Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2021

Συντάξεις/Αναδρομικά: - Απόφαση έκπληξη του Ελεγκτικού Συνεδρίου - Δείτε το ποσό των αναδρομικών και με τόκο που του επιδικάσθηκε στον προσφεύγοντα



   

     Σε ξεχωριστούς δρόμους κινούνται οι αποφάσεις του Ελεγκτικού Συνεδρίου με αυτές της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας καθόσον:
     α. Με την υπ. αριθμ. 1439/2020 η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, επιδίκασε αναδρομικά 11 μηνών για τους συνταξιούχους 
     β. Με την υπ΄ αριθμ. 363/2020 απόφασή του, το ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, επιδίκασε αναδρομικά πέντε ετών, επικαλούμενη τον νόμο  3068/2002, Α’ 274
    Αναλυτικότερα

   Αναδρομικά, πέντε ετών επιδίκασε το Ελεγκτικό Συνέδριο, με την υπ΄ αριθμ. 363/2020 απόφασή του, το ΙΙ Τμήμα του Ελεγκτικού Συνεδρίου, στον πρώην Πρόεδρο του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ως εξής:

   α. Την καταβολή για το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως 30- 9- 2017 το ποσό των  35.838,48 ευρώ, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής.

   β. Ανέβαλε την έκδοση οριστικής απόφασης, επί της κατατεθείσας αγωγής για το χρονικό διάστημα από 1-7-2013 έως 31- 12- 2013 , λόγω διαφοράς στον υπολογισμό των αναδρομικών

   γ. Απέρριψε το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης του ποσού των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης

  δ. Ότι η ένδικη αξίωσή του δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 140 παρ. 1 του ν. 4270/2014

   


Δείτε τα επίμαχα σημεία της απόφασης


Απόφαση 363/2020

                                       ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

                                                ΤΜΗΜΑ II


                                    

Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 17 Ιανουάριου 2019, με την ακόλουθη σύνθεση: ....................
Για να δικάσει την από 23.11.2017 (Α.Β.Δ. 3060/27.11.2017) αγωγή:
Του … του …, κατοίκου … Αττικής (οδός …, αρ. …, Τ.Κ. …), ο οποίος παραστάθηκε διά της πληρεξούσιας δικηγόρου του Βασιλικής Σκορδάκη (AM ΔΣΑ 11217),
                                                  κατά 

του Ελληνικού Δημοσίου, που εκπροσωπείται νόμιμα από τον Υπουργό Οικονομικών, ο οποίος παραστάθηκε διά του Παρέδρου του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου.

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το Δικαστήριο άκουσε:
Την πληρεξούσια δικηγόρο του ενάγοντος, η οποία δήλωσε ότι μετατρέπει το αγωγικό αίτημα από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό και ζήτησε την παραδοχή της αγωγής.
Τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Δημοσίου, ο οποίος ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, και
Τον Επιτροπεύοντα Πάρεδρο της Επικράτειας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την έκδοση προδικαστικής απόφασης.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση, το Δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη.
Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα
                                        

                             Σκέφθηκε σύμφωνα με το νόμο
                                          

                                 Αποφάσισε τα εξής:
 

Με την υπό κρίση αγωγή, ο ενάγων, πολιτικός συνταξιούχος, πρώην Πρόεδρος του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, ζητεί, μετά τη νόμιμη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης μετατροπή του αιτήματος του από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, να αναγνωριστεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 44.660,48 ευρώ. 

Από το ως άνω συνολικώς διεκδικούμενο ποσό, ζητεί 

α) το ποσό των 39.660,48 ευρώ ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, το οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του και όπως συνάγεται από τον εκ μέρους του τρόπο υπολογισμού του ανωτέρω ποσού, αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσών συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2013 έως 30.9.2017 και των ποσών που θα ελάμβανε, εάν δεν εφαρμόζονταν επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών, καθώς και του κύριου προσωπικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (ΝΣΚ)

 β) το ποσό των 5.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

II. Α. Σύμφωνα με το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ’ του Συντάγματος, οι διαφορές που αναφύονται από την απονομή συντάξεων δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, όσων έλκουν από αυτούς συνταξιοδοτικό δικαίωμα και των εξομοιούμενων προς αυτούς κατηγοριών -στις οποίες συγκαταλέγονται και οι εγειρόμενες διαφορές στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης του Δημοσίου από τη θέσπιση και εφαρμογή συνταξιοδοτικών διατάξεων, εντός του ειδικού αυτού συνταξιοδοτικού συστήματος, που φέρονται ως αντιβαίνουσες σε υπέρτερης τυπικής ισχύος ρυθμίσεις- ανήκει στην ειδική αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου.



