Είκοσι πέντε χρόνια μετά το «Αρης - Ο Αρχηγός των Ατάκτων», ο Διονύσης Χαριτόπουλος επιστρέφει με νέο βιβλίο - Αποκαλυπτικά τα κεφάλαια για τις αντάρτισσες, για την επιχείρηση διάσωσης των Εβραίων από τους αντάρτες του ΕΛΑΣ, την προδοσία από το Κόμμα και το τραγικό του τέλος
Ασεβής προς το Κόμμα
«Το Βουνό δεν είναι για όλους», ξεκαθαρίζει εξαρχής ο Χαριτόπουλος στο κεφάλαιο όπου εξηγεί πώς ξεκίνησαν όλα για τον Αρη Βελουχιώτη. «Ποιος θα το φανταζόταν ότι αυτός ο ασεβής και απροσάρμοστος στα κομματικά θέσφατα, το εντελώς αντίθετο από το ισχύον μοντέλο του οσιομάρτυρα κομμουνιστή, ο οποίος καπνίζει, πίνει, τραγουδάει, τσακώνεται, ερωτεύεται και αστειεύεται με όλα, στο Βουνό θα αποδεικνυόταν ένα φυσικό φαινόμενο». Για να συνεχίσει πως «Ο Αρης δεν είναι απλός πολέμαρχος. Το πιο σημαντικό των επιτευγμάτων του είναι ότι αγνόησε τα σχέδια επί χάρτου της ανίδεης πολιτικής ηγεσίας και καθόρισε εξαρχής τη Μορφή (πανστρατιά) και το Περιεχόμενο (πατριωτικό) του Αντάρτικου».
«Η ανοικτή αντίστασις συνίσταται εις εµφανείς ενεργείας ατόµων και οµάδων, αίτινες, αποχωριζόµεναι του κανονικού τρόπου ζωής, οργανούνται, εκπαιδεύονται και εξοπλίζονται προς µάχην». (ΓΕΣ, Ανταρτοπόλεµος) Ενα εύστοχο προσωνύµιο έδωσαν στους αντάρτες του πρώτου καιρού οι άντρες της Χωροφυλακής· τους αποκαλούσαν «Κατσαντώνια», παραπέµποντας στον ανυπότακτο και τραγικό Κλέφτη της Ρούµελης, για να τους ξεχωρίσουν από τους άλλους ενόπλους των βουνών. Παιδιά χωρικών οι χωροφύλακες, από τα ίδια χώµατα µε τους αντάρτες, συνέλαβαν ενστικτωδώς το νόηµα της παρουσίας αυτών των νέων οπλοφόρων.
Δεν υπηρετούν καµιά εξουσία, ούτε πλιατσικολογούν, ούτε φοβίζουν τον κόσµο· πολεµούν σε έναν άπελπι και άνισο αγώνα σαν τους παλιούς Κλέφτες. Και επειδή τίποτα δεν είναι τυχαίο, οι πρωτοπόροι του Αντάρτικου µε την εµφάνισή τους, ειδικά στη Ρούµελη, εντυπωσιάζουν όχι µόνο τους χωροφύλακες αλλά και τον πλέον αδαή. Ολα πάνω τους παραπέµπουν ευθέως στο ’21. Δείχνουν ξεκάθαρα από πού κρατάει η σκούφια τους· δεν θα φανταζόταν κανείς πολύ διαφορετικούς σε εµφάνιση τους αγωνιστές της Εθνεγερσίας. Πολλοί µοιάζουν µε ενσάρκωση κάποιου Ρουµελιώτη προγόνου τους Αρµατολού ή Κλέφτη.
Οπου υπήρχε οικογενειακό σεντούκι, ξέθαψαν τα ηρωικά· φουστανέλες, σκουφιά, χιτώνια, χλαίνες, ευζωνικές στολές, σκουρόχρωµους ντουλαµάδες, τσαρούχια, κάπες, χαϊµαλιά, τσαπράζια, κι από όπλα ό,τι µε διάφορους τρόπους είχαν οικονοµήσει· τον γκρα του σπιτιού, καµιά κλεµµένη αραβίδα του στρατού και προγονικές χαντζάρες. Οι Αγγλοι τούς αναγόρευσαν αµέσως σε «ζωγραφιές». Οι πρώτοι αντάρτες που συνάντησαν ήταν η οµάδα των Καραλιβαναίων, κι είχαν αποµείνει εκστατικοί να τους χαζεύουν· νόµισαν πως είδαν µπροστά τους «ζωντανές ζωγραφιές» του ’21.
Aυτοί δεν είναι κοµµατικός στρατός. Ενας συρφετός άτακτων αλλοπαρµένων είναι, µε γένια, φουστανέλες, χαντζάρες, ντουλαµάδες, κάπες, τσαπράζια, τσαρούχια, γκλίτσες, φισεκλίκια, σάλπιγγες, σηµαίες, παπάδες, σταυρούς, φυλαχτά· ακόµη και ο Αρης έχει κρεµασµένο ένα σταυρουδάκι πάνω του. Εκτός από ελάχιστους παλιούς κοµμουνιστές, µετρηµένους στα δάχτυλα, οι υπόλοιποι αντάρτες είναι χωρικοί, χωροφύλακες, πρώην ληστές, καλόγεροι, κλαρίτες, σκηνίτες, αµούστακα παιδιά, αλαφροΐσκιωτοι και αγρίµια. Ο Αρης έχει φτιάξει στρατό µε αυτούς που το KΚE παραδοσιακά δεν εµπιστεύεται· τους χωρικούς.
Στον Γοργοπόταµο ο Αγγλος λοχαγός των καταδροµών Nτένις Xάµσον είχε µείνει έκπληκτος από την αντοχή και την καρτερία των νεαρών ανταρτών του EΛAΣ: «O οπλισµός τους προκαλούσε κατάπληξη, τα απερίγραπτα ρούχα τους ήταν στο µεγαλύτερο µέρος τους κουρελιασµένα, πολλοί βάδιζαν κυριολεκτικά ξυπόλυτοι, πράγµα ιδιαίτερα σκληρό µε τον καιρό που έκανε. Oι δικές µας µπότες ήταν µουσκεµένες απ’ το χιόνι και τα πόδια µας βρεγµένα και παγωµένα, αλλά τουλάχιστον είχαµε µπότες. […] Oι άντρες του Zέρβα, που ανήκαν στον EΔEΣ, ήταν λίγο µεγαλύτεροι σε ηλικία (τουλάχιστον δεν ήταν νεαρά παιδιά) και ήταν καλύτερα, αν όχι πολύ καλύτερα, εξοπλισµένοι».
Πολεμικό πνεύμα
Μα δεν κάνει το λάθος να υποτιµήσει, λόγω ηλικίας, εµφάνισης και οπλισµού, το αξιόµαχο αυτών των νεαρών. Οπως θα αποδείξουν στη µάχη που ακολούθησε, το «πολεµικό πνεύµα» τους ανταποκρίνεται στις πιο υψηλές προσδοκίες. Οσο πληθαίνουν οι αντάρτες, οι ελλείψεις σε στρατιωτικά είδη γίνονται όλο και πιο επιτακτικές. Οι περισσότεροι δεν έχουν ούτε τα στοιχειώδη. Φοράνε τα ίδια παραδαρµένα ντρίλινα ρούχα που είχαν για δουλειά και σχόλη και στερούνται ακόµα και των ευτελών γουρουνοτσάρουχων· δένουν στα πόδια λάστιχα από ρόδες αυτοκινήτων, τυλίγουν τα πέλµατα µε πανιά και τσουβάλια ή περπατάνε ξυπόλυτοι
Ο Αρης δεν δείχνει να συγκινείται µε την τιµή. «Τι να το κάνω το παράσηµο», απαντάει στον Αγγλο, «δώσε µου καλύτερα αρβύλες για τους ξυπόλυτους άντρες µου». Η στρατιωτικοποίηση της εµφάνισης των ανταρτών του ΕΛΑΣ, µε ίδιες ή παρεµφερείς στολές και οπλισµό, που βλέπουµε στις περισσότερες φωτογραφίες, επιτεύχθηκε προς το τέλος του 1943. Τότε η κυριαρχία πλέον σε µεγάλες περιοχές παρείχε και την άνεση να ποζάρουν κάπως περιποιηµένοι µπροστά στον φακό. Ακόµα και έναν χρόνο µετά την έναρξη του αγώνα, δεν είχε επιτευχθεί κάποια τυποποιηµένη εµφάνιση.
