«Εφιάλτης ήταν και πέρασε...» μου ανήγγειλε ανακουφισμένος. «Θέλησε ο Κύριος να με δοκιμάσει πριν αναγγείλω από καθέδρας την Ανάστασή Του...». Δεν σχολίασα.
Αντί να με δεχθεί στο Δεσποτικό –στο ωραιότερο χωρίς αμφιβολία σπίτι της παλιάς πόλης, εκεί όπου εδώ και ενάμιση αιώνα κατοικούν οι μητροπολίτες μας– με περίμενε σε ένα παραθαλάσσιο ξενοδοχείο τρίτης κατηγορίας, κατάλληλο μάλλον για παράνομα ζευγάρια παρά για τουρίστες, πόσο δε μάλλον για αρχιερείς. «Θέλω την απόλυτη εχεμύθειά σου», μου είχε πει στο τηλέφωνο προτού μου δώσει τον αριθμό του δωματίου του.
Τρόμαξα να τον γνωρίσω. Φορούσε αθλητική φόρμα. «Πού είναι το ράσο σου;» Είχε ξυριστεί, εάν εξαιρέσεις ένα σφηνοειδές μουσάκι, μια φούντα στο πιγούνι του. «Τι έγινε η γενειάδα σου;» Άρχισε να τραντάζεται από λυγμούς. Με τράβηξε μέσα και κλείδωσε την πόρτα πίσω μου. «Έχασα την πίστη μου!» μου ανήγγειλε σπαραχτικά. «Πάει...»
Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω κάπως. Να τον κάνω να μου μιλήσει.
«Από τη μια στιγμή στην άλλη, Γιώργο, στην κυριολεξία. Ξύπνησα εχθές το πρωί, κοίταξα γύρω μου και ξαφνικά δεν είχα ιδέα τι γύρευα εγώ εκεί. Όχι πως είχα πάθει αμνησία – θα το προτιμούσα. Θυμόμουν στην εντέλεια ποιος ήμουν, ποιον δρόμο είχα ακολουθήσει από παιδί σχεδόν, πώς και γιατί είχα βρεθεί στη μονή πρώτα, στην εκκλησία έπειτα, ταπεινός δούλος Κυρίου. Μου διέφευγε όμως εντελώς το γιατί. Το γιατί της ζωής μου όλης... Ο διάκος μου έφερε καφέ και παξιμάδι, με βοήθησε να ντυθώ. Πήγαμε στη μητρόπολη, να επιβλέψω τις ετοιμασίες για τη Μεγάλη Εβδομάδα. Τα πάντα προχωρούσαν στην εντέλεια. Τα πάντα, ωστόσο, μου φαίνονταν εντελώς κενά. Οι παπάδες και τα παπαδάκια. Οι ενορίτισσες που γυάλιζαν το ξύλο του Επιταφίου και οι νεοκόροι που παραλάμβαναν κεριά και λαμπάδες και τα τοποθετούσαν στα παγκάρια. Ακόμα και οι αγιογραφίες στους τοίχους. Ακόμα και ο Παντοκράτωρ στον τρούλο! Τι νόημα είχαν; Τι παρίσταναν;»
Ήπιε μια γουλιά κόκα-κόλα από το τενεκεδάκι και με κοίταξε σαν νήπιο που το ’χουν παρατήσει εν μέση οδώ.
Ο μεγάλος μου αδελφός! Βαγγέλης μέχρι τα δεκάξι του. Βαρλαάμ για τα επόμενα σαράντα χρόνια, αφότου άκουσε την κλήση, το κάλεσμα να αφοσιωθεί στον Θεό. Η ιεροσύνη του στάθηκε τραυματική για την οικογένειά μας. Οι γονείς μας ήταν άνθρωποι πρακτικοί και ανοιχτόμυαλοι για τα μέτρα της επαρχίας –μας ανέθρεψαν με μουσικές, με βιβλία, με τσάρκες– το εμπορικό τού μπαμπά άφηνε καλά κέρδη, η μαμά ξόδευε σε λούσα, σε βεγγέρες, όλη η αφρόκρεμα της πόλης μαζευόταν στο σαλόνι μας...
