38. Επί των άρθρων 123-162 (Μέρος ΣΤ΄)
Με τις διατάξεις του Μέρους ΣΤ΄ (άρθρα 123-162) αναπροσαρµόζονται τα ειδικά µισθολόγια των στελεχών των Ενόπλων Δυνάµεων και αντίστοιχων της Ελληνικής Αστυνοµίας, του Πυροσβεστικού Σώµατος και του Λιµενικού Σώµατος – Ελληνικής Ακτοφυλακής, των µελών του Διδακτικού και Ερευνη- τικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Πανεπιστηµίων, των µελών του Εκπαιδευτι- κού Προσωπικού (Ε.Π.) των Ανώτατων Τεχνολογικών Εκπαιδευτικών Ιδρυ- µάτων (Α.Τ.Ε.Ι.), των µελών του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού (Δ.Ε.Π.) των Ανώτατων Στρατιωτικών Εκπαιδευτικών Ιδρυµάτων (Α.Σ.Ε.Ι.), του εκπαιδευτικού και ειδικού εκπαιδευτικού προσωπικού της Ανώτατης Σχολής Παιδαγωγικής και Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (Α.Σ.ΠΑΙ.Τ.Ε.), του Δι- δακτικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκκλησιαστικών Ακαδηµιών (Α.Ε.Α.) και Ακαδηµιών Εµπορικού Ναυτικού (Α.Ε.Ν.), των Καθηγητών και του λοιπού διδακτικού προσωπικού της Εθνικής Σχολής Δηµόσιας Υγείας (Ε.Σ.Δ.Υ.), του προσωπικού του πρώην Παιδαγωγικού Ινστιτούτου (Π.Ι.), των µελών του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.), του Ειδικού Εργαστηριακού και Διδακτικού Προσωπικού (Ε.Ε.ΔΙ.Π.) των Α.Σ.Ε.Ι., καθώς και των µελών του Ειδικού Επιστηµονικού Προσωπικού (Ε.Ε.Π.) και του Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού (Ε.ΔΙ.Π.) των Πανεπιστηµίων και των Α.Τ.Ε.Ι., των Ε- ρευνητών και των Ειδικών Λειτουργικών Επιστηµόνων που υπηρετούν σε Εθνικά Ερευνητικά Κέντρα και ανεξάρτητα Ερευνητικά Ινστιτούτα που υπάγονται στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, συµπεριλαµβανοµένων των κέντρων έρευνας της Ακαδηµίας Αθηνών και του Κ.Ε.Π.Ε., των Ιατρών και Οδοντιάτρων του Εθνικού Συστήµατος Υγείας (Ε.Σ.Υ.), των Ιατρών και Οδο- ντιάτρων Δηµόσιας Υγείας Ε.Σ.Υ., των έµµισθων ειδικευόµενων ιατρών, των Επικουρικών Ιατρών, των µόνιµων αγροτικών ιατρών και των ιατρών υπηρεσίας υπαίθρου, καθώς και των Ιατρών Γενικής Ιατρικής και Βιοπαθολογίας που υπηρετούν στη Διεύθυνση Κ.Ε.Δ.Υ. του Υπουργείου Υγείας ή στις Διευ- θύνσεις Υγείας των Αποκεντρωµένων Διοικήσεων και Περιφερειών, των Ια- τροδικαστών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωµάτων, των υπαλλήλων του Διπλωµατικού κλάδου, του επιστηµονικού προσωπικού της Ειδικής Νοµικής Υπηρεσίας, των υπαλλήλων του κλάδου Εµπειρογνωµόνων, καθώς και των υπαλλήλων του κλάδου Οικονοµικών και Εµπορικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών, των Αρχιερέων, καθώς και των µουσικών, µόνιµων και µε σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου, της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών (Κ.Ο.Α.), της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονί κης (Κ.Ο.Θ.) και της Ορχήστρας της Λυρικής Σκηνής (Ο.Λ.Σ.).
56
Κατά την παρ. 1 του άρθρου 155, «αν από τις ρυθµίσεις των διατάξεων του νόμου αυτού προκύπτουν τακτικές µηνιαίες αποδοχές χαµηλότερες από αυτές που δικαιούνταν ο λειτουργός ή υπάλληλος στις 31.12.2016, η διαφορά διατηρείται ως προσωπική», έτσι ώστε, όπως επισηµαίνεται στην αιτιολογική έκθεση επί του νοµοσχεδίου, εάν από «την εφαρµογή του νέου συστήµατος αµοιβών προκύψει µείωση αποδοχών, η διαφορά θα διατηρείται ως προσωπική, προκειµένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε µείωση στις αποδοχές των λειτουργών ή υπαλλήλων και η οποία θα µειώνεται από οποιαδήποτε µελλοντική αύξηση των αποδοχών του υπαλλήλου», στην περίπτωση δε µάλιστα που από την εφαρµογή του νέου συστήµατος αµοιβών προκύψει αύξηση των αποδοχών των λειτουργών ή υπαλλήλων, αυτή χορηγείται σε χρονικό διάστηµα τεσσάρων ετών, προκειµένου να αποφευχθεί τυχόν µεγάλη δηµοσιονοµική επιβάρυνση, όπως ακριβώς συνέβη µε τις διατάξεις του ν.4354/2015».
