Αλαφιασμένος ξύπνησε με «κούτσουρο» το κεφάλι του από τον πονοκέφαλο ο κυρ Κώστας και αφουγκράστηκε..Βαράν βαριά τα σήμαντρα μουρμούρισε , μισό σηκώθηκε πήρε τα απλωμένα ρούχα του από σιδερένιο κρεβάτι του τα φόρεσε στηριζόμενος στην πατερίτσα και έδεσε το ξύλινο άκρο στο πόδι του που το έχασε στο Αλβανικό!
Μόνος στη ζωή ο Κυρ -Κώστας από τότε που έχασε τη γριά του και το μόνο πράγμα που τον κρατούσε στη ζωή ο γιος του, Αξιωματικός στο Στρατό. Τον μεγάλωσε με χίλια ζόρια ο Κυρ-Κώστας το γιόκα του ,με στερήσεις και βάσανα και καμάρωνε τώρα που τράνεψε στο Στρατό και έγινε και Αξιωματικός!
Να χθες ακόμη τον πήγαινε στην εκκλησιά και περίμενε να ακούσει το (Δι΄ Ευχών) να τρέξει ο γιόκας να πάρει τη λειτουργιά να πάνε στο σπίτι να την σταυρώσει στο τραπέζι και να κάτσουν να φάνε μαζί!
Μεγάλωσε ο γιόκας και έγινε άντρας και πήγε στη σχολή και ο κυρ Κώστας κατέβηκε στη δημοσιά να το χαιρετίσει και να τον σταυρώσει η μάνα του! Τι τα θυμήθηκε σήμερα ο Κυρ- Κώστας αυτά και γιατί το σφίξιμο στη καρδιά; Κατέβηκε το κεφαλόσκαλο και αργά πέρασε την εξώπορτα και βγήκε στο δρόμο! Μαύρος ο Ουρανός σαν την «Μεγάλη Τετάρτη» είπε μέσα από τα μουστάκια του στρίβοντας στο μονοπάτι να κόψει δρόμο για τον καφενέ !
Φτάνοντας στη πλατεία κοντοστάθηκε ,σαν πολλή ησυχία έχει είπε και εκείνη την ώρα άκουσε την καμπάνα να χτυπά αργά λυπητερά τον ήχο του Θανάτου! Παναγιά μου για ποιόν χτύπησε το «κυπρί» μονολόγησε!
Άνοιξε τη πόρτα του καφενέ και είδε ο κυρ Κώστας την εικόνα του θανάτου ,σταμάτησαν οι κουβέντες των χωριανών και ο Παναγιώτης ο καφετζής στάθηκε ασάλευτος με το δίσκο στα χέρια!
Στο δεύτερο τραπέζι από τη πόρτα καθόταν ο Χωροφύλακας και δίπλα ένα παιδί του Στρατού ντυμένο με την επίσημη στολή του ,πάγωσε ο κυρ-Κώστας όταν άκουσε το παιδί του Στρατού να τον φωνάζει με το όνομά του ,ζύγωσε και τού έδωσε ένα φάκελο βαρύ σκληρό επίσημο ,έβαλε τα γυαλιά αλλά δεν έβλεπε τον πήραν τα δάκρυα το χαρτί έγραφε πολλά αλλά το μόνο που διάβασε ο Κυρ -Κώστας ήταν «Έπεσε για την Πατρίδα και εις το Καθήκον!».
Σωριάστηκε στο κάθισμα έπιασε με τα χέρια το κεφάλι του ..Γιόκα μου έλεγε σπαραχτικά γιόκα μου και να χτύπαγε πάλι το σήμαντρο και μετέδιδε τον ήχο του θανάτου άκρη την άκρη της Μακεδονικής γης!
Ούτε κατάλαβε πώς και πότε έφτασε στο σπίτι ο Κυρ-Κώστας και βρήκε κόσμο απέξω μαζεμένο ,το κακό μαντάτο έφτασε παντού και γύρισαν οι άνθρωποι να κλάψουν για το γιόκα του κυρ Κώστα, το δικό τους παιδί, τον Αξιωματικό τους! Κατέβασε ο Γιώργης ο γείτονας τη φωτογραφία από το Τζάκι και άρχισε το χωριό τα μοιρολόγια, να σου ξεσκίζουν τη καρδιά καθώς οι μανάδες θρηνούσαν και τους δικούς νεκρούς με το να κλαίνε αργά σπαραχτικά!
Πέρασε η ώρα και ο κόσμος μεγάλωνε ,δεν χώραγε στο σπίτι και έβγαιναν έξω , άναβαν τις τσιγάρες οι γειτόνοι χωρίς κουβέντα ορθοί στο μέσο της αυλή με το κρύο να περονιάζει τα κόκαλα!