Το «Εν τούτω νίκα» του Βαγγέλη βιώθηκε ως προδοσία. Ο πατέρας βάρεσε τη γροθιά και απαίτησε να δώσει στη Νομική. Εκείνος τον αγνόησε, γράφτηκε στη Θεολογία, μπήκε στην Αθήνα σε μοναστήρι, έβγαινε μόνο για να πάει στη σχολή. Όσο αγωνίζονταν οι γονείς μου να τον πλησιάσουν, τόσο τους γύριζε την πλάτη.
Το «Εν τούτω νίκα» του Βαγγέλη βιώθηκε ως προδοσία. Ο πατέρας βάρεσε τη γροθιά και απαίτησε να δώσει στη Νομική. Εκείνος τον αγνόησε, γράφτηκε στη Θεολογία, μπήκε στην Αθήνα σε μοναστήρι, έβγαινε μόνο για να πάει στη σχολή. Όσο αγωνίζονταν οι γονείς μου να τον πλησιάσουν, τόσο τους γύριζε την πλάτη.
Τα καλοκαίρια δεν επέστρεφε σε εμάς, επισκεπτόταν το Άγιον Όρος. Στα γράμματα της καημένης της μαμάς –όλο γλυκόλογα και παρακάλια– απαντούσε με χωρία από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη. «Με κοροϊδεύει;» απελπιζόταν εκείνη.
Στη χειροτονία του δεν μας κάλεσε. «Εάν εκκλησιαζόσασταν, θα το μαθαίνατε», μας αποστόμωσε δήθεν. Άρχισε να ανεβαίνει τα σκαλιά της ιεραρχίας. Το άκαμπτο ήθος του, η αποχή του από φραξιονισμούς και από δολοπλοκίες, βράδυνε την εξέλιξή του. Στα πενήντα πέντε του, εξελέγη επιτέλους μητροπολίτης στον τόπο του.
Ενθρονίστηκε πανηγυρικότατα –οι γονείς μας είχαν από χρόνια πεθάνει– εγώ πήγα στη γιορτή, να καμαρώσουν τα δίδυμα τον μπάρμπα τους μες στα χρυσά του άμφια. Κι ενώ ζύγωνε το πρώτο Πάσχα που από τον αρχιερατικό του θρόνο θα μοίραζε το Άγιο Φως, τον εγκατέλειψε αίφνης η πίστη του!
«Τι στερήθηκα, Γώγο μου, τι αρνήθηκα; Έχωσα το κεφάλι μου στην άμμο κι έχασα τη ζωή μου!» χτυπιόταν. Χαλύβδινος στον όρκο αγαμίας, ανέγγιχτος από τους πειρασμούς, είχε σχηματίσει την πεποίθηση πως «εκεί έξω» ρέει κρουνηδόν μέλι και γάλα. Ότι η κάθε μέρα των ανεκκλησίαστων –έτσι τους αποκαλούσε– τους φέρνει μεν κοντύτερα στην απώλεια, τους ανταμείβει δε με καντάρια ηδονής. «Μίλα μου για τις γυναίκες, για τις κραιπάλες, τους διονυσιασμούς σας! Πήγαινέ με τώρα στα πορνεία!» «Δεν έχουμε πορνεία στην πόλη μας...» «Μη μου λες ψέματα!» «Είναι ελεεινής ποιότητας...» «Ας πάρουμε την πρώτη πτήση για Αθήνα! Έχω λεφτά! Θα τα γλεντήσουμε μαζί!»
Εάν συνέβαιναν αυτά μια δεκαετία νωρίτερα, θα γέλαγα θριαμβευτικά και θα έσπευδα να τον μυήσω στα απαγορευμένα, τα πιπεράτα και τα πρόστυχα. Τώρα όμως; Τώρα πια; Εκείνος μεν είχε ασπρίσει και βαρύνει – το θέαμά του να τσαλαβουτάει στις απολαύσεις θα ήταν κωμικό, για να μην πω θλιβερό. Εγώ δε είχα στραγγίξει από το αλλοτινό μου κέφι –δούλευα σαν τον σκλάβο για να πληρώνω τα δίδυμα και τη διατροφή της μάνας τους– δεν άδειαζα ούτε γκόμενα να πιάσω κι ας παρέμενα τζόβενο...