Β. Τα ανωτέρω ισχύουν με την επιφύλαξη της ειδικότερης δικαιοδοσίας του Ειδικού Δικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγματος και των διατάξεων του οργανικού του Συντάγματος ν. 3038/2002 (Α’ 180), επί ζητημάτων που αφορούν ειδικώς στους δικαστικούς λειτουργούς, καθώς και στο κύριο προσωπικό του ΝΣΚ, σύμφωνα με το άρθρο 100Α του Συντάγματος, δύνανται δε ταυτόχρονα να επηρεάσουν τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου των προσώπων αυτών 

Κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διάταξης, ερμηνευόμενης σε συνδυασμό με τις θεμελιώδεις διατάξεις των άρθρων 8, 26, 93, 94, 95, 98, 100 και 100Α του Συντάγματος, το Ειδικό Δικαστήριο επιλύει το νομικό ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του μία φορά, με την πρώτη απόφασή του, και στη συνέχεια παραπέμπει τις άλλες σχετικές υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτημα, για περαιτέρω εκδίκαση στο αρμόδιο δικαστήριο, το οποίο υποχρεούται σε κρίση τους, σύμφωνα με τη δοθείσα από το Ειδικό Δικαστήριο λύση. 

 

Η υποχρέωση αυτή, όμως, ατονεί, όταν το τιθέμενο νομικό ζήτημα έχει ήδη επιλυθεί με προηγούμενη απόφαση του Ειδικού Δικαστηρίου, δεδομένου ότι, κατά τον απορρέοντα από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγματος κανόνα, ότι δηλαδή το εν λόγω Δικαστήριο μία φορά μόνο επιλύει το τεθέν σ’ αυτό νομικό ζήτημα, δεν συντρέχει πλέον λόγος παραπομπής της υπόθεσης σ’ αυτό, για την εν συνεχεία εκ νέου παραπομπή της στο Ελεγκτικό Συνέδριο και την κατ’ ουσία εκδίκασή της. 

Στην περίπτωση αυτή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρμόδιο Δικαστήριο, προβαίνει το ίδιο στην περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, βάσει, όμως, της νομικής λύσης που έχει ήδη δοθεί από το Ειδικό Δικαστήριο στο κριθέν ίδιο νομικό ζήτημα που εκκρεμεί ενώπιον του 


ΙΙΙ. Ο συνταγματικός νομοθέτης έχει επιφυλάξει διαχρονικώς ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δημόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς (άμεσα και έμμεσα όργανα του Κράτους), που συνδέονται με ειδική νομική σχέση με το Κράτος (βλ. μεταξύ άλλων τη νομοθετική πράξη ΧΝΒ’ του 1861, άρθρα 94, 114 και 49 εδ. γ’ του Συντάγματος του 1927, άρθρα 61, 87 επ., 98 εδ. δ’ και 101 του Συντάγματος του 1952). 

Ειδικότερα, το Σύνταγμα του 1975, όπως ισχύει και μετά τις ύστερες αναθεωρήσεις του, περιλαμβάνει διατάξεις, από τις οποίες απορρέει, μεταξύ άλλων, η ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών και του κύριου προσωπικού του ΝΣΚ (άρθρα 87 επ. και 100Α), των βουλευτών (άρθρα 59 και επ.), των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3), των πανεπιστημιακών (άρθρο 16), των ιατρών που υπηρετούν σε κρατικούς φορείς για την προστασία της υγείας των πολιτών (άρθρο 21 παρ. 3), των δημόσιων υπαλλήλων (άρθρα 103 και 104), ενώ περιέχει και ειδικές διαδικαστικές ρυθμίσεις για την προπαρασκευή και τη νομοπαραγωγική διαδικασία επί των συνταξιοδοτικών νομοσχεδίων (άρθρα 73 παρ. 2 και 3), την απονομή των συντάξεων (άρθρο 80), αλλά και την ειδική αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών από την απονομή σύνταξης (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ’), όπως προεκτέθηκε (βλ. σκέψη ΙΙΑ).

 

Α. Στην υπό κρίση υπόθεση από το σύνολο των στοιχείων του φακέλου προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ενάγων είναι τέως Πρόεδρος του ΝΣΚ, ο οποίος κατέστη συνταξιούχος την 1η.7.2013. Με την ένδικη αγωγή του ζητεί να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να του καταβάλει, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το συνολικό ποσό των 44.660,48 ευρώ. 

Από το ως άνω συνολικώς διεκδικούμενο ποσό, ζητεί 

α) το ποσό των 39.660,48 ευρώ ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, άλλως ως διαφορές συντάξεων, το οποίο σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του, αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσών συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2013 έως 30.9.2017 

β) το ποσό των 5.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης.

.

