Η μαρτυρία του Μίσσιου δεν είναι ιστορική, αλλά προσωπική. Γραμμένη στο πρώτο πρόσωπο, με το ύφος του προφορικού λόγου, διηγείται σ’ ένα σύντροφο που είχε την ευτυχία να πεθάνει νωρίς (δηλαδή πριν τον πρώτο εμφύλιο ή τουλάχιστον στις αρχές του) τις φυλακές, τις εξορίες και τα βασανιστήρια που υπέφερε ο αφηγητής σαν ενεργό μέλος του ΚΚΕ. Ο Μίσσιος γράφει μετά την παραίτησή του από το κόμμα και μετά την άρνησή του να ξανασυνδεθεί με την πολιτική του δράση. Ο σύντροφος (πραγματικός ή φανταστικός) δεν κατονομάζεται ούτε περιγράφεται. Το γεγονός ότι υπήρξε παλιός και καλός φίλος του αφηγητή δεν σημαίνει πάντως ότι, αν ζούσε σήμερα, θα συμφωνούσε μαζί του: «Έχω τόσα να σου πω, κι ούτε ξέρω αν μ’ ακούς ή είσαι κι εσύ σαν την καθοδήγηση, ρεμβάζεις όταν μιλούν οι άλλοι και ξαναρχίζεις να μιλάς μόλις τελειώσουν».
Τα λόγια αυτά εκφράζουν μια μεγάλη ελευθερία. Μέσα στις φυλακές της Βίδου και του Αβέρωφ, στις εξορίες της Μακρονήσου και του Άη Στράτη ο Μίσσιος αποδεικνύεται δυνατότερος από τους βασανιστές του και πιστότερος στην ιδεολογία του κομμουνισμού (όπως ο ίδιος την καταλαβαίνει) απ’ ό,τι η ηγεσία του ΚΚΕ. Αλλά σ’ όλη τη διάρκεια των είκοσι πέντε βασανιστικών αυτών χρόνων δεν επιβιώνει χάρη μόνο στη γενναιότητά του, αλλά και χάρη στην αλληλεγγύη με τους συγκρατουμένους του, χάρη στην ενστικτώδη υπαρξιακή συναίσθηση της κοινής ανθρώπινης μοίρας μπροστά στο θάνατο. Το γεγονός ότι ο Μίσσιος δεν αισθάνεται την ανάγκη να ζητήσει την έγκριση του παλιού του συντρόφου για τις πράξεις του αποτελεί απόδειξη μιας καινούριας, μιας απόλυτης ηθικής ελευθερίας. Η αφήγησή του δεν είναι ούτε απολογία προς το κόμμα, ούτε εκδίκηση ενάντια στους βασανιστές του, ούτε επιστροφή στην αγνή ιδεολογία κάποιας χαμένης νεανικής συντροφιάς. Είναι μια υπεύθυνη προσωπική κατάθεση, μια ύστατη εξομολόγηση της αλήθειας χωρίς κανένα απώτερο σκοπό, καμιά απολύτως υστεροβουλία. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υποκινεί κανέναν πολιτικό αντίλογο.
Ο Μακρυγιάννης έγραψε τα Απομνημονεύματα επειδή πίστευε στην ιστορική αλήθεια: «γιατί δεν υποφέρω να βλέπω το άδικο να πνίγει το δίκιο», όπως λέει ο ίδιος. Ο Μίσσιος δεν γράφει επειδή ενδιαφέρεται για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας ή επειδή τον πνίγει το άδικο. Γράφει επειδή αισθάνεται μόνος, απομακρυσμένος, αποκομμένος από την κοινωνία που τον περιβάλλει, όπως αποκομμένος αισθάνεται ένας μελλοθάνατος την τελευταία νύχτα της ζωής του. Να πώς αρχίζει την αφήγησή του:
«Σου γράφω, όχι από τις φυλακές της Κέρκυρας, απ’ την Αθήνα σου γράφω, σχετικά ελεύθερος… Όχι, δεν είμαι αδειούχος, νόμιμα και μόνιμα πολιορκημένος είμαι. Τέλος, δεν έχει σημασία από πού σου γράφω, λίγο πολύ παντού το ίδιο είναι, φυλακή, τρελάδικο, κόμμα, κοινωνία… Ούτε μέσα σου δεν μπορείς να ’σαι πια. Όμως είσαι τόσο μόνος, σαν να πας κάθε πρωί για εκτέλεση…»
Η μαρτυρία του Μίσσιου εμπνέεται από τη δύναμη της ζωής μπροστά στο φόβο του θανάτου.
