Η «Αμαλία», έγραψε στο «Χ»:
«Ο θρήνος των σταλινικών της Ελλάδας για τον θάνατο του θεού τους, που πίστευε πως θα ζει αιώνια.
Στις 5 Μαρτίου του 1953, έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο ο “πατερούλης” Στάλιν, σκορπώντας θλίψη και πόνο στους απανταχού σταλινικούς. Ειδικά στους σταλινικούς της Ελλάδας, που ακόμα τον κλαίνε.
- Γράφει ο Υπτγος ε.α. Χρήστος Μπολώσης
Πριν πάμε στους κλαυθμούς και τους οδυρμούς, να αναφερθούμε στις καταγέλαστες ευχές επιφανών Ελλήνων κομμουνιστών για μακροημέρευση του Στάλιν, που όμως δεν ευοδώθηκαν. Ο Μπελογιάννης, μιλώντας το 1949 για τα 70 χρόνια του Στάλιν, ολοκλήρωσε την ομιλία του (με αναφορές στον Στάλιν σε κάθε παράγραφο…) ως εξής: «Κι αν αυτή τη στιγμή μπορούσε μαζί μας να φωνάξουν οι πολιτείες και τα βουνά μας, οι κάμποι και τα χωριά μας, θα φώναζαν και θα λέγαν: Ζήσε ακόμα πολύ, πάρα πολύ, μεγάλε Στάλιν!».
Ο Ζαχαριάδης, μιλώντας στις 11/10/1952 στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το… τερμάτισε: «Οι μάνες μας, οι απλές γυναίκες της χώρας μας που για τα παιδιά τους τόσο θερμά φροντίζει ο σύντροφος Στάλιν, λένε: Ας κόβει ο θεός χρόνια απ’ τη ζωή μας κι ας χαρίζει στιγμές στον Στάλιν. Είμαστε τόσο πολλές που θα ζει αιώνια».
Τελικά, 5 μήνες αργότερα, διαψεύστηκαν οι προσδοκίες του Ζαχαριάδη για… αιώνια ζωή του Στάλιν και γλίτωσαν και οι Ελληνίδες τον πρόωρο θάνατο.
Αλλά, το ΚΚΕ έδωσε στον «Μεγάλο Νεκρό» όρκους αιώνιας πίστης και αφοσίωσης – τους οποίους τηρεί ευλαβικά ως τις μέρες μας: «Την ιερή αυτή στιγμή, αυτόν τον όρκο δίνουν μπροστά στον Μεγάλο Νεκρό, οι κουκουέδες και οι αγωνιστές όλης της Ελλάδας: Να μείνουν πιστοί στην επιταγή αυτή του Στάλιν, πιστοί στη Μεγάλη Σοβιετική Ένωση και το κόμμα των κομμουνιστών της… Ο Στάλιν θα ζει αιώνια στην ψυχή του λαού μας. Σκύβοντας ευλαβικά τα κεφάλια μπροστά στον Μεγάλο Νεκρό και με πόνο αβάσταχτο στην καρδιά ας φωτιζόμαστε πάντα απ’ τη ζωή και το έργο του. Ζήτω η Μεγάλη Σοβιετική Ένωση!».
Επιπλέον, κατ’ εντολήν του κόμματος, θρήνησαν τον Στάλιν και οι δύο στρατευμένοι ποιητές (εκ του προχείρου…), Γιάννης Ρίτσος και Τάσος Λειβαδίτης, με δυο ποιήματα που δημοσιεύθηκαν την εποχή του θανάτου του. Αλλά, μετά την αποσταλινοποίηση, οι στρατευμένοι διατάχθηκαν από τους διοικητές τους να εξαφανίσουν τα σταλινικά ποιήματα από τις ποιητικές συλλογές τους και να τα ρίξουν στο πυρ το εξώτερον. Κι αυτοί, σαν καλοί στρατιώτες, υπάκουσαν στην προσταγή. Προτιμώ να μην παραθέσω τα αηδιαστικά αυτά ποιήματα, γιατί οι περισσότεροι τα γνωρίζετε, κι όσοι δεν τα γνωρίζετε μπορείτε εύκολα να τα βρείτε στο διαδίκτυο.