Γ. Περαιτέρω, η ένδικη αξίωση δεν έχει υποπέσει στην πενταετή παραγραφή του άρθρου 140 παρ. 1 του ν. 4270/2014 «Αρχές δημοσιονομικής διαχείρισης και εποπτείας (…) – δημόσιο λογιστικό και άλλες διατάξεις» (Α’ 143), στην οποία υπόκειται, ως απορρέουσα από παράνομες πράξεις ή παραλείψεις των οργάνων του Δημοσίου κατά την άσκηση της δημόσιας εξουσίας που τους έχει ανατεθεί στο πλαίσιο της απονομής συντάξεων και άρχεται από το τέλος του οικονομικού έτους εντός του οποίου γεννήθηκε η αξίωση, 

Δ. Κατόπιν των ανωτέρω, ο ενάγων πρέπει να λάβει ως αποζημίωση, κατά το άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., τα ποσά συντάξεων που παρακρατήθηκαν από τη σύνταξή του, κατ’ εφαρμογή των ανωτέρω ανίσχυρων διατάξεων του άρθρου πρώτου παράγραφος Β υποπαράγραφος Β3 του ν. 4093/2012 κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2013 έως 30.9.2017.

Δ. Πλην όμως, από τα στοιχεία του φακέλου και από τα προσκομισθέντα από τον ενάγοντα ενημερωτικά σημειώματα καταβληθεισών συντάξεων δεν προκύπτουν τα ποσά που ο ενάγων ισχυρίζεται ότι παρακρατήθηκαν με βάση τις ανωτέρω διατάξεις του ν. 4093/2012 επί των καταβληθέντων σε αυτόν, με τη σύνταξη Ιανουάριου 2014, αναδρομικών, τα οποία αφορούν στις συντάξεις που ο ενάγων δικαιούταν να εισπράξει κατά το χρονικό διάστημα από 1.7.2013 (χρονικό σημείο κατά το οποίο η σύνταξη ορίστηκε καταβλητέα σύμφωνα με την οικεία συνταξιοδοτική πράξη) έως 31.12.2013. 


Ε. Περαιτέρω, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα εκκαθαριστικά σημειώματα συντάξεων μηνών Ιανουάριου 2014 έως Σεπτεμβρίου 2017 και δεν αμφισβητείται ειδικότερα από το εναγόμενο:

α. για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 30.6.2014, από τις ακαθάριστες μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές του ενάγοντος παρακρατήθηκε, σύμφωνα με την ανίσχυρη κατά τα ανωτέρω υποπαράγραφο Β3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, το ποσό των 637,00 ευρώ, ήτοι συνολικώς για το ανωτέρω χρονικό διάστημα, το ποσό των 3.822,00 ευρώ (ήτοι 637,00 ευρώ X 6 μήνες),

β. για το χρονικό διάστημα από 1.7.2014 έως 30.11.2014, από τις ακαθάριστες μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές του ενάγοντος παρακρατήθηκε για την ίδια ως άνω αιτία το ποσό των 634,04 ευρώ, ήτοι συνολικώς για το ανωτέρω διάστημα το ποσό των 3.170,20 ευρώ (ήτοι 634,04 ευρώ X 5 μήνες),

γ. για το χρονικό διάστημα από 1.12.2014 έως 30.9.2017, από τις ακαθάριστες μηνιαίες συντάξιμες αποδοχές του ενάγοντος παρακρατήθηκε για την ίδια ως άνω αιτία το ποσό των 848,42 ευρώ, ήτοι συνολικός για το ανωτέρω διάστημα το ποσό των 28.846,28 ευρώ (ήτοι 848,42 ευρώ X 34 μήνες)

ΣΤ. Επομένως, το συνολικό ακαθάριστο ποσό, που παρακρατήθηκε από τις συντάξιμες αποδοχές του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 1.1.2014 έως 30.9.2017 και, σύμφωνα με τα ανωτέρω, πρέπει να του επιστραφεί, ανέρχεται σε ευρώ (3.822,00 ευρώ συν 3.170,20 ευρώ συν 28.846,28). Εξάλλου, το αίτημα της αγωγής περί επιδίκασης του ποσού των 5.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά το άρθρο 932 Α.Κ., είναι απορριπτέο, καθόσον το Δικαστήριο, μετ’ εκτίμηση των περιστάσεων, άγεται στην κρίση ότι ο ενάγων δεν υπέστη ηθική βλάβη, που να δικαιολογεί την επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης.

Ακολούθως, η αγωγή πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 35.838,48 ευρώ, νομιμοτόκως, από την επίδοση της αγωγής σε αυτό (επίδοση στο Ελληνικό Δημόσιο στις 28.11.2017, βλ. την από 28.11.2017 έκθεση επίδοσης του Δικαστικού Επιμελητή Αργύρη Ζώη). 