Ορισμένα βιογραφικά στοιχεία θα βοηθούσαν την κρίση του αναγνώστη. Ο Μίσσιος οργανώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων στη Θεσσαλονίκη το 1944, σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών. Το 1947 συλλαμβάνεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Ζει για εννιά μήνες με το άγχος ότι τα ξημερώματα θα τον εκτελέσουν. Τα βασανιστήρια συνεχίζονται με κίνδυνο της ζωής του σε διάφορες φυλακές μέχρι το 1953, οπότε αποφυλακίζεται. Αμέσως σχεδόν παρουσιάζεται στο Στρατό για τη θητεία του. Μετά την Κόρινθο εξορίζεται στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, όπου παραμένει μέχρι το κλείσιμο των στρατοπέδων το 1962. Δρα ελεύθερος σαν στέλεχος της νεολαίας της ΕΔΑ και μέλος της γραμματείας της Δ.Ν. Λαμπράκη μέχρι τον Απρίλη του 1967. Με τη στρατιωτική δικτατορία περνά στην παρανομία και ιδρύει, μαζί με άλλους, το Π.Α.Μ. Το Νοέμβρη συλλαμβάνεται και φυλακίζεται. Απελευθερώνεται τελικά με την αμνηστία του Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του 1973.
[…]
Σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο αφηγητής εκτοπίζεται στις αγροτικές φυλακές ανηλίκων της Βίδου, του μικρού νησιού έξω απ’ την Κέρκυρα. Οι συνθήκες διαβίωσης είναι άθλιες. Ο Μίσσιος και δυο άλλοι σύντροφοι βρίσκονται τιμωρημένοι στην απομόνωση επειδή αντιστάθηκαν στις αρχές της φυλακής. Ένα βράδυ αποφασίζουν να αποδράσουν και να κολυμπήσουν μέχρι τις αλβανικές ακτές. Πράγματι κατορθώνουν να φτάσουν μέχρι τη θάλασσα. Αλλά δεν προλαβαίνουν να κολυμπήσουν λίγα μέτρα κι η θάλασσα γεμίζει φως:
«Μου λέει ο Νικόλας, στημένη, μας φάγανε — βούτα… Σε δυο λεπτά είναι δίπλα μας δυο βενζινάκατες φορτωμένες καρακόλια και μπάτσους. Μας ψαρεύουν… Τρέμουμε τόσο πολύ από το κρύο ώστε μέσα μας παρακαλάμε ν’ αρχίσουν να βαράνε, μπας και ζεσταθούμε. Αλλά οι χαμούρες το ξέρουνε, δε βαράνε, γελάνε, κοροϊδεύουνε, κι ο Σάβανος, ένας μπινές δυο μέτρα μπόι, από τους πιο αδίσταχτους βασανιστές, όπως τον γνωρίσαμε μετά, μας πατάει τα παγωμένα δάχτυλα των ποδιών με τα τακούνια του και κοροϊδεύει. Ώστε νυχτερινό μπανάκι μού θέλατε, ε;…»
Τα βασανιστήρια που ακολουθούν είναι φριχτά. Ο αφηγητής επιβιώνει χάρη στη φαντασία του: όταν δεν αντέχει άλλο τον φυσικό πόνο ονειρεύεται τα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια. Μετά τα βασανιστήρια ακολουθούν σκληρά καταναγκαστικά έργα. Οι τρεις σύντροφοι δουλεύουν από την ανατολή μέχρι τη δύση κάτω απ’ τον καυτό ήλιο χωρίς νερό και φαγητό. Ο Παύλος καταφέρνει να πέσει σ’ ένα γκρεμό: θέλει ν’ αυτοκτονήσει. Μοναδική παρηγοριά τους είναι μια υπόγεια πηγή που ρέει μέσα στο κελί της απομόνωσης. Τις νύχτες κοιμούνται δίπλα στη δροσιά της. Αλλά κάποτε οι φύλακες ανακαλύπτουν τη μυστική αυτή χαρά και φράζουν τη ροή της.