Οι «ζωγραφιές» κυριαρχούν και για έναν άλλο λόγο· βαθύτερα οι αντάρτες επιθυµούν να µοιάζουν στους προγόνους τους. Οπως ο Νικήτας από τη Σουβάλα Παρνασσίδας, που ήταν τραµβαγέρης στην πρωτεύουσα· γύρισε στο χωριό του, φόρεσε τη φουστανέλα του παππού του κι έµπαινε στη µάχη κραδαίνοντας µια πελώρια θανατηφόρα χαντζάρα. Στις 21 Mαΐου 1943, την εξαγγελθείσα ηµεροµηνία έναρξης των ιταλικών εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, θα γίνει µια µεγάλη αντάρτικη παράταξη στο Mαυρολιθάρι. Εκεί µαζεύτηκαν «τα άγρια και τα ήµερα του βουνού και του λόγγου». Aυτό που έγραψε ο τυπικός Σαράφης, αντικρίζοντας για πρώτη φορά το θέαµα υπερχιλίων παρατεταγµένων ατάκτων, πρέπει να είναι αποτέλεσµα ή µεγάλης συγκίνησης ή µεγάλης ψυχραιµίας του στρατηγού: «Η εν γένει εντύπωσή µου από την εµφάνιση και το παράστηµα των τµηµάτων πολύ καλή». (Ο ΕΛΑΣ).
Yπάρχει πιο αναλυτική περιγραφή: «Εβλεπε κανείς ανακατεµένους φανταχτερούς αρειµάνιους οπλοφόρους µε σεµνούς και αφανείς ανθρώπους, που άφησαν προσωρινά την τσάπα. [...] Aξιωµατικούς και χωροφύλακες που προσχώρησαν στο Αντάρτικο. Φουστανελάδες µε ντουλαµάδες, συντζίρια και τζοβαϊρικά, απλούς χωριάτες µε τα ταγάρια τους, άλλους µε µπότες, πολλούς µε τσαρούχια από λάστιχο και όχι λίγους ξυπόλυτους. »Aπό τη µικρή εκείνη λαϊκή στρατιά, δεν λείπανε και δυο αρµατωµένοι παπάδες και ένας καλόγερος, ο Σαµουήλ, που άφησε το µοναστήρι. Οσο από οπλισµό, η ίδια ανοµοιοµορφία χτυπούσε στο µάτι!
Aρκετά µάνλιχερ, κάµποσα ιταλικά τουφέκια, λίγα αυτόµατα, µερικά γερµανικά µάουζερ και πολλοί, πάρα πολλοί γκράδες. Aπό κοντά εκείνοι που ξαναζωντάνευαν το αρµατολίκι µε τους ντουλαµάδες, τα φέσια και τα σελάχια των παππούδων τους, φρόντιζαν να συµπληρώνουν τον οπλισµό τους µε µια πάλα της ηρωικής εποχής, ένα τούρκικο γιαταγάνι, µια σπαθάρα του παλαιού οθωνικού Ιππικού! »Aπό βαρύτερο οπλισµό, µερικές οµάδες είχαν οπλοπολυβόλα ιταλικά, οι περισσότερες όµως όχι. O Αρης, έφιππος, παρουσιάζει για πρώτη φορά στους άντρες τους νεοφερµένους Σαράφη και Τζήµα και µετά τις σχετικές οµιλίες στρατιωτικού και πολιτικού, "εκλαϊκεύει" ο ίδιος τις επίσηµες οδηγίες, καταλήγοντας, ως γνήσιος αρχιάτακτος: "Kι όπως είπαµε, αν πάνε να σας κυκλώσουν, µόνο τότε θα υποχωρήσετε, µ’ ένα κοψίδι γίδα παραµάσχαλα ο καθένας"».
