Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2021

Νέα Δικαστική ΒΟΜΒΑ Αναδρομικών, για την χορήγηση συμπληρωματικού εφάπαξ σε Στρατιωτικούς - Δείτε τα ποσά που επιδικάστηκαν στους συναδέλφους




Αριθμός Απόφασης:  18499/2020

 

Γ.Α.Κ.: 4205/2015

ΤΟ

ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΟ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΑΘΗΝΩΝ

ΤΜΗΜΑ 13ο ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ

συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 20 Μαΐου 2020,  με δικαστή την Ιωάννα Μπασιούκα, Πρωτοδίκη Δ.Δ. και γραμματέα την Παναγιώτα Καλαβρυτινού, δικαστική υπάλληλο,

γ ι α  ν α  δικάσει την αγωγή, με ημερομηνία κατάθεσης 3.3.2015,

τ ω ν: 1) .............. (σύνολο 16), οι οποίοι παραστάθηκαν με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ. του δικηγόρου τους ..............,

κ α τ ά του νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου  με την επωνυμία «Μετοχικό Ταμείο Αεροπορίας – Ειδικός Λογαριασμός Αλληλοβοηθείας Αεροπορίας (ΜΤΑ - ΕΛΟΑΑ)», που εκπροσωπείται από τον Πρόεδρο του Δ.Σ. και παραστάθηκε με δήλωση, κατ’ άρθρο 133 παρ.2 του Κ.Δ.Δ., του πληρεξούσιου δικηγόρου ...................

Αφού μελέτησε τα σχετικά έγγραφα

Σκέφθηκε κατά τον Νόμο

1. Επειδή, η κρινόμενη αγωγή νομίμως εισάγεται για περαιτέρω συζήτηση μετά την έκδοση της 12241/2019 προδικαστικής απόφασης του Δικαστηρίου τούτου και την εκτέλεση όσων διατάχθηκαν με αυτήν. Με την αγωγή αυτή, όπως το αίτημα αυτής περιορίσθηκε  νομίμως με από 4.12.2018 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημα των εναγόντων, οι τελευταίοι, απόστρατοι αξιωματικοί της Πολεμικής Αεροπορίας (ΠΑ), ζητούν με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή, να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου νπδδ να καταβάλει σε καθέναν από τους 1ο, 2ο και 3ο εξ αυτών το ποσό των  8.906,32 ευρώ, στον 4ο το ποσό των 8.129,97 ευρώ, στον 5ο το ποσό των 9.814,50 ευρώ, στον 6ο το ποσό των 10.094,24 ευρώ, στον 7ο το ποσό των 3.465,84 ευρώ, στον 8ο το ποσό των 5.514,11 ευρώ, στον 9ο το ποσό των 9.242,96 ευρώ, στο 10ο το ποσό των 8.704,71 ευρώ, στον 11ο το ποσό των 9.255,08 ευρώ, στο 12ο το ποσό των 8.969,67 ευρώ, στο 13ο το ποσό των 8.162,91 ευρώ, στο 14ο το ποσό των 13.442,17 ευρώ, στον 15ο το ποσό των 10.778,02 ευρώ και στο 16ο το ποσό των 7.461,34 ευρώ,   ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 - 106 του ΕισΝΑΚ, άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). Τα ποσά δε αυτά αντιστοιχούν στη διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που, κατά τους ίδιους, δικαιούνταν με βάση το προϋφιστάμενο του ν. 4093/2012 μισθολογικό καθεστώς των στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων και εκείνου που τους καταβλήθηκε σε εφαρμογή των αντισυνταγματικών, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, περικοπών του βασικού μισθού και των επιδομάτων  του ν. 4093/2012.

2. Επειδή, ο Κώδικας Διοικητικής Δικονομίας (ΚΔΔ), που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν. 2717/1999 (Α΄ 97) ορίζει, στο άρθρο 140, ότι: «1. Η δίκη διακόπτεται αν, κατά τη διάρκειά της και πριν από την τελευταία συζήτηση, αποβιώσει διάδικος ... 2. Η διακοπή επέρχεται αφότου γνωστοποιηθεί ο λόγος που την προκάλεσε. Η γνωστοποίηση διενεργείται είτε με κατάθεση σχετικού δικογράφου στο γραμματέα του δικαστηρίου είτε με προφορική δήλωση, στο ακροατήριο ή εκτός του ακροατηρίου κατά τη διενέργεια διαδικαστικής πράξης, από οποιονδήποτε έχει δικαίωμα να επαναλάβει τη δίκη ή από τον τελευταίο πληρεξούσιο δικηγόρο εκείνου στο πρόσωπο του οποίου συνέτρεξε ο λόγος της διακοπής. 3. Η κατά την προηγούμενη παράγραφο γνωστοποίηση πρέπει υποχρεωτικώς να συνοδεύεται από όλα τα έγγραφα τα αποδεικνύοντα το λόγο της διακοπής. ...» και στο άρθρο 141 αυτού ότι: «1. Η δίκη που διακόπηκε επαναλαμβάνεται αν, μέσα σε εξήντα (60) ημέρες από τη συνεδρίαση κατά την οποία διαπιστώθηκε η διακοπή της, κάποιο από το πρόσωπα που δικαιούνται να την επαναλάβουν υποβάλει, προς το γραμματέα του δικαστηρίου, δικόγραφο περιέχον σχετική δήλωση. … Η δήλωση μπορεί να γίνει και προφορικώς στο ακροατήριο κατά τη συνεδρίαση κατά την οποία διαπιστώθηκε η διακοπή της δίκης. Η κατά τις προηγούμενες περιόδους δήλωση δεν επιφέρει κανένα έννομο αποτέλεσμα αν, σε κάθε περίπτωση, δεν συνοδεύεται από κατάσταση με τα ονόματα και τις διευθύνσεις των τυχόν λοιπών προσώπων που έχουν επίσης δικαίωμα επανάληψης… ».

3. Επειδή, με την ως άνω 12241/2019 προδικαστική απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, λήφθηκε, κατ΄  αρχάς, υπόψη ότι, όπως προέκυπτε από τα προσκομιζόμενα στοιχεία, ο 9ος από τους ενάγοντες  απεβίωσε ..............

4. Επειδή, σε εκτέλεση της παραπάνω προδικαστικής απόφασης, οι ως άνω φερόμενες ως νόμιμες κληρονόμοι του αποβιώσαντος 9ου ενάγοντος, προσκόμισαν τα αιτηθέντα στοιχεία και συγκεκριμένα: .............

5. Επειδή, με βάση το περιεχόμενο της κρινόμενης αγωγής (σκέψη 1) που θεμελιώνεται στο μη νόμιμο υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος εκ μέρους του εναγόμενου Ταμείου κατ΄ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4093/2012, αλλά και το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 2 του ν.δ. 398/1974 (Α΄ 116), 2 παρ. 1 του ν. 2913/2001 (Α΄ 102), 28 του ν. 3648/2008 (Α΄ 38) και 72 του ΚΔΔ, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, υπόχρεο προς ικανοποίηση των αξιώσεων των εναγόντων είναι το εναγόμενο που έχει διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια καθώς και ικανότητα διαδίκου και, συνεπώς, νομιμοποιείται παθητικά (βλ. ΔΕΑ 4115/2018), απορριπτομένων ως αβασίμων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών αυτού που προβάλλει με το από 27.11.2015 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημά του. Περαιτέρω, ο ισχυρισμός του εναγομένου περί του ότι η υπό κρίση αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη, διότι δεν τηρήθηκε η προβλεπόμενη διοικητική διαδικασία άσκησης ενδικοφανούς προσφυγής ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου του Ταμείου για την ικανοποίηση του αιτήματός τους πρέπει, ομοίως, να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τούτο δε διότι η υπό κρίση αγωγή κατατέθηκε στις 3.3.2015, και, ως εκ τούτου, ασκείται παραδεκτώς χωρίς οι ενάγοντες να προσφύγουν προηγουμένως στα αρμόδια όργανα του Ταμείου για την ικανοποίηση του αιτήματός τους, καθώς η σχετική προϋπόθεση που επικαλείται το εναγόμενο Ταμείο και θεσπιζόταν με τη διάταξη του άρθρου 71 παρ. 5 του ΚΔΔ, ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτήρα της κρινόμενης αγωγής ως αποζημιωτικής, δεν υφίστατο κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής αυτής και ειδικότερα μετά την κατάργηση της ως άνω διάταξης με το άρθρο 69 περ. γ΄ του ν. 3900/2010 (Α΄ 213 - ισχύς από 1.1.2011).