                        Για τους λόγους αυτούς

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αγωγής ως προς τα αιτούμενα για το χρονικό διάστημα από 1.7.2013 έως 31.12.2013 ποσά.

Διατάσσει την εντός προθεσμίας δύο (2) μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας απόφασης συμπλήρωση των στοιχείων του φακέλου, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στο σκεπτικό της.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή κατά τα λοιπά.

Αναγνωρίζει την υποχρέωση του Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει στον … του …, το ποσό των τριάντα πέντε χιλιάδων οκτακοσίων τριάντα οκτώ ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (35.838,48 €), νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο σκεπτικό.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 27 Ιουνίου 2019.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                              Ο ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ ΠΑΡΕΔΡΟΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ           ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΒΟΓΚΑΣ

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ

Δημοσιεύθηκε σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 5 Μαρτίου 2020.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ          ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ




ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΛΕΓΚΤ. ΣΥΝ. 363/2020

Αγωγή καταβολής διαφοράς των ποσών συντάξεων πρώην μέλους του ΝΣΚ, μη εφαρμοζομένων των διατάξεων της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012. 

Επί αγωγών συνταξιούχων υπαγόμενων στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς των δημόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, με αντικείμενο την ικανοποίηση απαιτήσεων που απορρέουν από τη συνταξιοδοτική τους σχέση, είτε ευθέως εκ του νόμου, είτε ένεκα αδικοπραξίας κατ’ άρθρο 105 Εισ.Ν.Α.Κ., παθητικώς νομιμοποιείται πάντοτε το Ελληνικό Δημόσιο. 

Για τις σχετικές αποζημιωτικές απαιτήσεις που γεννώνται από την εφαρμογή των οικείων συνταξιοδοτικών διατάξεων για το διάστημα από 1.1.2017 και εντεύθεν, κατά το οποίο η αρμοδιότητα πληρωμής των συντάξεων του Δημοσίου έχει μεταφερθεί στον ΕΦΚΑ, το Ελληνικό Δημόσιο εξακολουθεί να ευθύνεται για την ικανοποίηση των σχετικών αξιώσεων και να νομιμοποιείται παθητικώς στις σχετικές δίκες και ως επί οφειλής εις ολόκληρον, ο δανειστής έχει την απόλυτη ευχέρεια να απαιτήσει την παροχή κατά την προτίμησή του από οποιονδήποτε συνοφειλέτη είτε ολικά είτε μερικά, η δε καταβολή από έναν εκ των υποχρέων ενεργεί αντικειμενικώς και ως προς τους λοιπούς. Πενταετής παραγραφή των απαιτήσεων.

Επειδή με την κρίση του αυτή το Δικαστήριο αναγνωρίζει χρηματικές αξιώσεις από περιοδικές συνταξιοδοτικές παροχές, υπό το πρίσμα αφενός του δικαιώματος πλήρους και αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, κατ’ άρθρα 20 παρ. 1 του Συντάγματος, 6 και 13 της ΕΣΔΑ, αφετέρου των συνταγματικών αρχών του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, κατ’ άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1, 25 παρ. 1α’ του Συντάγματος, που διατρέχουν και το σύνολο της ΕΣΔΑ (βλ. Ε.Σ. Ολ. 973/2010, απόφ. Ειδ. Δικ. αρ. 88 Σ. 127/2016, ΑΕΔ 14/2013, ΣτΕ Ολ. 2034/2011 και, κατ’ αναλογία, αποφ. ΕΔΔΑ της 2.6.2016 Παπαϊωάννου κατά Ελλάδας, σκ. 41, της 2.11.2010 «Stefanica κατά Ρουμανίας», σκ. 37 και 38, της 24.3.2009 «Tudor Tudor κατά Ρουμανίας», σκ. 29, της 1.12.2009 «Vincic και λοιποί κατά Σερβίας», σκ. 56), τόσο το απορρέον από την απόφαση αυτή δεδικασμένο (άρθρο 197 του ΚΔΔ) όσο και η υποχρέωση συμμόρφωσης του Ελληνικού Δημοσίου προς το περιεχόμενό της (άρθρα 1 και επ. του ν. 3068/2002, Α’ 274) εκτείνονται και σε απαιτήσεις που αφορούν χρονικό διάστημα μεταγενέστερο εκείνου που καλύπτεται με τη δικαστική απόφαση. Και τούτο, στον βαθμό που οι απαιτήσεις αυτές απορρέουν από την ίδια έννομη σχέση και στηρίζονται στην ίδια νομική βάση (βλ. επί του δεδικασμένου ΑΠ Ολ. 10/2002, 310/2017 και επί της υποχρέωσης συμμόρφωσης Τριμ. Συμβ. Συμμ. ΣτΕ πρακτ.1/2017, 13/2016, 57/2008, 35, 17/2007).



    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου