Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2023

Πόσα τανκς, λεφτά και στρατιώτες απομένουν στον Πούτιν;


 Επτά δημοσιογράφοι των Financial Times, διερεύνησαν με δεδομένα και στοιχεία το ερώτημα «πόσο καιρό μπορεί η Ρωσία να συνεχίσει τον πόλεμο;», σε ένα ειδικό αφιέρωμα με αφορμή τη συμπλήρωση ενός χρόνου από την εισβολή που διέταξε ο ρώσος πρόεδρος στην Ουκρανία

Protagon Team

Με αφορμή της συμπλήρωση ενός έτους από την εισβολή της 24ης Φεβρουαρίου του 2022, οι Financial Times έθεσαν στο μικροσκόπιο τέσσερις βασικές μεταβλητές που θα κρίνουν το πόσο ακόμη μπορεί ο ρώσος πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν να συνεχίζει τις πολεμικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία: Πόσα όπλα και πυρομαχικά διαθέτει, πόσα χρήματα, πόσους στρατιώτες  αλλά και πόσο μπορεί να στηρίζεται στην υποστήριξη της κοινής γνώμης στη Ρωσία. 

Στο κείμενο που υπογράφουν επτά δημοσιογράφοι των FT υπενθυμίζεται ότι πριν από έναν χρόνο, όταν ο Πούτιν διέταξε την εισβολή στην Ουκρανία, το σχέδιο ήταν οι ρωσικές δυνάμεις να καταλάβουν το Κίεβο μέσα σε τρεις μόλις  ημέρες. 

Δώδεκα μήνες μετά, ο ρωσικός στρατός όχι απλά δεν βρίσκεται κοντά στη νίκη αλλά έχει χάσει και ένα μέρος των εδαφών που ο Πούτιν προσπάθησε να προσαρτήσει τον περασμένο Σεπτέμβριο. 

Οι απώλειες της Ρωσίας στο πεδίο της μάχης εκτιμάται ότι είναι τόσο σημαντικές ώστε οι δυτικοί αξιωματούχοι αμφιβάλλουν ότι ο Πούτιν μπορεί να πραγματοποιήσει τώρα μια επίθεση της ίδιας κλίμακας. 

Παράλληλα, οι κυρώσεις έχουν βλάψει σε κάποιο βαθμό την οικονομία της Ρωσίας. Ειδικότερα, την έχουν αποκόψει από ζωτικής σημασίας αλυσίδες εφοδιασμού για τη διατήρηση της πολεμικής μηχανής του Πούτιν. 

Ωστόσο, παρά τη δύσκολη κατάσταση των στρατιωτικών δυνάμεων της Ρωσίας στο πεδίο αλλά και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει στην οικονομία της, ο Πούτιν πέρασε στις 21 Φεβρουαρίου στον ρωσικό λαό το μήνυμα της συνέχισης του πολέμου.   Ας δούμε κάθε μια από τις τέσσερις μεταβλητές:  

1.Οπλα και πυρομαχικά. 

Σε μια επίσκεψη που έκανε σε εργοστάσιο όπλων στη Σιβηρία τον Φεβρουάριο, ο Ντμίτρι Μεντβέντεφ, πρώην πρωθυπουργός και πρόεδρος της Ρωσίας και νυν αντιπρόεδρος του Συμβουλίου Ασφαλείας της χώρας, δήλωσε ότι η Ρωσία θα έπρεπε να κατασκευάσει και να εκσυγχρονίσει «χιλιάδες τανκς» για να νικήσει την Ουκρανία. Και έδωσε το σήμα για την «αύξηση της παραγωγής όλων των ειδών όπλων και στρατιωτικού εξοπλισμού». Τα εργοστάσια λειτουργούν όλο το εικοσιτετράωρο σε τρεις βάρδιες καθώς η αμυντική βιομηχανία της Ρωσίας καλείται να αναπληρώσει τις σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια του πολέμου.  

Οπως δήλωσε ο υπουργός Αμυνας της Βρετανίας Μπεν Γουάλας τον Δεκέμβριο. από την έναρξη της εισβολής η Ρωσία έχει χάσει τουλάχιστον 4.500 τεθωρακισμένα οχήματα, 63 πολεμικά αεροσκάφη, 70 ελικόπτερα, 150 drone, 12 πολεμικά πλοία και περισσότερα από 600 συστήματα πυροβολικού. 

