ΣΤΕΛΙΟΣ ΡΑΜΦΟΣ*
Γιορτάζουμε τα διακόσια χρόνια από την εθνεγερσία του 1821, όχι τα διακόσια χρόνια από το 1821. Η χρονολογία ισχύει για όλους· η γενέθλια σημασία της ισχύει μόνο για τους Ελληνες διότι αυτοί εξεγέρθηκαν τότε, κερδίζοντας με βαρύ φόρο αίματος τη νεότερη ιστορική τους υπόσταση. Η πορεία του έθνους μας ακόμη δεν έχει αποκρυσταλλωθεί ώστε να διατυπώσουμε επακριβώς με όρους ιστορικότητος τη δυναμική του ιδρυτικού εκείνου γεγονότος. Οσο η χώρα θα ταλαντεύεται μεταξύ των στρατηγικών της επιλογών και της καθημερινότητος των νοοτροπιών μας, τόσο το Εικοσιένα θα παραμένει στο νόημά του ρευστό, καίτοι ως συμβάν είναι αδιαμφισβήτητο. Η ελληνική κοινωνία μετεωρίζεται, αφού κυριαρχεί ακόμη στα πολιτικά πράγματα ένα μπρος – πίσω που εμποδίζει τη συνεπή της ενότητα στον ιστορικό χρόνο. Η συναισθηματική αοριστία ενός απολύτου υπαγορεύει τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τις απαιτήσεις του ορισμένου και πραγματικού.
Η διάκριση μεταξύ των διακοσίων χρόνων από το έτος 1821 και από την παλιγγενεσία της Ελλάδος το 1821 σχετίζεται με την ημερολογιακή υφή του χρόνου αφενός, και με την ιστορική χρονικότητα της σημασίας των γεγονότων της Επαναστάσεως του 1821 αφετέρου. Στην πρώτη περίπτωση τα διακόσια χρόνια μετρούν τη διανυθείσα έκτοτε χρονολογική απόσταση, όπως τα ατομικά μας γενέθλια καταγράφουν την αύξηση της ηλικίας μας από το ένα έτος στο άλλο με κεράκια. Ο φυσικός χρόνος επαναλαμβάνεται απλώς αθροιστικά. Δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τη χρονικότητα της επετείου για την Επανάσταση του 1821 ως νέας για τον ελληνισμό αρχής. Στον αθροιστικά ανακυκλούμενο αστρονομικό χρόνο, η επέτειος αντιπαραθέτει έναν ιστορικό χρόνο και μας καλεί να διαβάσουμε στο ξετύλιγμά του το νόημα όσων από τότε συνέβησαν και συμβαίνουν.
Τι είναι μία επέτειος; Είναι μία ημέρα ή μία περίοδος κατά την οποία μνημονεύουμε τακτικά αξιοσημείωτα, θετικά ή αρνητικά, γεγονότα. Τιμούμε φέτος την Επανάσταση του Εικοσιένα· θα αποτιμήσουμε του χρόνου, ελπίζω αναστοχαστικά, τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Γιορτάζουμε, με άλλα λόγια, στην κάθε επέτειο τη σημασία του αρχικού γεγονότος για εμάς σήμερα, όχι την ημερολογιακή του θέση στον χρόνο. Αυτή η σημασία μάς ζητεί να το αναλογιστούμε και να προχωρήσουμε απομακρυνόμενοι από το ίδιο το χρονικό γεγονός ανεπιστρεπτί. Αν αφεθούμε στην ιστοριογραφική ενθύμηση, το γεγονός θα σβήσει ή θα διατηρηθεί μυθολογικά και ρητορικά· θα το κρατούμε για πάντα μαζί μας σαν φυλαχτό, ζώντας το ως εφαλτήριο για το μέλλον. Με τον ιστορικό βηματισμό, η επέτειος δεν μας γυρίζει στην αφετηρία αναχρονιστικά· μας εκτοξεύει μαζί της μακριά και ψηλά, σημασιοδοτώντας την από το παρόν μας.
