ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Ευθύνονται και οι Μικρασιάτες για την τραγωδία του 1922; - Ποιοι ήταν οι ανίκανοι ηγέτες του μεγαλύτερου τραγικού εγχειρήματος της νεότερης Ελληνικής ιστορίας;


 


Είναι λυπηρό που το κυρίαρχο αφήγημα για την τραγική κατάληξη της Μικρασιατικής εκστρατείας στοχεύει στην δημιουργία ελαφρυντικών τόσο για τα φιλοβασιλικά και βενιζελικά ελλαδικά καθεστώτα της εποχής, όσο και για ακατάλληλους αξιωματικούς που αποδείχθηκαν κατώτεροι τόσο του πιο καθοριστικού εθνικού οράματος του 20ου αιώνα όσο και των στρατιωτών τους, επιρρίπτοντας δυσανάλογη ευθύνη στους Μικρασιάτες.

Το σύνηθες φαιδρό κι έωλο αιτιολογικό είναι ότι οι Μικρασιάτες συμμετείχαν χλιαρά στην εκστρατεία καθώς “δεν ήταν μαθημένοι στον πόλεμο” ή ότι “είχαν νοοτροπία δούλου”, ακόμη κι από γνωστούς ιστορικούς με φλογερό πατριωτικό λόγο. Στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε τα αντικειμενικά δεδομένα για να συνεισφέρουμε στην ιστορική αλήθεια.

Ο Ελληνικός Στρατός συνολικά διέθεσε τρία Σώματα Στρατού απαρτιζόμενων από οκτώ Μεραρχίες, οι οποίες εκείνη την εποχή ήταν σοβαρά υποστελεχωμένες. Συγκεκριμένα, σε επίπεδο μεραρχιακού τάγματος η στελέχωση έφθανε κατά μέσο όρο τους 560 άνδρες έναντι 900 προβλεπόμενων. Από τις οκτώ Μεραρχίες μόνον οι τέσσερις ήταν διαθέσιμες για επιθετικές ενέργειες, καθώς οι άλλες τέσσερις ήταν επιφορτισμένες με την διαχείριση της ζώνης κατάληψης.

Η κατάσταση του Ελληνικού Στρατού

Στην Διάσκεψη των Συμμάχων στο Λονδίνο την 21η Φεβρουαρίου 1921, ο Γάλλος Στρατάρχης Φος εκτίμησε ότι το εγχείρημα χρειαζόταν 27 πλήρως στελεχωμένες Μεραρχίες για απωθηθεί ο κεμαλικός στρατός – που είχε αρχίσει ήδη να λαμβάνει μορφή τακτικού στρατού – πέρα από την Άγκυρα μέχρι τον ποταμό Άλυ και να αποσυντεθεί εκεί. Αυτά καθαρά σε επίπεδο ανθρώπινης στελέχωσης δίχως να υπεισέλθουμε στην εξέταση ειδικότερων θεμάτων μέσων μεταφοράς, επιμελητείας, διαβιβάσεων και πυροβολικού που ήταν σε τεχνικό επίπεδο κατώτερο του τουρκικού, ειδικά μετά το 1921.

Αν δεχθούμε την εισήγηση του Φος έστω και κατά το 50%, έλειπαν από τον Ελληνικό Στρατό γύρω στις 10 Μεραρχίες.

Πρώτον, από την Στρατιά του Έβρου που στόχευε στην κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (ούτε αυτό δεν έγινε ωστόσο, καθώς η στρατιά υποχώρησε μετά τις απειλές των συμμάχων) δεν μετακινήθηκε ούτε το 1/5 που θα μπορούσε να αποδώσει δύο Μεραρχίες.

