H ομιλία του Κώστα Καραμανλή
Είναι μεγάλη τιμή και χαρά να βρίσκομαι σήμερα μαζί σας, σε αυτήν την πρώτη εκδήλωση για τα 40 χρόνια από την ίδρυση της Πανελλαδικής Οργάνωσης Γυναικών «Παναθηναϊκή». Η δράση και η προσφορά της όλες αυτές τις δεκαετίες είναι πραγματικά σημαντική και αξιέπαινη. Εύχομαι να συνεχίσει το έργο της στα χρόνια που έρχονται.
Θέλω ακόμα να ευχαριστήσω από καρδιάς το Διοικητικό Συμβούλιο και την Πρόεδρο της Οργάνωσης, Μαρία Γιαννίρη, για την πρόσκληση που μου απηύθυνε και την ευκαιρία που μου προσφέρει να μοιραστώ μαζί σας τις σκέψεις μου.
Διανύουμε μέρες που μας γυρίζουν πίσω σε ένα σκοτεινό παρελθόν. Ένα παρελθόν που ήταν κοινή πεποίθηση πως είχαμε αφήσει πίσω μας. Ένα παρελθόν που η δική μας γενιά δεν έζησε και που ελπίζαμε ότι δεν θα ζήσουν τα παιδιά μας.
Προφανώς και δεν ήταν ένας κόσμος αγγελικά πλασμένος. Οξείες διαφορές, γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, σφαίρες επιρροής ήταν γνώριμα φαινόμενα. Ακόμα και συγκρούσεις. Οι ανώφελοι και αδιέξοδοι πόλεμοι στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, η δήθεν Αραβική Άνοιξη και λίγο νωρίτερα οι εμφύλιοι πόλεμοι στην πρώην Γιουγκοσλαβία το αποδεικνύουν.
Όμως πόλεμος ευρείας κλίμακας σε ευρωπαϊκό έδαφος, δίπλα στην καρδιά της Ευρώπης, θα έπρεπε να είναι αδιανόητος στον 21ο αιώνα. Ειδικά στην Ευρώπη που έχει μακρά και πολύ οδυνηρή εμπειρία πολέμων. Και όμως το αδιανόητο συμβαίνει.
Η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι πράξη παράνομη, απαράδεκτη και καταδικαστέα. Όχι μόνο διότι προσβάλλει βάναυσα κάθε κανόνα Διεθνούς Δικαίου. Αλλά και διότι καμμιά επιχειρηματολογία, βάσιμη ή όχι, δεν δικαιολογεί την προσφυγή στην βία, τις καταστροφές και την αιματοχυσία, ιδίως μάλιστα εις βάρος αμάχων και αθώων.
Πέρα όμως από την απερίφραστη καταδίκη της εισβολής και την ηθικά και ανθρωπιστικά επιβεβλημένη συμπαράσταση στον δοκιμαζόμενο Ουκρανικό λαό, είναι ανάγκη να συνειδητοποιήσουμε τις συνέπειες και τους κινδύνους που εγκυμονεί ο πόλεμος και προπαντός η παράτασή του.
Πρώτον, είναι ενδεχόμενο να επεκταθεί ο πόλεμος και πέραν του ουκρανικού εδάφους. Είτε στην ευρύτερη γειτνιάζουσα περιοχή ή και αλλού. Ηθελημένα ή εκ λάθους, από εσφαλμένο υπολογισμό ή προβοκάτσια. Δεν λείπουν ανά τον κόσμο εκείνοι, είτε κρατικές είτε μη κρατικές οντότητες που δρουν αυτόνομα από Κυβερνήσεις, όπως αντάρτες, τρομοκράτες, μισθοφόροι, εκμεταλλευόμενοι την ένταση και την αναταραχή, να επιδιώξουν να καρπωθούν οφέλη, εδαφικά, πολιτικά ή άλλα. Κάτι τέτοιο όμως θα σήμαινε την γενίκευση του πολέμου με ανεξέλεγκτες πια διαστάσεις, ακόμα και σε παγκόσμιο επίπεδο. Και δεν χρειάζεται καν αναφορά στο τι θα σήμαινε η πιθανότητα χρήσης πυρηνικών όπλων.