Ως προς τον επαναπροσδιορισµό των µισθολογικών κλιµακίων και, εν γένει, του συστήµατος µισθολογικής κατάταξης των εντασσόµενων στα ειδικά µισθολόγια υπαλλήλων και λειτουργών του Δηµοσίου, επισηµαίνεται, κατ’ αρχάς, πάγια νοµολογία του Συµβουλίου της Επικρατείας, κατά την οποία το Σύνταγµα «δεν προστατεύει την απλή προσδοκία διατηρήσεως σε ισχύ µιας συγκεκριµένης ρυθµίσεως ούτε κωλύει το νοµοθέτη να µεταβάλει τη ρύθµι- ση αυτή για το µέλλον, όπως ρυθµίσεις σχετικές µε τις προϋποθέσεις της υπηρεσιακής εξελίξεως των υπαλλήλων στα πλαίσια αναδιοργανώσεως των δηµοσίων υπηρεσιών και γενικότερα της Διοικήσεως (βλ. ΣτΕ [Ολ] 1715/1983, 2934/1993, 5116/1996, 3045/1997, 12/1999, 1092, 1530/2002, 2102/2004)».
Επισηµαίνεται όµως, ότι, ως προς συγκεκριµένες κατηγορίες υπαλλήλων και λειτουργών, αµειβοµένων µε «ειδικά µισθολόγια», έχει προσφάτως νοµολογηθεί ότι η ιδιαίτερη µισθολογική µεταχείρισή τους από τον νοµοθέτη υπαγορεύθηκε, κατ’ επιταγή συνταγµατικών διατάξεων, εν όψει των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήµατός τους αλλά και ως εγγύηση για την αποτελεσµατική εκπλήρωση της αποστολής τους.
Συγκεκριµένως, για τους ιατρούς του Ε.Σ.Υ., κρίθηκε ότι η ιδιαίτερη µισθολογική µεταχείρισή τους υπαγορεύθηκε «ενόψει του µεγαλύτερου χρόνου γενικής εκπαίδευσής τους σε σχέση µε άλλους επιστήµονες, της πολύχρονης µεταπανεπιστηµιακής µετεκπαίδευσής τους για ειδίκευση, αλλά και της ανάγκης για διαρκή εκπαί- δευση στην επιστήµη τους, των ειδικοτέρων συνθηκών άσκησης του ιατρικού έργου και του περισσότερου χρόνου εργασίας τους σε σχέση µε τους εργαζόµενους σε άλλους τοµείς της δηµόσιας διοίκησης»
57
[ΕλΣυν (Ολ) 7412/2015, ΕΔΚΑ 2016, σελ. 152], για τα µέλη ΔΕΠ των ΑΕΙ, ότι «ο νοµοθέτης επεφύλαξε διαχρονικώς ιδιαίτερη µισθολογική µεταχείριση, µε αποδοχές προβλεπόµενες ειδικώς στο νόµο, κατ’ εκτίµηση των ειδικών συνθηκών άσκησης του λειτουργήµατός τους, και ύψους ανάλογου προς την σπουδαι- ότητα του εν λόγω λειτουργήµατος(…)», ειδικά δε για τους πανεπιστηµιακούς λειτουργούς, ότι «η ιδιαίτερη µισθολογική τους µεταχείριση απορρέει εµµέσως εκ της, υπό του Συντάγµατος (άρθρο 16), αναγνωρίσεώς τους ως δηµοσίων λειτουργών µε ιδιαιτέρας σηµασίας αποστολή, οι οποίοι είναι αναγκαίο να έχουν και ιδιαιτέρως αυξηµένα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα» [ΣτΕ (Ολ) 4741/2014, Αρµ 2015, σελ. 467], όπως, αντιστοίχως, και για τους καθηγητές των ΤΕΙ [ΣτΕ (Στ) 1198/2017],
για τους δε Στρατιωτικούς των Ενόπλων Δυνάµεων και των Σωµάτων Ασφαλείας, κρίθηκε ότι «από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται περαιτέρω ότι αντιστάθµισµα των ανωτέρω απαγορεύ- σεων και περιορισµών και των ειδικών συνθηκών εργασίας των Στρατιωτικών των Ενόπλων Δυνάµεων και των Σωµάτων Ασφαλείας, οι οποίες συνεπάγονται αυξηµένους κινδύνους για τη ζωή και τη σωµατική τους ακεραιότητα, αλλά και αναγνώριση της σηµασίας της αποστολής που επιτελούν, αποτελεί η ιδιαίτερη µισθολογική µεταχείριση τους, την οποία διαχρονικώς τους επιφύλαξε ο κοινός νοµοθέτης.