Βιώνουμε κάθε επέτειο σαν σημείο του φυσικού χρόνου στην ιστορική μας προοπτική. Μόνη της η ενθύμηση μας καλεί να αρκεστούμε νοσταλγικά σε πληκτικό αναμηρυκασμό των αρχικών γεγονότων, που στον χρόνο τους υπήρξαν ασφαλώς συναρπαστικά. Στην ιστορική του διάσταση το επετειακό υπερβαίνει την καταστατική του πραγματικότητα, αποκτά σημασία ζωής σ’ ένα χρόνο τον οποίο εκείνο παράγει. Υπ’ αυτό το πρίσμα, το Εικοσιένα, από σημείο χρονικής αναφοράς στο παρελθόν, μετουσιώνεται σε παρούσα στιγμή συνυφασμένη με τις προσδοκίες μας για το μέλλον. Στο εκάστοτε επετειακό παρόν, η ώρα της εθνεγερσίας τρέπεται σε κοινωνική, πολιτική και πνευματική επιλογή· σε ελπίδες, προβλέψεις και σχέδια για το αύριο. Εκεί παρελθόν και μέλλον διασταυρώνονται, δημιουργώντας με τη σειρά τους τον χρόνο της Ιστορίας και των περιόδων της.
Συμβαίνει ό,τι και με τα κλασικά έργα της λογοτεχνίας και του στοχασμού, που επανασχολιάζονται και ξαναμεταφράζονται από γενιά σχεδόν σε γενιά και γράφουν έτσι τη δική τους ιστορία. Μπορεί να λαμπρύνουν ίσως την εφετινή μας επέτειο πλήθος αναμνηστικές εκδηλώσεις, όμως στο «ανα-» τούτο δεσπόζει χρονοβόρα η επανάληψη, ένα καθεστώς το οποίο συγκινεί όσους αναπνέουν τον αέρα κλειστών δωματίων.
Αλλο η πομπώδης ανακύκλωση των περασμένων και άλλο η χρονοπαραγωγική επέτειος. Στην πρώτη λιβανίζουμε το παρελθόν σαν μουσειακό αντικείμενο· η δεύτερη κυοφορεί το νέο. Αναδεικνύει στοιχεία προηγουμένως απαρατήρητα, τώρα όμως ευδιάκριτα και στρατηγικά, υπό το φως των προς επίλυση προβλημάτων του παρόντος. Συγχρονιζόμαστε επετειακά με το αρχικό γεγονός μέσω της ιστορικής μας διαχρονικότητος.
Στη συγκεντρωτική παράθεση και αξιολόγηση των γεγονότων γνωρίζουμε εξ αρχής το βάρος τους, οπότε δεν εμβαθύνουμε στη σημασία: η μεν επέτειος δεν ανοίγει δρόμο προς το μέλλον, ενώ η σκέψη υποσιτίζεται και θολώνει. Αντίθετα, με την εξιστόρησή τους οικοδομούμε τη σημασία τους και κατοικούμε σ’ αυτήν: εκθέτουμε τα πράγματα στο νόημά τους, ακριβώς όπως γράφουμε. Ενώ στον προφορικό λόγο εκφραζόμαστε εύκολα με τη βοήθεια χειρονομιών και μορφασμών, στον γραπτό λόγο διατυπώνουμε τα νοήματα δύσκολα, καθώς αυτά μόνο αποτελούν το υλικό μας. Καταγράφοντας η επέτειος τη σημασία και όχι την εικόνα των γεγονότων, αναδεικνύεται δυνητικά πηγή του ιστορικού χρόνου και ως τέτοια συνδέεται αδιάρρηκτα με το ίδιο το βέλος του. Το βλέπουμε, αίφνης, όταν αναφερόμαστε στην Αρχαιότητα, στον Μεσαίωνα ή στους Νέους Χρόνους, διότι με τους όρους αυτούς δεν ονομάζουμε απλώς τρεις εποχές, αλλά κατονομάζουμε το ιστορικό περιεχόμενο της καθεμιάς τους, κατ’ αντιδιαστολή προς την προηγουμένη ή την επομένη της.