Δεύτερον, ο νέος ψυχρός πόλεμος δεν θα είναι αναβίωση του παλαιού. Θα είναι πολύ χειρότερος και πολύ πιο απρόβλεπτος. Από την μία γιατί στον προηγούμενο Ψυχρό Πόλεμο υπήρχε μια ξεκάθαρη διαχωριστική γραμμή με την σιωπηρή έστω παραδοχή ότι καμμιά πλευρά δεν παραβίαζε τα εσκαμμένα της άλλης. Και από την άλλη διότι ο διπολικός κόσμος που προέκυψε μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, παρά τις τριβές και τις κορυφώσεις του, ενείχε το στοιχείο της σταθερότητας που ελλείπει παντελώς από τον σημερινό πολυπαραγοντικό κόσμο. Με άλλα λόγια οι εντάσεις και οι συγκρούσεις σήμερα θα εξελίσσονται σε ένα πολύ πιο αβέβαιο και ασταθές περιβάλλον.
Τρίτον, μια παρατεταμένη σύγκρουση ενέχει το ρίσκο η αντιπαράθεση Δύσης – Ρωσίας να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις εξελισσόμενη σε αντιπαράθεση μεταξύ Δύσης και ενός ευρέος αντιδυτικού μετώπου.
Χώρες δηλαδή που για τους δικούς τους λόγους θεωρούν ότι το μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, πολιτικό, οικονομικό, νομισματικό διαμορφώθηκε σύμφωνα με τις προτεραιότητες της Δύσης και εν πολλοίς ελέγχεται από αυτήν, σε βάρος των δικών τους συμφερόντων, να επιλέξουν την σύμπηξη ενός μετώπου που αμφισβητεί, αντιστρατεύεται ή και υπονομεύει την λειτουργία του συστήματος αυτού. Μια τέτοια σύγκλιση μεταξύ Ρωσίας, Κίνας, Ινδίας αλλά και άλλων μεσαίων ή ανερχόμενων στο διεθνές στερέωμα παραγόντων θα συνιστούσε τεράστια πρόκληση για την Δύση και θα προμήνυε τεκτονικές αλλαγές στους σήμερα ισχύοντες κανόνες του παιχνιδιού με απροσδιόριστες τις συνέπειες και την τελική έκβαση μιας τέτοιας αντιπαράθεσης.
Τέταρτον, η παράταση του πολέμου καθιστά σχεδόν αδύνατη την αποτελεσματική αντιμετώπιση προβλημάτων που χρήζουν επείγουσας συνεννόησης και συνεργασίας. Πρωτίστως της κλιματικής αλλαγής. Οι ειδικοί έχουν σημάνει συναγερμό, τα σημάδια είναι εδώ και επιδεινώνονται, έχει χαθεί πολύς και πολύτιμος χρόνος. Ένα ούτως ή αλλιώς δύσκολο αλλά υπεραναγκαίο στοίχημα για την ανθρωπότητα κινδυνεύει να χαθεί οριστικά με ανυπολόγιστες συνέπειες, αφού η επιβεβλημένη συμφωνία και τήρηση των συμφωνηθέντων προϋποθέτει κυρίως την ουσιαστική συμβολή των μεγάλων πρωταγωνιστών που είναι όμως και οι βασικοί υπεύθυνοι για την ρύπανση του πλανήτη.
Τέλος, οι επιπτώσεις στον οικονομικό τομέα είναι ζοφερές και οι προβλέψεις σε περίπτωση μακράς διάρκειας του πολέμου χειρότερες. Παρέλκει η λεπτομερής τους απαρίθμηση. Το σοκ όμως στον ενεργειακό τομέα, στην εφοδιαστική αλυσίδα, στις τιμές, στην παραγωγή και το εμπόριο προμηνύουν δύσκολες μέρες. Στην χειρότερη εκδοχή, επισιτιστική κρίση σε περιοχές του πλανήτη, πολιτική αστάθεια και αυξημένες μεταναστευτικές ροές. Και πάντως για την Ευρώπη στασιμότητα, πληθωρισμό, πιθανώς ανεπάρκεια αγαθών, συνεπώς και διογκούμενη δυσαρέσκεια και αντίδραση.
Στο ενεργειακό αρκεί η υπόμνηση ότι η προσπάθεια απεξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες της Ρωσίας θα είναι μακροπρόθεσμη και πολύ πιο ακριβή, με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει για τις κοινωνίες που πλήττονται, προφανώς κυρίως τις Ευρωπαϊκές. Και στο επισιτιστικό τι μπορεί να συμβεί σε μια χώρα, όπως για παράδειγμα η Αίγυπτος, που εισάγει το 90% περίπου του σίτου που χρειάζεται από την Ουκρανία, σε κοινωνικοοικονομικό και κατά συνέπεια σε πολιτικό επίπεδο! Και, κατ΄επέκταση, τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το μεταναστευτικό αλλά και τις ευρύτερες γεωπολιτικές επιπτώσεις για την χώρα μας.
