ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Δευτέρα 18 Σεπτεμβρίου 2023

Ο Κασσελάκης, ο ΣΥΡΙΖΑ και το τέλος της Αριστεράς


 Υπάρχει ελληνική Αριστερά χωρίς ιδεολογία; Είναι ικανός ο Κασσελάκης να ανατρέψει μια πολιτική πρακτική ενός αιώνα και να ηγηθεί ενός αριστερού κόμματος προωθώντας μια γενικόλογη πλατφόρμα με συνθήματα για restart του κράτους, προστασία και της επιχειρηματικότητας και των εργαζομένων, και «ξεδόντιασμα του δικαστικού και του δημοσιογραφικού κατεστημένου»; 

Ηταν τέλος Αυγούστου όταν ο Στέφανος Κασσελάκης παραχώρησε την πρώτη τηλεοπτική συνέντευξή του ως υποψήφιος πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ. Οι απαντήσεις του ήταν κενές σε βαθμό αμηχανίας –όπως κενή φάνηκε ότι είναι εν συνόλω η πολιτική σκέψη του ανδρός. Αποκαλύφθηκε με κρότο ότι το –με αμιγώς με επικοινωνιακούς όρους– next big thing της αξιωματικής αντιπολίτευσης δεν έχει την παραμικρή σχέση με την ιδεολογία της Αριστεράς. Ενδεχομένως να μην έχει σχέση με οποιαδήποτε ιδεολογία. Αυτό φυσικά έσπευσαν να το εκμεταλλευτούν οι αντίπαλοί του, αλλά και όσοι λατρεύουν να μισούν και κυρίως να απασχολούνται με τις εξελίξεις πέριξ του ΣΥΡΙΖΑ. «Πού πάει μια τόσο απολιτίκ σοσιαλμιντιακή φιγούρα να μπλέξει στη σκληρή αρένα της ελληνικής πολιτικής;». Αυτός ήταν ο κοινός παρονομαστής των απορριπτικών καγχασμών κατά του Κασσελάκη. Ευλόγως.

Υπάρχει όμως ελληνική Αριστερά χωρίς ιδεολογία; Είναι ικανός ο Κασσελάκης να ανατρέψει μια πολιτική πρακτική περίπου ενός αιώνα και να ηγηθεί ενός αριστερού κόμματος προωθώντας μια γενικόλογη πλατφόρμα με συνθήματα το restart του κράτους, την προστασία της υγιούς επιχειρηματικότητας και των εργαζομένων, τη διαφύλαξη των ατομικών δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας, καθώς και το «ξεδόντιασμα του δικαστικού και του δημοσιογραφικού κατεστημένου»; Το χθεσινό εκλογικό αποτέλεσμα προοιωνίζεται θετικές απαντήσεις στα άνωθεν ερωτήματα. 

Η Εφη Αχτσιόγλου, κινούμενη στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση από τον νεόκοπο Κασσελάκη, με τη νεομαρξιστική σκέψη που δεν ταιριάζει ούτε με τα σημεία των καιρών, ούτε με την εικόνα της, θα πρέπει να δώσει σκληρό αγώνα και κυρίως να συμμαχήσει, άρα και να συμβιβαστεί με λοιπούς συνυποψηφίους της, για να κερδίσει τον Κασσελάκη. Δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο – ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με ένα μικρό και κυρίως ρευστό εκλογικό σώμα. 

Η παρουσία του Κασσελάκη απο-ιδεολογικοποιεί εκ των πραγμάτων τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να αποδειχθεί –είναι φανερό στις δημόσιες τοποθετήσεις του, καθώς και γενικότερα στην επαγγελματική και προσωπική διαδρομή του. Δεν έχει ιδιαίτερη σημασία αν η υποψηφιότητά του στηρίχθηκε από τον Αλέξη Τσίπρα ή το όποιο περιβάλλον του. Σημασία έχει ότι όσα κάνει ο Κασσελάκης είναι όσα –εμφανώς μεγεθυμένα– κάποιοι ήθελαν να κάνει ο ίδιος ο Τσίπρας. 

Ο οποίος όμως, είτε δεν ήθελε είτε δεν μπορούσε, είτε δεσμευόταν ιδεολογικά και συναισθηματικά από την ιστορία της ελληνικής Αριστεράς. Τι θα σημαίνει, λοιπόν, για τον ΣΥΡΙΖΑ η εκλογή του Κασσελάκη στην ηγεσία; Αλλά και αντιστρόφως: Γιατί ο Κασσελάκης επέλεξε να κατέλθει στο στίβο της πολιτικής ως υποψήφιος ενός αριστερού κόμματος, με συγκεκριμένη ιστορική διαδρομή πολλών δεκαετιών; Γιατί δεν προχώρησε στην ίδρυση ενός νέου πολιτικού φορέα; 

Αν σκεφτεί κανείς συνδυαστικά, συμπεραίνει αφενός ότι ο Κασσελάκης θέλει να χρησιμοποιήσει ως όχημα ό,τι απομείνει από τον ΣΥΡΙΖΑ σε περίπτωση που εκλεγεί, αφετέρου πως η πιθανή ανάδειξη του στην ηγεσία του –τουλάχιστον κατ’ όνομα– ριζοσπαστικού κόμματος, θα σηματοδοτήσει την πλήρη αποδόμηση της Αριστεράς ως εν δυνάμει κυβερνώσας παράταξης. 