Οι εκτιμήσεις της Ουκρανών στις αρχές Φεβρουαρίου ανεβάζουν τις απώλειες της Ρωσίας ακόμη ψηλότερα: 6.388 τεθωρακισμένα οχήματα, 2.215 συστήματα πυροβολικού, 294 αεροσκάφη, 284 ελικόπτερα και 796 τύπου Κρουζ μεγάλου βεληνεκούς. 

Ανάμεσα σε αυτές τις απώλειες εκτιμάται ότι η Ρωσία έχει χάσει 2.300 άρματα μάχης. Τα μισά από αυτά ανήκουν στα πιο σύγχρονα και προηγμένα άρματα μάχης που διαθέτει, σύμφωνα με έκθεση που δημοσίευσε την περασμένη εβδομάδα το Διεθνές Ινστιτούτο Στρατηγικών Μελετών (IISS).  

H Ρωσία αναπτύσσει αυτή τη στιγμή στα μέτωπα περίπου 1.800 άρματα μάχης και διαθέτει άλλα 5.000 σε εφεδρεία. Ωστόσο πολλά από αυτά είναι τανκς προέρχονται από τη σοβιετική εποχή και ορισμένα  βρίσκονται σε κακή κατάσταση, αναφέρει η έκθεση του IISS. Η Ρωσία έχει επίσης χρησιμοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος από τα αποθέματα των 3.000-3.500 πυραύλων με βεληνεκές μεγαλύτερο των 300 χιλιομέτρων, σύμφωνα με τον Πάβελ Λούζιν, τον στρατιωτικό αναλυτή που εργάζεται ως μελετητής στο Πανεπιστήμιο Tufts των ΗΠΑ. Λόγω των ελλείψεων αυτών, η Ρωσία έχει στραφεί αναγκαστικά ακόμα στη χρήση του συστήματος αεράμυνας S-300 για επιδρομές μεγάλης εμβέλειας. 

Στην πρώτη γραμμή η κατάσταση περιγράφεται εξίσου δύσκολη. Τον Δεκέμβριο, οι ΗΠΑ ανέφεραν ότι η Ρωσία θα μπορούσε να διατηρήσει τον τρέχοντα ρυθμό βολής με ρουκέτες και πυρά πυροβολικού μόνο ως τις αρχές του 2023. Οι Αμερικανοί εκτίμησαν ότι τα αποθέματα πλήρως λειτουργικών πυρομαχικών μειώνονται, γεγονός που αναγκάζει τη Μόσχας να στρέφεται σε πυρομαχικά που θεωρούνται υποβαθμισμένα και λιγότερο αποτελεσματικά.  

Επίσης, όπως συμβαίνει με πολλές ακόμη βιομηχανίες, τα εργοστάσια παραγωγής αμυντικού εξοπλισμού της Ρωσίας εξαρτώνται από τους προηγμένους ημιαγωγούς ξένης κατασκευής, τους οποίους η χώρα δεν μπορεί πλέον να εισάγει λόγω των δυτικών κυρώσεων. Σύμφωνα με μελέτη του Γερμανικού Συμβουλίου Εξωτερικών Σχέσεων (GCFR) η έλλειψη προηγμένων τσιπ επηρέασε τα πάντα: από την παραγωγή αρμάτων μάχης T-72 ως τα όπλα αεράμυνας όπως τα 9K37 Buk και 9K22 Tunguzka αλλά και τους πυραύλους Κρουζ, Kh-101. Ολα αυτά τα όπλα φτιάχνονται με εξαρτήματα δυτικής κατασκευής.  

Είναι δε ενδιαφέρον ότι όπως σημειώνουν οι FT, οι ένοπλες δυνάμεις της Ουκρανίας βρήκαν εξαρτήματα από οικιακές συσκευές, όπως πχ. από πλυντήρια ρούχων, σε ρωσικά όπλα και εξοπλισμό που καταρρίφθηκαν στις μάχες —μια ένδειξη ότι η Ρωσία χρησιμοποιεί ακόμη και εξαρτήματα από καταναλωτικά αγαθά για να αντισταθμίσει τις απώλειες. 

