Υπτγος ε.α Χρήστος Μπολώσης
Το σημερινό σημείωμα πιθανόν αρκετοί να το έχετε διαβάσει. Όμως έστω και ένας να μη το έχει υπόψη του, αξίζει τον κόπο να το παρουσιάσουμε, μια και η Εθνική Επέτειος της 28ης Οκτωβρίου πλησιάζει.
Ανήκει τον Πλωτάρχη (ΒΝ) ε.α. κ. Δημήτριο Ντούλια και είναι μια πραγματική ιστορία, που συνέβη λίγο μετά την λήξη του Συμμοριτοπολέμου.
Όποιος το διαβάσει και δεν κλάψει πρέπει να αρχίσει να ψάχνεται…
Ήμουν στο Βασιλικό Ναυτικό το 1952, αφηγείται ο κ. Ντούλιας, και βρισκόμουνα στην Πλατεία Κλαυθμώνος. Οι νεότεροι δεν γνωρίζουν πάρα πολλά απ΄ τα παλιά και απορούν, όποτε ακούν ορισμένα γεγονότα του τότε.
Εκείνη την στιγμή, έπεφτε ο ήλιος και θα γνωρίζετε ότι με την δύση του, γίνεται η υποστολή της σημαίας. Τότε το Υπουργείο Ναυτικών, ήταν εκεί στην Πλατεία και η σημαία κυμάτιζε στο κτίριο.
Κάθε πρωί, θα θυμούνται οι παλιοί, γινόταν έπαρση σημαίας και σταματούσαν τα πάντα, όπως και με τη δύση του ηλίου, γινόταν η υποστολή.
Ήταν στιγμές απίθανες που ζούσαν τότε οι άνθρωποι.
Όλοι στη θέσης του και ακούμε τον σαλπιγκτή να σημαίνει «Προσοχή». Το Άγημα Αποδόσεως Τιμών, παρουσιάζει όπλα. Ο επικεφαλής Αξιωματικός χαιρετά και η μπάντα παιανίζει το εμβατήριο της σημαίας. Παρέμεινα, από συνήθεια, λίγο ακόμα. Τότε, βλέπω τον νεαρό Αξιωματικό, να κατευθύνεται θυμωμένος, προς ένα γεροδεμένο πλανόδιο καστανά.
Βλέπετε τότε η Πλατεία ήταν κενή και στις γωνίες ήταν πάντα στιλβωτές (λούστροι) και καστανάδες, που μας λείπουν τώρα.
Γεμάτος οργή ο νεαρός Αξιωματικός απευθύνεται στον καστανά:
- Γιατί δεν σηκώθηκες όρθιος για να τιμήσεις τη σημαία μας; Δεν έχεις φιλότιμο;
Ο άνθρωπος έμεινε βουβός. Εγώ, παρακολούθησα έντρομος και φοβερά συγκλονισμένος, αυτό που εκτυλίσσεται μπροστά μου.
Μετά, βλέπω τον καστανά να γίνεται κατακόκκινος και ν’ αρχίσει να τρέμει. Ήθελε να φωνάξει, αλλά βλέπω με έκπληξη ότι συγκρατείται και σκύβοντας το κεφάλι του, άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όμως, συνέρχεται γρήγορα, σκουπίζει τα δάκρυά του και με πολλή δύναμη των χεριών του στυλώνει το σώμα του δυνατά, σπρώχνει τον πάγκο με τα κάστανα μπροστά και φωνάζει με όλη τη ψυχή του στον νεαρό Αξιωματικό δυνατά:
- Πως να σηκωθώ κύριε; Της τα έδωσα της Πατρίδας και τα δύο. Και σηκώνει τα μπατζάκια του παντελονιού, όπου φάνηκαν δύο πόδια κομμένα πάνω από τα γόνατα. Και ξαναρχίζει να κλαίει.
Ο κόσμος, όπως κι’ εγώ γύρω του κλαίει και χειροκροτεί. Όμως, περισσότερο απ’ όλους κλαίει ο νεαρός Αξιωματικός.
Εκείνη τη στιγμή, έγινε κάτι το αλησμόνητο. Φοβερή σκηνή.
Ο Αξιωματικός, σκύβει, αγκαλιάζει και φιλά τον καστανά και στην συνέχεια στέκεται ευθυτενής μπροστά στον ήρωα και φέρνει το δεξί του χέρι στην άκρη του γείσου του πηληκίου του και τον χαιρετά στρατιωτικά. Του απονέμει «τας κεκανονισμένας τιμάς», που δεν μπόρεσε εκείνος τυπικά, να αποδώσει στη σημαία μας, γιατί της χάρισε και τα δύο πόδια στα βορειοηπειρωτικά βουνά μας για να μπορεί να κυματίζει σήμερα ψηλά η κυανόλευκη σημαία σε λεύτερη πατρίδα.