Σταύρος Λυγερός
Η κυβέρνηση διαβεβαιώνει σ’ όλους τους τόνους ότι σε μερικές ημέρες η Ελλάδα θα αφήσει πίσω της την επώδυνη περίοδο των Μνημονίων. Από το φθινόπωρο του 2017, άλλωστε, είχε επικρατήσει στο ευρωιερατείο η επιλογή το “κεφάλαιο Ελλάδα” να κλείσει σαν success story. Έτσι φθάσαμε στην περιβόητη “καθαρή έξοδο”, με την έννοια ότι δεν επιβλήθηκαν στην Αθήνα πρόσθετες δεσμεύσεις. Αυτές, άλλωστε, που έχουν συμφωνηθεί είναι υπεραρκετές, και μόνο αν σκεφθεί κανείς ότι μέχρι το 2060 η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να παράγει πρωτογενές πλεόνασμα 2,2% του ΑΕΠ.
Όπως παλαιότερα η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, έτσι και η κυβέρνηση Τσίπρα προσπαθεί να δημιουργήσει την εντύπωση στην κοινή γνώμη ότι με την ολοκλήρωση του 3ου Μνημονίου θα τελειώσουν και οι δύσκολες ημέρες. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ διαφορετική από την προπαγανδιστική αυτή εξίσωση. Οι μνημονιακές πολιτικές των τελευταίων ετών έχουν κληροδοτήσει ένα πυκνό πλέγμα νομοθετικών ρυθμίσεων και αλλαγών, οι οποίες έχουν αλλάξει ριζικά το τοπίο.
Είναι γεγονός ότι οι προβλέψεις των Μνημονίων (ειδικά του 1ου) έπεσαν παταγωδώς έξω όσον αφορά και στο μέγεθος της ύφεσης και στο μέγεθος της ανεργίας και σε μία σειρά άλλους κρίσιμους δείκτες. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα Μνημόνια έχουν σε μεγάλο βαθμό επιτελέσει την άδηλη αποστολή τους. Καταλύουν τον μικροϊδιοκτητικό χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας. Πρόκειται για ένα πρωτοφανές σε έκταση και ένταση πείραμα “κοινωνικής μηχανικής”, το οποίο αλλοιώνει τα θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Η Ελλάδα θα βγει από τη μνημονιακή περίοδο πολύ διαφορετική από αυτό που ήταν όταν εισήλθε.
Οι δανειστές είχαν σχέδιο
Μπορεί οι ελληνικές κυβερνήσεις από το 2010 να μην κατάφεραν να επεξεργασθούν ένα ολοκληρωμένο εθνικό σχέδιο, αλλά οι δανειστές είχαν εξαρχής σχέδιο. Έχουν ήδη σε μεγάλο βαθμό μετατρέψει την Ελλάδα σε μεταμοντέρνα αποικία και χώρα φθηνών ευκαιριών για το μεγάλο ευρωπαϊκό κεφάλαιο στο πλαίσιο της γερμανικής Ευρώπης. Με άλλα λόγια, η καλύτερη προοπτική είναι μία τριτοκοσμικού τύπου ανάπτυξη.
Πρέπει, ωστόσο, να υπογραμμισθεί ότι δεν φθάσαμε στα Μνημόνια τυχαία. Η ελληνική οικονομία ήταν βαριά ασθενής από την εποχή (πριν μία δεκαπενταετία) που μετέπειτα κεντρικοί παράγοντες στα χρόνια των Μνημονίων (Βενιζέλος, Στουρνάρας, Χαρδούβελης) διαλαλούσαν –ως αξιωματούχοι της κυβέρνησης Σημίτη– τον προπαγανδιστικό ισχυρισμό της ότι «η οικονομία είναι το ισχυρό χαρτί της Ελλάδας». Ισχυρισμό που συνέχισε να προβάλει με άλλα λόγια και ο μετέπειτα τσάρος της οικονομίας (στην κυβέρνηση Καραμανλή) Γιώργος Αλογοσκούφης.
Δεν χρειαζόταν να είναι κανείς σπουδαίος οικονομολόγος για να καταλάβει από τότε ότι η οικονομία είχε πάρει πορεία για τα βράχια. Τόσο το τεράστιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών όσο και ο σχεδόν ανύπαρκτος όγκος των άμεσων ξένων επενδύσεων κραύγαζαν γι’ αυτό που ερχόταν. Παρόλα αυτά, το πολιτικό σύστημα και ευρύτερα οι εγχώριες άρχουσες ελίτ συνέχισαν να χορεύουν στα σαλόνια του “Τιτανικού”.
Χασάπης κι όχι χειρουργός
Η διεθνής οικονομική κρίση του 2008 επιτάχυνε την εκδήλωση του ελληνικού κραχ το 2009-10. Το δημόσιο χρέος είχε φθάσει σε πολύ υψηλά επίπεδα και κυρίως αυξανόταν με ταχύ ρυθμό. Όλα αυτά, σε συνδυασμό με τους χειρισμούς της κυβέρνησης Γιώργου Παπανδρέου, οδήγησαν στην άρνηση των Αγορών να δανείσουν την Ελλάδα το 2010. Έτσι φθάσαμε στην επιβολή του Μνημονίου.