Οι αναλυτές από το στρατόπεδο της Δύσης εκτιμούν ότι οι απώλειες θα δυσκολέψουν τις νέες κινήσεις που ετοιμάζει ο Πούτιν. Παρά τους 300.000 εφέδρους να έχουν ήδη κινητοποιηθεί για μια νέα επίθεση στην ανατολική Ουκρανία, οι απώλειες της Ρωσίας σε όπλα και πυρομαχικά σημαίνουν ότι ο ρώσος πρόεδρος δεν θα έχει τη συντριπτική υπεροχή που απαιτείται για να σημειώσει σημαντικές επιτυχίες στο πεδίο της μάχης.   

Με το θέμα αυτό συνδέεται άλλωστε και η προειδοποίηση των ΗΠΑ προς την Κίνα να μην αρχίσει να προμηθεύει όπλα στη Ρωσία μειώνοντας έτσι την πίεση που προκαλεί στο Κρεμλίνο η μείωση των αποθεμάτων της πολεμικής της μηχανής.  

2. Χρήματα. 

Τον Ιανουάριο, ο Πούτιν ανέφερε μιλώντας στο οικονομικό του επιτελείο ότι οι προβλέψεις για την οικονομική κατάρρευση της Ρωσίας αποδείχθηκαν αβάσιμες. «Η πραγματική δυναμική αποδείχθηκε καλύτερη από πολλές προβλέψεις ειδικών», σχολίασε. «Θυμηθείτε, ορισμένοι από τους ειδικούς εδώ στη χώρα -δεν μιλώ καν για δυτικούς εμπειρογνώμονες- πίστευαν ότι το ΑΕΠ θα μειωνόταν κατά 10%, 15%, ακόμη και 20%». 

Αντίθετα με τις προβλέψεις ΑΕΠ της Ρωσίας μειώθηκε μόλις κατά 2,1%. Μια εξήγηση είναι τα κέρδη ρεκόρ από τις πωλήσεις πετρελαίου και φυσικού αερίου που βοήθησαν το Κρεμλίνο να αντισταθμίσει τις απώλειες από τις δυτικές κυρώσεις.  

Δυτικοί αναλυτές εκτιμούν πάντως ότι τα υψηλά ενεργειακά έσοδα του 2022 δεν θα έχουν την ίδια συνέχεια εφέτος. Και υπογραμμίζουν ότι τον Ιανουάριο, τα ενεργειακά έσοδα μειώθηκαν κατά 46% σε ετήσια βάση, ενώ οι στρατιωτικές δαπάνες αυξήθηκαν, εκτινάσσοντας το έλλειμμα στα ύψη. Η ίδια η Ρωσία αναμένει ότι τα έσοδά της από την ενέργεια, η οποία αντιπροσωπεύει περίπου το 40% των κρατικών εσόδων, θα μειωθούν κατά 23% εφέτος και εξαιτίας των προσπαθειών της Δύσης για το εμπάργκο και το πλαφόν στην τιμή του εξαγόμενου πετρελαίου.   


Επίσης, η Ρωσία έχει απωλέσει πάνω από ήμισυ των εξαγωγών φυσικού αερίου μόλις η Ευρώπη ενεργοποιήθηκε για να μειώσει την εξάρτησή της από τη ρωσική ενέργεια. Ενώ παράλληλα δεν διαθέτει ακόμη τις υποδομές για να μεταφέρει τις προμήθειες αυτές στην Ασία. Παρότι η Κίνα και η Ινδία έχουν συμβάλει στην αντιστάθμιση της ζημίας αγοράζοντας μεγαλύτερες ποσότητες ρωσικού πετρελαίου, οι δυτικές κυρώσεις έχουν όντως αρχίσει να περιορίζουν τα κέρδη της Μόσχας από την ενέργεια.  