Αργά έφτασε το αυτοκίνητο του Στρατού με το γιόκα του Κυρ -Κώστα στη κάσα, τυλιγμένο με την Γαλανόλευκη! Έπεσε ο Κυρ- Κώστας κατάχαμα , δεν τον βαστούσε το ποδάρι του και λύγισε στη σκάλα! Τον σήκωσαν οι γείτονες και δυνάμωσε το κλάμα των Μανάδων!
Ζύγωσε η ώρα και ήρθε ο Παπάς .Τον σήκωσαν τα παιδιά του Στρατού να συνοδέψει τον γιόκα, ενώ η μπάντα του Στρατού έπαιζε σαν τον Επιτάφιο όπως σχολίασε ο μπάρμπα-Θύμιος το ξωτικό του χωριού!
Όλο το χωριό τον τίμησε συνοδεύοντας τον γιόκα ,γέμισε Στρατό το χωριό ,βουρκωμένος ο Ουρανός χωρίς να βρέχει λες και κράταγε τα δάκρυά του για αργότερα! «Τον γιο μας πάν στην Εκκλησιά τον γιόκα πάν στο τάφο», μουρμούρισε ο Μπάρμπα -Θύμιος και μαζί του το τραγούδησαν και οι μανάδες που ακολουθούσαν πίσω από το φέρετρο!
Άστραψε ο Ουρανός και βρόντηξε ο Θεός του πολέμου την ώρα που κατέβαζαν το γιόκα στο Τάφο .Άρχισε να κλαίει και ο Ουρανός ρίχνοντας αργά τα δάκρυα του πάνω στη Σημαία!
Τα παιδιά του Στρατού σηκώσανε τα όπλα και έριξαν στον αέρα να ξεπροβοδίσουν το γιο του κυρ -Κώστα που γονάτισε στην άκρη σαν να ήθελε να πάει μαζί με το παιδί του!
Σπάραξαν οι Μανάδες και έπιασαν το τραγούδι .»Παιδί μου ώρα σου καλή » ,βουνό ο πόνος δάκρυσε και ο Παπάς μην αντέχοντας τόσο σπαραγμό! Χάθηκε ο Κυρ- Κώστας από τον καφενέ ,μαύρισε και ψυχή των χωριανών που κλείστηκαν στα σπίτια τους μη έχοντας το μυαλό τους στα κούλουμα που πλησίαζαν.
Στα εννιάμερα χτύπησαν την πόρτα του Κυρ -Κώστα αλλά απάντηση δεν πήραν ,ήρθε ο Παπάς έσπασαν την πόρτα και μπήκαν στο σπίτι ,άφαντος ο Κυρ Κώστας, λείπει και η παλιά μοτοσυκλέτα από τον αχυρώνα πετάχτηκε ο Μπάρμπα-Θύμιος ο νεραιδο-παρμένος ,όπως τον έλεγαν στο χωριό!
«Τι είναι αυτά που λες βρε Θύμιο τον αποπήρε ο Παπάς .Γίνονται αυτά τα πράγματα;»
Κατέβηκαν όλοι τον καφενέ έβαλαν ένα τραπέζι στη μέση επάνω ένα πιάτο με νερό βρέθηκε και μια λαμπάδα την άναψε ο Παναγιώτης ο καφετζής και ο Παπάς άρχισε το »ευλογητός » κανένας δεν κατάλαβε πότε και αν τελείωσε.
Ξάφνου άνοιξε η πόρτα με δύναμη και ένα ρεύμα παγωμένου αέρα όρμηξε στον Καφενέ ενώ το νυχτοπούλι έκραζε στην άδεια πλατεία! Ανατρίχιασαν όλοι!!
Ο Κυρ- Κώστας δεν βρέθηκε ποτέ, η παλιά μοτοσυκλέτα βρέθηκε στην άκρη της λίμνης και δίπλα το ξύλινο άκρο του κυρ-Κώστα.Χάθηκε ,πνίγηκε κανείς δεν ξέρει μόνο ο Μπαμπα -Θύμιος το ξωτικό λέει και ξαναλέει κάτι ακατάληπτα ότι «πήρε τον δρόμο με τις νάρκες να βρει τον γιόκα του».
Xρήστος Μακρυγιάννης
Ανώτερος Αξιωματικός ε.α
Υ.Γ. Τα πρόσωπα και τα γεγονότα είναι φανταστικά, τα μέρη αληθινά και αν υπάρχουν συμπτώσεις είναι μόνο συμπτώσεις.
πηγή:eaas.gr