Το αστείο στην όλη υπόθεση με τους κόκκινους αυλοκόλακες, που είχαν θεοποιήσει τον Στάλιν και πίστευαν πως είναι… αθάνατος, είναι πως στο τέλος το πίστεψε και ο ίδιος. Ο Σοβιετικός συγγραφέας Αυταρχάνωφ διηγείται ένα σπαρταριστό περιστατικό. Σας το μεταφέρω περιληπτικά, με δικά μου λόγια: ‘’Τον Δεκέμβριο του 1949, στην διάρκεια μιας δεξιώσεως που δινόταν με την ευκαιρία των γενεθλίων του Στάλιν, οι παρατρεχάμενοι είχαν κουβαλήσει έναν γραφικό τύπο, ποιητή εκ του προχείρου, απ’ την ιδιαίτερη πατρίδα του “πατερούλη”, την Γεωργία. Μετά από έναν ποταμό έμμετρων κολακειών προς τον Στάλιν, ο ποιητής του ευχήθηκε να ζήσει όσο οι περισσότεροι Καυκάσιοι, πλέον των 100 ετών. Στο σημείο εκείνο, ο Στάλιν σηκώθηκε και επέπληξε τον ποιητή, λέγοντάς του, μεταξύ σοβαρού και αστείου: ‘’Γιατί τόσος περιορισμός;’’. Επικράτησε παγωμάρα στην αίθουσα, κι ο εύστροφος ποιητής κατάλαβε αμέσως την μνημειώδη γκάφα του και διόρθωσε την ευχή του, με εξόχως ποιητικό τρόπο: ‘’Χαρά για μας, κι εχθρών φοβέρα, ζήσε, α ι ώ ν ι α, πατέρα’’.
Ο Στάλιν αυτό ήθελε ν’ ακούσει, κι αμέσως σηκώθηκε ξανά, αυτή την φορά καταχειροκροτώντας τον ποιητή.
Συντρόφισσες και σύντροφοι, να ζήσετε να τον θυμόσαστε!»
………………………………………………………………………………………………………………………
Αυτά μας είπε, ή μάλλον μας έγραψε, η – άγνωστη – Αμαλία. Μετά λοιπόν τα άκρως σοβαρά της Αμαλίας, νόμιζε ότι ήρθε η ώρα να ελαφρύνουμε λίγο την ατμόσφαιρα. Για τον λόγο αυτό διάλεξα μερικά ποιήματα που γράφτηκαν από φανατικούς σταλινικούς με την αφορμή (όχι την ευκαιρία…) της εκδημίας του πατρός ημών και ποιμενάρχου.
Απολαύστε τα
- Γιάννης Ρίτσος — Ποίημα για τον θάνατο του Στάλιν
Όχι. Δεν είναι αλήθεια. Δεν είναι αλήθεια.
Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις.
Ο Ιωσήφ Στάλιν δεν πέθανε. Είναι παρών ο Στάλιν στο παγκόσμιο πόστο του.
Ο Στάλιν ανεβάζει στις επάλξεις των πέντε ηπείρων τις σημαίες της ειρήνης.
Ο Στάλιν ετοιμάζει με το σκόρπιο αλεύρι του κόσμου ένα ολοστρόγγυλο καρβέλι υγείας.
Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες. Σταματήστε τις.
Όσο κι αν τα μονόφθαλμα κανόνια στρέφουν το μαύρο ρύγχος τους
ίσα κατά την υψικάμινο της ελπίδας μας ο Στάλιν αγρυπνεί
στο παγκόσμιο πόστο του.
Σώπα, γιαγιά, και σκούπισε με το μαύρο τσεμπέρι σου
τα μάτια σου.
Όταν σβύνει η φωτιά σου κάτου απ’ το τσουκάλι σου είναι ο Στάλιν που σκύβει και φυσάει τη φωτιά σου ν’ ανάψει.
Όταν λείπει απ’ το τραπέζι μας το ψωμί κι απ’ το στρώμα μας τ’ όνειρο
κι απ’ το δώμα μας το λυχνάρι είναι ο Στάλιν που ανάβει τα μεγάλα ηλεκτρικά
στον ορίζοντα κι ακούμε κάτου απ’ τα τούνελ της νύχτας
τη βουή των τραίνων που μεταφέρουν λάδι και ψωμί και κάρβουνο
στους πεινασμένους.
Γιατί ο Στάλιν είναι ο πρωτογιός των προλετάριων
κι ο Στάλιν είναι κι ο πατέρας τους.
Για τούτο κι ο πιο μαύρος τοίχος της πιο μαύρης νύχτας
είναι γιομάτος απ’ τους σωλήνες του φωτός.
Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες.
Οι αιώνες σκαρφαλώνουν στην κορφή της ψυχής του ν’ ανασάνουν.
Μην πείτε πως ο ήλιος ορφάνεψε.
Κυττάχτε. Κάθε ήλιος και σελίδα —μέρα την ημέρα — με τους ήλιους των 74 χρόνων του, έφτιαξε ένα χοντρό βιβλίο από ατσάλι και τ’ ακούμπησε στα γόνατα του κόσμου.
Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν. Με τ’ όνομά του ανοίγει η Ιστορία τις πύλες της στον άνθρωπο.
Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν.
Το έργο του: Λευτεριά.
Σταματήστε λοιπόν τις καμπάνες κι ακούστε.
Πάνου απ’ την κόκκινη πλατεία, στην εξέδρα του ήλιου, ο Ιωσήφ Βησαριόνοβιτς Στάλιν μιλάει: «Υπερασπίστε, Λαοί, την Ειρήνη.