Ο πόλεμος ανάγκασε παράλληλα τη Ρωσία να αυξήσει τον κρατικό δανεισμό. Ωστόσο και πάλι το χρέος της χώρας εξακολουθεί να αντιπροσωπεύει μόλις το 16% του ΑΕΠ και στη χειρότερη μπορεί θα αυξηθεί στο 18% ως το τέλος του έτους, όπως εκτιμούν οικονομικοί αναλυτές.  Επίσης, εκτός από τον δανεισμό, η Ρωσία μπορεί να βάλει χέρι και στα κέρδη των ελεγχόμενων από το Κρεμλίνο εταιρειών όπως έκανε μέσω  φόρου 20 δισ. δολαρίων στη Gazprom το 2022. Για το 2023, η ρωσική κυβέρνηση φαίνεται ότι μελετά μια «εθελοντική συνεισφορά» από τις μεγάλες ρωσικές εταιρείες.   

Οπως εξηγεί πάντως ο Μαξίμ Μιρόνοφ, καθηγητής Οικονομικών στο IE Business School της Μαδρίτης, «το έδαφος της Ρωσίας δεν απειλείται, κάτι που επιτρέπει στην οικονομία της να λειτουργεί, ενώ η Ουκρανία δεν έχει αυτή την πολυτέλεια και πρέπει να βασίζεται σε εξωτερική οικονομική στήριξη».  

3. Στρατιώτες. 

Τον Σεπτέμβριο του 2022, καθώς ανακοίνωνε τη νέα επιστράτευση ο υπουργός Αμυνας της Ρωσίας Σεργκέι Σοϊγκού δήλωσε ότι η χώρα του θα μπορούσε αν ήθελε να κινητοποιήσει ακόμη και 25 εκατομμύρια άνδρες με στρατιωτική εμπειρία. Δυτικοί αναλυτές και στατιστικολόγοι εκτιμούν ότι ένας τέτοιος αριθμός είναι παραπλανητικός. 

Επομένως πόσους στρατιώτες θα μπορούσε να κινητοποιήσει η Μόσχα και ποιοι περιορισμοί υπάρχουν;  

Σύμφωνα με τον Λούζιν, τον στρατιωτικό αναλυτή του Πανεπιστημίου Tufts των ΗΠΑ, πριν από την έναρξη του πολέμου ο ρωσικός στρατός αριθμούσε συνολικά 740.000 ως 780.000 άτομα, λιγότερα δηλαδή σε σύγκριση με τον επίσημο αριθμό των 1,15 εκατομμυρίων. Περίπου 168.000 στρατιώτες ήταν έτοιμοι για μάχη, ενώ 100.000 βρίσκονταν σε μονάδες που χρησίμευαν ως εφεδρεία.  Οι υπόλοιποι αποτελούσαν προσωπικό υποστήριξης. 

Οι ρωσικές δυνάμεις που αναπτύχθηκαν στην Ουκρανία υπέστησαν μεγάλες απώλειες από τις πρώτες εβδομάδες της εισβολής. Αμερικανοί αξιωματούχοι υπολόγισαν ότι 50.000 στρατιώτες, είτε είχαν σκοτωθεί, είτε είχαν τραυματιστεί ως τον Ιούλιο του 2022. Μέχρι το τέλος του περασμένου καλοκαιριού, έως και το 50% της αερομεταφερόμενης δύναμης της Ρωσίας είχε αποσυρθεί από τη μάχη, σύμφωνα με τον ρώσο στρατιωτικό σχολιαστή και πρώην στέλεχος του ρωσικού υπουργείου Αμυνας, Μιχαήλ Ζβίντσουκ.  

Οι εμφανείς ελλείψεις ανθρώπινου δυναμικού στο πεδίο της μάχης από την πλευρά της Ρωσίας ενθάρρυναν άλλωστε την Ουκρανία να προετοιμάσει αντεπιθέσεις που απελευθέρωσαν το 2022 περιοχές που η Ρωσία είχε καταλάβει λίγους μήνες νωρίτερα. 

Στις 21 Σεπτεμβρίου του 2022, ο Πούτιν ανακοίνωσε το σχέδιο του προωθήσει και μέσω νέας επιστράτευσης 300.000 άνδρες στην πρώτη γραμμή. Από την αρχή του 2023, φήμες για μια δεύτερη επιστράτευση εμφανίζονται τακτικά στον ρωσικό Τύπο και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ωστόσο αναλυτές σημειώνουν ότι μια ακόμη κινητοποίηση στρατιωτών της ίδιας κλίμακας δεν είναι ακόμη πιθανό να συμβεί. Αλλωστε οι μισοί από τους άνδρες που επιστρατεύτηκαν πρόσφατα εξακολουθούν να εκπαιδεύονται.  

