε απογοητεύσω, ρώτα όμως και κανέναν δεκαοχτάρη πώς μας βλέπει... Εμένα πάντως ένας νεαρός αντιεμβολιαστής που τσακώθηκα τις προάλλες έξω από την τράπεζα (τσακώνομαι πλέον με αγνώστους – ανησυχητικό αυτό – αν δεν το’χα τσεκάρει πρόσφατα, θα ανησυχούσα ότι μού ανεβαίνει το σάκχαρο), ένας κάφρος λοιπόν μού είπε, περιφρονητικά, "σέβομαι τα γκρίζα σου μαλλιά”..."
"Κακοήθειες!"
"Ίσως. Δεν χωράει αμφιβολία ότι σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές, βαστιόμαστε πολύ καλύτερα. Ντυνόμαστε επίσης νεανικότερα. Έχουμε πιο στενή επαφή με τα παιδιά μας, κάτι άρα μυριζόμαστε απ’τις καινούργιες τάσεις... Άσε που έχοντας μεγαλώσει στα απόνερα της σεξουαλικής επανάστασης, μάς χαρακτηρίζει ένας φιλελευθερισμός, ασύγκριτα πιο ευφρόσυνος από τον πουριτανισμό της πολιτικής ορθότητας. Αλλού είναι το μέγα πρόβλημα..."
"Πού;"
"Στο ότι –σύμφωνα με τις στατιστικές, εάν δεν πλακώσει καμιά καινούργια πανδημία να μας αποδεκατίσει– έχουμε προσδόκιμο ζωής πάνω από ογδόντα χρόνια. Εκεί έγκειται η αντίφαση. Οι άνθρωποι φτάνουν, στις μέρες μας, στο ζενίθ τους στα σαράντα, άντε στα πενήντα. Τότε γίνονται πρωθυπουργοί, πρόεδροι εταιρειών. Τότε σαρώνουν τα καλλιτεχνικά βραβεία. Μετά ξεκινάει, σταδιακά, η αποδρομή. Γίνεται ωστόσο να αποδράμεις επί τρεις δεκαετίες;... Παλιά, όταν έβγαινες στη σύνταξη, είχες μπροστά σου μετρημένα χρόνια για να σούρνεσαι στα καφενεία και να παίζεις με τα εγγόνια σου. Σήμερα ο εξηντάρης αγναντεύει προς τα ενενήντα."
"Τι υπονοείς; Ότι πρέπει να ανέβει και άλλο η ηλικία συνταξιοδότησης;" γούρλωσε η ξαδέλφη, που εμφορείται από αριστερές ιδέες, κυρίως από σεβασμό προς τον επονίτη πατέρα της.
"Δεν υπονοώ τίποτα. Αναρωτιέμαι απλώς πώς πρέπει να κινηθούμε. Διότι αξιόμαχος και παλαίμαχος δεν ταιριάζουν. Έχει προστεθεί πρόσφατα δε και επιπλέον ζόρι: άμα δουλέψεις νόμιμα σού αναστέλλουν τη σύνταξη. Πρέπει άρα εσύ, το πρότυπο νομοταγούς πολίτη, να μπεις στα εξηνταπέντε σου στη μαύρη αγορά εργασίας. Αλλά και τι να κάνεις; Να κάτσεις σπίτι και να σε ρουφήξει το διαδίκτυο;...
Υπάρχουν ασφαλώς δοκιμασμένες λύσεις.
Κάποιοι ιδιαιτέρως εύποροι άντρες συνδέονται, στεφανώνονται, εκεί στα δεύτερα "-ήντα”, μια πολύ νεότερη τους γυναίκα-τρόπαιο. Τεκνοποιούν κιόλας –σπέρνουν κοινωνική αμηχανία– πώς να το υποθέσεις ότι ο κοτσονάτος κύριος που σπρώχνει το μωρουδιακό καροτσάκι δεν είναι παππούς αλλά πατέρας;
Άλλοι, οι οποίοι έχουν απλώς ένα κομπόδεμα, ερωτεύονται τη γηροκόμο τους. Αλλοδαπή κατά κανόνα, που τους μετράει συχνά τις μέρες αντίστροφα, προσβλέποντας στην ανταμοιβή για τα ξοδεμένα νιάτα της.
Οι γυναίκες, χηρεύοντας, το ρίχνουν στην ντόλτσε βίτα της ωριμότητας. Μπαίνουν σε πούλμαν, παίρνουν σβάρνα τα μοναστήρια, "προσκυνηματικές εκδρομές”. Ή –εάν είναι πιο κοσμοπολίτισσες και ματσωμένες– ταξιδεύουν με γκρουπ σε εξωτικούς παραδείσους. (Δεν είναι προσώρας στην Ελλάδα ανεκτό να επιστρέφει η γιαγιά από την Αφρική ή την Καραϊβική με έναν "σύντροφο” στην ηλικία των παιδιών της. Στη Βόρεια Ευρώπη συνηθίζεται...)
Πιο υπερήφανη στάση μού φαίνεται να μην παραιτηθείς ποτέ από τη δουλειά σου. Θαυμάζω κάτι δικηγόρους που ασπρίζουν στο καθήκον. Κάποιους ηθοποιούς που όταν τους βλέπεις στον δρόμο τους λυπάσαι μα επάνω στη σκηνή βγάζουν φτερά. Τον θρυλικό γιατρό Γιώργο Αυλάμη, ο οποίος χειρουργούσε μέχρι τα ενενήντα του. Πρώτον όμως, πρέπει το επάγγελμά σου να είναι ελεύθερο – στους υπαλλήλους το ίδιο το σύστημα δείχνει την πόρτα εξόδου. Και δεύτερον, η πελατεία σου να εξακολουθεί να σε εμπιστεύεται, αντιπαρερχόμενη ή και τιμώντας ακόμα τα χρόνια και την εμπειρία σου…"
"Πού θες να καταλήξεις;"
"Στο ότι οι άνθρωποι της γενιάς μας έχουν στη μέση ηλικία την υποχρέωση –ή την ευκαιρία– να επανεφεύρουν τον εαυτό τους. Παλιά αποκρυστάλλωνες την προσωπικότητά σου μέχρι τα είκοσι και με εκείνη τη σκευή πορευόσουν ισοβίως. Τώρα, στα εξήντα, πρέπει να ξαναμοιράσεις την τράπουλα. Να αναγεννηθείς. Να ξεκινήσεις μία δεύτερη ζωή.
Ειδάλλως –θες δεν θες– θα μαραθείς. Θα καταντήσεις γραφικός. Θα μαραζώνεις μηρυκάζοντας τα περασμένα δήθεν μεγαλεία…"
* Ο κ. Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας
πηγή:https://www.capital.gr/xristos-xomenidis/3593459/deuteri-zoi