Δεύτερον, το έμπειρο, μπαρουτοκαπνισμένο κι απείρως ευέλικτο ποντιακό αντάρτικο που θα μπορούσε να αναλάβει καταδρομικές και κατασταλτικές επιχειρήσεις εναντίον του τουρκικού ιππικού και των Τσετών από τα βόρεια μετρούσε 30.000 οπλισμένους, ήτοι ισοδύναμο τριών Μεραρχιών, και ζητούσε μόνον μερικά σύγχρονα τυφέκια, οπλοπολυβόλα και μερικές εκατοντάδες αξιωματικούς να το οδηγήσουν. Οι κατ’ επανάληψη εκκλήσεις του απορρίφθηκαν τόσο από τις ελλαδικές κυβερνήσεις, όσο κι από τον ίδιο τον Στεργιάδη.

Πραγματικοί αριθμοί και συνθήκες

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού (ΔΙΣ) ανταποκρίθηκαν στην εθελοντική επιστράτευση είτε 19.500 ή 14.000 άνδρες. Ας δεχθούμε τον μέσο όρο αυτών (=16.750), δηλαδή κάτι παραπάνω από 1,5 Μεραρχία. Εκείνη την εποχή στην ευρύτερη ζώνη κατάληψης οι άρρενες όλων των ηλικιών και με εκτιμώμενο προσδόκιμο ζωής τα 70 έτη, απαριθμούσαν περί τους 500.000. Ωστόσο, την εποχή εκείνη, οι οικογένειες ήταν πολυμελείς, με τουλάχιστον δύο παιδιά, άρα και πολλά ανήλικα μέλη. Μας ενδιαφέρουν επομένως μόνον οι στρατεύσιμες κλάσεις αρρένων ηλικιών 18-50 ετών, κατά το σχέδιο των Αμυνιτών.

Σε 12 στρατεύσιμες κλάσεις, ο μέγιστος θεωρητικός αριθμός ήταν ~85.000, δηλαδή ισοδύναμος του υφιστάμενου στρατεύματος σε ανθρώπινο δυναμικό. Ωστόσο, ακόμη και με τους πιο αισιόδοξους ρυθμούς επιστράτευσης των κλάσεων, η πλήρης στελέχωση θα ήταν αναπόφευκτα βαθμιαία προκειμένου να μπορεί να υποστηρίζεται από την υφιστάμενη βάση επιμελητείας, εξοπλισμού, στρατωνισμού κι επαρκούς εκπαίδευσης.

Σε κάθε περίπτωση, αυτό το (θεωρητικό) επίπεδο στελέχωσης δεν επιτυγχάνεται ούτε αυτήν την στιγμή στο Ισραήλ, εκτός κι αν πρόκειται για τον υπέρ πάντων αγώνα, όπως τον φωτογράφισε ο Χρυσόστομος για την δημιουργία Μικρασιατικής Άμυνας των 80.000 ανδρών τον Φεβρουάριο του 1922. Η άμυνα αυτή θα χρηματοδοτείτο από 20% των περιουσιών των πολιτών ύψους 2 δισ. δραχμών (ασύλληπτο ποσό για την εποχή), συν την εκκλησιαστική περιουσία (χρυσά σκεύη κλπ.). Ο Στεργιάδης απάντησε με τις γνωστές υστερίες του, απειλώντας τον Χρυσόστομο με φυλάκιση και ξυλοδαρμό. 

Όσοι κατατάχθηκαν εθελοντικά, σε πολλές περιπτώσεις έδιναν ψεύτικα ονόματα διότι είχαν συγγενείς, φίλους και συνεργάτες στην ενδοχώρα που θα γίνονταν αποδέκτες πράξεων αντεκδίκησης. Οι κατάσκοποι του Κεμάλ ήταν παντού διεσπαρμένοι στην Σμύρνη. Επιπλέον, οι Ίωνες λογίζονταν ως Τούρκοι υπήκοοι, άρα και τυπικά προδότες του όποιου τουρκικού κράτους σε περίπτωση ένταξης στον Ελληνικό Στρατό. Γι’ αυτό και πολλοί αυτοκτόνησαν με την αναγγελία παράδοσης των μονάδων τους κι όσοι δεν το έκαναν είχαν πολύ χειρότερη μοίρα.