«Ζέχνει η ζωή εκεί έξω, αδελφούλη...» τον προσγείωσα. «Δεν ξέρω τι σου εξομολογούνται, τους βγαίνει πάντως το λάδι για να τα φέρνουν βόλτα. Όχι τόσο για να εξασφαλίζουν τον επιούσιο. Όσο για να κρατάνε τις ισορροπίες. Να συνδυάζουν τους ρόλους. Να είναι γονείς και σύζυγοι και εργαζόμενοι και ωραίοι τύποι –όπως το εννοεί ο καθένας–, να βρίσκουν διαρκώς κάτι έξυπνο να πουν, να διακρίνονται σε ένα τουλάχιστον πεδίο, να μην τους σμπαραλιάζει ο τρόμος για τη μοναξιά, τα γηρατειά, τον θάνατο... Να προσποιούνται επιτυχία, σφρίγος, οργασμούς...» Με άκουγε άναυδος. «Κατά βάθος εσάς της Εκκλησίας σάς ζηλεύουν», του αποκάλυψα. «Γιατί;» «Επειδή πιστεύετε, Βαγγέλη. Η πίστη, κι αν δεν σώζει, ανακουφίζει» «Εγώ όμως δεν πιστεύω πια!» μου υπενθύμισε και με έστειλε στην ευχή – όχι του Θεού, τη δική του.
Μπαίνοντας η Μεγάλη Εβδομάδα, περίμενα την είδηση ότι ο δεσπότης πέταξε τα ράσα, πως η Μητρόπολή μας έμεινε ακέφαλη. Φοβόμουν κι άλλα, τρισχειρότερα. Ότι θα εμφανιζόταν ξυρισμένος στην πλατεία και θα ’κανε κήρυγμα αθεΐας. Πως θα βολτάριζε επιδεικτικά στη γειτονιά με τα μπουρδέλα, θα τον μπουζούριαζαν άραγε; Θα του φορούσαν ζουρλομανδύα; Τίποτα απολύτως δεν συνέβη.
Απ’ το Τροπάριο της Κασσιανής, απ’ την Ακολουθία του Νιπτήρος κι από τα Δώδεκα Ευαγγέλια απουσίασε δίχως εξήγηση. Στον Επιτάφιο όμως εμφανίστηκε καμαρωτός κι έψαλε καλλικέλαδος. Το ευσεβές εκκλησίασμα του φιλούσε τα χέρια, οι προοδευτικοί μας συμπολίτες σχολίαζαν ευμενώς το γενάκι του. «Σενιαρίστηκε ο Βαρλαάμ! Αν είναι να εκσυγχρονιστεί η Εκκλησία, ας ξεκινήσει κι απ’ τις τρίχες...».
Τρίτη του Πάσχα με κάλεσε με τα δίδυμα στο Δεσποτικό για γεύμα – δεν μας είχε ξανακάνει τέτοια τιμή. Τα πήρε μια καλόγρια να τα ξεναγήσει στις βυζαντινοπρεπείς του κάμαρες, μείναμε οι δυο μας.
«Εφιάλτης ήταν και πέρασε...» μου ανήγγειλε ανακουφισμένος. «Θέλησε ο Κύριος να με δοκιμάσει πριν αναγγείλω από καθέδρας την Ανάστασή Του...» Δεν σχολίασα. «Έχεις διαφορετική γνώμη;» «Ναι», έγνεψα. Δεν σκόπευα να επεκταθώ. «Με περνάς για βλάκα;» γυάλισε προς στιγμήν το μάτι του. «Κάθε άλλο, αδελφέ!» «Αφού λοιπόν δεν είμαι βλάκας, κάτι θα με έφερε στα σύγκαλά μου. Κάτι εκ Θεού. Η πίστη –άργησα να το καταλάβω, Γώγο μου– η πίστη είναι απόφαση!»
Έκανε τον σταυρό του με μεγαλοπρέπεια και τσίμπησε ένα από τα σοκολατάκια που του ’χαμε αγοράσει.
πηγή:http://www.kathimerini.gr/957698/article/politismos/vivlio/h-pisth-einai-apofash