Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2021

Συντάξεις/Αναδρομικά: Μέσα σε 20 μήνες και 20 ημέρες, η τυφλή Ελληνική δικαιοσύνη, επιδίκασε αναδρομικά, 35.211, 45 ευρώ σε συνταξιούχο δικαστικό! - Δείτε την απόφαση

 






ΕΛΕΓΚΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ

Απόφαση 1569/2020 

ΤΜΗΜΑ ΙΙ 

 

Συνεδρίασε δηµόσια στο ακροατήριό του την 5η Μαρτίου 2020, µε την ακόλουθη σύνθεση: Κωνσταντίνος Κωστόπουλος, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του Τµήµατος, ∆έσποινα Τζούµα και Γεωργία Παπαναγοπούλου (εισηγήτρια), Σύµβουλοι, Αικατερίνη Σπηλιοπούλου και Αθανάσιος Καρακόϊδας, Πάρεδροι (µε συµβουλευτική ψήφο). Γενικός Επίτροπος της Επικρατείας: 

Παραστάθηκε ο Eπιτροπεύων Πάρεδρος της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ∆ηµήτριος Κοκοτσής, που αναπληρώνει νόµιµα την κωλυόµενη Γενική Επίτροπο της Επικρατείας. Γραµµατέας: Γεωργία Φραγκοπανάγου, υπάλληλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 

Για να δικάσει την από 15.6.2018 αγωγή (Α.Β.∆. …) Της … του …, κατοίκου … (οδός …., Τ.Κ. …), η οποία παραστάθηκε διά δηλώσεως του άρθρου 133 παρ. 2 του Κ.∆.∆ικ. της πληρεξούσιας δικηγόρου της Μαρίας Βραχά (∆.Σ.Α. 20738) κατά του Ελληνικού ∆ηµοσίου, που εκπροσωπείται νόµιµα από τον Υπουργό Οικονοµικών, ο οποίος παραστάθηκε διά της Παρέδρου του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους Σπυριδούλας Θωµοπούλου και κατά του ν.π.δ.δ. µε την επωνυµία «Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), που κατοικοεδρεύει στην Αθήνα (οδός Αγίου Κωνσταντίνου αρ. 8), που εκπροσωπείται νόµιµα από τον ∆ιοικητή του, ο οποίος παραστάθηκε διά της ως άνω Παρέδρου του Νοµικού Συµβουλίου του Κράτους. 

Κατά τη συζήτηση που ακολούθησε, το ∆ικαστήριο άκουσε: 

 Την εκπρόσωπο του Ελληνικού ∆ηµοσίου και του ΕΦΚΑ, η οποία ζήτησε την απόρριψη της αγωγής, και Τον Επιτροπεύοντα Πάρεδρο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο, ο οποίος πρότεινε την µερική παραδοχή της αγωγής. 

Μετά τη δηµόσια συνεδρίαση, το ∆ικαστήριο Αφού µελέτησε τα σχετικά έγγραφα Σκέφθηκε σύµφωνα µε το νόµο Αποφάσισε τα εξής: 

                     
       

 Σελίδες 6 - 7-8

     
 

  ΙΙ. Με την υπό κρίση αγωγή, η ενάγουσα, συνταξιούχος δικαστικός λειτουργός (Πρόεδρος Εφετών επί τιµή), ζητεί, κατ΄ εκτίµηση του οικείου δικογράφου, να υποχρεωθούν το Ελληνικό ∆ηµόσιο και ο Ενιαίος Φορέας Κοινωνικής Ασφάλισης να της καταβάλουν, νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, το ποσό των 6.000 ευρώ και να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγοµένων να της καταβάλουν, επίσης νοµιµοτόκως, το ποσό των 32.211,45 ευρώ, ήτοι συνολικά 38.211,45 ευρώ. 

Από το ως άνω συνολικώς διεκδικούµενο ποσό, ζητεί 

α) το ποσό των 35.211,45 ευρώ ως αποζηµίωση, κατά το άρθρο 105 του Εισαγωγικού Νόµου του Αστικού Κώδικα, άλλως ως διαφορές συντάξεων, το οποίο σύµφωνα µε τους ισχυρισµούς της, αντιστοιχεί στη διαφορά των ποσών συντάξεων που έλαβε κατά το χρονικό διάστηµα από 1.1.2016 έως 30.6.2018 και των ποσών που θα ελάµβανε, εάν δεν εφαρµόζονταν επί των συντάξεων των δικαστικών λειτουργών οι διατάξεις της υποπαραγράφου Β.3 της παραγράφου Β του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012 και του άρθρου 13 του ν. 4387/2016, οι οποίες, όπως προβάλλεται, έρχονται σε αντίθεση µε κανόνες υπέρτερης τυπικής ισχύος και δη προς τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 25 παρ. 1 και 4, 26, 87 παρ. 1 και 88 παρ. 2 του Συντάγµατος και τις συνταγµατικές αρχές που απορρέουν από τα άρθρα αυτά, δηλαδή του σεβασµού της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της αναλογικότητας, της προστασίας της δικαιολογηµένης εµπιστοσύνης, της ασφάλειας δικαίου, της προβλεψιµότητας, καθώς και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης, και 

β) το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηµατική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. 