«ΑΥΓΗ», 5 Μάρτη 1953.
Με κριτική ματιά
Βέβαια ο Γιάννης Ρίτσος είναι ο γίγαντας της κομμουνιστικής κουλτούρας. Και ποιος είμαι εγώ που θα του ασκήσω κριτική. Αλλά μισό λεπτό ρε σύντροφοι. Ουδείς είναι υπεράνω κριτικής πλην του Θεού. Ε και ο Ρίτσος δεν ήταν δα και Θεός!
Ο ποιητής λοιπόν αρχικώς δεν μπορεί να πιστέψει ότι πέθανε ο Στάλιν. Δικαίωμά του. Επίσης χρήζει τον πατερούλη μέγα φυσητή που φυσάει ν΄ ανάψει η φωτιά της γιαγιάς με το μαύρο τσεμπέρι. Το ότι μπορεί το τσεμπέρι της γιαγιάς να είναι μαύρο λόγω κάποιας «πολιτικής δραστηριότητος» του Στάλιν, δεν απασχολεί τον ποιητή!
Τον ανακηρύσσει (τον Στάλιν) μέγα φούρναρη που φέρνει ψωμιά, καθώς επίσης και μέγα ηλεκτρολόγο, αλλά και μηχανοδηγό. Αχ ρε Στάλιν να σε είχαμε μηχανοδηγό στα Τέμπη…
Εκεί που ακριβολογεί ο ποιητής είναι ότι ο Στάλιν έφτιαξε ένα χοντρό βιβλίο από ατσάλι και το ακούμπησε στα γόνατα του κόσμου. Το κακό είναι ότι ο κόσμος απαλλάχθηκε από το πλάκωμα του βιβλίου, ύστερα από 38νχρόνια. Δεν τα λες και λίγα…
- Ένα ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη για τον Στάλιν
Στάλιν
Κλάφτε λαοί. Από σήμερα ο κόσμος είναι λιγώτερο μεγάλος.
Ο Στάλιν πέθανε. Ο ίσκιος απ’ το μεγάλο φέρετρό του χαράζει
ένα πελώριο πένθος στα μανίκια των προλετάριων.
Αυτό το φέρετρο που σήμερα το σηκώνουνε στους ώμους τους οι λαοί.
Ο Στάλιν πέθανε.
Απ’ όλες τις γωνιές του κόσμου οι εργάτες κι’ αγρότες
του στέλνουν το χαιρετισμό τους και τον όρκο τους.
Το Ντνιεπροστρόι ξεριζώνει τα τσιμεντένια του πόδια
κι έρχεται να κλάψει στο προσκέφαλό του.
Κι ο γέρο-Βόλγας, άι για-για, είχε να δει έτσι μαύρη μέρα,
από τις μαύρες μέρες της σκλαβιάς.
Μα όχι, όχι, δεν είναι αλήθεια γέρο-Βόλγα, όχι αδέρφια λαοί.
Ο Στάλιν δεν πέθανε.
Όταν οι εργάτες χτίζουν τις μεγάλες γέφυρες για να περάσει το μέλλον
ο Στάλιν ζει.
Όταν οι κόκκινοι φαντάροι αγρυπνάνε για την πατρίδα και την Ειρήνη
ο Στάλιν ζει.
Όταν μισούμε τον πόλεμο, όταν αντιστεκόμαστε στον πόλεμο
ο Στάλιν ζει.
Όταν ελπίζουμε, όταν τραγουδάμε, όταν παλεύουμε
ο Στάλιν ζει.
Όταν σ’ όλο τον κόσμο οι πατριώτες πεθαίνουν για τη λευτεριά
ο Στάλιν ζει.
Γιατί ο Στάλιν δεν είναι ένας άνθρωπος για να μπορεί να πεθάνει.
Ο Στάλιν είναι η ελπίδα και το ψωμί, είναι τ’ ατσάλι και η Ειρήνη.
Ο Στάλιν είναι η φωτιά που τέσσερα δισεκατομμύρια χέρια απλώνουνται να ζεσταθούν.
Ο Στάλιν είναι ποτάμι και φράγμα, είναι υψικάμινος και σημαία.
Ο Στάλιν είναι το μεγάλο αγκωνάρι που ακουμπάει ο κόσμος.
Κοιτάχτε τον. Νάτος. Πελώριος. Σαν ένα βουνό.
Όπου κι αν γυρίσετε θα δείτε το πλατύ του χέρι να σας γνέφει.
Ο Στάλιν περπατάει τους δρόμους της Ρωσίας, γυρνάει όλους τους δρόμους του κόσμου.
Θα τον βρείτε πλάι στους εργάτες να φτυαρίζει το κάρβουνο και να τροφοδοτεί τη φωτιά του χρόνου και της ελπίδας.
Θα τον βρείτε στο θερισμό να δίνει ένα χέρι στους κουρασμένους χωριάτες.
