Ο Έλληνας πεζός κλήθηκε να συμμετάσχει στην αδελφοκτόνα σύγκρουση, που έμεινε γνωστή ως συμμοριτοπόλεμος. Πολέμησε και σ’ αυτή, την πρώτη θερμή σύγκρουση, του Ψυχρού Πολέμου, με την γνωστή του γενναιότητα, δυστυχώς εναντίον αδελφών.
Η εμφύλια διαμάχη που αιματοκύλησε την Ελλάδα , στο διάστημα 1946-49, είχε, ουσιαστικά, αρχίσει από το 1943, τόσο στα ελληνικά βουνά, όσο και στη Μέση Ανατολή – με τα γνωστά κινήματα. Κορυφώθηκε ωστόσο στην περίοδο 1946-49.
Πρωταγωνιστές στην σύγκρουση αυτή ήταν από την μια πλευρά οι αντάρτες του «Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας» (ΔΣΕ) και, από την άλλη, οι απλοί πεζικάριοι του Ελληνικού Στρατού – και όχι, όπως κάκιστα αναφέρεται του «Κυβερνητικού Στρατού», καθόσον στρατούς, ως γνωστόν, σχηματίζουν τα κράτη και τα έθνη και όχι οι κυβερνήσεις.
Το Ελληνικό Πεζικό, στην αρχή της εν λόγω περιόδου, αποτελείτο από κληρωτούς, χωρίς πολεμική εμπειρία και από ελάχιστους εκπαιδευμένους άνδρες της 3ης Ορεινής Ταξιαρχίας. Ορισμένοι άνδρες είχαν, επίσης, πολεμήσει σε διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις. Το επίπεδο εκπαίδευσης ήταν αρχικά χαμηλό, λόγω της ανάγκης άμεσης διάθεσης των τμημάτων στον αγώνα.
Επίσης, λόγω της φύσης του αγώνα καθαυτής (ανταρτοπόλεμος), αλλά και λόγω της ιδιαίτερης μορφής του αγώνα, το ηθικό δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό. Σε αυτό συντελούσαν και οι τρομακτικές ελλείψεις σε βαρέα όπλα πεζικού και ειδικά σε πολυβόλα.
Βασική μονάδα μάχης ήταν το Τάγμα Πεζικού (ΤΠ). Το Τάγμα αποτελείτο από τρεις λόχους τυφεκιοφόρων και ένα λόχο βαρέων όπλων. κάθε λόχος τυφεκιοφόρων διέθετε τρεις διμοιρίες τυφεκιοφόρων και μια διοίκησης. Ο λόχος βαρέων όπλων του τάγματος, θεωρητικά, έπρεπε να διαθέτει τρεις διμοιρίες πολυβόλων (12 πολυβόλα) και διμοιρία όλμων των 81mm (4 σωλήνες).
Στην πραγματικότητα όμως δεν διέθετε ούτε ένα πολυβόλο και συνήθως διέθετε, μέχρι δύο όλμους. Οι διμοιρίες τυφεκιοφόρων επίσης διέθεταν ένα οπλοπολυβόλο Bren ανά ομάδα μάχης και έναν ελαφρύ όλμο, των 50mm, αρχικά, βρετανικό και των 60mm, αργότερα, αμερικανικό.
Η έλλειψη πολυβόλων αποτέλεσε τρομακτικό πρόβλημα για το Ελληνικό Πεζικό, το οποίο δεν επιλύθηκε πλήρως, μέχρι το τέλος του συμμοριτοπολέμου. Οι Βρετανοί, οι οποίοι μέχρι το 1947, είχαν αναλάβει την ανασυγκρότηση του Ελληνικού Στρατού, είχαν διαθέσει μόνο 96, συνολικά, υδρόψυκτα πολυβόλα Vickers των 0.303 in. Με τα όπλα αυτά συγκροτήθηκαν επτά λόχοι πολυβόλων, οι οποίοι διατέθηκαν ένας ανά Μεραρχία Πεζικού.