Εξάλλου, οι ενάγοντες ομοδικούν παραδεκτώς, δεδομένου ότι τα δικαιώματά τους στηρίζονται σε όμοια, κατά τα ουσιώδη στοιχεία, νομική και πραγματική βάση (άρθρο 115 παρ. 1 του ΚΔΔ). Κατόπιν τούτων, η αγωγή έχει ασκηθεί εν γένει παραδεκτώς, όπως τούτο έχει κριθεί οριστικά με την 12241/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου για όλους τους ενάγοντες, ήδη, συμπεριλαμβανομένου και του 9ου (για τον οποίο το Δικαστήριο είχε επιφυλαχθεί να αποφασίσει ως προς τα δικαιούμενα να συνεχίσουν πρόσωπα με την προδικαστική απόφασή του) και πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατά τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

6. Επειδή, το ν.δ. 398/1974 «περί Ταμείων Αλληλοβοηθείας Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας» (Α΄ 116), ορίζει, στο άρθρο 1, ότι: «1. Τα υφιστάμενα Ταμεία Αλληλοβοηθείας Στρατού, Ναυτικού και Αεροπορίας ... έχουν σκοπόν την χορήγησιν εφ’ άπαξ χρηματικού βοηθήματος εις τους εξερχομένους των τάξεων των Ενόπλων Δυνάμεων ... μετόχους ... 2. ...», στο άρθρο 8, ότι: « 1. Μέτοχοι των Ταμείων ... τυγχάνουν υποχρεωτικώς: α) Οι εν ενεργεία μόνιμοι αξιωματικοί, ανθυπασπισταί και υπαξιωματικοί των αντιστοίχων κλάδων των Ενόπλων Δυνάμεων β) ... 2. ... 3. ...», στο άρθρο 9, ότι: « 1. Η μετοχική σχέσις άρχεται από της κατατάξεως των εν άρθρω 8 ως μονίμων στελεχών, αφ’ ης άρχεται η υποχρέωσίς των προς καταβολήν της ... εισφοράς, λήγει δε από της οριστικής εξόδου των εκ των τάξεων του Στρατεύματος, ότε και παύει η λόγω εισφοράς ενεργουμένη κράτησις. 2. ... 3. … 4. ...» και, στο άρθρο  17, ως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο πριν την τροποποίησή του με το άρθρο 45 παρ. 1 του ν. 4509/2017 (Α΄201),  ότι: « 1. Το υπό των Ταμείων ... χορηγούμενον εφ’ άπαξ βοήθημα εις τους εξερχομένους του Στρατεύματος μετόχους τούτων συνίσταται εκ του αθροίσματος βασικού μισθού, προσαυξήσεως, ευδοκίμου παραμονής και επιδόματος πολυετούς υπηρεσίας, δι’ ων εμισθοδοτήθη ο δικαιούχος κατά την ημέραν της εξόδου του, πολλαπλασιαζομένου επί τον αριθμόν των ετών συμμετοχής τούτου εις το Ταμείον ... 2. ...».

 7. Επειδή, περαιτέρω, ιδιαίτερες, μισθολογικού χαρακτήρα, ρυθμίσεις για τους αξιωματικούς, ανθυπασπιστές και μονίμους και εθελοντές οπλίτες των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας περιελήφθησαν, αρχικώς, στις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 5 του ν. 754/1978 (Α` 17). Στη συνέχεια, με τις διατάξεις του ν. 1643/1986 (Α` 126) επιχειρήθηκε η αναμόρφωση του μισθολογικού καθεστώτος των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων, και των αντιστοίχων της Ελληνικής Αστυνομίας και του Λιμενικού Σώματος και η εισαγωγή ενός μισθολογίου αποκλειστικής επ` αυτών εφαρμογής. Εκτεταμένες αλλαγές του μισθολογίου αυτού επήλθαν με τον επακολουθήσαντα ν. 2448/1996 (Α` 279), με τις διατάξεις του οποίου καθορίσθηκε ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων προς αυτόν, ως βάση για τον υπολογισμό του μισθού των λοιπών βαθμών της ιεραρχίας. Με τον ίδιο νόμο χορηγήθηκαν συγκριτικώς υψηλότερες αυξήσεις στους ανώτατους αξιωματικούς, "προς ενίσχυση του κύρους του βαθμού και για την αντιστάθμιση της αυξημένης ευθύνης των καθηκόντων που τους ανατίθενται", όπως αναφέρεται στην εισηγητική έκθεση του ως άνω νόμου. Παραλλήλως, επιχειρήθηκε η εκλογίκευση της επιδοματικής πολιτικής, με τη διατήρηση ορισμένων βασικών επιδομάτων (χρόνου υπηρεσίας και οικογενειακών βαρών), την αύξηση ορισμένων άλλων (εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών), τη θέσπιση νέων (επιδόματα ειδικής απασχόλησης, επιτελικής ευθύνης, έξοδα παράστασης) και την κατάργηση των υπολοίπων επιδομάτων που είχαν χορηγηθεί κατά το παρελθόν. Ακολούθησε ο ν. 3205/2003 (Α` 297), με τις διατάξεις του Κεφαλαίου Ζ του οποίου (άρθρα 50 και 51) τροποποιήθηκαν και κωδικοποιήθηκαν οι διατάξεις του μισθολογίου των μονίμων στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, το οποίο από της ενάρξεως ισχύος του ν. 2448/1996 είχε υποστεί διαδοχικές τροποποιήσεις. Στην εισηγητική έκθεση του νόμου αυτού αναφέρεται ότι με τις διατάξεις του κωδικοποιούνται οι αλλαγές που επήλθαν μέχρι σήμερα και χορηγούνται επιπλέον αυξήσεις ώστε η δομή του μισθολογίου να ανταποκρίνεται καλύτερα στις σύγχρονες ανάγκες του προσωπικού του. 

Ειδικότερα, αυξάνονται οι βασικοί μισθοί και το επίδομα ειδικής απασχόλησης, ενώ διατηρούνται σταθερές οι υφιστάμενες σχέσεις μεταξύ των μισθών όλων των βαθμών. Για το προσωπικό των σωμάτων ασφαλείας αναφέρεται ότι προβλέπεται περαιτέρω αύξηση των επιδομάτων και αποζημιώσεων που συνδέονται με την παροχή πρόσθετης εργασίας, προκειμένου να εξυπηρετείται καλύτερα η εύρυθμη λειτουργία των αντίστοιχων υπηρεσιών. Με τις διατάξεις του άρθρου 50 του ως άνω ν. 3205/2003 διατηρήθηκε ως βάση υπολογισμού των αποδοχών των στελεχών αυτών ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού. Πέραν του μηνιαίου βασικού μισθού, με τις διατάξεις του άρθρου 51 του ίδιου νόμου, προβλεπόταν η χορήγηση στο προσωπικό των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας των επιδομάτων χρόνου υπηρεσίας, οικογενειακής παροχής και εξομάλυνσης μισθολογικών διαφορών, καθώς και ειδικών επιδομάτων, συνδεομένων με την ιδιαίτερη φύση της αποστολής τους (ειδικών συνθηκών, ειδικής απασχόλησης, θέσης υψηλής ή αυξημένης ευθύνης, ευθύνης διοίκησης διεύθυνσης και αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας μονάδων), και εξόδων παράστασης. Με τις ίδιες διατάξεις διατηρήθηκαν, επίσης, τα ήδη χορηγούμενα επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας.