Θα τον δείτε συλλογισμένο να κοιτάει μακριά και να ονειρεύεται την ευτυχία του κόσμου.
Ενώ το ηλιοβασίλεμα θα πέφτει πάνω του αργά σα μια κόκκινη σημαία.
Ο Στάλιν ζει.
Ακούστε, ακούστε λοιπόν.
Μες στο γιγάντιο βήμα των λαών ακούστε, τη μεγάλη καρδιά του να χτυπάει.
Κλάφτε λαοί. Από σήμερα ο κόσμος είναι λιγότερο μεγάλος.
Ο Στάλιν πέθανε.
Κι ο γέρο-Βόλγας, άι για-για…
Μάθε κάθε πολιτεία, κάθε γωνιά του κόσμου από σήμερα παίρνει τ’ όνομά του.
Γίνεται ένα Στάλινγκραντ.
Κι οι εργάτες ανεβασμένοι στην πελώρια σκαλωσιά του ήλιου
Με τα σφυριά τους σκαλίζουν τη μορφή του στην είσοδο της Ιστορίας.
Προχωρείτε λαοί. Από σήμερα ο κόσμος θα γίνει ακόμα πιο μεγάλος.
Ο Στάλιν πέθανε.Ο Στάλιν ζει.
Εμπρός, εμπρός, τραγουδώντας το μεγάλο όνομά του, προχωρείτε.
Προχωρείτε λαοί.
Κι ο γέρο-Βόλγας, άι για-για, έχει να δει μεγάλες μέρες, σαν έρθει η Ειρήνη κ’ η παγκόσμια λευτεριά.
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Η Αυγή” (πηγή: ΑΣΚΙ), στις 8 του Μάρτη 1953
Με κριτική ματιά
Αυτός δεν έχει καταλήξει. Ενώ στην αρχή κλαίει διότι ο Στάλιν πέθανε, στην συνέχεια κάτι θα είδε και ανέκραξε: «Ο Στάλιν δεν πέθανε». Ότι πεις μεγάλε! Κι συνεχίζει αποδίδοντας και αυτός στον πατερούλη ιδιότητα ειρηνοποιού, υδροηλεκτρικού φράγματος και αγκωναριού και βουνού.
Ακόμη ο Στάλιν, στα μάτια του ποιητή είναι μαραθωνοδρόμος, φτυαριστής κάρβουνου, θεριστής (αυτό σίγουρα…) και πολλά άλλα.
Κι’ εκεί που λες ότι το παίρνει απόφαση, αμολάει, παριστάνοντας την Μάγια Μελάγια, ένα: «Κι ο γέρο Βόλγας αϊ για – γιά … ο Στάλιν πέθανε, ο Στάλιν ζει» και τα κάνει όλα ιμάμ μπαϊλντι.
Δυστυχώς δεν γνωρίζω αν, εδώ και 72 χρόνια έχει καταλήξει κάπου ο ποιητής. Άλλωστε, δεν ξέρω αν και ο ίδιος πέθανε ή ζει…
Υπήρξαν όμως και άλλοι πεφωτισμένοι σύντροφοι που έκλαυσαν τον «Πατερούλη», ο οποίος κατά τον Γιάννη (με δύο ‘’ν) Ρίτσο δεν πέθανε, αλλά μας έκανε πλάκα. Ας τους θαυμάσουμε
- Γιώργος Κοτζιούλας
Έρχεται ο Ιωσήφ
Ποιος είν’ αυτός ο νέος, ο ανέλπιστος προφήτης
που τον ζητά ο λαός στον εικοστόν αιώνα
και τ’ όνομά του διαλαλεί κάθε κολώνα
μες στην πρωτεύουσα, παρ’ όλη τη σιωπή της;
Τον συλλαβίζουν μυστικά χιλιάδες σκλάβοι
κάθε πρωί καθώς τραβούν για τη δουλειά τους.
Κι από τους σπουδαγμένους, κι απ’ τους αγραμμάτους
κανείς δεν έμεινε που να μην καταλάβει.
Τον μελετούν παντού και δεν υπάρχει σπίτι
φτωχού, σε πόλη ή σε χωριό, να μην τον ξέρει·
τον λένε τα παιδιά, τον έμαθαν κι οι γέροι
πρωτάκουστη βουή στον έμψυχο πλανήτη.
Θα πάψουμε στο εξής να τρώμε ένας τον άλλον,
θα κάτσουμε στην ίδια τάβλα αδερφικάτα
κι ούτε θα ξαναδείς αμέτρ ητα φουσάτα
να χύνουν το αίμα τους για χάρη των μεγάλων.
Μονάχα ο άπιστος δεν καρτερεί το θάμα,
γιατί μες στις παλιές γραφές του δεν το βρίσκει
(κι άπιστοι γίνηκαν στις μέρες μας οι θρήσκοι).
– Μα εμείς οι άλλοι πορευόμαστε όλοι αντάμα.