Η προοπτική αυτή, δηλαδή μιας ογκούμενης οικονομικής κρίσης, με απτή αντανάκλαση στην κοινωνική ηρεμία και την ποιότητα της δημοκρατίας, ευρύτερα αλλά και στην Ευρώπη, μπορεί να εξελιχθεί στο δυσμενέστερο αν ληφθούν υπ όψιν δύο πρόσθετες παράμετροι. Αφ΄ ενός η ήδη ορατή διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων σε όλο τον πλανήτη. Ο Joel Kotkin, διάσημος οικονομολόγος και κοινωνιολόγος σε άρθρο του στο συντηρητικό περιοδικό “Spectator” τόνιζε στις 7 Ιανουαρίου 2022 : "Η νέα απολυταρχία αναδύεται από μια αδυσώπητη συγκέντρωση πλούτου που έχει δημιουργήσει μια νέα πάμπλουτη ελίτ. Η οικονομική κληρονομιά της τελευταίας δεκαετίας είναι η υπερβολική εταιρική ενοποίηση, μια μαζική μεταφορά πλούτου στο ανώτερο 1% από την μεσαία τάξη".
Είναι αλήθεια ότι η κατανομή του πλούτου περιορίζεται διαρκώς σε λιγότερα χέρια και εξωθούνται στο περιθώριο ολοένα και περισσότερες κοινωνικές ομάδες που ανήκουν στα αστικά-μικροαστικά στρώματα. Υγιής όμως δημοκρατία χωρίς κοινωνική συνοχή δεν είναι εφικτή. Προοπτική ηρεμίας και ομαλότητας με αποκλεισμούς και στέρηση της ελπίδας από τους πολλούς για ένα καλύτερο αύριο, είναι όνειρο θερινής νυκτός.
Αφ΄ ετέρου τα όσα διαδραματίζονται στον χώρο της ενημέρωσης. Δεν ήταν ασύνηθες σε καιρό πολέμου η πληροφόρηση σε ένα βαθμό να είναι ελεγχόμενη, το φαινόμενο όμως απροσχημάτιστης προπαγάνδας και διασποράς fake news είναι ανησυχητικό. Αν σ΄ αυτό προστεθούν τα ήδη εξαπλούμενα φαινόμενα του ανεξέλεγκτου λαϊκισμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο αυθαίρετος αποκλεισμός της αντίθετης άποψης, η υπερσυσσώρευση ισχύος στην ενημέρωση σε λίγα ιδιωτικά χέρια, η κατάσταση επιδεινώνεται κατά πολύ. Μπορεί όλα αυτά να μην επηρεάζουν άμεσα την έκβαση του πολέμου, πρέπει όμως να προβληματίζουν σοβαρά για το είδος και την ποιότητα της δημόσιας ζωής που εκκολάπτεται στο όχι τόσο μακρινό μέλλον.
Εφ΄ όσον λοιπόν ο πόλεμος είναι τόσο καταστροφικός και η παράτασή του εγκυμονεί πολλαπλάσιους κινδύνους επείγει ο τερματισμός του. Άλλωστε και όλοι οι εμπλεκόμενοι μόνο να χάσουν έχουν από την συνέχισή του. Πρωτίστως το θύμα, η Ουκρανία, με τεράστιες απώλειες σε ανθρώπινες ζωές και υλικές καταστροφές. Όμως και ο θύτης, η Ρωσία που ανεξάρτητα από την αμφιλεγόμενη στρατιωτική έκβαση, έχει σημαντικές απώλειες, σοβαρότατο κόστος από τις κυρώσεις και τεράστια φθορά κύρους. Αλλά και η Ευρώπη που ήδη βιώνει τις αρνητικές συνέπειες της σύγκρουσης και θα πληρώσει βαρύτατο τίμημα από την διαιώνιση της.