8. Επειδή, ακολούθως, με τις διατάξεις των περιπτώσεων 13-36 της υποπαραγράφου Γ.1 (με τίτλο «ΜΙΣΘΟΛΟΓΙΚΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΤΟΜΕΑ») της παραγράφου Γ (με τίτλο «ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗΣ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑΣ ΔΗΜΟΣΙΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ») του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222/12.11.2012) επήλθαν μειώσεις σε όλα τα χαρακτηρισθέντα από τον νομοθέτη ως «ειδικά μισθολόγια», με βάση τα οποία αμείβονται διάφορες κατηγορίες λειτουργών και υπαλλήλων. 

Ειδικότερα, με τις περιπτώσεις 31-33 της ως άνω υποπαραγράφου τροποποιήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του ν. 3205/2003 και μειώθηκαν οι αποδοχές των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας, με τη μείωση του βασικού μισθού του ανθυπολοχαγού και των αντίστοιχων βαθμών, τη μείωση των συντελεστών βάσει των οποίων καθορίζονται οι βασικοί μισθοί των λοιπών βαθμών και τη μείωση των προβλεπόμενων επιδομάτων και αποζημιώσεων. 

Με τις ίδιες διατάξεις, τροποποιήθηκαν οι διατάξεις κοινών υπουργικών αποφάσεων 8002/32/122-α/6.9.2007 (Β` 1803/2007) και 2/2381/0022/5.5.2009 (Β` 928), με τις οποίες είχαν καθορισθεί, κατ’ εφαρμογήν της παραγράφου Α8 του άρθρου 51 του ν. 3205/2003, τα επιδόματα επιχειρησιακής ετοιμότητας του ένστολου προσωπικού της ΕΛ.Α.Σ. και του Λ.Σ.- ΑΚΤ, και επήλθαν οι εξής μεταβολές στις αποδοχές των στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας: 

Α. ο μεικτός βασικός μισθός: … του Ταγματάρχη και αντιστοίχων διαμορφώνεται στα 971 ευρώ (από 1.070) με συντελεστή 1,11 (από 1,19), του Λοχαγού και αντιστοίχων διαμορφώνεται στα 928 ευρώ (από 1.016) με συντελεστή 1,06 (από 1,13), του Υπολοχαγού και αντιστοίχων διαμορφώνεται στα 910 (από 971) με συντελεστή 1,04 (από 1,08), του Ανθυπολοχαγού και αντιστοίχων διαμορφώνεται 875 ευρώ (από 899) με συντελεστή 1,00 (από 1,00), … 

Β. Αντιστοίχως τα επιδόματα: α) εξομάλυνσης διαμορφώνεται, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση του δικαιούχου, μεταξύ 100 και 200 ευρώ (από 111 - 226), β) ειδικής απασχόλησης για τους ανώτατους αξιωματικούς διαμορφώνεται στα 250 ευρώ (από 338), για τους λοιπούς αξιωματικούς ενόπλων δυνάμεων διαμορφώνεται στα 170 ευρώ (από 192), …, γ) υψηλής θέσης ή αυξημένης ευθύνης ορίζεται σε ποσά από 26 έως 535ευρώ ανάλογα με τον βαθμό (από 29,15 έως 713,26), δ) ευθύνης Διοίκησης ορίζεται σε ποσά από 28 έως 95 ευρώ ανάλογα με το βαθμό (από 25 έως 119), ε) αυξημένης επιχειρησιακής ετοιμότητας αξιωματικών και υπαξιωματικών ενόπλων δυνάμεων στο ποσό των 43 ευρώ (από 59), στ) … 

Αντίστοιχες μειώσεις υπέστησαν οι απόστρατοι και οι συνταξιούχοι αστυνομικοί και λιμενικοί λόγω της, κατά τα προεκτεθέντα, συνδέσεως των συντάξιμων αποδοχών τους με τις αποδοχές των εν ενεργεία στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας (βλ. άρθρο 34 του Συνταξιοδοτικού Κώδικα).

 9. Επειδή, με την 2192/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι διατάξεις των ως άνω περιπτώσεων 31- 33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και, μάλιστα, αναδρομικώς από 1-8-2012, καθώς και της απολύτου συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37, αντίκεινται προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών (Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας), ως αρχή που εγγυάται την αποτελεσματική εκπλήρωση της κρατικής αποστολής τους και ως αντιστάθμισμα για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτελέσεως των καθηκόντων τους. Εξάλλου, με την ίδια ως άνω απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας κρίθηκε ότι οι επίμαχες περικοπές συνιστούν μεν μέτρα που λαμβάνονται για την αντιμετώπιση της παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, επιβαρύνουν, όμως, και πάλι την ίδια κατηγορία πολιτών, κατά παράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ.4 του Συντάγματος υποχρεώσεως όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης.

10. Επειδή, στη συνέχεια, ακολούθησε η θέση σε ισχύ του ν. 4307/2014 (Α΄ 246), στο άρθρο 86 παρ. 1-5 του οποίου περιελήφθησαν ρυθμίσεις σχετικά με τη μισθολογική αποκατάσταση των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας κατόπιν του ν. 4093/2012, και, ειδικότερα, με την παρ. 1 αυτού καταργήθηκαν, αφ’ ης ίσχυσαν, οι προμνησθείσες αντισυνταγματικές διατάξεις των περ. 31 έως 33 της υποπαραγράφου Γ.1 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, ενώ με την παρ. 2 αυτού αντικαταστάθηκαν εκ νέου, από 1.8.2012, τα άρθρα 50 παρ. 2 και 3 και 51 παρ. 3 – 8α και 10 του ν. 3205/2003 και αυξήθηκε μεν ο βασικός μισθός του ανθυπολοχαγού και των αντιστοίχων βαθμών, καθορίσθηκαν όμως νέοι μειωμένοι συντελεστές προσδιορισμού βασικών μισθών, ενώ αναπροσαρμόσθηκαν επί τα χείρω τα διάφορα επιδόματα των στρατιωτικών και των στελεχών των σωμάτων ασφαλείας. 