Από τη συλλογή “Με τα φτερά του αγώνα”. Γιώργος Κοτζιούλας “ΑΠΑΝΤΑ” τόμος τρίτος, Ποιήματα 1943-1956 (εκδ. Δίφρος, 2η, 2013)
Με κριτική ματιά
Εδώ διακρίνουμε μία πονηριά. Ο ραψωδός, δεν αναφέρει πουθενά το όνομα «Στάλιν». Το αφήνει να αιωρείται, προφανώς κρατώντας… πισινή. Σου λέει αν βάλω το όνομα πάει σταμπαρίστηκα και θ’ αρχίσω νάχω τραβήγματα. Άστο να πλανιέται και να παραπλανά. Δηλαδή έφτιαξε ένα ποίημα παντός καιρού και προ παντός πάσης πολιτικής καταστάσεως, ώστε να μπορούν να το χρησιμοποιούν άπαντες κατά περίπτωση… «αδελφικάτα». Εύγε του.
- Πάμπλο Νερούδα
Ωδή στον Στάλιν
Σύντροφε Στάλιν, στεκόμουν πλάι στη θάλασσα στην Ίσλα Νέγρα,
κι αναπαυόμουν από μάχες και ταξίδια,
όταν το νέο του θανάτου σου έφτασε σαν πάταγος του ωκεανού.
Έπεσε πρώτα η σιωπή, βουβάθηκαν τα πάντα, κι ύστερα ήρθε απ’ τη θάλασσα ένα μεγάλο κύμα.
Από φύκια, από ανθρώπους κι από μέταλλα, πέτρες, αφρούς και δάκρυα ήταν φτιαγμένο αυτό το κύμα.
Από την ιστορία, το χώρο και το χρόνο συγκέντρωσε την ύλη του
κι υψώθηκε θρηνητικά πάνω απ’ τον κόσμο
ώσπου μπροστά στα μάτια μου σείστηκε η ακτή
και γκρέμισε την πόρτα μου το θλιβερό μαντάτο του
με μια κραυγή θεόρατη
λες κι άξαφνα συντρίφτηκε η γη.
Ήταν το 1914.
Στις φάμπρικες στοιβάζονταν ο σπαραγμός και τα σκουπίδια.
Οι πλούσιοι του νέου αιώνα
ξέσκιζαν με δαγκωματιές και μοίραζαν πετρέλαιο και νησιά, κανάλια και χαλκό.
Και ούτε μια σημαία τα χρώματά της δεν ξεδίπλωσε
χωρίς να ’χουν κηλίδες από αίμα.
Απ’ το Χονγκ Κονγκ ως το Σικάγο η αστυνομία έψαχνε ντοκουμέντα και προβάριζε
τα μυδραλιοβόλα της στη σάρκα του λαού.
Πολεμικά εμβατήρια απ’ τ’ άγρια χαράματα έστελναν στρατιωτάκους να πεθάνουν.
Ξέφρενος ήτανε των γκρίνγκος ο χορός σε Παριζιάνικες μπουάτ τίγκα στην κάπνα.
Αιμορραγούσαν οι άνθρωποι.
Μια αιμάτινη βροχή έπεφτε απ’ τη γη, λεκιάζοντας τ’ αστέρια.
Και τότε πρεμιέρα έκαν’ ο θάνατος με σιδερένια πανοπλία.
Η πείνα στους δρόμους της Ευρώπης μπήκε σαν παγωμένος άνεμος φύλλα ξερά λιχνίζοντας και κόκαλα σπασμένα.
Σάρωνε το φθινόπωρο κουρέλια. Σερνότανε ο πόλεμος στους δρόμους.
Μια μυρωδιά από χειμώνα κι από αίμα ανάδινε η Ευρώπη σάμπως σφαγείο παρατημένο.
Στο μεταξύ τ’ αφεντικά του άνθρακα, του σίδερου, του χάλυβα, του καπνού, των τραπεζών, του φυσικού αερίου, του χρυσού, του αλεύρου, του νίτρου, της εφημερίδας El Mercurio, οι ιδιοχτήτες των μπουρδέλων, οι Βορειοαμερικάνοι γερουσιαστές, οι πειρατές, σκασμένοι απ’ το χρυσάφι και το αίμα όλου του κόσμου,
ήταν μαζί κι αφεντικά της Ιστορίας.
Απάνω εκεί στρογγυλοκάθονταν με φράκα, πνιγμένοι στη δουλειά μοιράζοντας παράσημα, επιταγές χαρίζοντας στην είσοδο για να τις κλέψουν πάλι με την έξοδο,
προσφέροντας μετοχές απ’ το χασάπικο και ξεκολλώντας με δαγκωματιές
κομμάτια του λαού και της γεωγραφίας.
Τότε με ντύσιμο απλό κι εργατικό κασκέτο μπήκε ο άνεμος, εμπήκε του λαού ο άνεμος.
Ήταν ο Λένιν. Άλλαξ’ η γη, ο άνθρωπος, η ζήση.