«Ένα βράδυ όταν γυρίσαμε στο κελί βρήκαμε την πηγή φραγμένη με τσιμέντο… Δυο κλωστίτσες νερό ήτανε… Κλάψαμε κείνο το βράδυ, τρία παιδιά μόνα κι έρημα απέναντι σ’ ένα παράλογο μίσος, σε μια ακατανόητη απανθρωπιά».
Σ’ αντίθεση με την απανθρωπιά της εξουσίας, ο αφηγητής δείχνει απίστευτη ευσπλαχνία προς τον Ζάφτη, τον ποινικό κρατούμενο που πρόδωσε το σχέδιο της απόδρασης:
«Απ’ την αρχή σε φέρανε για να μας ρουφιανεύεις, δε βγαίνει αλλιώς, όπως και να το κάνεις. Τώρα άκου να δεις, δε θα σε βγάλουμε στο ικάντιο (σ.σ. δε θα σε διαπομπεύσουμε, δε θα σε εκθέσουμε) άμα μου πεις πως σταματάς τη ρουφιανιά. Κάποτε ήσουνα καλό παλικάρι κι είναι κρίμα. Εγώ δε σε κάνω ρεζίλι. Με κοιτάει και μου λέει, από φούμες πώς τα πάτε; Του λέω, δεν υπάρχει σάλιο. Θέλετε μια κούτα; Του λέω, εντάξει. Έτσι έληξε αυτή η ιστορία».
[…]
Στη μαρτυρία του για το Ελληνικό Γκούλαγκ, ο Μίσσιος κερδίζει την εκτίμηση του αναγνώστη με δύο τρόπους: με τη γενναιοδωρία και την αγάπη που δείχνει προς τους συγκρατούμενούς του και με το χιούμορ του. Σαν παράδειγμα του πρώτου τρόπου αναφέρθηκε ήδη το επεισόδιο της συγχώρεσης του προδότη Ζάφτη. Σαν παραδείγματα του δεύτερου θα μπορούσαν ν’ αναφερθούν τα μαθήματα καλών τρόπων που παραδίδουν κρυφά οι κρατούμενοι της Μακρονήσου στο δειλό Μανιάτη λοχαγό που σχεδιάζει να παντρευτεί, και το επεισόδιο με τα σκατά: κατά τη διάρκεια μιας τελετής αγιασμού στη Μακρόνησο, οι ποινικοί κρατούμενοι καταφέρνουν να περιλούσουν τις αρχές του Κλήρου και του Στρατού με τα φρέσκα προϊόντα των αποχωρητηρίων τους! Το γεγονός ότι ο αναγνώστης γελά μαζί με τον Μίσιο (και όχι εις βάρος του) αποκαθιστά μεταξύ τους μια βασική και κρίσιμη σχέση ισότητας, η οποία υπερβαίνει οποιεσδήποτε ιδεολογικές διαφορές.