Με άλλα λόγια, δεν βρισκόμασταν στο σωστό δρόμο και κάποιοι κακοί ήλθαν να μας κάνουν τη ζωή δύσκολη. Οι κάθε απόχρωσης μνημονιακοί εκείνης της εποχής ισχυρίζονταν ότι στο σημείο που είχε φθάσει η Ελλάδα το 2010 η εφαρμογή των εντολών της Τρόικας ήταν μονόδρομος, εάν όχι «ευλογία», όπως τις είχε χαρακτηρίσει ο Πάγκαλος. Το Μνημόνιο, όμως, αντί να εξυγιάνει την ελληνική οικονομία και να την θέσει σε τροχιά βιώσιμης ανάπτυξης, της προκάλεσε ανήκεστες βλάβες. Τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους. Είναι αξιοσημείωτο ότι σχετική έκθεση του Ευρωκοινοβουλίου ανέφερε προ ετών ότι η Τρόικα συμπεριφέρθηκε στην Ελλάδα σαν χασάπης κι όχι σαν χειρουργός.
Το κόστος που όλα αυτά τα χρόνια έχει πληρώσει η ελληνική κοινωνία είναι βαρύτατο. Η δραματική ανεργία του περίπου 27% έπεσε κυρίως αφενός λόγω της μαζικής μετανάστευσης νέων επιστημόνων, αφετέρου λόγω της μερικής απασχόλησης. Το και σήμερα δραματικά υψηλό ποσοστό της ανεργίας δεν αποτυπώνει επακριβώς το κοινωνικό δράμα. Ούτε, βεβαίως, η δραστική συρρίκνωση των εισοδημάτων των μικρομεσαίων στρωμάτων.
Στον πραγματικό κόσμο
Η εικόνα γίνεται πιο ακριβής εάν συνυπολογισθούν τρία ακόμα δεδομένα:
- Πρώτον, ότι η μεγάλη πλειονότητα των ανέργων είναι μακροχρόνια άνεργοι.
- Δεύτερον, ότι υπάρχουν εργαζόμενοι, οι οποίοι αδυνατούν να επιβιώσουν με το μισθό τους. Το φαινόμενο των εργαζομένων που βρίσκονται από αρκετά έως πολύ κάτω από το όριο της φτώχειας εξαπλώνεται συνεχώς.
- Τρίτον, ότι υπάρχει μία πολυπληθής κατηγορία εργαζομένων, οι οποίοι είναι απλήρωτοι για μήνες. Και βεβαίως δεν διανοούνται να εγκαταλείψουν την εργασία τους, επειδή δικαιολογημένα φοβούνται πως δεν θα βρουν άλλη. Για τον ίδιο λόγο αποφεύγουν και να διαμαρτυρηθούν στους εργοδότες. Πολλοί από τους εργοδότες δυσκολεύονται πραγματικά να τα βγάλουν πέρα, αλλά υπάρχουν και άλλοι που εκμεταλλεύονται το κλίμα φόβου για να κερδοσκοπήσουν.
Το γεγονός ότι στις επιταγές των Μνημονίων περιλαμβάνονται και αρκετές θετικές παρεμβάσεις δεν αλλάζει τη γενική αξιολόγησή τους. Οι διαδοχικές μνημονιακές κυβερνήσεις Γιώργου Παπανδρέου, Παπαδήμου, Σαμαρά και Τσίπρα είχαν διαφορές μεταξύ τους, αλλά έχουν έναν κοινό παρονομαστή: Η εικόνα που φιλοτεχνούσαν/φιλοτεχνούν μικρή σχέση έχει με την κατάσταση στην πραγματική οικονομία.
Στον πραγματικό κόσμο οι επιχειρήσεις ασφυκτιούν από την έλλειψη ρευστότητας και την υπερφορολόγηση. Πολλές εξ αυτών καταρρέουν. Οι αποταμιεύσεις των μικρομεσαίων εξανεμίζονται για να χρηματοδοτήσουν τη διαβίωση και την πληρωμή φόρων. Οι πιο αδύναμοι κρίκοι της αλυσίδας έχουν σπάσει ή είναι έτοιμοι να σπάσουν. Με την αγορά ακινήτων, μάλιστα, να είναι ουσιαστικά παγωμένη και με τις τιμές να κινούνται -με εξαιρέσεις- σε χαμηλά επίπεδα, η ρευστοποίηση ακίνητης περιουσίας δεν προσφέρει αξιοπρεπή λύση.
Τα μάτια των διαδοχικών κυβερνήσεων ήταν/είναι στραμμένα στις κάλπες. Αυτός είναι ο λόγος που κατέφυγαν/καταφεύγουν όχι απλώς στον αισιόδοξο πολιτικό λόγο, αλλά και σε παραπλανητικές εικόνες. Σκοπός τους ήταν/είναι να καλλιεργήσουν κλίμα θετικών προσδοκιών και κυρίως την ψευδή εντύπωση ότι με τον τερματισμό του Μνημονίου θα τελειώσουν και τα δεινά των Ελλήνων. Αυτά οι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αυτά και οι του ΣΥΡΙΖΑ. Μπορεί το κάθε κόμμα να έχει τη δική του ρητορική και το δικό του πολιτικό αφήγημα, αλλά ο παρονομαστής είναι κοινός.
πηγή:https://www.blogger.com/blogger.g?blogID=2505827783245542673#editor/target=post;postID=1262256899178108776