Ο επαναστάτης αέρας της λευτεριάς σκόρπισε τα χαρτιά τα λεκιασμένα. Γεννήθηκε μια χώρα που δε σταμάτησε ποτέ να μεγαλώνει.
Μεγάλη όσο κι ο κόσμος, αλλά χωράει ως και στην καρδιά του πιο μικρού
εργάτη του γραφείου ή της φάμπρικας, του πλοίου ή του χωραφιού.
Ήταν η Σοβιετική Ένωση.
Δίπλα στον Λένιν προχώραγε ο Στάλιν κι έτσι, με άσπρη μπλούζα,
και με το γκρί κασκέτο του εργάτη, ο Στάλιν, με το γαλήνιο βήμα του,
μπήκε στην Ιστορία με συνοδιά τον Λένιν και τον άνεμο.
Ο Στάλιν από τότε έχτισε. Όλα τα χρειαζούμενα. Παράλαβε ο Λένιν απ’ τους τσάρους αράχνες και κουρέλια.
Ο Λένιν άφησε κληρονομιά για μια πλατιά κι ελεύθερη πατρίδα.
Ο Στάλιν την εγέμισε σχολεία και αλεύρι, τυπογραφεία και μήλα.
Ο Στάλιν, απ’ το Βόλγα μέχρι τα χιόνια του απροσπέλαστου Βορρά
το χέρι του έβαλε κι απάνω του ένας άνθρωπος που άρχισε να χτίζει.
Οι πόλεις γεννηθήκανε. Οι στέπες τραγουδήσαν πρώτη φορά με του νερού τα λόγια.
Τα ορυκτά αναδύθηκαν, βγήκαν από τα σκοτεινά τους όνειρα, υψώθηκαν,
κι έγιναν ράγιες και τροχοί, λοκομοτίβες, σύρματα που κουβαλάγανε ηλεκτρισμένες συλλαβές σε όλα τα μήκη και τα πλάτη.
Ο Στάλιν έχτιζε.
Από τα χέρια του ξεφύτρωσαν σιτοβολώνες, τραχτέρια, σπουδαστήρια, δρόμοι,
κι αυτός εκεί, απλός όπως εσύ κι όπως εγώ, άμα εσύ κι εγώ μπορούσαμε
να ’μαστ’ απλοί όπως κι εκείνος.
Αλλά θα το μπορέσουμε.
Η απλότητά του κι η σοφία του, η φτιαξιά του από γλυκό ψωμί κι από ατσάλι αλύγιστο μας βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι την πάσα ημέρα,
την πάσα ημέρα μάς βοηθάει να είμαστ’ άνθρωποι.
Να είμαστε άνθρωποι! Αυτός είναι ο σταλινικός νόμος!
Δύσκολο να ’ναι κανείς κομμουνιστής. Θα πρέπει να το μάθει.
Να είμαστε άνθρωποι κομμουνιστές είναι ακόμα δυσκολότερο, και πρέπει να το μάθουμε απ’ τον Στάλιν, από την ήρεμή του δύναμη, από την μπετονένια διαύγειά του, την περιφρόνησή του στα φληναφήματα, στην κούφια αφηρημένη αρθρογραφία.
Αυτός επήγε κατευθείαν στο ψαχνό την ίσια δείχνοντας ξεκάθαρη γραμμή,
μπαίνοντας στα προβλήματα χωρίς τα λόγια εκείνα που κρύβουν την κενότητα,
στο αδύναμο το κέντρο ακριβώς, που θα διορθώσουμε με το δικό μας τον αγώνα,
κλαδεύοντας τ’ αγριόχορτα, κάνοντας να φανεί το σχήμα των καρπών.
Ο Στάλιν είναι το καταμεσήμερο, είναι η ωριμότητα ανθρώπου και λαών.
Το είδανε στον πόλεμο οι γκρεμισμένες πόλεις να βγάζει μέσα απ’ τα ερείπια
την ελπίδα, και να την πλάθει απ’ την αρχή για να την κάνει ατσάλι,
και να ορμάει με τη λάμψη της συντρίβοντας τα οχυρά του ερέβους.
Βόηθησε ως και τις μηλιές της Σιβηρίας
να δώσουνε καρπό μέσα στην καταιγίδα.
Στα πάντα έμαθε να μεγαλώνουν, να ψηλώνουν, το ’μαθε στα φυτά, στα μέταλλα,
στα πλάσματα τα ζωντανά και στα ποτάμια να μεγαλώνουν έμαθε,
καρπό να δίνουν και φωτιά.
Έμαθε σ’ όλους την Ειρήνη κι έτσι σταμάτησε με το φαρδύ του στήθος
τους λύκους του πολέμου.
Μπροστά στη θάλασσα της Ίσλα Νέγρα, το πρωί, ύψωσα τη σημαία της Χιλής μεσίστια.