Οι ΗΠΑ από την πλευρά τους πράγματι είχαν αποφασιστική συμβολή και στην ενιαία στάση της Δύσης στην κρίση αυτή και στην ουσιαστική στήριξη της Ουκρανίας. Δεν είναι όμως ξεκάθαρο εάν έχουν εξ ίσου ισχυρά κίνητρα για την ταχεία περάτωση του πολέμου, αφού εκ των πραγμάτων δεν υφίστανται τις οδυνηρές του συνέπειες. Σε κάθε περίπτωση επ ουδενί στον ίδιο βαθμό.
Είναι η Ευρώπη που πρέπει να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο στην κατάπαυση του πυρός, την λήξη του πολέμου και την επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έργο δύσκολο, με πολλές παγίδες και αντινομίες αλλά αναπόφευκτο. Η Ευρώπη με τις γνωστές αδυναμίες της, την ανολοκλήρωτη ολοκλήρωσή της, τον αυτοπεριορισμό της σε ρόλο παθητικού θεατή στις παγκόσμιες εξελίξεις καλείται να υπερβεί εαυτόν και να βρει την δύναμη να πρωταγωνιστήσει.
Να αναλάβει πρωτοβουλίες σε όλα τα επίπεδα, στην αναζήτηση διπλωματικής διεξόδου, στην σταθεροποίηση της κατάστασης τουλάχιστον σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, στην εξασφάλιση εναλλακτικών πηγών ενέργειας, στην ανακούφιση του Ουκρανικού λαού. Οι προκλήσεις όμως αυτές προϋποθέτουν ουσιαστικά βήματα προς την Ευρωπαϊκή ενοποίηση, κοινή εξωτερική και αμυντική πολιτική, υπέρβαση των αδυναμιών που κληροδότησε η άκαιρη και βεβιασμένη διεύρυνση του 2004. Προϋποθέτει κυρίως ισχυρή πολιτική βούληση. Σε τελική ανάλυση αυτή την Ευρώπη θέλουμε, αυτήν οραματιζόμαστε. Για μια τέτοια Ευρώπη μας ενέπνευσε και μας συνεπήρε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής και οι άλλοι μεγάλοι ηγέτες της Ευρωπαϊκής ιδέας.
Οι τοποθετήσεις και οι χειρισμοί του επανεκλεγέντος Γάλλου Προέδρου είναι ενθαρρυντικές. Το ίδιο και του Ιταλού πρωθυπουργού. Η απόφαση της Γερμανίας να επενδύσει σοβαρά στον αμυντικό τομέα επίσης, αρκεί βέβαια να το βλέπει μέσα στο Ευρωπαϊκό πλαίσιο. Οι συμφωνίες του Minsk ίσως ένα σημείο εκκίνησης. Αν όμως και πάλι η Ευρώπη αφήσει τα πράγματα στην τύχη τους, αν δεν ακουστεί η δική της φωνή στα της ηπείρου μας, τότε το μέλλον προοιωνίζεται δυσάρεστο για όλους μας.
Ιδιαίτερη προσοχή για την Ελλάδα αλλά και την Ευρώπη χρειάζονται τα Βαλκάνια. Τα χαρακτηριστικά της περιοχής γνωστά. Βεβαρυμένο παρελθόν αιματηρών συγκρούσεων, υφέρποντες και μη εθνικοί ανταγωνισμοί, οικονομική και κοινωνική αστάθεια, δυσανάλογη παρουσία ομάδων του οργανωμένου εγκλήματος. Αν σε αυτά προστεθούν οι ανοιχτές πληγές του γιουγκοσλαβικού εμφυλίου και η ατυχώς μονομερής επέμβαση τότε της Δύσης και ο διαγκωνισμός μεγάλων δυνάμεων για σφαίρες επιρροής στην περιοχή γίνεται αντιληπτό ότι η κατάσταση μπορεί εύκολα να ξεφύγει.
Η Βοσνία Ερζεγοβίνη με το περίπλοκο και δυσλειτουργικό καθεστώς που την διέπει, αλλά και το Κόσοβο όπου βρίσκονται σε μόνιμη τριβή οι επιδιώξεις Αλβανών και Σέρβων είναι οι κυριότερες εστίες ανησυχίας. Η διαιώνιση του Ουκρανικού μπορεί να θεωρηθεί ως ευκαιρία για την εκδήλωση αποσχιστικών τάσεων, συγκρούσεων ακόμα και αλλαγής συνόρων.
