Του Υπτγου ε.α.
Νικολάου Ζαρκάδα
29 Ιουλίου 1913.
Η πρεσβευτική συνδιάσκεψη των μεγάλων δυνάμεων
κατέληξε με το Πρωτόκολλο του
Λονδίνου στην ανακήρυξη της Αλβανίας σε
κράτος κυρίαρχο και ανεξάρτητο, χωρίς όμως
να καθορίσει τα σύνορά του. Στις αρχές Αυγούστου σχηματίστηκε διεθνής επιτροπή, για να καθορίσει τα νότια σύνορα της Αλβανίας, της οποίας κύριοι παράγοντες ήταν βασικά η Ιταλία και η
Αυστροουγγαρία.
Καθορισμός Χερσαίων
Συνόρων Ελλάδας – Αλβανίας
Κατά τον καθορισμό των συνόρων του νέου
αλβανικού κράτους οι εκπρόσωποιτων κρατών
δεν έλαβαν υπόψη τους, για ευνόητους λόγους,
την εθνική ταυτότητα του πληθυσμού της περιοχής, αλλά μόνον την ομιλούσα γλωσσική σύνθεση με αποτέλεσμα ένα μεγάλο μέρος των περιοχών, που κατοικούνταν από ξενόφωνους Έλληνες, ήτοι η σημερινή Βόρειος Ήπειρος, να περάσει στα όρια της μελλοντικής αλβανικής επικράτειας.
Η υπεύθυνη επιτροπή καθορισμού των ελληνοαλβανικών συνόρων ως βασικά κριτήρια
ορισμού αυτών έθεσαν τη μητρική γλώσσα του
ντόπιου πληθυσμού και τη γεωγραφική σύνθεσή του, ενώ απέκλεισαν την πιθανότητα διενέργειας δημοψηφίσματος.
Τα μέλη της επιτροπής ποτέ δεν ενήργησαν
συστηματικά και με την απαραίτητη ευαισθησία
για την υπεύθυνη ολοκλήρωση της αποστολής τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ότι
αποστέρησαν από την ελληνική επικράτεια τη
νήσο Σάσωνα, η οποία είχε παραχωρηθεί στην
Ελλάδα με την προσάρτηση των Ιονίων Νήσων
και εθεωρείτο ελληνικό έδαφος, σύμφωνα με
την συνθήκη του Λονδίνου της 29ης Μαρτίου
του 1864.
Από τους πρώτους μήνες του 1913 ο ελληνισμός της Β. Ηπείρου και ιδιαίτερα των περιοχών Κορυτσάς, Πρεμετής και Δελβινίου είχε αρχίσει να αγωνίζεται με την υποβολή εγγράφων
διαμαρτυριών και υπομνημάτων προς τα ενδιαφερόμενα μέρη, με τα οποία διατράνωναν την
ελληνική ταυτότητά τους και υπογράμμιζαν την
κατάφωρη αδικία που συντελούνταν σε βάρος
τους.
Παρέμεινε μνημειώδης η διακήρυξη
των εκπροσώπων
τους την άνοιξη του
1913, ότι “θα προτιμούσαν να πεθάνουν, παρά να αποσπαστούν
από την Ελλάδα και να παραδοθούν σε νέο
ζυγό”. Παντού από τα μέρη, που περνούσαν
τα μέλη της επιτροπής γίνονταν μάρτυρες
συγκλονιστικών σκηνών, καθώς έβλεπαν
σύσσωμο το ελληνικό στοιχείο να διατρανώνει την πραγματική του θέληση με το σύνθημα
“ Ένωσις ή Θάνατος ”.
Οι συγκλονιστικές αντιδράσεις του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού έγιναν αιτία να αντιληφθούν τα μέλη της επιτροπής ότι “το κριτήριο της γλώσσας δεν αποτελούσε προσδιοριστικό στοιχείο για την εθνική ταυτότητα
ενός λαού”.
Η διεθνής επιτροπή στις 17 Δεκεμβρίου
1913 εξέδωσε στη Φλωρεντία το σχετικό
Πρωτόκολλο, που προσδιόριζε ουσιαστικά τη
σημερινή θέση των ελληνοαλβανικών συνόρων παραβιάζοντας όμως κατάφωρα τα ιστορικά δίκαια του ελληνισμού της Β.Ηπείρου.