Εντούτοις και οι διατάξεις της παρ. 2 του ως άνω άρθρου 86, με τις οποίες επί της ουσίας προβλέφθηκε η αναδρομική αποκατάσταση των περικοπεισών με το ν. 4093/2012 αποδοχών των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας σε ποσοστό περίπου 50% σε σχέση με τις προ της 1.8.2012 αποδοχές τους, καθώς και η εξακολούθηση καταβολής τους μειωμένων κατά το αυτό ποσοστό, κρίθηκαν με την 1125/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, καθ’ ο μέρος οι διατάξεις αυτές αφορούσαν στους εν ενεργεία στρατιωτικούς, ομοίως ως ανεφάρμοστες λόγω αντίθεσής τους προς το Σύνταγμα. Με την ως άνω απόφαση κρίθηκε, ειδικότερα, ότι οι τεθείσες με τις προαναφερόμενες διατάξεις ρυθμίσεις, κατά μεν το αναδρομικό τους κεφάλαιο, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως τη δημοσίευση του ν. 4307/2014 (15.11.2014), συνιστούν μερική μόνο συμμόρφωση προς την προμνημονευόμενη 2192/2014 ακυρωτική απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά παράβαση του άρθρου 95 παρ. 5 του Συντάγματος, κατά δε το μέρος που αφορούν στην αναπροσαρμογή των τρεχουσών αποδοχών των εν ενεργεία στρατιωτικών, αντίκεινται προς την απορρέουσα έμμεσα από τις προμνημονευόμενες διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχείρισης των στρατιωτικών. Εξάλλου, όπως κρίθηκε με την 258/2018 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, το ακυρωτικό αποτέλεσμα των ανωτέρω αποφάσεων καταλαμβάνει και τους απόστρατους στρατιωτικούς των ενόπλων δυνάμεων, ενώ σε περίπτωση αδράνειας του νομοθέτη για συμμόρφωση προς αυτές, μετά την κήρυξη της αντισυνταγματικότητας του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, αναβιώνουν οι προ του ν. 4093/2012 διατάξεις του ν. 3205/2003, με τις οποίες είχαν εισαχθεί, ενιαία για όλες τις κατηγορίες στρατιωτικών, ειδικές μισθολογικές ρυθμίσεις.

11. Επειδή, επιπροσθέτως, με το άρθρο 10 του ν. 4575/2018 (Α΄ 192) ορίσθηκε ότι στα στελέχη των Ενόπλων Δυνάμεων, για όσο χρόνο αυτά ήταν εν ενεργεία κατά το χρονικό διάστημα από 1.8.2012 έως και 31.12.2016, καταβάλλεται εφάπαξ χρηματικό ποσό, που αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηνιαίων αποδοχών, τις οποίες θα δικαιούνταν να λάβουν με βάση τις ισχύουσες κατά την 31.7.2012 μισθολογικές διατάξεις και των μηνιαίων αποδοχών που πράγματι τους κατεβλήθησαν, με βάση το άρθρο 86 του ν. 4307/2014, ενώ με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών, Εθνικής Άμυνας, Προστασίας του Πολίτη και Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής καθορίζεται ο χρόνος, η διαδικασία, οι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις κρατήσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα. 

Επίσης, με το άρθρο 15 προβλέφθηκε ότι και στους συνταξιούχους των Ενόπλων Δυνάμεων καταβάλλεται εφάπαξ χρηματικό ποσό, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ της μηνιαίας σύνταξης που θα δικαιούνταν να λάβουν, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012 και εκείνης που πράγματι τους κατεβλήθη, κατ’ εφαρμογή των προαναφερθεισών διατάξεων, με κοινή δε απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης καθορίζεται ο χρόνος, η διαδικασία, οι προβλεπόμενες από τις κείμενες διατάξεις κρατήσεις και κάθε άλλο αναγκαίο ζήτημα, σχετικά με την καταβολή αυτού του χρηματικού ποσού. 

Κατ’ εξουσιοδότηση του τελευταίου αυτού άρθρου, εκδόθηκε η 170285/0092 κοινή υπουργική απόφαση [“Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα πρόσωπα του άρθρου 15 του ν. 4575/2018”, Β΄ 5503], η οποία προβλέπει στο άρθρο 1 ότι: “1. Το χρηματικό ποσό που απορρέει από τις διατάξεις της παρ. 1 του άρθρου 15 του ν. 4575/2018 για τους συνταξιούχους των κατηγοριών προσωπικού των άρθρων 10 έως και 14 του ανωτέρω νόμου καταβάλλεται εφάπαξ. 2. … 4. Το προαναφερόμενο ποσό υπολογίζεται με αναφορά στα αντίστοιχα για κάθε κατηγορία συνταξιούχων χρονικά διαστήματα, όπως αυτά ορίζονται στα ανωτέρω άρθρα, και μέχρι το χρονικό σημείο υπαγωγής τους στις διατάξεις του ν. 4387/2016”, στο άρθρο 2 ότι: “Το ως άνω ποσό, όπως αυτό προκύπτει μετά την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 11 του ν. 3865/2010 (Α΄ 120), της παρ. 14 του άρθρου 2 του ν. 4002/2011 (Α΄ 180), της παρ. 10 του άρθρου 1 του ν. 4024/2011 (Α΄ 226), του άρθρου 1 του ν. 4051/2012 (Α΄ 40) και της υποπαραγράφου Β3 του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 (Α΄ 222), που ίσχυαν για τα κατά περίπτωση οριζόμενα διαστήματα, υπόκειται σε κράτηση για υγειονομική περίθαλψη στο ποσοστό που αυτή διενεργείτο για το ίδιο χρονικό διάστημα”, στο άρθρο 3: “Επί του καταβαλλόμενου εφάπαξ χρηματικού ποσού διενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή 20% σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παρ.4 του άρθρου 60 του ν. 4172/2013 (Α΄ 167) ...”, στο άρθρο 4 ότι: “Σε περίπτωση που τα πρόσωπα του άρθρου 1 έχουν λάβει, σε εκτέλεση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, ποσά που αντιστοιχούν σε αυτά που θα λάμβαναν εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012, τα σχετικά ποσά συμψηφίζονται με το εφάπαξ χρηματικό ποσό του ιδίου άρθρου, κατά το μέρος που αναφέρονται στο ίδιο χρονικό διάστημα, εξαιρουμένων των σχετικών επιδικασθέντων τόκων. Ο προαναφερόμενος συμψηφισμός θα λάβει χώρα και κατά την εκτέλεση σχετικών δικαστικών αποφάσεων που τυχόν εκδοθούν μετά την ημερομηνία εφάπαξ καταβολής του ανωτέρω χρηματικού ποσού, εφόσον αυτές αναφέρονται, εν όλω ή εν μέρει, στο ίδιο χρονικό διάστημα”.

12. Επειδή, εξάλλου, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 – 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα (ΕισΝΑΚ, πδ 456/1984, Α΄ 164), για να στοιχειοθετηθεί ευθύνη του Δημοσίου (ή νπδδ) προς αποζημίωση λόγω πράξης ή παράλειψης των οργάνων τους, κατά την άσκηση της ανατεθειμένης σε αυτά δημόσιας εξουσίας, απαιτείται μεταξύ άλλων η πράξη ή παράλειψη να είναι παράνομη. 

Εκ του ότι δε ο νομοθέτης, είτε με νόμο είτε με διοικητική κανονιστική πράξη που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση αυτού, καθορίζει γενικότερα τους όρους του αδίκου, παρέπεται ότι δεν μπορεί να προκύψει, έστω και αν προκαλείται ζημία σε τρίτο, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση, κατ’ εφαρμογή του άρθρου 105 αυτού, από την εκ μέρους της Πολιτείας νομοθέτηση με τα αρμόδια αυτής όργανα, ή από την παράλειψη των οργάνων αυτών να νομοθετήσουν, εκτός αν από τη νομοθέτηση ή την παράλειψή της γεννάται αντίθεση προς κανόνες δικαίου υπέρτερης τυπικής ισχύος (πρβλ. ΣτΕ 3901/2013, 2544, 730/2010). 

Στην τελευταία αυτή περίπτωση, ευθύνη του Δημοσίου προς αποζημίωση του ζημιωθέντος γεννάται μόνο αν οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται απευθείας από την επίμαχη διάταξη, πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε εφαρμογή της με πράξη της Διοίκησης. 