Όλα αυτά πρέπει η ΕΕ να τα προλάβει, στέλνοντας τα κατάλληλα μηνύματα, καθιστώντας απαγορευτικό το κόστος του οποιουδήποτε τυχοδιωκτισμού και εξασφαλίζοντας την προοπτική ένταξης στα κράτη της περιοχής, υπό τον όρο βεβαίως του απόλυτου σεβασμού των συνθηκών και του Ευρωπαϊκού κεκτημένου. Ο ρόλος της Ελλάδας πρέπει πάντα να είναι πρωταγωνιστικός σε όλες αυτές τις κατευθύνσεις, πρωτοπόρος της Ευρώπης στην περιοχή.
Με σαφές μήνυμα: στήριξη στις προσπάθειες για συνεργασία, ανάπτυξη, εξομάλυνση των όποιων διαφορών και βέβαια στον Ευρωπαϊκό προσανατολισμό. Κομμένα όμως με το μαχαίρι οι αλυτρωτισμοί και οι βαλκανικής κοπής κουτοπονηριές!
Όπως ήδη ελέχθη η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία είναι παράνομη, απαράδεκτη και καταδικαστέα. Για όλους τους λόγους που παρετέθησαν και πολλούς ακόμα. Απερίφραστα και καθαρά. Για την χώρα μας και για έναν ακόμα θεμελιώδη λόγο. Διότι η Ελλάδα αντιτίθεται εξ ορισμού σε οποιαδήποτε εκδοχή αναθεωρητισμού και ανατροπής του status quo. Και για λόγους αρχής αφού η ανοχή σε τέτοιες τάσεις θα οδηγούσε αργά ή γρήγορα την Ευρώπη στα δεινά που εβίωσε το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα.
Πάνω απ΄ όλα όμως επειδή η Ελλάδα γειτνιάζει με χώρα που και αναθεωρητικές επιδιώξεις έχει και με προσφυγή στην βία απειλεί αλλά και με παράνομη εισβολή και κατοχή σε βάρος της Κύπρου βαρύνεται.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την Κύπρο, δεν μπορεί να μην σημειωθεί η καταφανής αναντιστοιχία στην στάση των περισσοτέρων συμμάχων και εταίρων. Ενώ δηλαδή, και ορθώς, καταδικάζεται η Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, επιβάλλονται κυρώσεις και ενισχύεται παντοιοτρόπως ο αμυνόμενος, το επί μισό σχεδόν αιώνα συνεχιζόμενο δράμα της Κύπρου αποσιωπάται απολύτως.
Ακόμα χειρότερα, καταβάλλονται διαχρονικά προσπάθειες να γίνουν αποδεκτές λύσεις που θέτουν σε ίση μοίρα θύτη και θύμα, αναιρούν ακόμα και την υφιστάμενη κρατική οντότητα της Κύπρου, αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τα τετελεσμένα της παράνομης κατοχής και εποίκισης και θα έθεταν σε τροχιά δορυφοροποίησης την Κύπρο προς την Τουρκία και μάλιστα σε πλήρη αναντιστοιχία με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι χαρακτηριστικά επ’ αυτού τα εκ των υστέρων σχόλια του Λόρδου David Hannay, βετεράνου Βρετανού διπλωμάτη και εν πολλοίς παρασκηνιακού εμπνευστή του Σχεδίου Annan, όπως δημοσιεύτηκαν στην Cyprus Mail, στις 14 Σεπτεμβρίου 2014, όταν περιέγραφε την τελική μορφή του ως «ασύνετα γενναιόδωρη» για τους Τούρκους.
Αυτή η κατάφωρα υποκριτική αναντιστοιχία εκθέτει σοβαρά όσους ομνύουν ότι μάχονται υπέρ αξιών και αρχών, και εγείρει την υποψία ότι η επιλεκτικότητα στις ευαισθησίες υπαγορεύεται όχι από αρχές αλλά από γεωπολιτικές επιδιώξεις. Εκ των πραγμάτων έτσι αποδυναμώνεται η πολιτική, δικαϊική και ηθική υπεροχή του αφηγήματος της Δύσης.