Ανακήρυξη Αυτονομίας
Βόρειας Ηπείρου.
Στις 31 Ιανουαρίου του 1914 οι μεγάλες
δυνάμεις ήτοι Γερμανία, Αυστροουγγαρία,
Γαλλία, Μεγάλη Βρετανία και Ρωσία, επικαλούμενες τις διεθνείς συνθήκες του Λονδίνου, 30.05.1913 και των Αθηνών,
14.11.1913, έθεσαν την Ελλάδα μπροστά σε
έναν, χωρίς προηγούμενο εκβιασμό “παραχωρούσαν τα νησιά του Αιγαίου με τον όρο ότι
τα ελληνικά στρατεύματα θα αποχωρούσαν
από τη Β. Ήπειρο μέχρι την 31η Μαρτίου
1914”.
Η ελληνική κυβέρνηση επεσήμανε στην
απάντησή της την αποδοχή της πρότασης για
το μελλοντικό καθεστώς των νησιών του Αιγαίου, αλλά και τις υποχρεώσεις των μεγάλων δυνάμεων, για να δοθούν εγγυήσεις
στους ελληνικούς πληθυσμούς της Β. Ηπείρου σχετικά με τον σεβασμό των εκπαιδευτικών και εκκλησιαστικών προνομίων, καθώς
και των περιουσιών τους.
Ο ελληνισμός της Β. Ηπείρου δεν έχει πια
άλλη επιλογή από τη μοναδική του αντίσταση.
Έτσι στα μέσα Φεβρουαρίου του 1914 ανακήρυξε την αυτονομία της Β. Ηπείρου και σχημάτισε στο Αργυρόκαστρο προσωρινή κυβέρνηση με πρόεδρο τον Γεώργιο Ζωγράφο. Η
προκήρυξη της Κυβέρνησης της Αυτόνομης
Ηπείρου συντάχθηκε στο Αργυρόκαστρο στις
15 Φεβρουαρίου 1914 και φέρειτην υπογραφή του Προέδρου Γ. Ζωγράφου και των μητροπολιτών Δρυϊνοπόλεως Βασιλείου, Κορυτσάς Γερμανού και Κονίτσης – Βελάς Σπυρίδωνα. Το κείμενο της προκήρυξης περιλαμβάνεται στο Προσαρτημένο
1. Ταυτόχρονα
οργανώθηκε και αυτονομιακός στρατός, ο
οποίος σε σχετική προκήρυξη του υπογραμμίζει “την αδυναμία να ανεχθεί την απόφαση
της ασπλάχνου πολιτείας”.
Τελικά άρχισε η εκκένωση των πόλεων
της περιοχής από τον ελληνικό στρατό. Στην
Κορυτσά ο υποστράτηγος Αναστάσιος Παπούλας ανακοίνωσε την αποχώρηση του ελληνικού στρατού από την περιοχή ένεκα “υψίστων εθνικών συμφερόντων”.
Την εποχή ακριβώς που έπεφτε η Κορυτσά πραγματοποιήθηκε η επίσημη ανακήρυξη της αυτονομίας στο Αργυρόκαστρο. Ο πρόεδρος της κυβέρνησης της Αυτόνομης Ηπείρου Γ. Ζωγράφος στις 20 Φεβρουαρίου 1914
απηύθυνε προς τον Έλληνα πρωθυπουργό
Ελευθέριο Βενιζέλο και τον Υπουργό Εξωτερικών επιστολή με την οποία γνωστοποιούσε την κήρυξη του ιερού αγώνα. Το κείμενο
της επιστολής έχει, το Προαρτημένο
2.
Ο αγώνας των Βορειοηπειρωτών, παρά
το κλίμα κατακραυγής από τον ξένο τύπο και
την άδικη μεταχείριση εκ μέρους των ευρωπαϊκών κρατών, στηρίχθηκε πρωταρχικά στις
δικές τους δυνάμεις και έπειτα στην συμπαράσταση των λοιπών συμπατριωτών τους.