Από την άλλη πλευρά, κάθε τάγμα του ΔΣΕ, αν και με αριθμητική δύναμη ίση με το ήμισυ σχεδόν των ταγμάτων του Στρατού, διέθετε μεγαλύτερο αριθμό αυτομάτων όπλων – πολυβόλα, οπλοπολυβόλα – και ενίοτε και όλμων.
Τα τάγματα Πεζικού έπρεπε να παρατάσσουν 800 άνδρες. Στην πραγματικότητα σπάνια παρέτασσαν 600. Συνήθως η αριθμητική τους δύναμη ήταν μεταξύ 400 και 500 ανδρών. Βασικό όπλο του Πεζικού ήταν το βρετανικό, επαναληπτικό, τυφέκιο Lee Enfield, διαμετρήματος 0.303in.
Αξιωματικοί και βαθμοφόροι έφεραν υποπολυβόλα Sten και Thomson και πιστόλια ή περίστροφα. Ακόμα και μετά την ανάληψη της ευθύνης εφοδιασμού του Ελληνικού Στρατού από τις ΗΠΑ, δεν σημειώθηκαν θεαματικές πρόοδοι, όσον αφορά τον εξοπλισμό του Πεζικού.
Μόνο οι Λόχοι Ορεινών Καταδρομών (ΛΟΚ) άρχισαν, από το 1948, να εφοδιάζονται με αμερικανικό εξοπλισμό – τυφέκια Μ-1, πολυβόλα Browning των 0,30in. και υποπολυβόλα Μ-3. Στις κοινές μονάδες πεζικού πολυβόλα Browning των 0,30in, άρχισαν να διατίθεντε στα τελευταία στάδια της σύγκρουσης. Τυφέκια Μ-1 δεν διατέθηκαν, παρά μετά το πέρας του συμμοριτοπολέμου.
Το Πεζικό ήταν οργανωμένο, καθ’ όλη τη διάρκεια του συμμοριτοπολέμου, βάσει των βρετανικών προτύπων, σε Ταξιαρχίες Πεζικού, η καθεμιά των οποίων παρέτασσε τρία τάγματα πεζικού και θεωρητικά διέθετε οργανικό πυροβολικό ή τμήμα βαρέων όλμων και λόχο πολυβόλων. Ελλείψει ορειβατικού πυροβολικού, βαρέων όλμων κα πολυβόλων, συνήθως κάθε Ταξιαρχία παρέτασσε μόνο τα τρία τάγματα πεζικού της, αντιστοιχώντας έτσι, καθόλα, σε απλό σύνταγμα πεζικού.
Το Πεζικό ανέλαβε, όπως ήταν αναμενόμενο, το βάρος του αγώνα, κατά τη διάρκεια του πολέμου, υφιστάμενο και την μεγαλύτερη αιμορραγία. Οι πρώτες ατυχείς επιχειρήσεις, ο αγώνας εναντίον ενός «αόρατου» εχθρού, που είχε την πρωτοβουλία των κινήσεων και οι παλινωδίες της διοίκησης, η οποία επίσης δεν είχε εμπειρία στον αντι-ανταρτικό αγώνα, είχε ως αποτέλεσμα το Πεζικό να μην αποδώσει τα αναμενόμενα, στην αρχή τουλάχιστον, παρά την γενναιότητα και το θάρρος αξιωματικών και οπλιτών.
Όταν ο, μετέπειτα, Στρατάρχης Παπάγος ανέλαβε τη διοίκηση, στις αρχές του 1949, κατάφερε να εμπνεύσει νέα πνοή στο Στράτευμα, αναδημιουργώντας, όπως ελέγετο τότε, τον «Στρατό της Αλβανίας». Με τον νέο επιθετικό πνεύμα που επικράτησε το Πεζικό κατόρθωσε, ουσιαστικά, να τελειώσει τον αδελφοκτόνο πόλεμο, υψώνοντας ξανά την Ελληνική σημαία στις βουνοκορφές του Γράμμου και του Βίτσι.