Στις λοιπές περιπτώσεις, κατά τις οποίες οι επιζήμιες συνέπειες επέρχονται από την εφαρμογή του πιο πάνω κανόνα δικαίου, δηλαδή από πράξη της Διοίκησης που τον εφαρμόζει στην ατομική περίπτωση, η ευθύνη έναντι του ζημιωθέντος προκύπτει όχι από τον κανόνα δικαίου αλλά από την τελευταία αυτή πράξη (πρβλ. ΣτΕ 4741/2014 Ολ, 3701/2013 7μ, 450/2013 7μ, 2773/2010 7μ), με συνέπεια τη δημιουργία αποζημιωτικής ευθύνης σε βάρος του νπδδ, όργανο του οποίου εξέδωσε την πράξη αυτή (βλ. Ολ ΣτΕ 479 - 481/2018, 4741/2014).

 Εξάλλου, για τη θεμελίωση της ευθύνης προς αποζημίωση απαιτείται, μεταξύ άλλων, να υπάρχει αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ της παράνομης πράξης ή παράλειψης ή υλικής ενέργειας και της επελθούσας ζημίας. 

Ο σύνδεσμος αυτός υφίσταται όταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, η φερόμενη ως ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη ή υλική ενέργεια, κατά την συνήθη πορεία των πραγμάτων και ενόψει των ειδικών συνθηκών της συγκεκριμένης περίπτωσης, ήταν εξ αντικειμένου ικανή και πρόσφορη να επιφέρει το ζημιογόνο γεγονός (βλ. Ολ ΣτΕ 479/2018, 4741/2014). 

Περαιτέρω, κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 105 – 106 του ΕισΝΑΚ και 298 του Α.Κ., η αποζημίωση που οφείλουν το Δημόσιο ή τα νπδδ περιλαμβάνει τη διαφορά μεταξύ της περιουσιακής κατάστασης του ζημιωθέντος, μετά την επέλευση του ζημιογόνου γεγονότος, και εκείνης στην οποία θα τελούσε ο ζημιωθείς αν δεν συνέβαινε αυτό το γεγονός. 

Οσάκις από το ζημιογόνο γεγονός προκύπτει και ωφέλεια, που τελεί σε αιτιώδη σύνδεσμο προς αυτό, πραγματική ζημία είναι ό,τι υπολείπεται μετά την αφαίρεση της ωφέλειας. Τέτοιος σύνδεσμος δεν συντρέχει όταν ζημία και ωφέλεια στηρίζονται σε διαφορετική η καθεμία αιτία (βλ. ΣτΕ 1827/2013, 3606/2012, 866/2011 7μ).

13. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτουν τα ακόλουθα: Οι ενάγοντες, απόστρατοι αξιωματικοί της Π.Α., κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία κατά περίπτωση από  30.9.2012 έως και 10.7.2014, έλαβαν από το εναγόμενο Ταμείο το αναλογούν εφάπαξ χρηματικό βοήθημα, το οποίο υπολογίστηκε, επί του βασικού μισθού και του κατά περίπτωση χρονοεπιδόματος, επιδόματος ειδικής απασχόλησης και θέσης υψηλής ευθύνης, όπως αυτά διαμορφώθηκαν βάσει των διατάξεων του ν. 4093/2012. 

Συγκεκριμένα, έλαβαν εφάπαξ χρηματικό βοήθημα το οποίο καθορίστηκε στο ονομαστικό ποσό ύψους 111.295,60 ευρώ για τον 1ο, 2ο και 3ο εξ αυτών, 100.576 ευρώ για τον 4ο, 104.984,53 ευρώ για τον 5ο, 101.956,13 ευρώ για τον 6ο, 104.227,43 ευρώ για τον 7ο,75.944,64 ευρώ για τον 8ο, 102.044,80 ευρώ για τον 9ο, 95.912,30 ευρώ για το 10ο, 98.927,73 ευρώ για τον 11ο, 98.855,90 ευρώ για το 12ο, 93.214 ευρώ για το 13ο, 82.577,25 ευρώ για τον 14ο, 111.295,60 ευρώ για το 15ο, και 117.024,05 (103.026+13.998,05) ευρώ για το 16ο, τα οποία κατόπιν αφαίρεσης των νόμιμων κρατήσεων και των οικείων για τον καθένα, κατά περίπτωση, οφειλών, ανήλθαν στο πληρωτέο ποσό ύψους 109.593,09 ευρώ για τον 1ο, 29.630,95 ευρώ για το 2ο, 47.420,48 ευρώ για τον 3ο, 80.437,91 ευρώ για τον 4ο, 103.522,43 ευρώ για τον 5ο, 100.494,03 ευρώ για τον 6ο, 81.289,64 ευρώ για τον 7ο, 74.592,24 ευρώ για τον 8ο, 66.531,57 ευρώ για τον 9ο, 8.253,69 ευρώ για τον 10ο, 68.518,96 ευρώ για τον 11ο, 78.676,85 ευρώ για το 12ο, 50.392,63 ευρώ για το 13ο, 81.172,10 ευρώ για το 14ο, 90.967,93 ευρώ για το 15ο και 60.841,95 (48.330,16+12.511,79) ευρώ για το 16ο. 

Μεταγενεστέρως, δε, χορηγήθηκε από το εναγόμενο σε άπαντες τους ενάγοντες συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα, βάσει των διατάξεων του ν. 4307/2014, το οποίο υπολογίστηκε επί του βασικού μισθού του βαθμού που δικαιούνταν, κατά το χρόνο αίτησης για την παροχή του εν λόγω εφάπαξ βοηθήματος, όπως αυτός καθοριζόταν από τις διατάξεις του εν λόγω νόμου, ονομαστικού ποσού ύψους 10.642 ευρώ για τον 1ο, 2ο και 3ο εξ αυτών, 9.286,90 ευρώ για τον 4ο, 9.697,66 ευρώ για τον 5ο, 9.417,92 ευρώ για τον 6ο, 9.627,72 ευρώ για τον 7ο, 5.475,02 ευρώ για τον 8ο, 9.198,45 ευρώ για τον 9ο, 8.645,66 ευρώ για τον 10ο, 9.138,18 ευρώ για τον 11ο, 8.911 ευρώ για το 12ο, 8.402,43 ευρώ για το 13ο, 6.743,67 ευρώ για το 14ο, 10.642 ευρώ για το 15ο και 11.189,75 (9.286,90 + 1.902,85) ευρώ για το 16ο, το οποίο, κατόπιν αφαίρεσης των νόμιμων κρατήσεων ανήλθε στο πληρωτέο ποσό ύψους 10.505,30 ευρώ για τον 1ο, 2ο και 3ο, 9.181,56 ευρώ για τον 4ο, 9.579,77 ευρώ για τον 5ο, 9.300,03 ευρώ για τον 6ο, 9.509,83 ευρώ για τον 7ο, 5.392,34 ευρώ για τον 8ο, 9.097,45 ευρώ για τον 9ο, 8.533,50 ευρώ για τον 10ο, 9.020,29 ευρώ για τον 11ο, 8.797,59 ευρώ για το 12ο, 8.300,89 ευρώ για το 13ο, 6.644,49 ευρώ για το 14ο, 10.505,30 ευρώ για το 15ο και 11.055,41 (9.239,49+1.816,27) ευρώ για το 16ο (βλ. αναφορικά με τις  καταβολές των αρχικών και συμπληρωματικών εφάπαξ βοηθημάτων τη Φ. 851/ΕΠ.14395Σ.6032/27.11.2018 έκθεση απόψεων του Διευθυντή ΕΛΟΑΑ του εναγομένου Ταμείου και τα οικεία εντάλματα πληρωμής).

