Aν ο Μητσοτάκης είναι σοβαρός Πρωθυπουργός, πρέπει να αντισταθεί σε αυτό το παραλήρημα. Eχει ευθύνη απέναντι στα παιδιά μας. Δεν χρωστάνε τίποτα να ξαναζήσουν στα τριάντα τους όσα έζησαν οι οικογένειές τους τη φρικτή περίοδο που τα γέννησαν. Οι βαρκούλες του Καστελόριζου δεν έφυγαν, εκεί ρεμβάζουν και μας περιμένουν…
Ουδέν κακόν αμιγές καλού. Η σαχλαμάρα του Δούκα ήρθε την κατάλληλη στιγμή. Ακριβώς την ώρα που σύσσωμη η ελληνική κοινωνία ξεσπαθώνει για κρατικές «υποβοηθήσεις» και «παροχές». Υστερα από σχεδόν δεκαπέντε χρόνια ύφεσης, κρίσεων, περιοριστικών πολιτικών, πολιτικοκοινωνικής ταλαιπωρίας, έπειτα από χρεοκοπίες και πανδημίες, έπειτα από μαζική ανεργία και οικονομική ερήμωση, επιστρέψαμε άπαντες στο μοτίβο που περιέγραψε ο Δούκας. Θέλουμε σακούλες με λεφτά.
Δεν τα θέλουμε, βέβαια, ως μοχλό πολιτικού εκμαυλισμού και εκλογικής εξαγοράς… Α όχι, αυτό το απεχθανόμαστε. Τα θέλουμε ως «αναφαίρετο δικαίωμά» μας, ως προϊόν των «αγωνιστικών κινητοποιήσεών» μας, ως υποχρεωτική «ανακουφιστική πρακτική» της κυβέρνησης απέναντι στην κοινωνία που ζορίζεται από την άνοδο των τιμών. Οι αγρότες θέλουν, οι καταναλωτές ηλεκτρικού ρεύματος και φυσικού αερίου θέλουν, οι συνταξιούχοι θέλουν, οι επισκέπτες των λαϊκών αγορών θέλουν, οι μαγαζάτορες θέλουν, οι υπάλληλοι θέλουν, οι επιχειρηματίες θέλουν, οι δήμοι θέλουν, οι συνεταιρισμοί θέλουν.
Για να ακριβολογώ, δεν θέλουν απλώς, απαιτούν. Οι απαιτήσεις πέφτουν σαν χαλάζι σε μέγεθος καρυδιού. Καταφθάνουν από παντού, για κάθε λόγο, με κάθε τρόπο και με οποιανδήποτε αφορμή. Καμία διδαχή από την χρεοκοπία. Καμία ανάμνηση από τη μαζική φτωχοποίηση της περιόδου 2010-19. Το κράτος πρέπει να δίνει και να δίνει και να δίνει. Διαρκώς. Και παραλλήλως να μειώνει φόρους, ασφαλιστικές εισφορές και κάθε άλλο, άμεσο ή έμμεσο, κρατικό έσοδο. Οι σακούλες του Δούκα με άλλο προσωπείο.
Ξέρω άνθρωπο που πήρε 100.000 επιστρεπτέα προκαταβολή για το κλειστό μαγαζί του, μπάζωσε τα 80.000 στον τραπεζικό λογαριασμό του και τώρα βρίζει τον Μητσοτάκη, διότι αποκλείστηκε πέντε ώρες στην Αττική οδό και του έδωσε μόνο 2.000 ευρώ. Ξέρω μαγαζάκι όπου ο μεν υπάλληλος βρίζει την κυβέρνηση, διότι η διπλή αύξηση του κατώτατου μισθού του είναι «ψίχουλα», ο δε μαγαζάτορας βρίζει, διότι με την αύξηση του μισθού τού υπαλλήλου «δεν βγαίνει και θα κλείσει».
Τόσα χρόνια που ακούγαμε για ετήσια ύφεση 2% και 3% τρώγαμε τα νύχια μας (διότι είχαμε αντιληφθεί τι σήμαινε αυτό για τη ζωή μας), τώρα ακούμε για 8% ανάπτυξη και κάνουμε τη γνωστή κάθετη κίνηση του χεριού ανάμεσα στα σκέλια μας. Πριν από μία πενταετία δακρύζαμε στο «Ελ. Βενιζέλος» αποχαιρετώντας το παιδί μας που έφευγε για να δουλέψει στο εξωτερικό (διότι εδώ δουλειές δεν υπήρχαν), τώρα μαθαίνουμε ότι η τάδε μεγάλη εταιρεία έρχεται στην Ελλάδα να επενδύσει (ανοίγοντας θέσεις εργασίας) και μουντζώνουμε. Τι μας κόφτουν εμάς οι δημιουργίες νέων επιχειρήσεων και οι αναπτύξεις και οι επενδυτικές βαθμίδες των διεθνών οίκων αξιολόγησης; Εμείς θέλουμε τώρα μια σακούλα με λεφτά, με επιδόματα, με ενισχύσεις. Τώρα, όχι αύριο. Οσα κι αν δίνονται, είναι «ψίχουλα».
Οσα κι αν μοιράζονται είναι «κατώτερα των αναγκών». Οσοι φόροι κι αν μειώνονται, είναι «σταγόνα στον ωκεανό». Το κράτος πρέπει να μοιράζει διαρκώς, δεν ενδιαφέρει κανέναν πού θα τα βρει. Σάματις είχε ρωτήσει κανείς τον Δούκα πού βρήκε τα τριχίλιαρα εκεί στην Ηλεία; Τα δικαιούταν τότε, τα δικαιούμαστε τώρα, και πάλι λίγα είναι. Βγαίνει κι αυτός ο Τσίπρας και σε κάθε ομιλία του μοιράζει 10-15 δισ., έτσι, για πλάκα. Χαρίζει χρέη, μειώνει φόρους, αυξάνει μισθούς, προσλαμβάνει χιλιάδες δημοσίους υπαλλήλους. Το λεφτόδεντρο είναι ξεπερασμένο, τώρα πια διαθέτει ολόκληρο λεφτόδασος.
Αν ο Μητσοτάκης είναι σοβαρός Πρωθυπουργός, πρέπει να αντισταθεί σε αυτό το παραλήρημα. Να δώσει μόνο στοχευμένα, παραγωγικά και σε αυτούς που πραγματικά έχουν ανάγκη. Και να δώσει τόσα, ώστε να μην κινδυνεύσει η δημοσιονομική σταθερότητα. Κι ας οργίζονται κι ας ψηφίσουν Τσίπρα ή Ανδρουλάκη ή Γιάνη. Ο Κυριάκος έχει ευθύνη απέναντι στα παιδιά μας. Δεν χρωστάνε τίποτα να ξαναζήσουν στα τριάντα τους όσα έζησαν οι οικογένειές τους τη φρικτή περίοδο που τα γέννησαν. Οι βαρκούλες του Καστελόριζου δεν έφυγαν, εκεί ρεμβάζουν και μας περιμένουν…
Πηγή: Protagon.gr