Αντίθετα με την Ελλάδα, η Τουρκία είναι χώρα αναθεωρητική. Επιδιώκει δηλαδή να μεταβάλλει την υφιστάμενη κατάσταση όπως προβλέπεται από το Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συμφωνίες προς όφελος της. Απόδειξη αυτού είναι η άμεση ή έμμεση στρατιωτική της εμπλοκή στο Ιράκ, στην Συρία, στον Καύκασο και στην Λιβύη. Η ενεργή ανάμειξη της στα εσωτερικά των βαλκανικών χωρών με μουσουλμανικούς πληθυσμούς, με στόχο την διεύρυνση της επιρροής της. Η αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης, της Συνθήκης των Παρισίων περί εκχώρησης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα του 1947, η μη αποδοχή της σύμβασης του Montego Bay για το Δίκαιο της θάλασσας, και η επιλεκτική μόνο επίκλησή του. Και βέβαια η ρητορική της και η διαρκής και πολυεπίπεδη κλιμάκωση των προκλήσεων έναντι της Ελλάδας.
Είναι κομβικής σημασίας να αντιληφθούμε με τρόπο σφαιρικό και ολοκληρωμένο την στόχευση και την στρατηγική της Τουρκίας. Με απλά λόγια να την διαβάσουμε σωστά. Είναι δραματικά διαφορετικό εάν επρόκειτο για μια χώρα που όπως σε πολλές περιπτώσεις ανά τον κόσμο έχει κάποιες διαφωνίες με ένα γειτονικό κράτος που επιθυμεί να τις λύσει με τους παραδεκτούς τρόπους επίλυσης διαφορών, ή αντίθετα επιδιώκει να ανατρέψει συνολικά το status quo με απώτερο στόχο την ηγεμονία στην ευρύτερη περιοχή. Δυστυχώς συμβαίνει το δεύτερο.
Όλα δείχνουν ότι η Τουρκία θεωρεί ότι ιστορικά, γεωπολιτικά, με βάση το μέγεθος και τον πληθυσμό της δικαιούται ηγετικού ρόλου στην Ανατολική Μεσόγειο και επέκεινα. Ρόλου που θα την αναβιβάζει σε πρωταγωνιστή και κυρίαρχη δύναμη στην περιοχή, με συνακόλουθη την σχετική υποβάθμιση της σημασίας και του ρόλου των υπολοίπων και την σταδιακή καθυπόταξη τους στις προτεραιότητες της ίδιας.
Οι παραδοχές αυτές δεν επιτρέπουν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις. Η άποψη ότι για την ένταση στις Ελληνοτουρκικές σχέσεις υπάρχει αμοιβαία ευθύνη, ότι η ελληνική στάση ρέπει στον μαξιμαλισμό, ότι πρέπει να επιδείξουμε μεγαλύτερη ευελιξία και συμβιβαστική διάθεση, ότι δεν μπορούμε να αρνούμαστε την διεύρυνση της ατζέντας των προς επίλυση θεμάτων που κατά το δοκούν φορτώνει ολοένα η Τουρκία, είναι εσφαλμένη. Εσφαλμένη διότι διαβάζει λάθος την Τουρκία. Γιατί στηρίζεται σε λάθος δεδομένα και οδηγεί σε ψευδαισθήσεις. Κυρίως στην ψευδαίσθηση ότι αρκεί να δείξουμε κάποια υποχωρητικότητα και όλα θα διευθετηθούν προς όφελος όλων.
Δεν αμφισβητώ την ειλικρίνεια προθέσεων και τον πατριωτισμό κανενός. Σέβομαι τις αντιλήψεις όλων. Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι η υιοθέτηση μιας τέτοιας συμπεριφοράς θα οδηγούσε σε σοβαρές, ίσως και μοιραίες βλάβες στα εθνικά συμφέροντα και θα αποθράσυνε ακόμα περισσότερο την άλλη πλευρά.
Βεβαίως και η Ελλάδα πρέπει να εμμένει στην εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου και τον σεβασμό των διεθνών συνθηκών. Βεβαίως και πρέπει να κρατά ανοιχτούς τους διαύλους επικοινωνίας, όπως άλλωστε έπραξαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις. Και βεβαίως είμαστε πρόθυμοι να προσφύγουμε στο Διεθνές Δικαστήριο για την μόνη πραγματική διαφορά στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, την οριοθέτηση δηλαδή της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας.
Γιατί εξ ίσου βεβαίως είναι αδιανόητη διαπραγμάτευση ή παραπομπή περί γκρίζων ζωνών, κυριαρχίας επί νήσων, νησίδων και βραχονησίδων, αποστρατιωτικοποίησης νησιών που απειλούνται και του αναφαίρετου μονομερούς δικαιώματος της Ελλάδας να επεκτείνει τα χωρικά της ύδατα.