Ήταν η ακτή ερημική και μια ασημένια ομίχλη γινόταν ένα με του ωκεανού το μεγαλόπρεπο αφρό.
Μεσίστιο, μέσα στον κάμπο του γλαυκού,ψκαι το μοναχικό αστέρι της πατρίδας μου,ψανάμεσα ουρανού και γης, έμοιαζε δάκρυ.
Πέρασε κάποιος χωριανός, χαιρέτησε συμπάσχοντας,ψκι έβγαλε το καπέλο του.
Ένα παιδί ήρθε και μου άπλωσε το χέρι.
Κι αργότερα αυτός που ψάρευε αχινούς, ο γερο-βουτηχτήςψκαι ποιητής
ο Γκονσαλίτο, ήρθε κοντά και με συντρόφεψε κάτω απ’ τη σημαία.
«Ήτανε ο πιο σοφός απ’ όλους τους ανθρώπους», μου είπε
κοιτάζοντας τη θάλασσα με τα γέρικά του μάτια, με τα αρχαία
μάτια του λαού.
Κι ύστερα, για ώρα πολλή δε βγάλαμε μιλιά.
Ένα κύμα ταρακούνησε τις πέτρες της στεριάς.
«Αλλά ο Μαλενκόφ θα συνεχίσει τώρα το έργο του», συμπλήρωσε
κι ανασηκώθηκε ο φτωχός ψαράς με το τριμμένο του σακάκι.
Τον κοίταξα κατάπληκτος και σκέφτηκα: Πώς, πώς το ξέρει;
Από πού, σε τούτη εδώ την έρημη ακτή;
Και το κατάλαβα ότι του το ’χε διδάξει η θάλασσα.
Κι εκεί, μες στην αγρύπνια μας, ένας ποιητής,
ένας ψαράς κι η θάλασσα, κοιτάζουμε
τον Καπετάνιο απόμακρα, όπου τραβώντας για το θάνατο
άφησε σ’ όλους τους λαούς, κληρονομιά, τη ζήση του.
Τα Σταφύλια κι ο Άνεμος (Las uvas y el viento, Santiago, 1954)
Πρώτη ελληνική μετάφραση: Μπάμπης Ζαφειράτος
Πρώτη δημοσίευση στην Κατιούσα: Πάμπλο Νερούδα: Ωδή στον Στάλιν
Με κριτική ματιά
Εδώ τα πράγματα είναι δύσκολα. Εμ, Νερούδα σου λέει ο άλλος. Διότι πώς κύριε να κρίνεις τον μεγάλο, τον απλησίαστο, τον βράχο, τον τιτανοτεράστιο Παυλάκη Νερούδα;
Αφού λοιπόν αναφέρεται κι αυτός σε διάφορα σπαραξικάρδια, όπως τα μυδράλια στον Χονγκ Κονγκ και το Σικάγο, αλλά και στη δυστυχία της Ευρώπης, βλέπει τον Λένιν να προχωρεί και δίπλα του με άσπρη μπλούζα (δεν διευκρινίζει αν είναι γιατρού ή κουρέα) και γκρι κασκέτο και ο λιβανωτός συνεχίζεται για να καταλήξει στο συμπέρασμα ο Παυλάκης: «Αλλά ο Μαλενκόφ θα συνεχίσει τώρα το έργο του».
Κούνια που τον κούναγε. Ο Μαλένκοφ διατέλεσε ΓΓ του Κομμουνιστικού Κόμματος της ΕΣΣΔ για μόλις 3 μήνες (Μάρτης έως Σεπτέμβρης του 1953) για να αναλάβει ο Νικήτα Χρουστσόφ. Μέχρι τον Φεβρουάριο του 1955 συμμετείχε στην κυβέρνηση και τότε αποπέμφθηκε από τον μέχρι τότε φίλου του Ν. Χρουστσόφ με την κατηγορία ότι καθυστερούσε τις μεταρρυθμίσεις…
Συμπέρασμα: Ο Νερούδα δεν κάνει για πολιτικός αναλυτής…
Ρώμος Φιλύρας
Στον Στάλιν
Μαύρη Άρκτος, στο βράχο του Καυκάσου,
στην Οδησσό και στη Νοβοροσίσκη,
άλλον, σήμερα, η ζήτηση, δε βρίσκει
Μέγαν, σ’ έντονη δύναμη, του Άσου,
Διαβαίνει, η Ανθρωπότης κι απεικάσου
ξανά, στα πόδια σου, ο λαμπρός, και μνήσκει,
άναυδη, μπρος, στο θρίαμβο, της χαράς Σου,
Μπόλσεβε, στο τρακάρισμα, και θνήσκει.
Τα Σύμπαντα, οι Αρκτούροι κι οι Στοιβάδες,
οι Αντάρηδες με τις Αμαδρυάδες,
οι Φαύνοι, οι Σεληνοί στα λευκά νέφη
κρούουν, των Πρίμων, το κρουστό το ντέφι
και μαζεύουν, από τα Κυβερνεία,
των περεολουκών, στρατούς, πηνία.