14. Επειδή, με την κρινόμενη αγωγή, όπως αναπτύσσεται με το νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημα, οι ενάγοντες ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, ότι ο υπολογισμός των εφάπαξ βοηθημάτων τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 ήταν μη νόμιμος, καθώς οι διατάξεις αυτές κρίθηκαν αντισυνταγματικές με τις προαναφερθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, στη συνέχεια δε η Διοίκηση συμμορφώθηκε μεν προς αυτές, αλλά πλημμελώς

Ως εκ τούτου, οι ενάγοντες με την υπό κρίση αγωγή, όπως το αίτημά της περιορίστηκε νομίμως, με το ως άνω υπόμνημά τους, κατά το ποσό που αντιστοιχεί στο καταβληθέν σε αυτούς συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα βάσει του ν. 4307/2014, ζητούν να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγόμενου να καταβάλει σε καθέναν από τους 1ο, 2ο και 3ο εξ αυτών το ποσό των  8.906,32 ευρώ, στον 4ο το ποσό των 8.129,97 ευρώ, στον 5ο το ποσό των 9.814,50 ευρώ, στον 6ο το ποσό των 10.094,24 ευρώ, στον 7ο το ποσό των 3.465,84 ευρώ, στον 8ο το ποσό των 5.514,11 ευρώ, στον 9ο το ποσό των 9.242,96 ευρώ, στο 10ο το ποσό των 8.704,71 ευρώ, στον 11ο το ποσό των 9.255,08 ευρώ, στο 12ο το ποσό των 8.969,67 ευρώ, στο 13ο το ποσό των 8.162,91 ευρώ, στο 14ο το ποσό των 13.442,17 ευρώ, στον 15ο το ποσό των 10.778,02 ευρώ και στο 16ο το ποσό των 7.461,34 ευρώ, που αντιστοιχούν στη  διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που οι ίδιοι θεωρούν ότι δικαιούνταν κατά την αποστρατεία τους με βάση του προϋφιστάμενου του ν. 4093/2012 μισθολογικό καθεστώς των στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάμεων και εκείνου που τους καταβλήθηκε σε εφαρμογή των αντισυνταγματικών, κατά τους ίδιους,  περικοπών του βασικού μισθού και των επιδομάτων βάσει του ν. 4093/2012. 

Τα ποσά αυτά ζητούν με απόφαση που θα κηρυχθεί προσωρινά εκτελεστή να τους καταβληθούν νομιμοτόκως ως αποζημίωση, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 105 - 106 του ΕισΝΑΚ, άλλως τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρα 904 επ. ΑΚ). 

Αντιθέτως, το εναγόμενο Ταμείο, με το από 17.11.2018 νομοτύπως κατατεθέν υπόμνημα, ζητεί την απόρριψη της αγωγής, προβάλλοντας ότι τα όργανά του, κατά τον υπολογισμό του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος, δεν είχαν εξουσία να επέμβουν στο ύψος των ποσών που συνθέτουν τη βάση του (βασικός μισθός, προσαυξήσεις, επιδόματα κλπ.), όπως αυτά βεβαιώνονται από τον επίσημο μισθοδοτικό φορέα, και να καταβάλουν εφάπαξ βοήθημα βάσει ανώτερων αποδοχών από αυτές που λάμβαναν οι ενάγοντες κατά το χρόνο εξόδου από την υπηρεσία τους. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ευθύνεται το Ελληνικό Δημόσιο, λόγω της παράνομης νομοθέτησης των διατάξεων των ν. 4093/2012 και 4307/2014.

15. Επειδή, με τα δεδομένα αυτά και σύμφωνα με τις διατάξεις που προπαρατέθηκαν, όπως αυτές ερμηνεύτηκαν, το Δικαστήριο, με την 12241/2019 απόφασή του, λαμβάνοντας υπόψη: 

α) ότι, με την 2192/2014 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκε ότι οι διατάξεις των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με τις οποίες μειώθηκαν οι αποδοχές των εν ενεργεία στρατιωτικών των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και, μάλιστα, αναδρομικώς από 1-8-2012, καθώς και της απολύτου συναφούς προς αυτές διατάξεως της περιπτώσεως 37, αντίκεινται προς την απορρέουσα εμμέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 9 του Συντάγματος αρχή της ιδιαίτερης μισθολογικής μεταχειρίσεως των στρατιωτικών, 

β) ότι, με την 1125/2016 απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, κρίθηκαν αντίθετες στο άρθρο 95 παρ.5 του Συντάγματος και οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 κατά το αναδρομικό τους μέρος, καθώς και της απολύτως συναφούς διατάξεως της παρ. 3 του ίδιου άρθρου, και γ) ότι, στην προκείμενη περίπτωση, στους ενάγοντες χορηγήθηκε αρχικά εφάπαξ βοήθημα σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και, περαιτέρω, συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 4307/2014,  έκρινε (για όλους τους ενάγοντες πλην του 9ου για τον οποίο εκκρεμούσε το ζήτημα της νομιμοποίησης των νομίμως κληρονόμων του) ότι μη νομίμως περιορίστηκαν τα εν λόγω εφάπαξ βοηθήματα κατά τις ανωτέρω διατάξεις και ότι, επομένως, το εναγόμενο Ταμείο, οφείλει, κατ΄ αρχήν, να τους καταβάλει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 106 ΕισΝΑΚ, τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος του αρχικώς καταβληθέντος εφάπαξ και του συμπληρωματικώς καταβληθέντος και του εφάπαξ που δικαιούται υπολογιζομένου τούτου, χωρίς την εφαρμογή των ως άνω αντισυνταγματικών διατάξεων. 

Οι, δε, αντίθετοι ισχυρισμοί του εναγομένου, ότι δηλαδή κατά τον υπολογισμό του χορηγούμενου εφάπαξ βοηθήματος τα όργανά του δεν έχουν εξουσία να επέμβουν στο ύψος των ποσών που συνθέτουν τη βάση του (βασικός μισθός, προσαυξήσεις, επιδόματα κλπ.), όπως αυτά βεβαιώνονται από τον επίσημο μισθοδοτικό φορέα, ούτε άλλωστε εισπράχθηκαν και αποδόθηκαν σε αυτό οι αντίστοιχες ασφαλιστικές εισφορές των εναγόντων από την αρμόδια υπηρεσία (Π.Α.), προκειμένου να δύναται το ίδιο να καταβάλει πρόσθετο συμπληρωματικό εφάπαξ στους ενάγοντες, με την 12241/2019 απόφαση απορρίφθηκαν ως νόμω αβάσιμοι. 

Και τούτο διότι, αφενός στην προκειμένη περίπτωση η ένδικη ζημία των εναγόντων από την καταβολή μειωμένου εφάπαξ βοηθήματος δεν επήλθε απευθείας από τις διατάξεις του ν. 4307/2014, αλλά από την εφαρμογή αυτών με πράξη απονομής εφάπαξ βοηθήματος του εναγόμενου νπδδ, αφετέρου το αρχικώς καταβληθέν εφάπαξ βοήθημα των εναγόντων υπολογίσθηκε εξ αρχής μειωμένο από το ίδιο το Ταμείο, με βάση το μισθολόγιο του ν. 4093/2012, ο οποίος στη συνέχεια κρίθηκε αντισυνταγματικός με απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, όπως και οι διατάξεις του ν. 4307/2014 κατά το αναδρομικό τους μέρος. 