Η στάση αυτή, της σταθερής γραμμής υπεράσπισης και προβολής των εθνικών θέσεων χαρακτηρίζεται ενίοτε επικριτικά ως λογική της ακινησίας. Αν όμως η δήθεν κινητικότητα, δηλαδή η μετακίνηση από πάγιες εθνικές θέσεις οδηγεί σε αντιλήψεις συμβιβασμού με τις μονομερείς και διαχρονικά αυξανόμενες τουρκικές αξιώσεις, το επιχείρημα είναι και έωλο και επικίνδυνο.
Με εκπτώσεις σε θέματα εθνικής κυριαρχίας δεν εξαγοράζεται η ειρήνη. Το αντίθετο. Οι εκπτώσεις τέτοιου είδους απλώς μεγαλώνουν την βουλιμία και εντείνουν τις ηγεμονικές επιδιώξεις και τον επεκτατισμό των γειτόνων.
Κατά καιρούς, έτσι και πρόσφατα, εγείρεται συζήτηση περί συνεκμετάλλευσης. Σύμφωνα με το αφήγημα, ο από κοινού προσπορισμός οφέλους από τα κοιτάσματα ορυκτού πλούτου στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο θα ήταν ισχυρό κίνητρο να ξεπεραστούν οι διαφωνίες και να οδηγηθούμε σε μια επ αμοιβαία ωφελεία διευθέτηση.
Παραβλέπει όμως το αφήγημα αυτό, δύο ουσιωδέστατους παράγοντες. Πρώτον, ότι συνεκμετάλλευση δεν είναι νοητή εάν προηγουμένως δεν έχει επακριβώς οριοθετηθεί το τι ανήκει στην κάθε πλευρά σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο. Και δεύτερον διότι στηρίζεται στην παραδοχή ότι η αξιοποίηση του τυχόν υφιστάμενου ορυκτού πλούτου είναι το βασικό κίνητρο της συμπεριφοράς της Τουρκίας. Ενώ αντιθέτως, η συνολική της συμπεριφορά, η ρητορική της και η συνεχής κλιμάκωση των προκλήσεων, η αμφισβήτηση του Διεθνούς Δικαίου και των διεθνών συνθηκών, το ίδιο το ιδεολόγημα περί «Γαλάζιας Πατρίδας» καταδεικνύει ότι η πραγματική της στόχευση είναι η ανατροπή προς όφελος της του status quo στην περιοχή και η επιβολή καθεστώτος ηγεμονίας της.
Δεν είναι καινοφανείς οι σκέψεις αυτές και ο επί αυτών διεξαγόμενος εδώ και χρόνια διάλογος. Αποκτούν όμως ξεχωριστό ενδιαφέρον στις μέρες μας υπό το φως του πολέμου στην Ουκρανία. Και τούτο διότι κάθε πλευρά αποσκοπεί να αξιοποιήσει τις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται.
Αφ’ ενός η Τουρκία επιδιώκει να αναβαθμίσει το γεωπολιτικό της εκτόπισμα, διατηρώντας διαύλους επικοινωνίας και με τους δύο εμπολέμους, προσφέροντας υπηρεσίες διαμεσολαβητή και αξιοποιώντας την γεωγραφική της θέση για να επηρεάσει προς όφελός της την στάση της Δύσης.
Αφ’ ετέρου η Δύση ενώπιον της ανάγκης σύμπηξης ενιαίου αντιρωσικού μετώπου να υπερεκτιμήσει την σπουδαιότητα του ρόλου της Τουρκίας, παραβλέποντας και υποτιμώντας τις κατά καιρούς αποκλίσεις της από την δυτική γραμμή και τον αλληθωρισμό της προς την Ρωσία, αλλά και την αναθεωρητική της συμπεριφορά. Η ανάγκη δηλαδή διατήρησης της ηρεμίας και της ενότητας εντός της Συμμαχίας, η διακαής επιθυμία να προσελκυσθεί η Τουρκία στις συμμαχικές προτεραιότητες, να οδηγούσε σε διάθεση κατευνασμού και καλοπιάσματος της Τουρκίας και συνακόλουθα σε πιέσεις προς τους γείτονές της να υποκύψουν έστω και μερικώς σε αξιώσεις της.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που ανακύπτει ο προβληματισμός αυτός. Συχνά στο παρελθόν, ακόμα και το πρόσφατο, η συμπεριφορά της Δύσης και πρωτίστως των ΗΠΑ αντανακλούσε την αντίληψη ότι βασική προτεραιότητα στην περιοχή ήταν να κρατηθεί η Τουρκία πάση θυσία στο δυτικό στρατόπεδο.
