Εναλλακτικά σενάρια σχεδιάζει το οικονομικό επιτελείο για το αφορολόγητο όριο, στην περίπτωση που οι συζητήσεις με τους θεσμούς δεν καταλήξουν σε συμφωνία για το κόστος των μέτρων και αν επιτυγχάνεται πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2020.
Η πρόθεση της κυβέρνησης να διατηρήσει στα σημερινά επίπεδα το αφορολόγητο όριο, και συγκεκριμένα στις 8.636 ευρώ, την οδηγεί στην αναζήτηση σύνθετων προτάσεων προς τους θεσμούς, οι οποίες θα συμβάλουν ταυτόχρονα στον περιορισμό της φοροδιαφυγής.
Το σχέδιο της κυβέρνησης προβλέπει σταθερό αφορολόγητο όριο 6.500 ευρώ, το οποίο θα φθάνει στις 8.636 ευρώ εφόσον ο φορολογούμενος παρουσιάσει στην εφορία πρόσθετες ηλεκτρονικές συναλλαγές. Δηλαδή, για να επωφεληθεί ο φορολογούμενος από το προσαυξημένο αφορολόγητο θα πρέπει να έχει περισσότερες ηλεκτρονικές συναλλαγές από αυτές που προβλέπονται σήμερα. Με τον τρόπο αυτό υπολογίζουν στο οικονομικό επιτελείο ότι δεν θα διαταραχθεί η ισορροπία του προϋπολογισμού, εκτιμώντας ότι έτσι μπορούν να πείσουν τους θεσμούς για τη διατήρησή του στα σημερινά επίπεδα, συρρικνώνοντας ταυτόχρονα τη φοροδιαφυγή, κυρίως στον τομέα του ΦΠΑ, που ξεπερνά τα 6 δισ. ευρώ ετησίως.
Το σχέδιο, λοιπόν, του οικονομικού επιτελείου θα προβλέπει:
• Σταθερό αφορολόγητο όριο 6.500, το οποίο θα χτίζεται με ηλεκτρονικές συναλλαγές ως εξής:
• Για εισοδήματα έως 10.000 ευρώ θα απαιτούνται ηλεκτρονικές συναλλαγές ύψους 10%.
• Για εισοδήματα από 10.001 έως 30.000 ευρώ, 15%.
• Για εισοδήματα από 30.001 ευρώ και πάνω, 20%.
Σημειώνεται ότι η ανωτέρω κλίμακα εφαρμόζεται προοδευτικά, έτσι ώστε ο συντελεστής του επόμενου κλιμακίου να υπολογίζεται μόνον στο υπερβάλλον ποσό του εισοδήματος.
• Προσαυξημένο αφορολόγητο της τάξεως των 8.636 ευρώ:
Προκειμένου να φθάσει κάποιος στο υψηλό αφορολόγητο θα πρέπει να έχει πρόσθετες ηλεκτρονικές συναλλαγές, εκτός δηλαδή από αυτές που προβλέπονται για το χτίσιμο του σταθερού αφορολόγητου ορίου. Το ύψος των επιπλέον συναλλαγών θα αποφασισθεί το επόμενο έτος, στην περίπτωση που η κυβέρνηση δεν καταφέρει να διατηρήσει ακέραιο το αφορολόγητο όριο.
Πάντως, τo ύψος των ηλεκτρονικών συναλλαγών για τους περισσότερους φορολογουμένους είναι τουλάχιστον διπλάσιο σε σχέση με αυτά που ζητεί σήμερα η εφορία για το χτίσιμο του αφορολόγητου ορίου. Αυτό σημαίνει ότι η πλειονότητα των νοικοκυριών δεν θα δυσκολευτεί να φθάσει στο υψηλό αφορολόγητο στην περίπτωση που προσφύγει σε αυτή τη λύση η κυβέρνηση.
Εξάλλου, σε μεγάλο γρίφο έχει αναδειχθεί για την κυβέρνηση η νέα φορολογική κλίμακα, καθώς η διατήρηση του αφορολογήτου σε συνδυασμό με τη μείωση του εισαγωγικού συντελεστή μπορεί να οδηγήσουν σε απώλειες εσόδων. Με τις αλλαγές που εξετάζονται ο μειωμένος από το 22% στο 9% κατώτατος συντελεστής φορολογίας εισοδήματος φυσικών προσώπων θα ισχύσει για εισοδήματα μέχρι 10.000 ευρώ.
Για όσους έχουν παιδιά, το αφορολόγητο όριο θα προσαυξάνεται κατά 1.000 ευρώ.
Δηλαδή, ένας μισθωτός με ένα παιδί θα έχει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 9.636 ευρώ από 8.864 ευρώ σήμερα και ένας μισθωτός με δύο παιδιά θα είναι αφορολόγητος για εισόδημα 10.636 ευρώ από 9.090 ευρώ που ανέρχεται σήμερα το αφορολόγητο όριο για τους μισθωτούς με δύο παιδιά.