Αλλωστε, μόνο η υποψηφιότητά του για την ηγεσία ενός κατεξοχήν συντηρητικού χώρου, μιας κλειστής ιδεολογικής κάστας, θα μπορούσε να κάνει την απαραίτητη μιντιακή «φασαρία» ώστε να τον αναδείξει ως ένα από τα μείζονα πρόσωπα της δημόσιας σφαίρας. Το ζήτημα, τώρα, είναι αν το όποιο κομματικό υβρίδιο με επικεφαλής τον Κασσελάκη θα μπορούσε να καταστεί πλειοψηφικό στην ελληνική κοινωνία. 

Οπως είχαμε σημειώσει μετά την εκκωφαντική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις διπλές εκλογές του Μαΐου – Ιουνίου, η μεταπολιτευτική Αριστερά μας τελείωσε. Τουλάχιστον με όρους εξουσίας. Ο Αλέξης Τσίπρας ανέβηκε στο αντιμνημονιακό κύμα και με σύμμαχο την απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος άντεξε στην εξουσία λίγο περισσότερο από τέσσερα χρόνια. 

Αν οι νέες γενιές απομακρύνονται όλο και περισσότερο από την πολιτική –και δη την ιδεολογική πτυχή της– τότε όσο περνούν τα χρόνια η Αριστερά θα χάνει με ρυθμό ραγδαίο τα ερείσματά της στην ελληνική κοινωνία. Αυτό φαίνεται ότι το έχει αντιληφθεί ο Κασσελάκης – όπως το είχε αντιληφθεί και ο Τσίπρας. Η συνειδητοποίηση, όμως, δεν φτάνει για να αντιπαρατεθεί ο νέος –ή ο όποιος– ΣΥΡΙΖΑ με τη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη. 

Ο Μητσοτάκης πέτυχε να φέρει στη δική του κάλπη πολίτες διά τριών κατευθύνσεων. Κεντρώους, δεξιούς, αλλά και εν γένει φιλελεύθερους – με όρους ιδεολογικούς και κοινωνικούς. Επιπλέον, κρίθηκε ικανότερος από τον Αλέξη Τσίπρα στη διαχείριση της οικονομίας, αλλά και των πολύπλοκων προβλημάτων ενός απρόβλεπτου σύγχρονου κόσμου. 

Σε περίπτωση που εκλεγεί ο Στέφανος Κασσελάκης, θα πρέπει να αποδείξει ότι δεν είναι απλώς ένα επικοινωνιακό προϊόν. Δεν αρκεί να μιλά –όπως λέει ο ίδιος– καλύτερα Αγγλικά από τον Μητσοτάκη, ούτε το (περίπου) γεγονός ότι είναι ένας αυτοδημιούργητος επιχειρηματίας που αναμετρήθηκε με το πολύβουο american dream και κέρδισε μια περίοπτη θέση στην άλλη όχθη του Ατλαντικού. 

Αν η πολιτική του Κασσελάκη είναι ένας συνδυασμός εικονικής πραγματικότητας και πολακικού «αντισυστημισμού», τότε ο τελικός απολογισμός δεν θα αργήσει να έρθει – και θα είναι απογοητευτικός, τόσο για τον ίδιο, όσο και για το σύστημα που τον στηρίζει. Και αν πολλοί πιστεύουν ότι το πολιτικό σύστημα είναι αυτό που θα προσαρμοστεί στον Κασσελάκη, η πραγματικότητα δείχνει ότι το αντίθετο: 

Αν εκλεγεί ο Κασσελάκης, τότε θα είναι αυτός που θα πρέπει να προσαρμοστεί στο πολιτικό σύστημα. Διότι μπορεί η κυβερνώσα Αριστερά να ανήκει στο παρελθόν, οι πολίτες όμως δεν ψηφίζουν αμιγώς με όρους επικοινωνίας. Απαιτείται καινοτόμα πολιτική και οικονομική σκέψη, χρειάζονται αποτελεσματικά στελέχη που μπορούν να κινηθούν εκτός της πεπατημένης, πρέπει να αναπτυχθεί εφαρμόσιμη μεταρρυθμιστική ατζέντα που να καλύπτει τα δαιδαλώδη προβλήματα της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας. 

Πολιτικός χώρος υπάρχει, ειδικά από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ φαίνεται να χάνει τη μεγάλη ευκαιρία επανάκαμψης. Δεν αρκεί, όμως, αυτό. Οπως δεν αρκεί να πιστεύεις ότι με 60.000 ψηφοφόρους θα φέρεις την «ανατροπή» και την «ελπίδα». Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσβατος. 



Πηγή: Protagon.gr