ΙΙΙ. Α. Σύµφωνα µε το άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄ του Συντάγµατος, οι διαφορές που αναφύονται από την απονοµή συντάξεων δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών, όσων έλκουν από αυτούς συνταξιοδοτικό δικαίωµα και των εξοµοιούµενων προς αυτούς κατηγοριών - στις οποίες συγκαταλέγονται και οι εγειρόµενες διαφορές στο πλαίσιο της αδικοπρακτικής ευθύνης του ∆ηµοσίου από τη θέσπιση και εφαρµογή συνταξιοδοτικών διατάξεων, εντός του ειδικού αυτού συνταξιοδοτικού συστήµατος, που φέρονται ως αντιβαίνουσες σε υπέρτερης τυπικής ισχύος ρυθµίσεις - ανήκει στην ειδική αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου. 

Αποκλείεται δε η κρίση άλλων δικαστηρίων επί των εν λόγω θεµάτων, ευθέως ή παρεµπιπτόντως (βλ. ΑΕ∆ 1/2004, 4, 3/2002, 4/2001, Ε.Σ. Ολ. 484/2018, ΣτΕ Ολ. 2066/1999, 303/1998, ΣτΕ 1827/2010, 516/2004). 

Β. Τα ανωτέρω ισχύουν µε την επιφύλαξη της ειδικότερης δικαιοδοσίας του Ειδικού ∆ικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγµατος και των διατάξεων του οργανικού του Συντάγµατος ν. 3038/2002 (Α΄ 180), επί ζητηµάτων που αφορούν ειδικώς στους δικαστικούς λειτουργούς και δύνανται ταυτόχρονα να επηρεάσουν τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου των προσώπων αυτών (βλ. Ειδ. ∆ικ. άρθρου 88 Σ. 187/2018, 8, 89/2013, 109/2012, 61, 62/2011, 11/2010 και 165/2008, Ε.Σ. Ολ. 327/2018, 1520, 1521/2016, 4708, 4709/2015). 

Κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγµατικής διάταξης, ερµηνευόµενης σε συνδυασµό µε τις θεµελιώδεις διατάξεις των άρθρων 8, 26, 93, 94, 95, 98 και 100 του Συντάγµατος, το Ειδικό ∆ικαστήριο επιλύει το νοµικό ζήτηµα που εµπίπτει στη δικαιοδοσία του µία φορά, µε την πρώτη απόφασή του, και στη συνέχεια παραπέµπει τις άλλες σχετικές υποθέσεις, στις οποίες ανακύπτει το ίδιο ζήτηµα, για περαιτέρω εκδίκαση στο αρµόδιο δικαστήριο, το οποίο υποχρεούται σε κρίση τους, σύµφωνα µε τη δοθείσα από το Ειδικό ∆ικαστήριο λύση. 

Με βάση τα ανωτέρω, όταν, µετά την έναρξη ισχύος του ν. 3038/2002, περί συγκρότησης του Ειδικού ∆ικαστηρίου του άρθρου 88 παρ. 2 του Συντάγµατος, εισαχθεί στο Ελεγκτικό Συνέδριο διαφορά σχετική µε συντάξεις δικαστικών λειτουργών, στην οποία τίθεται νοµικό ζήτηµα που µπορεί να επηρεάσει τη συνταξιοδοτική κατάσταση ευρύτερου κύκλου προσώπων, το Ελεγκτικό Συνέδριο υποχρεούται, κατ’ αρχήν, να παραπέµψει τη διαφορά αυτή στο ως άνω Ειδικό ∆ικαστήριο. 

Η υποχρέωση αυτή, όµως, ατονεί όταν το τιθέµενο νοµικό ζήτηµα έχει ήδη επιλυθεί µε προηγούµενη απόφαση του Ειδικού ∆ικαστηρίου, δεδοµένου ότι, κατά τον απορρέοντα από το άρθρο 88 παρ. 2 του Συντάγµατος κανόνα, ότι δηλαδή το εν λόγω ∆ικαστήριο µια φορά µόνο επιλύει το τεθέν σ’ αυτό νοµικό ζήτηµα, δεν συντρέχει πλέον λόγος παραποµπής της υπόθεσης σ’ αυτό, για την εν συνεχεία εκ νέου παραποµπή της στο Ελεγκτικό Συνέδριο και την κατ’ ουσία εκδίκασή της. 