Εξάλλου, η υπό κρίση αγωγή θεμελιώνεται στο μη νόμιμο υπολογισμό του εφάπαξ βοηθήματος εκ μέρους του Ταμείου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4093/2012, οι οποίες ακολούθως κρίθηκαν ως αντισυνταγματικές, και στην άρνηση αυτού να συμμορφωθεί με τις αποφάσεις αυτές, προκειμένου να του χορηγήσει την ένδικη διαφορά εφάπαξ βοηθήματος (βλ. ΔΕΑ 4115/2018). Εν συνεχεία, με την 12241/2019 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, λήφθηκε υπόψη ότι με τις διατάξεις των άρθρων 10 και 15 του ν. 4575/2018, προβλέφθηκε η αναδρομική καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στους εν ενεργεία και συνταξιούχους στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάμεων, το οποίο αντιστοιχεί στη διαφορά μεταξύ των μηναιών αποδοχών και της μηνιαίας σύνταξης  αντίστοιχα που θα δικαιούνταν να λάβουν, εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι μισθολογικές διατάξεις του ν. 4093/2012, και αυτής που πράγματι τους καταβλήθηκε κατ' εφαρμογή των εν λόγω διατάξεων, σε συνδυασμό με τα οριζόμενα στο π.δ. 169/2007. 

Επιπροσθέτως, για τον υπολογισμό του τελικώς καταβλητέου εφάπαξ βοηθήματος, το Δικαστήριο έκρινε με την ίδια ως άνω απόφασή του, ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη και τυχόν επιπλέον εισφορές των εναγόντων προς το ΜΤΑ - ΕΛΟΑΑ, που καταβλήθηκαν ή παρακρατήθηκαν εν τω μεταξύ από τις προαναφερόμενες αναδρομικές αποδοχές ή συντάξεις τους, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα. Κατόπιν των ανωτέρω, το Δικαστήριο με την ως άνω προδικαστική απόφασή του, έκρινε αναγκαίο να αναβάλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να διατάξει τη συμπλήρωση των στοιχείων του διοικητικού φακέλου (άρθρα 151, 152, 155 παρ.3 του Κ.Δ.Δ.) προκειμένου το εναγόμενο να προσκομίσει στη Γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου (Τμήμα 13ο), εντός της σχετικώς ταχθείσας προθεσμίας, ισάριθμες για καθέναν από τους ενάγοντες, συμπεριλαμβανομένου, για λόγους οικονομίας της δίκης και του 9ου, βεβαιώσεις, στις οποίες θα αναφέρεται εγγράφως: 1] Το ακριβές ποσό, στο οποίο θα έπρεπε να ανέλθει το εφάπαξ βοήθημα για καθέναν από τους ενάγοντες, εάν αυτό υπολογιζόταν με βάση τις διατάξεις για το ύψος των αποδοχών των ιδίων, που ίσχυαν πριν την έναρξη ισχύος της υποπαραγράφου Γ1 της παρ. Γ του Άρθρου Πρώτου του ν. 4093/2012 και του άρθρου 86 του ν. 4307/2014, καθώς και ο ακριβής τρόπος υπολογισμού του ποσού αυτού, 2] Εάν επήλθε οποιαδήποτε μεταβολή στο ποσό του εν λόγω εφάπαξ βοηθήματος, ένεκα των άρθρων 10 – 15 του ν. 4575/2018 και της υπ’ αριθ. 170285/0092/2018 κοινής απόφασης (“Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα πρόσωπα του άρθρου 15 του ν. 4575/2018”) των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών και 3] 

Ποιο είναι το τελικώς δικαιούμενο για καθέναν ενάγοντα εφάπαξ βοήθημα κατόπιν όλων των ανωτέρω υπολογισμών, αφαιρουμένων των ποσών που εν τω μεταξύ του έχουν καταβληθεί είτε αρχικώς είτε συμπληρωματικώς, εντόκως ή ατόκως, από την ίδια ή παρόμοια αιτία.

16. Επειδή, σε εκτέλεση της ως άνω προδικαστικής, το εναγόμενο προσκόμισε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τις οικείες βεβαιώσεις, σύμφωνα με τις οποίες η διαφορά μεταξύ του εφάπαξ βοηθήματος που έλαβαν οι ενάγοντες κατά την αποχώρησή τους από την υπηρεσία και αυτού που θα ελάμβαναν σε περίπτωση μη εφαρμογής των διατάξεων των περιπτώσεων 31-33 της υποπαραγράφου Γ1 του άρθρου 1 του ν. 4093/2012 κατά την ημερομηνία αποχώρησης εκάστου,  αφαιρουμένων των ποσών που εν τω μεταξύ τους είχαν καταβληθεί συμπληρωματικώς βάσει των διατάξεων του άρθρου 86 του ν. 4307/2014 και, μείον, περαιτέρω των νομίμων κρατήσεων, ανέρχεται στο ποσό των 10.695,20 ευρώ για καθέναν από τους 1ο, 2ο και 3ο, των 9.149,46 ευρώ για τον 4ο, των 9.611,42 ευρώ για τον 5ο, των 9.331,70 ευρώ για τον 6ο, των 9.541,49 ευρώ για τον 7ο, των 5.379,82 ευρώ για τον 8ο, των 9.074,24 ευρώ για τον 9ο, των 8.513,73 ευρώ για το 10ο, των 9.051,98 ευρώ για τον 11ο, των 8.777,16 ευρώ για το 12ο, των 8.282,54 ευρώ για το 13ο, των 6.631,36 ευρώ για το 14ο, των 10.590,20 ευρώ για το 15ο και των 11.010,48 ευρώ για το 16ο  (όπως ειδικότερα ανά ενάγοντα υπολογίζεται). 

Περαιτέρω δε, σε όλες τις προσκομισθείσες βεβαιώσεις αναφέρεται ότι καμία μεταβολή δεν επήλθε στο ποσό του εν λόγω εφάπαξ βοηθήματος, ένεκα των άρθρων 10 – 15 του ν. 4575/2018 και της υπ’ αριθ. 170285/0092/2018 κοινής απόφασης (“Καταβολή εφάπαξ χρηματικού ποσού στα πρόσωπα του άρθρου 15 του ν. 4575/2018”) των Υπουργών Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και Οικονομικών.

17. Επειδή, ακολούθως, το Δικαστήριο, αναφορικά με την αξίωση του 9ου ενάγοντος για τον οποίο με την 12241/2019 προδικαστική απόφασή του δεν είχε διαλάβει κρίση, λαμβάνει υπόψη ότι, όπως και των λοιπών εναγόντων, του χορηγήθηκε αρχικά εφάπαξ βοήθημα σύμφωνα με τις ήδη κριθείσες ως αντισυνταγματικές διατάξεις του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και, περαιτέρω, συμπληρωματικό εφάπαξ βοήθημα, σύμφωνα με τις ομοίως αντισυνταγματικές κατά το αναδρομικό τους μέρος διατάξεις του ν. 4307/2014. 

Συνεπώς, κρίνει ότι μη νομίμως περιορίστηκε το εν λόγω εφάπαξ βοήθημα που δικαιούνταν να λάβει κατά τις ανωτέρω διατάξεις και, για το λόγο αυτό, το εναγόμενο Ταμείο, οφείλει να καταβάλει, κατά τις διατάξεις του άρθρου 106 ΕισΝΑΚ, στη νόμιμη κληρονόμο του τη διαφορά μεταξύ του αθροίσματος του αρχικώς καταβληθέντος εφάπαξ και του συμπληρωματικώς καταβληθέντος και του εφάπαξ που δικαιούται υπολογιζομένου τούτου, χωρίς την εφαρμογή των ως άνω αντισυνταγματικών διατάξεων.