Συνέπεια της αντίληψης αυτής ήταν η υιοθέτηση πολιτικής ίσων αποστάσεων έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδας, η αποφυγή απερίφραστης καταδίκης των κλιμακούμενων τουρκικών προκλήσεων, οι συστάσεις για διάλογο και αμοιβαίους συμβιβασμούς, παραβλέποντας ότι η μεν Ελλάδα ζητά τον σεβασμό και την εφαρμογή του Διεθνούς Δικαίου, ενώ η Τουρκία προβάλλει διεκδικήσεις διαμετρικά σε αντίθεση με αυτό, απειλεί με πόλεμο και προσφεύγει στην διπλωματία των κανονιοφόρων.
Οι πρόσφατες ενέργειες και τοποθετήσεις της ηγεσίας της αποδεικνύουν ότι έχει υιοθετήσει συμπεριφορά ταραξία στην περιοχή. Ίσες αποστάσεις όμως και ουδετερότητα μεταξύ δικαίου και αδίκου, μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, συνιστά εύνοια προς τον παρανομούντα, συνιστά έμμεση και υποκριτική στήριξη προς τον ταραξία.
Οι διαπιστώσεις αυτές προφανώς και δεν αναιρούν την ορθότητα των επιλογών της Ελλάδας, να ανήκει στην Δύση, να είναι μέλος του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Συνιστούν όμως το κεντρικό πρόβλημα της Ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Και το πρόβλημα αυτό αποκτά ιδιαίτερη επικαιρότητα και φόρτιση από τον πόλεμο της Ουκρανίας και τη γενικευμένη κρίση που ο πόλεμος αυτός προκάλεσε και προκαλεί.
Σημαίνουν ακόμα ότι η Ελλάδα θα πρέπει να συνεχίσει και να εντείνει τις προσπάθειες της για διεύρυνση των διπλωματικών της ερεισμάτων, για ενίσχυση των αμυντικών συνεργασιών της, για διαρκή προβολή των επιχειρημάτων της ιδίως προς συμμάχους και εταίρους, όπως ήδη και σωστά πράττει, αναδεικνύοντας την ορθότητα των θέσεών της αλλά και το επιβλαβές της επαμφοτερίζουσας στάσης τους. Και βέβαια για ισχυροποίηση της αμυντικής και αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας και στήριξη, ηθική και υλική, των στελεχών των ενόπλων δυνάμεων.
Είναι επίσης επείγουσα ανάγκη να αναστραφούν οι δυσμενείς τα τελευταία χρόνια, δημογραφικές τάσεις. Σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα το δημογραφικό, αν δεν ανασχεθεί θα καταστεί με μαθηματική ακρίβεια το μείζον εθνικό πρόβλημα.
Είναι βέβαιο ότι ο αγώνας αυτός απαιτεί εθνική ενότητα και ομοψυχία, επιβάλλει συνεχή και συνεπή υπεράσπιση της εθνικής στρατηγικής απ’ όλους μας. Δεν είναι ούτε εύκολος ούτε βραχύβιος ο αγώνας αυτός και είναι ανάγκη να είμαστε προετοιμασμένοι γι’ αυτό. Τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Είναι όμως αγώνας που οφείλουμε στο έθνος και την συνείδησή μας. Σε τελική ανάλυση, ασχέτως επί μέρους απόψεων, όλες και όλοι την ίδια γαλανόλευκη φανέλλα φοράμε!
Έλεγε ο Charles de Gaulle, ο κορυφαίος Γάλλος και ίσως Ευρωπαίος ηγέτης του 20ου αιώνα : «Πατριωτισμός είναι όταν η αγάπη για τον λαό σου έρχεται πρώτη. Εθνικισμός όταν το μίσος για άλλους έρχεται πρώτο». Εμείς δεν μισούμε κανέναν. Αγαπάμε όμως την πατρίδα και τους ανθρώπους της. Πολύ και βαθειά. Και υπογράμμιζε ακόμα ο De Gaulle :” ‘Ολη μου την ζωή είχα μια συγκεκριμένη ιδέα για την Γαλλία “. Και εμείς στρατηγέ μου, κατ’ αναλογία, μια συγκεκριμένη ιδέα για την Ελλάδα έχουμε.