Με βάση τις αλλαγές, ένας μισθωτός με ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ, ο οποίος σήμερα επιβαρύνεται με φόρο 300 ευρώ, με τη μείωση του συντελεστή στο 9% θα κληθεί να πληρώσει φόρο εισοδήματος 122,76 ευρώ. Δηλαδή, ο συγκεκριμένος φορολογούμενος κερδίζει 177,24 ευρώ. Επίσης, μισθωτός με ένα παιδί και ετήσιο εισόδημα 10.000 ευρώ, με τη διατήρηση του αφορολόγητου ορίου των 8.636 ευρώ και την προσαύξησή του κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί, θα έχει αφορολόγητο όριο εισοδήματος 9.636 ευρώ από 8.864 ευρώ που είναι σήμερα. Σήμερα πληρώνει φόρο για το εισόδημά του 250 ευρώ, ο οποίος με τις αλλαγές περιορίζεται στα 32,76 ευρώ.
Πιο αναλυτικά, το σχέδιο νόμου για τη φορολογία εισοδήματος θα προβλέπει τα ακόλουθα:
• Διατήρηση του αφορολόγητου ορίου των 8.636 ευρώ είτε στο σύνολό του είτε με προσαυξημένες ηλεκτρονικές συναλλαγές, το οποίο θα αυξάνεται κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί.
• Νέα φορολογική κλίμακα με πέντε ή έξι κλιμάκια.
• Μείωση του εισαγωγικού συντελεστή της φορολογικής κλίμακας από 22% στο 9% για τα εισοδήματα έως 10.000 ευρώ που θα αποκτήσουν οι φορολογούμενοι από το 2020. Σήμερα ο συντελεστής 22% εφαρμόζεται για τα εισοδήματα έως 20.000 ευρώ.
• Μείωση του ανώτατου φορολογικού συντελεστή 45% που εφαρμόζεται σήμερα για το τμήμα του εισοδήματος που υπερβαίνει τις 40.000 ευρώ, στο 42%.
• Μείωση του εισαγωγικού συντελεστή για τους ελεύθερους επαγγελματίες στο 9% από 22% σήμερα, με το όφελος να φθάνει για όσους δηλώνουν εισοδήματα έως 10.000 ευρώ στα 1.300 ευρώ.
Νέος συντελεστής για έσοδα από ακίνητα
Προσπάθειες εξορθολογισμού της κλίμακας με την οποία φορολογούνται τα εισοδήματα από ακίνητα θα επιχειρήσει το οικονομικό επιτελείο. Απαραίτητη βέβαια προϋπόθεση είναι η μέτρηση του κόστους των παρεμβάσεων, καθώς το πακέτο των μέτρων είναι περιορισμένο για τα επόμενα χρόνια. Αυτό που απασχολεί το νέο οικονομικό επιτελείο είναι ο δεύτερος φορολογικός συντελεστής, ο οποίος ανέρχεται στο 35%.
Συγκεκριμένα, σήμερα το εισόδημα από ακίνητη περιουσία φορολογείται αυτοτελώς, σύμφωνα με την παρακάτω κλίμακα:
• 0 - 12.000 ευρώ συντελεστής 15%.
• Από 12.001 - 35.000 ευρώ συντελεστής 35%.
• Από 35.001 και πάνω, συντελεστής 45%. Στις προθέσεις του οικονομικού επιτελείου είναι ο δεύτερος συντελεστής να περιοριστεί στο 20% ή 25%. Στην περίπτωση που το κόστος είναι απαγορευτικό το σχέδιο θα μεταφερθεί για το 2021.
Σημειώνεται ότι οι ιδιοκτήτες εκμισθούμενων ακινήτων δήλωσαν συνολικά για το 2017 ποσό εισοδήματος 6,192 δισ. ευρώ προερχόμενο από ενοίκια, ενώ πέρυσι είχαν δηλώσει 6,107 δισ. ευρώ από την ίδια πηγή. Το εισόδημά τους μειώθηκε δηλαδή κατά 85 εκατ. ευρώ. Οι φόροι στα ακίνητα από το 2010 μέχρι και σήμερα παρουσιάζουν αύξηση κατά 600% και πλέον, ενώ την ίδια στιγμή τα εισοδήματα από την ίδια πηγή μειώθηκαν κατά 32%.
Στο μεταξύ, το πρώτο τρίμηνο του 2020 αναμένεται η κατάθεση ενός ακόμα φορολογικού νομοσχεδίου, το οποίο θα αφορά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Σύμφωνα με τις υπάρχουσες πληροφορίες, σχεδιάζεται η μείωση του ορίου χρήσης μετρητών. Θα πρέπει να σημειωθεί πως το όριο των 500 ευρώ ενδεχομένως να διαφοροποιείται ανά κλάδο δραστηριότητας, ανάλογα και με τον κίνδυνο για φοροδιαφυγή.
Η αύξηση της χρήσης του «πλαστικού χρήματος» είναι προς όφελος των πολιτών, των επιχειρήσεων και του κράτους και μπορεί να οδηγήσει στην αύξηση των εισπράξεων του ΦΠΑ κατά 1 δισ. ευρώ τον χρόνο σε συνδυασμό με την ηλεκτρονική τιμολόγηση από τις επιχειρήσεις, αναφέρει στέλεχος του υπουργείου Οικονομικών.