[…]
Η ίδια εθνική συνείδηση που υποφέρει και καταμαρτυρεί στις φυλακές και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, υποφέρει και οπουδήποτε αλλού μέσα στον ελληνικό χώρο, οπουδήποτε την μεταφέρουν τα ελατήρια της μνήμης ή της φαντασίας. Κάθε φορά που ο Μίσσιος τα χρησιμοποιεί για να υπερβεί το μαρτύριο του φυσικού πόνου, υπερβαίνει ταυτόχρονα και τα όρια του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου που τον προξενεί μέσα του. Είναι αλήθεια, λοιπόν, ότι η απελευθέρωσή του από τη Μακρόνησο ή τον Άη Στράτη δε θα συνεπαγόταν και την ελευθερία του, αλλά απλά και μόνο την υποταγή του σε διαφορετικούς κανόνες συμπεριφοράς και κοινωνικής αλληλεγγύης. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες (την εποχή δηλαδή που ολόκληρη η Ελλάδα ήταν, για ανθρώπους σαν τον Μίσσιο, ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης) το γεγονός ότι δεν υπογράφει δήλωση μετάνοιας δε θα πρέπει να χαρακτηριστεί τόσο σαν δείγμα πίστης στην κομμουνιστική ιδεολογία όσο σαν έκφραση του απόλυτου πολιτικού αδιέξοδου της μεταπολεμικής περιόδου:
«Εκείνο που μ’ εξοργίζει κυριολεκτικά είναι η ανθρώπινη ποιότητά μας, η ανθρώπινη πορεία μας.
…Σήμερα βέβαια όλοι έχουν αποκατασταθεί και οι περισσότεροι είναι στο κόμμα, αντάμα με τους χτεσινούς διώκτες και βασανιστές τους. Τι να πεις… Ολόκληρη η αριστερά πρέπει να περάσει από ψυχιατρείο… Μωρέ, καμιά φορά λέω καλά που δε νικήσαμε…»
Ένα από τα προτερήματα της αφήγησης του Μακρυγιάννη είναι ότι μας μεταδίδει το συναίσθημα της ανθρωπιάς, αυτό το ιδιότυπο μείγμα δικαιοσύνης και ελευθερίας. Να πώς το διατυπώνει ο Σεφέρης:
«Αλήθεια, μια από τις χάρες του Μακρυγιάννη, που γεμίζει αγαλλίαση την ψυχή, είναι αυτό το συναίσθημα, που δεν παύει ποτέ να μας δίνει· το συναίσθημα πως έχουμε στο πλάι μας έναν οδηγό —τόσο ανθρώπινο—, που είναι μέτρο των πραγμάτων και των όντων».
Καταλήγοντας αυτές τις πρώτες (ίσως πρόωρες) σκέψεις για τον Μίσσιο, επιθυμώ να παροτρύνω τον αναγνώστη να δεχτεί τη φωνή της αφήγησής του σαν οδηγό της εθνικής του συνείδησης, σαν μέτρο κρίσης του μεταπολεμικού εμφύλιου διχασμού. Ο Μίσσιος, όπως και ο Μακρυγιάννης, δεν ενδιαφέρονται για την ιστορική αντικειμενικότητα , δεν γράφουν τη νεοελληνική ιστορία. Το έργο τους κατορθώνει κάτι βασικότερο και βαθύτερο: δημιουργεί τις ηθικές και συνειδησιακές προϋποθέσεις που επιτρέπουν σ’ ένα λαό να κατανοήσει την ιστορία του και να απελευθερωθεί από τις καταστρεπτικές της δυνάμεις.
*Αποσπάσματα από κείμενο που είχε γράψει ο Μιχάλης Μόσχος για τον Χρόνη Μίσσιο, με αφορμή την κυκλοφορία του πρώτου βιβλίου του υπό τον τίτλο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (εκδόσεις Γράμματα, Αθήνα, 1985). Το πολύ ενδιαφέρον κείμενο του Μόσχου είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Γράμματα και Τέχνες το καλοκαίρι του 1986 (τεύχος 46, Ιούλιος-Αύγουστος 1986).
