Λόγω της πολλής ζέστης που μας βασανίζει εδώ και πολλές ημέρες, ο ηλικιωμένος , κ. Μιχάλης, βγήκε έξω στην αυλή του και κάθισε στη σκιά της κρεβατίνας του για να δροσιστεί. Η μοναξιά του τον υποχρέωνε να σκέπτεται όλα τα βιώματα της Κατοχής που τα πέρασε στην παιδική του ηλικία.
Ένα από αυτά ήτανε και το χαρτζιλίκι χρημάτων που δεν είχε τις περισσότερες φορές να πάρει ένα κουλούρι όταν παίρνανε τα άλλα παιδιά. Και ο ίδιος απόρησε πώς πήγε η σκέψη του τόσα πολλά χρόνια πίσω.
Όμως συγχρόνως εκείνη την ώρα φθάσανε κοντά του δύο
καλοί χωριανοί του λίγο μικρότερης ηλικίας για να του κάνουνε παρέα και για να
δροσιστούν επειδή αυτοί δεν είχανε κρεβατίνες. Αφού τους καλωσόρισε, έβαλε μια
κανάτα κρύο νερό στο τραπέζι και στη συνέχεια τους είπε τους παρακάτω στίχους:
Χαρτζιλίκι δεν είχα στο σχολειό – να πάρω ένα κουλούρι
ποτάμι τα σάλια μου τρέχανε – και φθάνανε στο πιγούνι.
«Κουλούρια, κουλούρια»
εφωνάζανε – στα διαλείμματα οι κουλουράδες
πότε - πότε εγώ έπαιρνα – γιατί μου λείπανε οι παράδες.
Όφου παντέρμη Κατοχή – μου άφησες
πολλά σημάδια
στον ύπνο μου τα βλέπω συνέχεια – και ξαγρυπνώ τα βράδια.
Μόνο τα πλουσιόπαιδα – τρώγανε τα
κουλουράκια
και τα πτωχά κοιτούσανε – σαν να ήτανε σκυλάκια.
Και συνέχεια πάλι τους είπε: Το καλοκαίρι που δεν είχα σχολείο ο πατέρας μου πήγαινε και συναντούσε αυτούς που είχανε πολλά χωράφια για να με παίρνουν να μου δίνουν ένα χαρτζιλίκι και λίγα από τα εισοδήματά τους για να ψήνει η μάνα μου να τρώμε όλοι.
Και η μάνα μου όταν πήγαινα στο γυμνάσιοτο 1947 μου είχε πει: Παιδί μου, όταν σχολάσεις να φας το φαγητό σου και μετά να έρθεις στο λιόφυτό μας στον Άγιο Αντώνιο που είναι κοντά να μας βοηθήσεις στο μάζεμα των ελιών και το βράδυ να διαβάσεις. Πράγματι, πήγα μέχρι ο ήλιος να βασιλέψει. Όταν ήτανε να φύγω η μάνα μου είχε μαζέψει στην ποδιά της περίπου δύο οκάδες ελιές ώριμες «θρούμπες» και μου είπε: Παιδί μου, δεν έχω λεφτά να σου δώσω χαρτζιλίκι, αλλά πάρε αυτές τις ελιές και να τις πουλήσεις στον μπακάλη της γειτονιάς σου για να έχεις λεφτά, αλλά πρόσεχε λίγα-λίγα να τα ξοδεύεις για να έχεις μέχρι να σου ξαναδώσω. Έκανα ότι μου είπε και πήρα 120 δραχμές. Την άλλη μέρα που ήρθανε οι κουλουράδες στο σχολείο στο διάλειμμα πήρα δύο κουλούρια. Το ένα το έδωσα στον φίλο μου από τον Άγιο Ιωάννη του Αγίου Βασιλείου γιατί και αυτός όταν αγόραζε μου έδινε.
Μετά είπα στους χωριανούς μου ότι σας κούρασα με τα βιώματά μου αλλά την άλλη φορά που θα συναντηθούμε να πείτε κι εσείς τα δικά σας να περνούμε την ώρα μας. Και πρόσθεσε ακόμα: Όταν πέρασε η Κατοχή και είχα μεγαλώσει, δούλευα στο επάγγελμά μου και συχνά έστελνα χρήματα στους γονείς μου για να περνούν καλύτερα.
Έτσι η παρέα τελείωσε με τις υποσχέσεις όλων να κάνουν συχνά παρέα κάτω από την κρεβατίνα όσο η ζέστη θα συνεχίζει. Τέλος, όπως ήτανε όρθιοι, ο ένας χωριανός είπε: Σήμερα οι νέοι δεν ξέρουν τι είναι το χαρτζιλίκι χρημάτων στα παιδιά και που το χρησιμοποιούσανε. Όμως υπάρχουν ηλικιωμένοι παππούδες και γιαγιάδες που συνεχίζουν να το λένε και να το εφαρμόζουν στα παιδιά και στα εγγόνια τους. Κάποτε ένας παππούς ρώτησε ένα νέο: Ο πατέρας σου όταν πήγαινες στο σχολείο σου έδινε χαρτζιλίκι για να πάρεις στο διάλειμμα κουλούρι; Και του απάντησε: Τι είναι αυτό; Δεν το ξέρω. Και τελείωσε λέγοντας: Σήμερα δεν υπάρχουν κουλουράδες. Στο σχολείο υπάρχει κυλικείο που έχει αυτά που επιθυμούν να πάρουν τα παιδιά και η τσέπη τους έχει τα ανάλογα χρήματα από τους γονείς τους για να τα αγοράζουν.___
.png)