Στην περίπτωση αυτή, το Ελεγκτικό Συνέδριο, ως αρµόδιο ∆ικαστήριο, προβαίνει το ίδιο στην περαιτέρω εκδίκαση της υπόθεσης, βάσει, όµως, της νοµικής λύσης που έχει ήδη δοθεί από το Ειδικό ∆ικαστήριο στο κριθέν ίδιο νοµικό ζήτηµα που εκκρεµεί ενώπιόν του (βλ. Ειδ. ∆ικ. άρθρου 88 Σ. 84/2014, Ε.Σ. Ολ. 1659/2011, 4327/2014, II Τµ. 682/2018, 5069/2015) ............


ΙV. Α. Ο συνταγµατικός νοµοθέτης έχει επιφυλάξει διαχρονικώς ειδικό υπηρεσιακό και συνταξιοδοτικό καθεστώς για τους δηµόσιους λειτουργούς, υπαλλήλους και στρατιωτικούς (άµεσα και έµµεσα όργανα του Κράτους), που συνδέονται µε ειδική νοµική σχέση µε το Κράτος (βλ. µεταξύ άλλων τη νοµοθετική πράξη ΧΝΒ΄ του 1861, άρθρα 94, 114 και 49 εδ. γ΄ του Συντάγµατος του 1927, άρθρα 61, 87 επ., 98 εδ. δ΄ και 101 του Συντάγµατος του 1952). 

Ειδικότερα, το Σύνταγµα του 1975, όπως ισχύει και µετά τις ύστερες αναθεωρήσεις του, περιλαµβάνει διατάξεις από τις οποίες απορρέει, µεταξύ άλλων, η ιδιαίτερη θέση των δικαστικών λειτουργών (άρθρα 87 και επ.), των βουλευτών (άρθρα 59 και επ.), των στελεχών των ενόπλων δυνάµεων και των σωµάτων ασφαλείας (άρθρα 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3), των πανεπιστηµιακών (άρθρο 16), των ιατρών που υπηρετούν σε κρατικούς φορείς για την προστασία της υγείας των πολιτών (άρθρο 21 παρ. 3), των δηµόσιων υπαλλήλων (άρθρα 103 και 104), ενώ περιέχει και ειδικές διαδικαστικές ρυθµίσεις για την προπαρασκευή και τη νοµοπαραγωγική διαδικασία επί των συνταξιοδοτικών νοµοσχεδίων (άρθρα 73 παρ. 2 και 3), την απονοµή των συντάξεων (άρθρο 80), αλλά και την ειδική αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί των διαφορών από την απονοµή σύνταξης (άρθρο 98 παρ. 1 περ. στ΄), όπως προεκτέθηκε (βλ. σκέψη ΙIΙΑ). 

Από το σύνολο δε των ρυθµίσεων αυτών συνάγεται ότι το Σύνταγµα κατοχυρώνει ως ιδιαίτερο θεσµό το ειδικό υπηρεσιακό και 



μέρος των σελίδων  11 και 12

Η καταβολή δε της σύνταξης τελεί πάντοτε υπό την εγγύηση του Κράτους και δη του ∆ηµοσίου, όταν πρόκειται για συντάξεις που καταβάλλονται σε συνδεόµενους µε αυτό µε υπηρεσιακή σχέση, ενόψει του ότι συνιστά απόρροια της ειδικής λειτουργικής σχέσης του δικαιούχου µε αυτό ως εργοδότη, χωρίς να συνδέεται µε τον σχηµατισµό διακριτού ασφαλιστικού κεφαλαίου από τις εισφορές των εν ενεργεία  δηµόσιων λειτουργών, υπαλλήλων και στρατιωτικών. 

       

 Σελίδα 29  

Για τους λόγους αυτούς ∆έχεται εν µέρει την αγωγή. 

Υποχρεώνει το Ελληνικό ∆ηµόσιο και τον Ενιαίο Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης να καταβάλουν εις ολόκληρον στην … του … το ποσό των έξι χιλιάδων ευρώ (6.000 €), νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο σκεπτικό. 

Αναγνωρίζει την εις ολόκληρον υποχρέωση του Ελληνικού ∆ηµοσίου και του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης να καταβάλουν στην ίδια, το ποσό των είκοσι εννέα χιλιάδων διακοσίων έντεκα ευρώ και σαράντα πέντε λεπτών (29.211,45 €), νοµιµοτόκως από την επίδοση της αγωγής, κατά τα ειδικότερα αναφερόµενα στο σκεπτικό. 

Και Συµψηφίζει τα δικαστικά έξοδα µεταξύ των διαδίκων. 

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα, στις 5 Ιουνίου 2020. 

Ο ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ 

Η ΕΙΣΗΓΗΤΡΙΑ ΣΥΜΒΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΠΑΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ 

∆ηµοσιεύθηκε σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριο του ∆ικαστηρίου, στις 28 Ιουλίου 2020. 

Ο ΠΡΟΕ∆ΡΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ 

Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ ΓΕΩΡΓΙΑ ΦΡΑΓΚΟΠΑΝΑΓΟΥ



Διαβάστε όλη την απόφαση

09/12/2020