Ο Χρόνης Μίσσιος, συγγραφέας, αντιστασιακός και αγωνιστής της Aριστεράς, γεννήθηκε στην Καβάλα το 1930 (η 8η Νοεμβρίου αναφέρεται στις σχετικές πηγές ως ημερομηνία γεννήσεώς του), από γονείς καπνεργάτες, και έζησε τα πρώτα παιδικά του χρόνια στα Ποταμούδια, μια γειτονιά γεμάτη πρόσφυγες, καπνεργάτες από τη Θάσο και παράνομους κομμουνιστές, κυνηγημένους από τη δικτατορία του Μεταξά.
Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά η οικογένειά του κατέφυγε στη Θεσσαλονίκη, και ο Μίσσιος εργάστηκε ως μικροπωλητής, με κασελάκι, στο λιμάνι.
Το σχολείο το σταμάτησε στη δεύτερη τάξη του δημοτικού λόγω οικονομικής ανέχειας. Λίγο αργότερα στάλθηκε από τον Ερυθρό Σταυρό στα Γιαννιτσά μαζί με άλλα παιδιά, για να γλιτώσουν από την πείνα της Κατοχής.
Έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Με την απελευθέρωση επέστρεψε στη Θεσσαλονίκη και οργανώθηκε στο Δημοκρατικό Στρατό Πόλεων.
Το 1947 συνελήφθη, βασανίστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο για τη συμμετοχή του στον Εμφύλιο. Έζησε εννιά μήνες περιμένοντας κάθε πρωί να τον εκτελέσουν και γλίτωσε από το θάνατο χάρη σε ένα τυχαίο γεγονός.
Φυλακίστηκε έως το 1953 και από το 1962 έζησε εξόριστος στη Μακρόνησο και τον Αϊ-Στράτη. Ύστερα από ένα διάστημα ελευθερίας μεταξύ των ετών 1962 και 1967, ο Μίσσιος υπήρξε και πάλι πολιτικός κρατούμενος κατά τη διάρκεια της χούντας, έως τον Αύγουστο του 1973.
Με τη λογοτεχνία ο Μίσσιος ασχολήθηκε σε μεγάλη ηλικία.
Το πρώτο του βιβλίο «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς» (Γράμματα, 1985) τον καθιέρωσε ως συγγραφέα στη συνείδηση κριτικής και κοινού από τους πρώτους ήδη μήνες της κυκλοφορίας του. Πρόκειται για ένα αυτοβιογραφικό κείμενο γραμμένο σε συνειρμική και λαϊκή γλώσσα, που εντάσσεται στην παράδοση της απομνημονευματογραφίας.Ο Μίσσιος μπόρεσε να μετατρέψει τις οδυνηρές πολιτικές εμπειρίες του σε ζωντανό λογοτεχνικό μύθο, καταγγέλλοντας τόσο τα βασανιστήρια και τους βασανιστές του όσο και τους κομματικούς γραφειοκράτες της Αριστεράς και το δογματισμό τους.
Την ίδια ανταπόκριση βρήκε και το δεύτερο βιβλίο του «Χαμογέλα, ρε… τι σου ζητάνε;» (Γράμματα, 1988).
Στα επόμενα βιβλία του διατηρήθηκε η θερμότητα των αισθημάτων του και το ανθρωπιστικό του μήνυμα για έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο χωρίς καμία ιδεολογική διόπτρα («Τα κεραμίδια στάζουν», 1991, «Το κλειδί είναι κάτω από το γεράνι», 1996, «Ντομάτα με γεύση μπανάνας», 2001).
Ο Μίσσιος υπήρξε εμπνευστής μιας λογοτεχνίας που, παρά το σκληρό κόσμο που απεικονίζει, δε χάνει ποτέ την αισιοδοξία και την πίστη της στις δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου, ο οποίος είναι ικανός υπό συνθήκες ελευθερίας να ζήσει σε μια δημοκρατία που θα εγγυάται τόσο τα ατομικά δικαιώματα όσο και την ευδαιμονία της κοινότητας.
Ο Χρόνης Μίσσιος απεβίωσε σε ηλικία 82 ετών, στις 20 Νοεμβρίου 2012, έχοντας πρώτα παλέψει επί μακρόν με τον καρκίνο