Στηρίχθηκε σε όλους τους Έλληνες. Ομόθυμη και συγκινητική ήταν η άμεση συμπαράσταση όλων των αποδήμων και ευεργετών
ηπειρωτών στις συγκλονιστικές προσπάθειες
του βορειοηπειρωτικού ελληνισμού.
Οι σφοδρές συγκρούσεις και οι αλλεπάλληλες ελληνικές επιτυχίες δημιούργησαν τον
κίνδυνο στους Aλβανούς για ενδεχόμενη
ανατροπή της πραγματικότητας. Ζήτησαν
προσωρινή κατάπαυση των εχθροπραξιών
και κήρυξη ανακωχής, αιτήματα που έγιναν
αποδεκτά από τους επαναστάτες της Β. Ηπείρου.
Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις με την
Κυβέρνηση της Αυτόνομης Δημοκρατίας της
Β. Ηπείρου που κατέληξαν στην υπογραφή
του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας στις 17 Μαΐου 1914 και σε συμφωνία των εξής έξι σημείων, ήτοι αναγνωρίζονταν η αυτονομία της Β.
Ηπείρου, ο βασιλιάς της Αλβανίας ως νόμιμος
μονάρχης και η ελληνική ως επίσημη γλώσσα
της Β. Ηπείρου.
Καθιερώνονταν ως υποχρεωτική γλώσσα στα σχολεία η ελληνική και ως
προαιρετική η αλβανική. Τέλος προβλέπονταν η αποστολή βουλευτών στην αλβανική
βουλή και το δικαίωμα διατήρησης εκ μέρους
των ηπειρωτών ιδιαίτερης στρατιωτικής δύναμης.
Το Πρωτόκολλο της Κέρκυρας αποτελεί
το μοναδικό επίσημο έγγραφο, που αποδέχτηκαν τόσο η επίσημη αλβανική πολιτική όσο
και οι μεγάλες δυνάμεις, και το οποίο αναγνώριζε την αυτονομία της Β. Ηπείρου και
συγκεκριμένα των περιοχών Αργυροκάστρου και Κορυτσάς. Προέβλεπε την ανάθεση της οργάνωσης της διοίκησης, της δικαιοσύνης και των οικονομικών στη Διεθνή Επιτροπή Ελέγχου, λαμβάνοντας πάντα υπόψη
αντιπροσωπευτικά την αριθμητική αναλογία
του θρησκεύματος. Επίσης προέβλεπε την
οργάνωση ειδικής χωροφυλακής αντιπροσωπευτικής του θρησκεύματος του πληθυσμού. Οι ορθόδοξες κοινότητες θα συνέχιζαν
να διέπονται από το ίδιο καθεστώς αναγνωριζόμενεςως νομικά πρόσωπα κάτωαπό την
καθοδήγηση των πνευματικών αρχηγών τους
και του πατριαρχείου. Ισότιμη παρουσία και
συμμετοχή θα είχαν και οι δύο γλώσσες στα
διοικητικά και δικαστικά όργανα.
Ιστορική Πορεία του
Βορειοηπειρωτικού Αγώνα
Η εφαρμογή του Πρωτόκολλου της Κέρκυρας συναντούσε ανυπέρβλητα εμπόδια
από τη χαώδη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί στην Αλβανία, αλλά και από την έλλειψη ανάλογης θέλησης των μεγάλων δυνάμεων προκειμένου να επιβάλλουν τα προβλεπόμενα.
Οι ελληνοαλβανικές συγκρούσεις, πολυήμερες και αιματηρές, συνεχίζονταν στην
περιοχή. Με τις συνεχείς και μεγαλειώδεις νίκες των αυτονομιακών δυνάμεων καταλήφθηκαν και απελευθερώθηκαν όλα τα μεγάλα αστικά κέντρα της Β. Ηπείρου και φάνηκε
ότι ο βορειοηπειρωτικός αγώνας πλησίαζε
προς το τέλος του.
Τον Δεκέμβριο του 1914 δόθηκε από
τους συμμάχους η άδεια στην Ελλάδα για την
είσοδο του ελληνικού στρατού στη Β. Ήπειρο.
Ακολούθησε η πραγματοποίηση υπό τον ξέφρενο ενθουσιασμό των κατοίκων της