Υπάρχουν πράγματι περίπου 30 εκατομμύρια άνδρες σε μάχιμη ηλικία, 18-50 ετών, σήμερα στη Ρωσία. Από αυτούς, 9 ως 10 εκατομμύρια, διαθέτουν κάποιου είδους στρατιωτική εμπειρία. Παράλληλα από την έναρξη της εισβολής και ιδίως μετά την επιστράτευση ρώσοι δημοσιογράφοι εκτιμούν ότι περίπου 500.000 Ρώσοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα —στην πλειονότητά τους άνδρες σε μάχιμη ηλικία. 

Σε κάθε περίπτωση, ωστόσο, η Ρωσία έχει τη δυνατότητα να συνεχίσει να στρατολογεί άτομα που θα μπορούσαν να πέσουν στη μάχη για πολύ καιρό ακόμη. Το ερώτημα είναι περισσότερο το πώς το καθεστώς του Πούτιν θα μπορούσε να πετύχει κάτι τέτοιο χωρίς να πυροδοτήσει αντιδράσεις, κλίμα φόβου και κύμα μαζικής μετανάστευσης. 

4.Υποστήριξη της κοινής γνώμης. 

Κατά τις ανακοινώσεις του Πούτιν για την προσάρτηση των τμημάτων τεσσάρων ουκρανικών επαρχιών στη Ρωσία, τον περασμένο Σεπτέμβριο, 180.000 ανθρώποι συγκεντρώθηκαν στην Κόκκινη Πλατεία. Μετά τις μουσικές εκδηλώσεις το πλήθος παρατάχθηκε με ηρεμία σε ουρές για να επιβιβαστεί σε δεκάδες λεωφορεία. Η «αυθόρμητη» αυτή εκδήλωση ήταν πολύ καλά οργανωμένη.   

Σύμφωνα με τους FT, η δυσκολία διοργάνωσης εκδηλώσεων υποστήριξης για το καθεστώς είναι ένα ζήτημα που απασχολεί το Κρεμλίνο και ενόψει των προεδρικών εκλογών του επόμενου έτους —στις οποίες ο Πούτιν αναμένεται να είναι υποψήφιος για την πέμπτη θητεία του. 

Σε δημοσκοπήσεις που έγιναν τον Σεπτέμβριο, η κρατική εταιρεία δημοσκοπήσεων Vtsiom ισχυρίστηκε ότι το 73% των Ρώσων υποστήριζε τον πόλεμο, ενώ η Levada Center, η μοναδική ανεξάρτητη δημοσκοπτική εταιρεία της Ρωσίας, κατέληξε σε ένα παρόμοιο αποτέλεσμα: 72%.   

Δυτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι η άνευ προηγουμένου καταστολή των διαφωνούντων από τη Ρωσία και ο νόμος του Πούτιν που προβλέπει ποινές φυλάκισης έως και 15 ετών για «δυσφήμηση των ενόπλων δυνάμεων», καθιστούν εξαιρετικά δύσκολη την εκτίμηση της πραγματικής έκτασης της υποστήριξης της κοινής γνώμης για τον πόλεμο.  

Αλλωστε η λογοκρισία του καθεστώτος έχει φιμώσει τα ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και τον αντιπολεμικό ακτιβισμό. Αρα και η υποστήριξη για τον πόλεμο που φαίνεται στις δημοσκοπήσεις αποκρύπτει ίσως ένα μέρος της πραγματικής εικόνας.   

Το συμπέρασμα των Financial Times, ένα χρόνο μετά την έναρξη του πολέμου, είναι ότι η πολεμική μηχανή του Πούτιν βρίσκεται υπό τεράστια πίεση και θα δυσκολευτεί να φέρει εις πέρας με επιτυχία τις αποφασιστικές νέες επιθέσεις που σχεδιάζει ο ρώσος πρόεδρος. 

Ωστόσο, η Ρωσία διαθέτει ακόμη τους πόρους, ανθρώπινους και οικονομικούς, ώστε να συνεχίσει να πολεμά στην Ουκρανία για αρκετό καιρό ακόμη. 


Πηγή: Protagon.gr




 Πηγή: Protagon.gr



Πηγή: Protagon.gr