H ευνοϊκή αυτή µεταχείριση (…) όσον αφορά τους Στρατιωτικούς και τους υπαλλήλους των σωµάτων ασφαλείας (…) απορρέει εµµέσως εκ της ιδιαίτερης σηµασίας της εκ του Συντάγµατος αποστολής τους που δικαιολογεί, εξάλλου, και τις συνταγµατικές απαγο- ρεύσεις και τους ειδικούς περιορισµούς των ατοµικών δικαιωµάτων τους, σύµφωνα µε όσα έχουν εκτεθεί στην προηγούµενη σκέψη.
Ειδικότερα, η αρχή της ιδιαίτερης µισθολογικής µεταχειρίσεως των Στρατιωτικών εγγυάται την διαµόρφωση του ύψους των αποδοχών τους µε κριτήρια όχι µόνον τον κλάδο, τον βαθµό ή τα καθήκοντα του υπαλλήλου αλλά την λήψη υπόψη και κριτηρίων, όπως οι ιδιαίτερες συνθήκες ασκήσεως και η επικινδυνότητα του επαγγέλµατός τους, ώστε οι αποδοχές τους να είναι επαρκείς για αξιοπρεπή διαβίωση και ανάλογες της σηµασίας της αποστολής τους για το Κράτος, προκειµένου, συγχρόνως, να αποτρέπονται η εξωυπηρεσιακή απασχόλησή τους, και δη σε τοµείς που ιδιαιτέρως εξυπηρετούνται από την στρατιωτική ή αστυνοµική τους ιδιότητα (φύλαξη προσώπων, επιχειρήσεων κ.λ.π.), καθώς και οι συνδεόµενοι µε την άσκηση των καθηκόντων τους ηυξηµένοι
κίνδυνοι διαφθοράς.
Το δε ύψος των αποδοχών της ηγεσίας των σωµάτων αυτών και των υπηρετούντων στους ανώτατους βαθµούς πρέπει να διαµορφώνεται αναλόγως και του κύρους του βαθµού τους και των ευθυνών των καθηκόντων τους τόσο σε καιρό ειρήνης όσο και πολέµου, λόγω, εξάλλου, και της αυστηρής ιεραρχικής δοµής των στρατιωτικών σωµάτων.
58
Συνεπώς, η υποχρέωση τηρήσεως από τον κοινό νοµοθέτη της απορρέουσας εµµέσως από τις διατάξεις των άρθρων 45, 23 παρ. 2 και 29 παρ. 3 του Συντάγµατος, αρχής της ιδιαίτερης µισθολογικής µεταχειρίσεως των Στρατιωτικών αποτελεί µία πρόσθετη θεσµική εγγύηση που εξασφαλίζει την αποτελεσµατική εκπλήρωση της αποστολής των Ενόπλων Δυνάµεων και των σωµάτων ασφαλείας µέσω της ενισχύσεως του ηθικού των στελεχών τους, αλλά και δικαίωµα των Στρατιωτικών, λόγω των συνταγµατικών απαγορεύσεων και περιορισµών, στους οποίες υπόκεινται και της επικινδυνότητας των καθηκόντων τους»
[ΣτΕ 2192/2014, ΕΔΚΑ 2014, σελ. 324, ΘΠΔΔ 2014, σελ. 600].