18. Επειδή, κατόπιν όλων των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι οι ενάγοντες δικαιούνται, κατ΄ αρχάς, να λάβουν την αιτούμενη διαφορά εφάπαξ και, συγκεκριμένα: α) ο 1ος, 2ος και 3ος το ποσό των 10.695,20 ευρώ ο καθένας, ο  4ος το ποσό των 9.149,46 ευρώ, ο 7ος το ποσό των 9.541,96 ευρώ, ο 13ος το ποσό των 8.282,54 ευρώ και ο 16ος το ποσό των 11.010,48 ευρώ,  σύμφωνα τις προσκομιζόμενες από το εναγόμενο υπηρεσιακές βεβαιώσεις, αλλά δοθέντος ότι, σύμφωνα με το άρθρο 80 παρ.1 του Κ.Δ.Δ, το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιδικάσει χρηματικό ποσό ανώτερο του αιτηθέντος με το δικόγραφο της αγωγής, ο 1ος, 2ος και 3ος δικαιούνται εν τέλει να λάβουν το αιτηθέν ποσό των 8.906,32 ευρώ ο καθένας, ο 4ος το αιτηθέν ποσό των 8.129,97, ο 7ος το ποσό των 3.465,48 ευρώ, ο 13ος το ποσό των 8.162,91 ευρώ και ο 16ος το ποσό των 7.461,34 ευρώ και  β) στον 5ο το ποσό των 9.611,42 ευρώ, στον 6ο το ποσό των 9.331,70 ευρώ, στον 8ο το ποσό των 5.379,82 ευρώ, στη νόμιμη κληρονόμο του 9ου το ποσό των 9.074,24 ευρώ, στο 10ο το ποσό των 8.513,73 ευρώ, στον 11ο το ποσό των 9.051,98 ευρώ, στο 12ο το ποσό των 8.777,16 ευρώ, στο 14ο το ποσό των 6.631,36 ευρώ και στο 15ο το ποσό των 10.590,20 ευρώ, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπηρεσιακές βεβαιώσεις, κατά  μερική αποδοχή του αγωγικού τους αιτήματος.

 Όλα δε τα ανωτέρω ποσά πρέπει να καταβληθούν στους ενάγοντες  νομιμοτόκως, από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής στο εναγόμενο, ήτοι από 10.3.2015 (βλ. σχετ. την 9357Β/9.3.2015 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών, Βασιλικής Χαραλαμποπούλου) μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Εξάλλου, το αίτημα των εναγόντων να κηρυχθεί η παρούσα απόφαση προσωρινά εκτελεστή πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμο, ενόψει του αναγνωριστικού αιτήματος της αγωγής (άρθρα 80 παρ. 3 του ΚΔΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή της από το άρθρο 9 του ν. 3659/2008, Α΄77, σε συνδυασμό με το άρθρο 199 του αυτού Κώδικα).

19. Επειδή, κατ΄ ακολουθίαν, η αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή εν όλω για τους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο 7ο, 13ο και 16ο από τους ενάγοντες και εν μέρει δεκτή, κατά τα λοιπά, ήτοι ως προς τους 5ο, 6ο, 8ο έως και 12ο, 14ο και 15ο  από τους ενάγοντες, και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου να καταβάλει τα αναφερόμενα στην προηγούμενη σκέψη ποσά, νομιμοτόκως,από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής στο εναγόμενο, ήτοι από 10.3.2015, μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. 

Περαιτέρω δε, κατ΄ εκτίμηση των περιστάσεων, πρέπει να απαλλαγεί το εναγόμενο από την καταβολή των δικαστικών εξόδων των 1ου, 2ου, 3ου, 4ου, 7ου, 13ου και 16ου  (άρθρο 275 παρ.1 εδ. ε΄ του Κ.Δ.Δ.) και να συμψηφισθούν τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των λοιπών εναγόντων και του εναγομένου, λόγω της μερικής νίκης και ήττας αυτών (άρθρο 275 παρ.1 εδ. γ΄ του Κ.Δ.Δ.)

ΔΙΑ  ΤΑΥΤΑ

            Δέχεται εν όλω την αγωγή ως προς τους 1ο, 2ο, 3ο, 4ο 7ο, 13ο και 16ο.

            Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου  να καταβάλει, για την αιτία που αναφέρεται στο σκεπτικό, σε καθέναν από τους 1ο, 2ο και 3ο το ποσό των οκτώ χιλιάδων εννιακοσίων έξι ευρώ και τριάντα δύο λεπτών (8.906,32 ευρώ), στον 4ο το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν είκοσι εννέα ευρώ και ενενήντα επτά λεπτών (8.129,97 ευρώ),  στον 7ο το ποσό των τριών χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα πέντε ευρώ και σαράντα οκτώ λεπτών (3.465,48 ευρώ), στο 13ο το ποσό των οκτώ χιλιάδων εκατόν εξήντα δύο ευρώ και ενενήντα ενός λεπτών (8.162,91 ευρώ), και στον 16ο το ποσό των επτά χιλιάδων τετρακοσίων εξήντα ενός ευρώ και τριαντατεσσάρων λεπτών (7.461,34 ευρώ), νομιμοτόκως, από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής στο εναγόμενο, ήτοι από 10.3.2015 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

            Απαλλάσσει το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο από την καταβολή των δικαστικών εξόδων των ανωτέρω εναγόντων.

            Δέχεται εν μέρει την αγωγή, κατά τα λοιπά,  ήτοι ως προς τους 5ο, 6ο, 8ο έως και 12ο, 14ο και 15ο  από τους ενάγοντες.

            Αναγνωρίζει την υποχρέωση του εναγομένου  να καταβάλει, για την αιτία που αναφέρεται στο σκεπτικό, στον 5ο το ποσό των εννέα χιλιάδων εξακοσίων έντεκα ευρώ και σαράντα δύο λεπτών (9.611,42 ευρώ),  στον 6ο το ποσό των εννέα χιλιάδων τριακοσίων τριάντα ενός ευρώ και εβδομήντα λεπτών (9.331,70 ευρώ), στον 8ο το ποσό των πέντε χιλιάδων τριακοσίων εβδομήντα εννέα ευρώ και ογδόντα δύο λεπτών (5.379,82 ευρώ), στη νόμιμη κληρονόμο του 9ου το ποσό των εννέα χιλιάδων εβδομήντα τεσσάρων ευρώ και είκοσί τεσσάρων λεπτών (9.074,24 ευρώ), στο 10ο το ποσό των οκτώ χιλιάδων πεντακοσίων δεκατριών ευρώ και εβδομήντα τριών λεπτών (8.513,73 ευρώ), στον 11ο το ποσό των εννέα χιλιάδων πενήντα ενός ευρώ και ενενήντα οκτώ λεπτών (9.051,98 ευρώ), στο 12ο το ποσό των οκτώ χιλιάδων επτακοσίων εβδομήντα επτά ευρώ και δεκαέξι λεπτών (8.777,16 ευρώ),  στο 14ο το ποσό των έξι χιλιάδων εξακοσίων τριάντα ενός ευρώ και τριάντα έξι λεπτών (6.631,36 ευρώ) και στο 15ο το ποσό των δέκα χιλιάδων πεντακοσίων ενενήντα ευρώ και είκοσι λεπτών (10.590,20 ευρώ), νομιμοτόκως, από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής στο εναγόμενο, ήτοι από 10.3.2015 μέχρι την ολοσχερή εξόφληση.

            Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των ως άνω εναγόντων και του εναγομένου.
Η απόφαση δημοσιεύθηκε στην Αθήνα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου κατά τη δημόσια συνεδρίαση της
30ης.12.2020.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                                                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΩΑΝΝΑ ΜΠΑΣΙΟΥΚΑ                                             ΠΑΝΑΓΙΩΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΙΝΟΥ