ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΛΙΣΤΑΣ ΣΕΛΙΔΩΝ

Πέμπτη 1 Σεπτεμβρίου 2016

Είμαστε η μεγάλη ντροπή της Ευρώπης

ΕΙΚΟΝΑ---Ελλάδα
Οι Έλληνες θέλουν να κερδίσουν τον πόλεμο, χωρίς να χρειαστεί να δώσουν καμία μάχη και χωρίς να θυσιάσουν απολύτως τίποτα – μία μάλλον σχιζοφρενής στάση, η οποία ασφαλώς δεν ταιριάζει στη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία
.«Η φτώχεια δεν «νομιμοποιεί» τη ζητιανιά. Είναι καλύτερα να ζητάει ένας φτωχός και άνεργος δουλειά, παρά δανεικά – με τα οποία παραμένει όχι μόνο άνεργος και φτωχός στο διηνεκές, αλλά χρεωμένος και δούλος. Η ζητιανιά, στην περίπτωση των κρατών, οδηγεί στη διαχρονική σκλαβιά τους – στην απώλεια της εθνικής τους κυριαρχίας, καθώς επίσης στην «κηδεμονία» τους από τους δανειστές.
Όταν το χρέος μίας χώρας δεν είναι βιώσιμο, τότε δεν εκλιπαρεί γονατιστά για τη μείωση του – πόσο μάλλον όταν δεν έχει κανένα διαπραγματευτικό χαρτί στα χέρια της. Απλά χρεοκοπεί – παύει δηλαδή να εξυπηρετεί τα δάνεια της,όπως η Ρωσία το 1998, χωρίς να επιτρέπει τη λεηλασία της από κανέναν».

Άποψη

Παράδοξοι φόροι μόνο στις μικρές ελληνικές ζυθοποιίες, οι οποίοι οδηγούν στο κλείσιμο τους, βορά στις ξένες αλυσίδες τα φαρμακεία, ισοδύναμα που οδηγούν στην εξαθλίωση μεγάλων μερίδων του πληθυσμού, διάσωση των τραπεζιτών με χρήματα των Πολιτών, εξοντωτικές ποινές σε αυτούς που αδυνατούν να πληρώσουν, κατασχέσεις, μεταφορά του δημοσίου χρέους στις επόμενες γενιές μέσω της επιμήκυνσης του, μεταβίβαση των ενυπόθηκων χρεών των γονέων στα παιδιά τους με ρήτρα κληρονόμου, εκποίηση της κρατικής περιουσίας με τη διαδικασία του κατεπείγοντος κοκ.
Από την άλλη πλευρά ένας ηττημένος πρωθυπουργός που θυσίασε τα νεανικά του ιδανικά στο βωμό της εξουσίας, πολλαπλά εξευτελισμένος από τους συναδέλφους του στην Ευρωζώνη, σε σημείο που να προκαλεί θλίψη σε όλους μας, κυριεύεται από μία απίστευτη συναισθηματική ένταση, με αφορμή τον πρόσφατο πνιγμό των προσφύγων – θρηνώντας ουσιαστικά τον ίδιο του τον εαυτό, για τον καινούργιο εξοργιστικό συμβιβασμό που του επιβλήθηκε από την καγκελάριο, όσον αφορά την υποδοχή και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης των μεταναστών.
Την ίδια στιγμή οι Πολίτες της χώρας που οδηγείται βίαια στην καταστροφή, δεν έχουν ούτε το ήθος, εάν όχι το θάρρος, να διαμαρτυρηθούν – σιωπώντας εκκωφαντικά, όπως τα πρόβατα πριν από τη σφαγή τους (άρθρο). Δεν διανοούνται καν να βγουν στους δρόμους διαδηλώνοντας μαζικά, έτσι ώστε να επιβάλλουν στην κυβέρνηση τους αυτά που οι ίδιοι επιθυμούν, όπως σχετικά πρόσφατα οι Ισλανδοί – αδιαφορώντας όχι μόνο για τον εαυτό τους αλλά, ανερυθρίαστα, για την πατρίδα τους και τα παιδιά τους.
Εάν τους ρωτήσει τώρα κανείς γιατί σκύβουν υποτακτικά το κεφάλι, θα του απαντήσουν πως αναζητούν κάποιον ηγέτη που θα μπορέσει να κρατήσει το λάβαρο της επανάστασης, οδηγώντας τους στην έξοδο από την κρίση – μία στάση που ασφαλώς αποτελεί μεγάλη ντροπή για τη χώρα που γέννησε τη Δημοκρατία. Ντροπή επειδή οι Έλληνες όφειλαν να γνωρίζουν από την ιστορία τους πως όταν ένας λαός είναι αποφασισμένος, δεν χρειάζεται κανέναν φωτισμένο σωτήρα – ενώ όταν δεν είναι, εμφανίζονται διαρκώς νέοι «κλόουν» που ισχυρίζονται πως έχουν κάθε είδους μαγικά ραβδιά, με αποκλειστικό σκοπό τη νομή της εξουσίας.
Δυστυχώς κάτι ανάλογο ισχύει επίσης για τους νέους, ειδικά για τους φοιτητές, οι οποίοι είναι βυθισμένοι σε μία νεκρική σιγή, έχοντας αποστασιοποιηθεί εντελώς από τα γεγονότα – ενώ ένα μεγάλο μέρος τους επιλέγει τη μετανάστευση σε άλλες χώρες. Θα ήταν άδικο βέβαια να τους κατηγορήσει κανείς ότι, συμπεριφέρονται όπως τα ποντίκια που εγκαταλείπουν πρώτα το καράβι που κινδυνεύει να βουλιάξει – αφού αυτό τους συμβουλεύουν οι γονείς τους οπότε, εύλογα ίσως, αναζητούν νέες πατρίδες, αφήνοντας τη δική τους στα χέρια των πανίσχυρων «βαρβάρων».
Περαιτέρω, επιχειρώντας μία συνοπτική αναδρομή στο παρελθόν, μόλις τον περασμένο Ιανουάριο κέρδισε ένα κόμμα τις εκλογές, με την υπόσχεση να θέσει τέλος στην πολιτική λιτότητας, να καταργήσει τα μνημόνια, να διώξει την Τρόικα, να εργασθεί για την αποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης, να διαγράψει ένα μεγάλο μέρος του χρέους, καθώς επίσης να οδηγήσει την Ελλάδα σε μία αξιοπρεπή πορεία προς την υπεύθυνη οικονομική και κοινωνική της ανάπτυξη – αναπτερώνοντας τις ελπίδες όχι μόνο των Ελλήνων αλλά, επίσης, των υπολοίπων Ευρωπαίων, όσον αφορά την απελευθέρωση τους από τη στυγνή δικτατορία των αγορών.
Δυστυχώς λίγο αργότερα, στις 20 Φεβρουαρίου, ξεκίνησαν οι πρώτοι ανίεροι συμβιβασμοί, με τον τότε υπουργό οικονομικών να υπογράφει ένα νέο μνημόνιο – ανασκευάζοντας στη συνέχεια τη ρητή δέσμευση της επιδίωξης διαγραφής μέρους του χρέους, σε μία επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής, με χαμηλότερα επιτόκια.
Ακόμη χειρότερα, έξι μήνες μετά, το ΟΧΙ του 62% των Ελλήνων στην πολιτική λιτότητας μεταφράσθηκε σε ένα μνημόνιο, το οποίο δεν είναι τίποτα άλλο, από μία ποινή θανάτου – αφού επιβάλλει μία πολύ πιο αυστηρή δημοσιονομική πολιτική σε μία χώρα, στην οποία η ανεργία έχει σχεδόν τριπλασιαστεί, η φτώχεια διπλασιάστηκε, οι αξίες των περιουσιακών της στοιχείων κατέρρευσαν, οι μισθοί μειώθηκαν κατά 40%, οι συντάξεις πάνω από 45%, χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις χρεοκόπησαν ή μετανάστευσαν, ενώ το ΑΕΠ της συρρικνώθηκε σε ποσοστό που υπερβαίνει το 25%.
Εκτός αυτού, επιβλήθηκε για πρώτη φορά σε ένα ανεξάρτητο κράτος, επί πλέον των μνημονίων, η παροχή εμπράγματων εγγυήσεων, έναντι των δανείων που του εγκρίθηκαν – στην περίπτωση της Ελλάδας δημόσια περιουσία σημερινής τιμής 50 δις € και αξίας άνω των 300 δις €, σύμφωνα με την αξιολόγηση του ΔΝΤ από το 2010 (χωρίς να συμπεριλαμβάνονται τότε τα ενεργειακά αποθέματα).
Στα πλαίσια αυτά, εκτός από τη δική τους μελλοντική καταστροφή, καθώς επίσης από την επισφράγιση της συλλογικής ανοησίας τους, εξευτέλισαν διεθνώς τόσο την πατρίδα τους, όσο και τη Δημοκρατία – αφού τεκμηρίωσαν με το χειρότερο δυνατό τρόπο πως οι αγορές είναι παντοδύναμες, οπότε είναι περιττό να αντιστέκονται οι λαοί ενώ, όταν το επιχειρούν, τους επιβάλλονται πολύ πιο οδυνηρές ποινές και τιμωρίες.
Περαιτέρω, εύλογα αναρωτιέται κανείς ποιά είναι η αιτία, για την οποία οι Έλληνες συμπεριφέρθηκαν με αυτόν τον τρόπο, καταδικάζοντας τη Δημοκρατία στην Ευρώπη, εάν όχι σε ολόκληρο τον πλανήτη – αρνούμενος φυσικά να αποδεχθεί τις άθλιες αναφορές, σύμφωνα με τις οποίες έχουν χάσει πια το «γενετικό τους κώδικα» (άρθρο), γεγονός που απέδειξαν πως δεν ισχύει σχετικά πρόσφατα, όταν είπαν θαρραλέα «ΟΧΙ» στην εισβολή των Γερμανών το 1940.
Κατά την άποψη μας, δεν είναι άλλη από τη χειραγώγηση τους εκ μέρους ορισμένων διατεταγμένων ΜΜΕ – τα οποία τους «βομβαρδίζουν» νυχθημερόν πείθοντας τόσο τους ίδιους, όσο και τα περισσότερα πολιτικά τους κόμματα ότι, δεν υπάρχει καμία άλλη λύση, εάν θέλουν να παραμείνουν εντός της Ευρωζώνης, εκτός από την πλήρη υποταγή τους στα μνημόνια και στην Τρόικα. Ότι δηλαδή μπορούν να έχουν τότε μόνο το ευρώ, εάν δεν φέρουν αντίρρηση στη μετατροπή τους σε μία εξαθλιωμένη και πλήρως λεηλατημένη αποικία – ενώ δεν υπάρχει ζωή εκτός του κοινού νομίσματος.
Όταν δε προσπαθεί κανείς να αποδείξει ότι, δεν απαγορεύεται από καμία νομοθεσία η στάση πληρωμών εντός της Ευρωζώνης, έτσι ώστε να ακολουθήσει η διαπραγμάτευση με τους δανειστές, με στόχο τη διαγραφή μέρους του χρέους, δεν γίνεται από κανέναν πιστευτός – αφού η πλειοψηφία έχει ήδη τρομοκρατηθεί εκ μέρους των ΜΜΕ από τις συνέπειες μίας τέτοιας διαδικασίας, η οποία είναι δήθεν συνώνυμη με την επιστροφή στη δραχμή, με άδεια ράφια και βενζινάδικα, με νοσοκομεία χωρίς γάζες, με την απόλυτη καταστροφή και με το τέλος του κόσμου.
Την ίδια στιγμή όμως οι Έλληνες επικροτούν την υπερήφανη στάση των Ισλανδών, παρά το ότι γνωρίζουν τις οδυνηρές συνθήκες που βίωσανόταν δεν δέχθηκαν να πληρώσουν το χρέος τους, σχεδόν δεκαπλάσιο του ΑΕΠ τους – ενώ τάσσονται υπέρ της μετέπειτα άρνησης της Ισλανδίας να ενταχθεί στην ΕΕ, πόσο μάλλον στην Ευρωζώνη.
Εύλογα λοιπόν συμπεραίνει κανείς πως πρόκειται για «σχιζοειδείς» καταστάσεις, οι οποίες εμποδίζουν τη λήψη ριζικών, λογικών αποφάσεων – αφού επιλέγεται κάθε φορά η επιθυμία αντίστασης, χωρίς όμως να στηρίζεται ενεργητικά από αυτούς που την εκφράζουν.
Με απλά λόγια, οι Έλληνες θέλουν να κερδίσουν τον πόλεμο, χωρίς να χρειαστεί να δώσουν καμία μάχη και χωρίς να θυσιάσουν τίποτα– κάτι που φυσικά είναι εντελώς ανέφικτο, εάν όχι απολύτως παράλογο.
Στα πλαίσια αυτά, εάν δεν αποφασίσουν άμεσα ποιόν από τους δύο δρόμους θα στηρίξουν όλοι μαζί, συλλογικά, με συνέχεια και συνέπεια, χωρίς αντιρρήσεις, είτε
(α) αυτόν της πλήρους υποταγής τους στα μνημόνια, στη βασιλικότερη του βασιλιά εφαρμογή τους, είτε
(β) τον εναλλακτικό της ρήξης, με όλα τα μεγάλα ρίσκα που κάτι τέτοιο συνεπάγεται, θα βιώσουν ακόμη πιο εφιαλτικές καταστάσεις – κάτι που ήδη συμβαίνει, σε σύγκριση με την Πορτογαλία, με την Ιρλανδία ή με την Κύπρο.
Άλλωστε, όπως πολύ σωστά αναφέρει η παροιμία, δεν μπορεί κανένας να ισορροπήσει πατώντας σε δύο διαφορετικές βάρκες, ειδικά στη σημερινή τρικυμία – πόσο μάλλον όταν ξεσπάσει η καταιγίδα των καταιγίδων που πλησιάζει τον πλανήτη.
Βασίλης Βιλιάρδος

Βασίλης Βιλιάρδος

.