Στο βουνό εμφανίστηκε ξαφνικά ένα αλλόκοτο πρόσωπο. Σαν τελώνιο που δραπέτευσε από κάποιο αρχαϊκό σεντούκι και πήρε δίπλα τα βουνά ψάχνοντας για τον Αρη. Οι αντάρτες τον χαζεύουν αποσβολωμένοι. Με όψη δαιμονική, ασύχαστο μάτι, μακριά μαλλιά, αριά γένια, σκουρόχρωμο ντουλαμά, χοντρή σκούρα κάλτσα, μαύρα τσαρούχια με φούντες κι έναν μαύρο καλογερίστικο σκούφο στο κεφάλι. Στο στήθος σταυρωτά φισεκλίκια και σειρές τα ασημικά, καδένες, συντζίρια και φυλαχτά για κάθε περίπτωση: από το κακό το μάτι έως το κακό το βόλι.
Οταν επιτέλους συναντάει το είδωλό του, κάνει το απρόσμενο: πέφτει γονατιστός στα πόδια του Αρη και τον προσκυνάει, όπως στην Τουρκοκρατία, με το κεφάλι του να ακουμπάει στο χώμα: «Κράτα με κοντά σου, αρχηγέ, και θα γίνω καλύτερος από σένα», του υπόσχεται. «Κι άμα με πιάσεις σκάρτο, δε θα χαλάσεις σφαίρα, με το μαχαίρι σου να με σφάξεις». Είναι ο Φώτης Τζαβέλας (Γιάννης Αγγελέτος) από τα Τοπόλια (Ελαιώνα) της Αμφισσας που ανέβηκε στο Βουνό για αντάρτης. Οι πρώτοι ένοπλοι που συνάντησε ήσαν οι λήσταρχοι Αγοριδαίοι. Εμεινε για λίγο μαζί τους και τους εγκατέλειψε, ευτυχώς γι’ αυτόν έγκαιρα, προκειμένου να ανακαλύψει τον αρχηγό. Ο Τζαβέλας δεν θέλει να πάει πουθενά αλλού, σε κανέναν άλλον. Μόνο στον Αρη, και αυτόν ψάχνει τόσο καιρό.
Οι πληροφορίες για το παρελθόν του δεν είναι οι καλύτερες. Μπορεί να επιτηδεύεται τον καλαθοπλέκτη, αλλά τις κουτσουκέλες του τις έχει κάνει: όχι καμία βαριά παρανομία, αλλά παπαδοπαίδι δεν είναι. Ο αρχηγός κάτι διέκρινε πάνω του και τον κράτησε.Από εκείνη τη μέρα απόκτησε φύλακα άγγελο και δαίμονα μαζί. Πανέξυπνος, παμπόνηρος και εντελώς αδίστακτος. Δεν σέβεται και δεν υπολογίζει κανέναν. Μόνο στον Αρη είναι ταγμένος, με έναν πρωτόγονο λατρευτικό τρόπο, και δεν θα αργήσει για χάρη του να κάνει μια ολοκληρωτική μετάλλαξη: θα κόψει τα μαλλιά, θα συμμαζέψει τα γένια και θα τον μιμηθεί στο στρατιωτικό ντύσιμο. Πολύ σύντομα, θα έχει επιστασία των πάντων. Τίποτα δεν του ξεφεύγει. Τα βλέπει και τα ακούει όλα. Για τον Τζαβέλα δεν υπάρχουν εμπόδια.