Παρόμοια ισχύουν για την περίοδο της Τουρκοκρατίας και τη Νεότερη Ελλάδα, τον αγώνα για την ανεξαρτησία των επαναστατών του 1821. Στις περιστάσεις τούτες της εθνικής μας ζωής, μας κράτησε ζωντανούς η εσχατολογική ελπίδα και εκείνο που μας ξεσήκωσε είναι πως αυτή η ελπίδα έλαβε κάποια στιγμή ιστορική μορφή και δυναμική. Ομως ήταν σαν Ιανός: βάσει των δεδομένων του θρησκευτικού αποκαλυπτισμού, έβλεπε προς τα πίσω και ταυτοχρόνως προς τα εμπρός, προς τη δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους, κατ’ εξοχήν έργο της νεωτερικότητας.
Η εσχατολογική ελπίδα μάς στηρίζει συναισθηματικά από την Άλωση έως σήμερα, μας δένει όμως με το παρελθόν, αφού η Δευτέρα Παρουσία έχει γνωστό περιεχόμενο και ακολουθεί τη χιλιετή βασιλεία του Χριστού. Δεν ανοίγει δηλαδή χώρο στο νέο. Το αυτό ίσχυε διαχρονικά και για τη γλώσσα ως ζωντανή μνήμη του μεγάλου παρελθόντος. Και τα δύο διατηρούσαν ανθεκτική την εθνική συνείδηση στα άτομα. Το «ανθεκτικό» υπηρετούσε πρωταρχικά ο ζήλος της ορθόδοξης ταυτότητος και τα ανυπέρβλητα όρια που έθετε μεταξύ των υποδούλων και των κυρίων τους, από κοινού με την ίδια την καταπίεση εκ μέρους των τελευταίων.
Μπορεί η εθνική μας συνείδηση να σχηματίζεται ήδη από το λυκόφως των βυζαντινών χρόνων και μαζί της να φτάνουμε ώς το 1821, ωστόσο την αιμοδοτούν τα ήθη, οι μύθοι, οι παραδόσεις και η πίστη του λαού, είναι άτοπο συνεπώς να μιλούμε για ιστορική του συνείδηση. Εξ ου και η ολέθρια μεταγενέστερη επίδραση στη νεοελληνική κοινωνία ενός εσχατολογίζοντος ιστορισμού, ιστορισμού ολοκληρωτικής εμπνεύσεως με αποπνικτικά κλειστό το μέλλον, καθώς γι’ αυτόν η πορεία της χώρας και της ανθρωπότητος είναι απολύτως γνωστή, απαρχής μέχρι τέλους.
Μιλούμε για τον γόρδιο δεσμό της νεότερης ιστορίας μας, έναν κόμπο για να λυθεί μάλλον στην περίπτωσή μας, παρά για να κοπεί. Πρέπει να απορρίψουμε εν ονόματι του νεωτερικού ό,τι μας κράτησε όρθιους στις μεγάλες δοκιμασίες ή εν ονόματι του παραδοσιακού ό,τι μας ανοίγει στον ιστορικό χρόνο, διατηρώντας άθικτες τις νοοτροπίες, τις συμπεριφορές και τα συναισθηματικά ιζήματα, που με τις ψυχικές εικόνες τους αλλοιώνουν παρανοϊκά την αίσθηση της πραγματικότητος; Να επιμείνουμε δηλαδή στις πολωτικές διαιρέσεις και να παραιτηθούμε από τη σύνθεση; Πώς θα ειρηνεύουμε έτσι με τον πληγωμένο εγωισμό μας και με τον ενοχικό μας εαυτό; Είμαστε άραγε έτοιμοι, μετά διακόσια ολόκληρα χρόνια, να κάνουμε αυτό το βήμα; Να το αποφασίσουμε, έστω, συνειδητά; Εδώ έγκειται το αληθινό διακύβευμα της φετινής επετείου.
* Ο κ. Στέλιος Ράμφος είναι συγγραφέας.