Δεν πάμε καλά, ας το αναγνωρίσουμε. Μια κοινωνία χωρίς οίκτο απέχει του ανθρώπινου πολιτισμού. Στις κυνικές ημέρες μας, ο θιασώτης του εμβολιασμού εκστομίζει «αυτός το διάλεξε, άσ’ τον να πάει στον διάολο»· ο δε πολέμιος του «μπολιού» παίζει με τα εκρηκτικά στο γιλέκο του, αδιαφορώντας για το πόσα γυναικόπαιδα θα κομματιαστούν μαζί του
Δημήτρης Ευθυμάκης
Αν το φιλοσοφήσουμε λιγάκι, η Covid μας έχει μετατρέψει όλους σε ανθρωποφάγους. Οι εμβολιασμένοι, όχι μόνο αδιαφορούμε για την προδιαγεγραμμένη μοίρα των ανεμβολίαστων, αλλά τους σπρώχνουμε και λίγο προς το φέρετρό τους «για να τελειώνουμε επιτέλους με αυτούς τους ανεγκέφαλους που μας απειλούν όλους».
Οι ανεμβολίαστοι, πάλι, αυτοκτονούν κατά ημερήσια κύματα, με την τελευταία τους λέξη να μην είναι κάποιος λυγμός για την άδικη μοίρα τους, αλλά κατάρες προς εκείνους που τους πιέζουν να σωθούν. Τρελή κατάσταση, αλλά συνάμα βαθύτατα θλιβερή.
Αν βγαίναμε θεωρητικά από τη φούσκα της πανδημίας που ορίζει βίαια τη ζωή μας, αν μεταφερόμασταν νοητά σε κάποια παλιότερη εποχή στοιχειώδους νηφαλιότητας και μέτριας κοινωνικής συνοχής, τότε αυτό που ζούμε σήμερα θα μας φαινόταν φρικαλέο και ανήκουστο.
Ποτέ άλλοτε στην ελληνική κοινωνία (εκτός ίσως από την περίοδο του Εμφυλίου, που τα πολυβόλα είχαν βγει παγανιά για το τελικό ξεκαθάρισμα) το 65% του ελληνικού λαού δεν κάγχασε με τον επικείμενο δυνητικό θάνατο του υπολοίπου 35%. Και ποτέ άλλοτε το 35% δεν είχε αποφασίσει να παίζει καθημερινά τη ζωή του κορόνα-γράμματα για να «τη βγει» στη συνωμοσία του 65%.
Δεν ξέρω τι γίνεται σε πλανητικό επίπεδο, εγώ τη γειτονιά μου κοιτάζω. Ακόμα και στην περίοδο του βαθέως πολιτικού διχασμού του «Ναι – Οχι», αν ξέραμε ότι ο γείτονας μας όδευε προς ΜΕΘ και θάνατο, θα νιώθαμε έναν κάποιον οίκτο γι’ αυτόν, βάζοντας σε τριτοτέταρτη μοίρα τη σημαία που είχε κρεμασμένη στο μπαλκόνι του. Κάτι θα κάναμε, κάπως θα επιστρατευόμασταν να τον βοηθήσουμε ή έστω να τον παρηγορήσουμε. Τουλάχιστον δεν θα τον μουντζώναμε με κακεντρέχεια.
Ενώ στις κυνικές μέρες μας, ο θιασώτης της εμβολιαστικής βελόνας, κουρασμένος από τις άκαρπες προσπάθειές του να πείσει και απαυδισμένος από τους εγκλεισμούς, εκστομίζει το τρομερό «αυτός το διάλεξε, άσ’ τον να πάει στον διάολο, μόνο να μείνει μακριά μου ως τότε». Ο δε πολέμιος του «μπολιού», διαγράφει εντός του μέχρι και το προαιώνιο ένστικτο της αυτοσυντήρησης, εξοβελίζει τον οίκτο ακόμα και για τον ίδιο του τον εαυτό και με φανατισμό ισλαμιστή αρχίζει να παίζει με τα εκρηκτικά που υπάρχουν στο γιλέκο του, δίχως να ενδιαφέρεται για το πόσα γυναικόπαιδα θα κομματιαστούν μαζί με το κορμί του.
Δεν πάμε καλά, ας το αναγνωρίσουμε. Μια κοινωνία χωρίς οίκτο απέχει του ανθρώπινου πολιτισμού. Μεταμορφώνεται σε σύναξη σαρκοφάγων ερπετών. Που μη έχοντας άλλη τροφή, κοιτάζονται ακίνητα μεταξύ τους με ψυχρά, ορθάνοικτα μάτια, έτοιμα να κατασπαραχθούν. Το γεγονός ότι δεν είμαστε σε κάποιον εξώστη να κοιτάζουμε αμέτοχοι, αλλά μέσα στην αρένα, δίχως άλλη επιλογή από το να ορμήσουμε κι εμείς, δεν μας κάνει λιγότερο ερπετά.
Πηγή: Protagon.gr