Παράλληλα με την επιστράτευση, ουρές σχηματίζονταν στις διοικητικές υπηρεσίες για να λάβουν την ελληνική υπηκοότητα, ωστόσο τόσο οι βενιζελικές όσο και οι φιλοβασιλικές κυβερνήσεις απέρριψαν το 90% των αιτήσεων καθ’ όλη την διάρκεια της κατάληψης. Πιο εντατικά μετά τις εκλογές του 1920 και στην τελική φάση με τον Νόμο 2870 της 20ης Ιουλίου 1922 (βλ. συνημμένο) που πρακτικά άφηνε τους Ίωνες στο έλεος του Κεμάλ, καθώς κατά τα λόγια του Στεργιάδη «Καλύτερα να μείνουν εδώ να τους σφάξει ο Κεμάλ, γιατί αν πάνε στην Αθήνα θα ανατρέψουν τα πάντα».

Η πρόταση του Κινήματος των Αμυνιτών

Για να μην θιγεί άκαιρα μονομερώς η Συνθήκη των Σεβρών και η εικόνα των Ελλήνων προς τους Συμμάχους, το σχέδιο του Κινήματος των Αμυνιτών με υποστήριξη του Χρυσοστόμου πρότεινε την δημιουργία αυτόνομου σώματος Πολιτοφυλακής Σμύρνης, αρχικά απαρτιζόμενου από 50.000 άτομα, με χορηγίες της εκκλησίας κι επιφανών προσωπικοτήτων. Αυτό το σώμα θα γυμναζόταν στα όπλα από τον Ελληνικό Στρατό. Τυπικά στο σώμα θα μπορούσαν να συμμετέχουν όλες οι εθνότητες, ωστόσο εκ των πραγμάτων οι Έλληνες και οι Αρμένιοι θα απάρτιζαν πάνω από τα 3/4 αυτού. Μετά από την εντατική εκπαίδευση ενός έτους και κατόπιν της προώθησης του ΕΣ στην ενδοχώρα, μέρος του σώματος θα ενίσχυε τον Ελληνικό Στρατό λαμβάνοντας σε δευτερεύοντα μέτωπα το βάπτισμα του πυρός.

Κατόπιν, θα αντικαθιστούσε τις παλιότερες σειρές Ελλαδιτών στο κυρίως μέτωπο, επιβάλλοντας πρακτικά (στρατιωτικά) την Συνθήκη των Σεβρών από θέση ισχύος, έχοντας κατοχυρώσει κτήσεις. Η απάντηση του Στεργιάδη ήταν να εξορίσει επιφανείς Αμυνίτες κατοίκους της Σμύρνης, όπως την οικογένεια Λάμπρου στην Νάξο. Σε όλα αυτά ας προστεθεί κι ότι οι αγροικίες πέριξ της Σμύρνης ήταν εξοπλισμένες με τυφέκια Μάνλιχερ και Γρά σε ρόλο προφυλακής (αν και δίχως στρατιωτική δομή), όπως αναφέρει και η Φιλιώ Χαϊδεμένου στα απομνημονεύματά της.

Από τα παραπάνω στοιχεία, είναι προφανές ότι οι ελλαδικές ηγεσίες ουδέποτε ανταπεξήλθαν στην σοβαρότητα του μεγαλύτερου εγχειρήματος της νεότερης ελληνικής ιστορίας, όντας απρόθυμες να αφοσιωθούν στην τολμηρή και ταχεία αξιοποίηση των ευκαιριών εκείνου του χρονικού παραθύρου με τους Μικρασιάτες και τους Πόντιους να υποδέχονται έμπρακτα τον Ελληνικό Στρατό ως απελευθερωτή και με αντικειμενικό σκοπό την de facto επιβολή της Συνθήκης των Σεβρών.




https://slpress.gr/istorimata/efthinontai-kai-oi-mikrasiates-gia-tin-tragodia-tou-1922/