Στο πλαίσιο αυτό, µε τις ανωτέρω αποφάσεις κρίθηκε, µε παραπλήσιο, µεταξύ τους, σκεπτικό, ότι ο νοµοθέτης, θεσπίζοντας διά του ν. 4093/2012 µειώσεις στις αποδοχές των ανωτέρω, «αντιµετώπισε όλα αυτά τα µισθολόγια συλλήβδην ως ένα ενιαίο οικονοµικό µέγεθος, το οποίο έπρεπε, ως σύνολο λαµβανόµενο, να µειωθεί κατά ποσοστό 10% στο πλαίσιο της προσπάθειας µείωσης του δηµοσιονοµικού ελλείµµατος και του δηµοσίου χρέους (…), χωρίς να λάβει υπόψη του τους λόγους, για τους οποίους είχε θεσπισθεί ιδιαίτερο µισθολόγιο για καθεµία από τις κατηγορίες λειτουργών ή υπαλλήλων, στους οποίους αφορούσαν τα ανωτέρω “ειδικά µισθολόγια”» και, εποµένως, οι εν λόγω περικοπές, «υπερβαίνουν, λόγω του σωρευτικού τους αποτελέσµατος και της εκτάσεώς τους, το όριο που θέτουν οι συνταγµατικές αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δηµόσια βάρη, (…) ανεξαρτήτως του ότι το δηµόσιο συµφέρον, για την εξυπηρέτηση του οποίου επεβλήθησαν οι νέες µειώσεις, δεν ήταν τόσο έντονο όσο εκείνο που δικαιολογούσε την υιοθέτηση των αρχικών µέτρων των ν. 3833/2010 και 3845/2010 που ελήφθησαν, κατά τις διαπιστώσεις του νοµοθέτη, προ του κινδύνου άµεσης χρεωκοπίας και εξόδου της χώρας από την ευρωζώνη, οι επίµαχες περικοπές συνιστούν µέτρα που λαµβάνονται µεν για την αντιµετώπιση της παρατεταµένης οικονοµικής κρίσης, επιβαρύνουν, όµως, και πάλι, κατά πα- ράβαση της κατ’ άρθρο 25 παρ. 4 του Συντάγµατος υποχρεώσεως όλων των πολιτών για εκπλήρωση του χρέους της κοινωνικής και εθνικής αλληλεγγύης, την ίδια κατηγορία πολιτών.
Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν µπορούν να δικαιολογηθούν ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τµήµα ενός ευρύτερου προγράµµατος δηµοσιονοµικής προσαρµογής που περιέχει δέσµη µέτρων για την ανάκαµψη της ελληνικής οικονοµίας και την εξυγίανση των δηµοσίων οικονοµικών, προϋπόθεση, η οποία αποτελεί αναγκαίο όχι όµως και επαρκή όρο για την συνταγµατικότητα των εν λόγω περικοπών.
Εξάλλου, ανεπιτυχώς επιχειρείται η στήριξη της συνταγµατικότητας των µέτρων αφενός µεν στην µεγαλύτερη της αναµενόµενης ύφεση της ελληνικής οικονοµίας, η οποία κατέστησε µεν επιβεβληµένη την λήψη νέων µέτρων,
59
όχι όµως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του µισθολογικού κόστους του Δηµοσίου, αφετέρου δε στην αυξηµένη αποτελεσµατικότητα των εν λόγω µέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν µπορεί να δικαιολογήσει την κατ` επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων Τέλος, η υπ` αριθ. 2Ο12/211/ΕΕ απόφαση του Συµβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως της 13.3.2012, µε την οποία προ- βλέφθηκε «µείωση κατά 12% κατά µέσο όρο των ειδικών µισθών του δηµόσιου τοµέα για τους οποίους δεν ισχύει το νέο µισθολόγιο», εν πάση περιπτώσει δεν έχει την έννοια ότι απαλλάσσει τον εθνικό νοµοθέτη, κατά την άσκηση της εθνικής δηµοσιονοµικής πολιτικής στο πλαίσιο εκπληρώσεως των διεθνών υποχρεώσεων της Χώρας, από την τήρηση των προαναφεροµέ- νων συνταγµατικών διατάξεων και αρχών», βλ., σχετικώς, τις ανωτέρω αναφερόµενες αποφάσεις [ΣτΕ (Ολ) 4741/2014, ΣτΕ (Στ) 1198/2017, ΕλΣυν (Ολ) 7412/2015, ΣτΕ (Ολ) 2192/2014].
Υπό το φως των ανωτέρω, δηµιουργείται προβληµατισµός, ως προς το εάν µε την προτεινόµενη αναµόρφωση των «ειδικών µισθολογίων» σε συνδυασµό µε την εκτίµηση, κατά την Έκθεση του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους (άρθρο 75 παρ. 1 του Συντάγµατος), για ετήσια αύξηση - δαπάνη, που «εκτιµάται στο ποσό των 36,2 εκατ. ευρώ, 83,5 εκατ. ευρώ, 77,5 εκατ. ευρώ, 78,5 εκατ. ευρώ και 76,1 εκατ. ευρώ, για τα έτη 2017, 2018, 2019, 2020 και 2021 αντίστοιχα», αλλά και του ότι, διά του άρθρου 155 του νοµοσχεδίου, εξασφαλίζονται, κατ’ ελάχιστον, οι αποδοχές των λειτουργών ή υπαλλήλων που δικαιούνταν την 31.12.2016, επιτυγχάνεται πλήρης και επαρκής προσαρµογή προς τις ανωτέρω δικαστικές αποφάσεις , την οποία επιτάσσει η συνταγµατική αρχή του κράτους δικαίου.