Η απάντηση αυτή είχε τότε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις, αλλά όλες ήταν αόριστες και έδιναν την εντύπωση ότι «όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται». Δυστυχώς, οι έντονες αυτές αντιδράσεις δεν συνοδεύτηκαν από μια συγκεκριμένη και τεκμηριωμένη έρευνα που θα έκανε ακόμα κι ένα απλός μπακάλης. Ότι, δηλαδή, για να «φας» ή να σπαταλάς κάτι πρέπει να το έχεις!
Έτσι, ξεκίνησε και η έρευνά μου. Δηλαδή, μελετώντας επίσημα στατιστικά στοιχεία (κρατικοί προϋπολογισμοί, Εκθέσεις διοικητών της Τράπεζας της Ελλάδος, ΕΛΣΤΑΤ κ.λπ.) 40 περίπου ετών προσπάθησα να εγγράψω στο σκέλος των εσόδων τα ποσά περίπου που «φαγώθηκαν», δηλαδή εκείνα που εισέρρεαν στα δημόσια ταμεία με τη μορφή φόρων, δανείων, κοινοτικών πόρων και τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια με τη μορφή ιδιωτικοποιήσεων. Εκεί, στο σκέλος των εσόδων μετέφερα ανά έτος τα αντίστοιχα ποσά και το λογιστικό άθροισμα κατέδειξε ότι εισέρρευσε το μυθώδες ποσό των 1,6 τρισεκατομμυρίων ευρώ (ναι, 1,6 τρισεκατομμύρια ευρώ!!!).
Ύστερα, έπρεπε να απαντηθεί και το δίλημμα: αυτά πήγαν για ανάπτυξη και κοινωνική συνοχή ή «φαγώθηκαν» και από ποιους; Το πρώτο σκέλος του διλήμματος απορρίφθηκε από την πραγματικότητα των άθλιων δημόσιων υποδομών, της γραφειοκρατικής Δημόσιας Διοίκησης, της «αναλφάβητης» παιδείας, της υψηλής ανεργίας, της υψηλής φτώχειας, του ανελέητου φορομπηχτισμού και των επάρατων Μνημονίων. Άραγε, λοιπόν, «φαγώθηκαν». Κι έτσι επανερχόμαστε στην παγκάλειο διαπίστωση ότι «μαζί τα φάγαμε, σας διορίζαμε επί χρόνια»!
Αλλά, και η απάντηση αυτή του Θόδωρου Πάγκαλου φαντάζει μονομερής, αφού «φαγώθηκαν» μόνο από διορισμούς. Απλώς, οι διορισμοί ήταν η αιτία του κακού με πολλές λερναίες ύδρες, όπως κρατικοποιήσεις, επιχορηγήσεις, αναλήψεις χρεών, «βερεσέδια», κ.λπ., τα οποία κατέλειπαν ελλείμματα και συνοδεύονταν από δανεισμό ως βασική πηγή κάλυψής τους…
Πώς μαζεύτηκαν…
Έτσι, καταρτίστηκε το δεύτερο σκέλος του λογιστικού «Ταφ», δηλαδή το σκέλος των δαπανών, όπου εκεί μεταφέρθηκαν τα ποσά που «τρώγονταν» ανά κυριότερες κατηγορίες χωρίς κανένα σχεδόν παραγωγικό αποτέλεσμα, χωρίς κανέναν αποδοτικό συντελεστή. Από τη λογιστική αυτή απεικόνιση του «ποταμού» εισροών προκύπτουν οι ακόλουθες διαπιστώσεις:
Πρώτον, με τη μορφή άμεσων φόρων (που κατά ποσοστό πάνω από το 60% περίπου πληρώνουν μονίμως μετά το 1981 οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι) και έμμεσων φόρων (που χαρακτηρίζονται ως αντιλαϊκοί και αντικοινωνικοί) εισέρρευσαν κατά την περίοδο 1981 – 2018 στα δημόσια ταμεία έσοδα 1.037.400 εκατ. ευρώ ή ποσοστό 34%!
Δεύτερον, την ίδια περίοδο, με τη μορφή δανείων για την κάλυψη των υψηλών και μόνιμων ελλειμμάτων από τις σπατάλες, εισέρρευσαν στα δημόσια ταμεία και… εξανεμίσθηκαν 405.400 εκατ. ευρώ, τα οποία συνεπάγονταν εφιαλτική εξυπηρέτηση του χρέους αυτού με δυσθεώρητα τοκοχρεολύσια.
Τρίτον, ισχνότερη ορμή, αλλά σημαντική, είχαν και οι (καθαροί) κοινοτικοί πόροι που ανήλθαν την ίδια περίοδο σε 118.667 εκατ. ευρώ.
Τέταρτον, οι ιδιωτικοποιήσεις που ήταν (και είναι!) ξορκισμένες επί δεκαετίες στη χώρα μας μόλις τα τελευταία χρόνια ενίσχυσαν τα δημόσια έσοδα για μείωση, υποτίθεται, του δημόσιου χρέους, αλλά, δυστυχώς το ποσό που συγκεντρώθηκε διατέθηκε για… αλλότριες σκοπιμότητες και, συγκεκριμένα, για τα γνωστά «βερεσέδια» του ζημιογόνου δημόσιου τομέα.
Πέμπτον, το συνολικό ποσό που συγκεντρώθηκε για να «φαγωθεί» ανήλθε σε 1,6 τρισ. ευρώ.
…και πώς «φαγώθηκαν»!
Αυτό, λοιπόν, το ποσό των 1,6 τρισ. ευρώ ριχνόταν κατ’ έτος σε έναν τεράστιο τρύπιο πίθο των Δαναΐδων, δηλαδή χωρίς κανένα παραγωγικό ή κοινωνικό ή αναπτυξιακό συντελεστή.
Ιδού πώς:
Πρώτον, με τη μορφή δαπανών για μισθούς και συντάξεις των δημοσίων υπαλλήλων διατέθηκε το ποσό των 471,5 δισ. ευρώ ή ποσοστό 30% περίπου.
Δεύτερον, η μεγάλη αφαίμαξη που είναι αιτιατό της αιτίας της μεγάλης σπατάλης στο σκέλος των εσόδων είναι η εξυπηρέτηση του δημόσιου χρέους (τοκοχρεολύσια κ.λπ.), η οποία απορρόφησε ποσό 640,3 δισ. ευρώ ή ποσοστό 38%.
Τρίτον, δεν πάνε πίσω και οι επιχορηγήσεις και οι επιδοτήσεις των πάντων που είχαν πάει και συνεχίζεται τη μορφή επιδημίας χωρίς να έχουν σχεδόν κανένα ουσιαστικό κοινωνικό, οικονομικό και αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Ανήλθαν στο ποσό των 148,5 δισ. ευρώ.
Τέταρτον, μικρότερο, αλλά εντελώς αδικαιολόγητο είναι ποσό που διατέθηκε και διατίθεται κάθε χρόνο, είτε σε περιόδους οικονομικής τάχα «ευφορίας», είτε σε περιόδους Μνημονίων, για λειτουργικές, καταναλωτικές και λοιπές δαπάνες, το οποίο απορρόφησε 129,9 δισ. ευρώ από τα δημόσια έσοδα.
Το μελαγχολικό συμπέρασμα είναι ότι όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις εφάρμοζαν την περίοδο αυτή οικονομικές πολιτικές ενός άφρονος οικογενειάρχη, που τελικά υποθηκεύει το μέλλον της οικογενείας του…