Δημοσίευση στην Κατιούσα: Ρώμος Φιλύρας – Σονέτο για τον Στάλιν
Με κριτική ματιά
Σ΄ αυτόν δεν κάνω κριτική διότι, ομολογώ, ότι από το πόνημα του δεν κατάλαβα και πολλά πράγματα. Πάντως και ο Φιλύρας ακολουθεί την συνταγή του Κοτζιούλα: «Μην εκτιθέμεθα και πολύ σύντροφοι…»
Συνεχίζουμε και κλείνουμε το μικρό αυτό αφιέρωμα στην επέτειο του θανάτου του «πατερούλη» Ιωσήφ Στάλιν με ένα δημοσίευμα της «ΑΥΓΗΣ», εκείνης της εποχής:
Ο σπαραχτικός θρήνος για τον Στάλιν…
Ιδού λοιπόν ό σπαραχτικός θρήνος -τού αγαθού έδαΐτη οικογενειάρχη:
—’Αγαπητή «Αυγή», 6 τού Μάρτη 1953
Ξημέρωμα πήγε ή γυναίκα μου να φέρει την «Αυγή». Γύρισε. Άνοιξα την πόρτα και την ΕΙΔΑ.
—Πέθανε;
Δεν Απάντησε, μόνο κούνησε το κεφάλι και έδωσε την Εφημερίδα. Γύρισα στο παιδί.
—Κοριτσάκι μου, ό μεγάλος σου παππούς, ό Στάλιν, πέθανε!
Εκείνο στράφηκε προς τη μάνα του:
—Ψέματα, έ μαμά;
—Αλήθεια, κοριτσάκι μου, πέθανε.
Δεν μπορώ να ξέρω τι κατάλαβε τό παιδί. Ίσως νάνοιωσε αυτό πού ήταν καθαρά ζωγραφισμένο στο πρόσωπό μας. Στο προσωπάκι του φάνηκε πίκρα και τράνταγμα.
—Μαμά μου, κρυώνω. Σκέπασέ με…
Αυτό ποτέ του δεν το έκανε, όσο κρύο κι’ άν είχε. Να ξυπνήσει το πρωί, να ντυθεί και πάλι να ζητήσει να ξαναπέσει, γιατί «κρύωνε»!!! Πόσο μεγάλο νάναι αυτό πού γίνηκε μέσα του! Από πολύ μικρό το είχα μάθει ότι έχει ένα μεγάλο παππού πού αγαπάει και φροντίζει όλα τα παιδάκια. Τόχα μάθει να προσεύχεται καί πάντοτε παρακαλούσε νάναι πάντα καλά ο Στάλιν.
………………………………………………………………………………………
Πέθανε, κοριτσάκι μου! Όμως εσύ δεν μπορείς να καταλάβεις. Σα μεγαλώσεις θάναι ακόμη πιο κοντά σου. Πατέρας και δάσκαλος και φώς».
ΑΡΙΣΤΕΙΔΗΣ»
Τί να έλεγε άραγε τώρα ό κ. Αριστείδης στην κόρη του γιά τον «πατέρα και δάσκαλό της» πού οι διάδοχοί του χαρακτηρίζουν σαν «μανιακό δολοφόνο» και γιά το «φώς» της πού έπαυσε να φωτίζει και αυτή αλλά και τήν … «Αυγή»;
ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ
Η κεντρική φωτογραφία απεικονίζει τον Στάλιν με συνεργάτες του.
Στο αριστερό μισό εμφανίζονται ο Μολότοφ, ο Στάλιν και ο Νικολάι Γιεζόφ. Ο Γιεζόφ γίνεται μέλος της ΚΕ του κόμματος (ένα είναι το κόμμα…) από το1934. Μετά από εντολή του Στάλιν δολοφονεί τον Σεργκέι Κίροφ (ασχέτως αν μετά ο Κίροφ έγινε εθνικός ήρωας). Έτσι αποκτά ην εμπιστοσύνη του Στάλιν ο οποίος τον διορίζει αρχηγό της διαβόητης Εν Κα Βε Ντε.
Αυτό διήρκεσε μέχρι το 1938, οπότε θωρήθηκε ότι είχε ολοκληρώσει την αποστολή του και… εκτελείται.
Τότε δόθηκε εντολή να αφαιρεθεί από όλες τις κοινές φωτογραφίες με τον Στάλιν το πρόσωπό του. Έτσι προέκυψε το δεξιό μισό της φωτογραφίας.
Ήταν από τα πρώτα φωτοσόπ της ιστορίας…
Τα «οικογενειακά του ΚΚΕ και τα χιουμοριστικά σκιτσάκια, αναβάλλονται για το επόμενα. Το απαγόρευσε ο Στάλιν…
πηγή: https://www.dimokratia.gr/apopseis/589405/pethane-o-stalin/