Η διαταγή του αρχηγού εκτελείται πάντα, ό,τι και αν γίνει, όποια μέσα και αν χρειαστεί να μετέλθει. Διαβολικός, ακούραστος, αποφασιστικός, αδίστακτος και απάνθρωπα σκληρός. Το όνομά του θα γίνει συνώνυμο της κόλασης για όσους έχουν κάτι να κρύψουν. Ο Αρης του έχει κοντό λουρί. Και αν κάποτε το παρακάνει, αρκεί να ακούσει το θυμωμένο του αρχηγού «δεν θα γίνεις άνθρωπος ποτέ;» για να μαζευτεί αμέσως. Τους άλλους δεν τους υπολογίζει και θα συγκρουστεί με αρκετούς. Οσο ο Αρης ήταν μέσα στην Αθήνα, κι αυτός απέξω περίμενε την επιστροφή του, έκανε το θαύμα του.
Στο χωριό Σπαΐδες της Βοιωτίας, κρέμασε τρεις κοπέλες που είχαν εκπέσει σε πόρνες των Ιταλών. Οταν ο Αρης επέστρεψε με τον Τζήμα, ο ευπατρίδης πολιτικός το έμαθε κι εξοργίστηκε: τον κατσάδιασε άγρια. Μα ο αρχηγός τον υπερασπίστηκε: «Τι θέλατε να τις κάνει...Να τις προικίσει;» Ο Τζαβέλας δεν είναι από τα παιδιά που δέχονται σιωπηλά τις επιπλήξεις. Ενθαρρυμένος και από τον αρχηγό, δεν εννοούσε να παραδεχτεί σαν λανθασμένη την ενέργειά του. Αντέταξε μάλιστα στις επικρίσεις του Τζήμα τη στάση του αδελφού της μιας κοπελιάς: έμεινε τόσο ικανοποιημένος για τη λύση που δόθηκε στο θέμα τιμής που τον τυραννούσε, ώστε κατετάγη αντάρτης. Ο Τζήμας αδύνατον να το χωνέψει: είναι πολύ νωρίς ακόμη γι’ αυτόν να κατανοήσει τους νόμους του Βουνού.
Ο Τζαβέλας
Τον Απρίλιο του 1943 στην Κολοκυθιά, ο Αρης συγκροτεί από δοκιμασμένους αντάρτες, που επέλεξε ο ίδιος, τον έφιππο ουλαμό των μαυροσκούφηδων. Ο Τζαβέλας αναλαμβάνει καπετάνιος και θα αποδειχθεί πολεμιστής απαράμιλλος. Θαρραλέος, πανούργος, πολυμήχανος, πολέμησε παντού και αξιοποίησε επιχειρησιακά στο έπακρο τους άντρες του ουλαμού. Ηταν ο καπετάνιος που χρειάζονταν. Παρέμενε όμως πάντα η νέμεση του αρχηγού σε κάθε παρεκτροπή από τους σκοπούς και το ήθος του αγώνα.
Οταν ο αρχηγός σήκωσε το δικό του μπαϊράκι για τη Συμφωνία της Βάρκιζας, ο Τζαβέλας δεν ξεκόλλησε από πλάι του. Και στα Πιτσιωτά παρέμεινε ο ίδιος φρουρός, έξω από το σπίτι όπου ο Αρης συνομιλούσε με τον απεσταλμένο του Κόμματος. Μόνο διαφώνησε έντονα μαζί του όταν άκουσε πως θα φύγουν για τα σύνορα και θα τους δοθεί στο δρόμο ένα χαρτί σύνδεσης με κόμματα του εξωτερικού. Ο Τζαβέλας δεν έχει σαν τον Αρη ιδεολογικές και κομματικές δουλείες: η κρίση του δεν θολώνει, βλέπει πιο καθαρά και διακρίνει αμέσως την εξαπάτηση.
Ο λόγος για τον οποίο ο Αρης ζητάει κομματικό χαρτί σύνδεσης είναι για να περάσει μέσω Αλβανίας στη Γιουγκοσλαβία ή στη Σοβιετική Ενωση, όχι για να σώσει τη ζωή του, αυτό μπορούσε να το κάνει και χωρίς τα κομματικά διαπιστευτήρια. Θέλει να έχει την απαραίτητη κομματική εξουσιοδότησε για να απευθυνθεί στις πηγές επηρεασμού, μήπως μέσω αυτών κατορθώσει να μεταστρέψει τη γραμμή της ελληνικής ηγεσίας. Αυτά δεν γίνονται. Οι Σιάντος - Ιωαννίδης δεν έχουν σκοπό να συμβιβαστούν με τον αντιρρησία, θα ήταν σαν να σκάβουν τον τάφο τους. Και, αφού δεν τολμούν να αντιπαρατεθούν ανοιχτά μαζί του, από τον φόβο των αντιδράσεων του κόσμου, αποφασίζουν να τον εξουδετερώσουν αλλιώς.
Με δόλο και απάτη. Μετά από μέρες πορείας, θα συναντήσουν στη Θεσσαλία τον καπετάνιο Νικηταρά (τον δικηγόρο Κώστα Καφαντάρη, μέλος του ΚΚΕ), παλιό φίλο του αρχηγού, που επίσης χλευάζει τις κομματικές υποσχέσεις. «Δεν το περίμενα να σε κοροϊδέψει ο Σιάντος», του λέει. «Εκεί που θα πας δεν θα σε περιμένει τίποτα. Σ’ έβγαλε από τη Ρούμελη, σε ξερίζωσε από τη δύναμή σου και θα σ’ αφήσει να περιμένεις. Θα μείνεις μόνος σου». Σαν κάτι να αγκύλωσε τον Αρη. Η πρόβλεψη του Νικηταρά τού ξανάφερε στον νου τις αντιρρήσεις του Τζαβέλα.
Στο χωριό Μηλιά έξω από τα Γιάννενα, ο Τζαβέλας με τη στολή του Αρη μεταμφιέζεται: φοράει τα ρούχα ενός ντόπιου χωρικού και πάει να ζητήσει το διαβόητο χαρτί σύνδεσης από την κομματική οργάνωση της πόλης. «Θα πας και θα ’ρθεις δίχως ανάσα», του λέει επιτακτικά ο Αρης που είχε αρχίσει να ανησυχεί σοβαρά πλέον για την αξιοπιστία της κομματικής ηγεσίας. «Αύριο θέλω να ’σαι πίσω με το χαρτί στο χέρι». Ο Τζαβέλας θα επιστρέψει με οχτώ ενόπλους που έρχονται να καταταγούν, αλλά όχι με το χαρτί. «Δεν το έχουν», είπε του αρχηγού. Ο Αρης άρχισε να να κατεβάσει θεούς και δαίμονες. «Το χαρτί έπρεπε να το πάρεις όταν ήσουν ακόμα στη Ρούμελη», του μπήκε ο Τζαβέλας.
Αφού ξεκίνησες να φύγεις με άδεια χέρια, τώρα, θέλοντας και μη, όπως σου βαράνε, θα χορεύεις. Το ηλιοβασίλεμα της 15ης Ιουνίου 1945, έξω από τη Μεσούντα, στο φαράγγι του Φάγκου, το άστρο του Αρη εκρήγνυται μόνο του. Ο άνθρωπος που ξανάδωσε την περηφάνια σε έναν ολόκληρο λαό έκανε αυτό που ήξερε από την πρώτη μέρα που βγήκε στο βουνό ότι θα κάνει: Πυροβόλησε τον εαυτό του.
Ο Τζαβέλας πιστεύει σε έναν Θεό κι αυτός είναι νεκρός. Μα ούτε στον θάνατο θα τον εγκαταλείψει. Εσπασε το πιστόλι του, τον αγαπημένο του «Ελβετό», όπως το έλεγε, έσκισε όσες φωτογραφίες και χαρτιά είχε πάνω του, τράβηξε την περόνη μιας χειροβομβίδας και αγκάλιασε τον Αρη βάζοντάς την ανάμεσά τους. Η τελευταία τιμή που του έγινε, στον φανοστάτη της Πλατείας Τρικάλων, κρέμασαν το κεφάλι του πλάι στο κεφάλι του αρχηγού.