Η πεποίθηση του Κρεμλίνου ότι οι Δυτικοί εξαπάτησαν τον Γκορμπατσόφ και τον Γιέλτσιν, αθετώντας υποσχέσεις που δόθηκαν την περίοδο 1989-1990, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τροφοδοτεί τη δυσπιστία του Πούτιν και τον οδηγεί να ζητά την αποτροπή της νέας διεύρυνσης της Συμμαχίας, σύμφωνα με έμπειρο αρθρογράφο του Guardian
Protagon Team
Τα αίτια της τρέχουσας αντιπαράθεσης ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δύση είναι πολλά αλλά το κυριότερο είναι η πεποίθηση του Κρεμλίνου ότι οι Δυτικοί εξαπάτησαν την πρώην ΕΣΣΔ, αθετώντας υποσχέσεις που δόθηκαν την περίοδο 1989-1990, στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, περί μη επέκτασης του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά.
Αυτό επισημαίνει καταρχάς σε ανάλυσή του ο Πάτρικ Γουίντουρ, διπλωματικός συντάκτης του Guardian, υπενθυμίζοντας πως το 2007, στη Διάσκεψη για την Ασφάλεια, στο Μόναχο, ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατηγόρησε τη Δύση ότι λησμόνησε και αθέτησε τις διαβεβαιώσεις της, καταπατώντας το διεθνές δίκαιο.
Ο βρετανός δημοσιογράφος εξηγεί πως η εν λόγω πεποίθηση έχει τεράστια σημασία, ειδικά για τη Μόσχα, καθώς «τροφοδοτεί τη δυσπιστία, τρέφει τον κυνισμό της Ρωσίας όσον αφορά το διεθνές δίκαιο και αποτελεί τον πυρήνα των ρωσικών σχεδιασμών ασφαλείας που ζητούν την αποτροπή της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ».
Όμως η θεωρία της εξαπάτησης δεν είναι δημιούργημα του Βλαντίμιρ Πούτιν. Επιφανής θιασώτης της υπήρξε ο Μπόρις Γιέλτσιν ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 την ασπάστηκαν πολλά από τα μέλη της πολιτικής ελίτ της Ρωσίας.
Κατά πόσο, όμως, ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα; Αθέτησε, όντως, η Δύση κάποιες από τις υποσχέσεις της προς τη Μόσχα; Ο Πάτρικ Γουίντουρ επικαλείται την διακεκριμένη Αμερικανίδα ιστορικό Μαίρη Ελίζ Σαρότ και το «Not One Inch: America, Russia, and the Making of Post-Cold War Stalemate», το τελευταίο της βιβλίο στο οποίο καταλήγει στο συμπέρασμα πως η κατηγορία της εξαπάτησης /προδοσίας «τεχνικά είναι ψευδής αλλά εμπεριέχει μία ψυχολογική αλήθεια».
Θεμέλια του ρωσικού ισχυρισμού αποτελούν προφορικές δεσμεύσεις του Τζέιμς Μπέικερ, υπουργού Εξωτερικών υπό τον Τζορτζ Μπους (τον πρεσβύτερο) καθώς επίσης και οι όροι μίας συνθήκης που υπογράφτηκε το 1990, όσον αφορά το πώς θα μπορούσαν να επιχειρούν τα νατοϊκά στρατεύματα στην επικράτεια την πρώην Ανατολικής Γερμανίας.
Το Κρεμλίνο υποστηρίζει πως ο Τζέιμς Μπέικερ, κατά τη διάρκεια συζήτησής του με τον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ την 9η Φεβρουαρίου του 1990, υποσχέθηκε πως εάν η Ρωσία αποδεχόταν την ενοποίηση της Γερμανίας, το ΝΑΤΟ δεν θα διευρυνόταν προς τα ανατολικά.
Την επομένη ο καγκελάριος Χέλμουτ Κολ, μην όντας σίγουρος για την παραμονή της ενωμένης Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, επίσης ανέφερε στον Γκορμπατσόφ πως το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να επεκταθεί στην επικράτεια της πρώην Ανατολικής Γερμανίας. Την υπόσχεση την επανέλαβε τον Μάιο της ίδιας χρονιάς ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, γεγονός που δεν παρέλειψε να το υπενθυμίσει πολλά χρόνια μετά ο Βλαντίμιρ Πούτιν κατά την ομιλία που εκφώνησε στη Διάσκεψη του Μονάχου το 2007.
Αλλά και ο Γκορμπατσόφ στα απομνημονεύματά του έγραψε πως οι εν λόγω διαβεβαιώσεις άνοιξαν τον δρόμο προς την επίτευξη ενός συμβιβασμού για τη Γερμανία.
Ωστόσο οι υποσχέσεις αυτές ποτέ δεν συμπεριλήφθηκαν σε κάποια συνθήκη, «κυρίως γιατί ο Μπους αισθανόταν ότι ο Μπέικερ και ο Κολ το είχαν παρακάνει», εξηγεί ο δημοσιογράφος του Guardian.
Η τελική συμφωνία που υπέγραψαν η Δύση και η Ρωσία τον Σεπτέμβριο του 1990 αφορούσε μόνον τη Γερμανία και επέτρεπε νατοϊκά στρατεύματα να διασχίσουν τα πρώην ψυχροπολεμικά σύνορα της Ανατολικής Γερμανίας κατά την κρίση της γερμανικής κυβέρνησης.
«Η δέσμευση του ΝΑΤΟ να προστατεύει (Αρθρο 5) είχε για πρώτη φορά μετατοπιστεί ανατολικά σε πρώην ρωσικά εδάφη», συνοψίζει ο Γουίντουρ.
Εννοείται πως στη Ρωσία πλήθος φορέων χάραξης πολιτικής αντιτάχθηκαν στις παραχωρήσεις του Γκορμπατσόφ, καθώς από τη Δύση κατάφερε να λάβει μόνο προφορικές διαβεβαιώσεις αλλά καμία γραπτή εγγύηση.
Τον Μάρτιο του 1999, για παράδειγμα, όταν ο σοβιετικός υπουργός Άμυνας Ντμίτρι Γιαζόφ ρώτησε τον Τζον Μέιτζορ εάν θα ενδιαφέρονταν τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης να προσχωρήσουν στην Βορειοατλαντική Συμμαχία, ο βρετανός πρωθυπουργός τον διαβεβαίωσε πως «κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ».
Για την «εξαπάτησή» της όσον αφορά την επέκταση του ΝΑΤΟ σε εδάφη που έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ελέγχονταν από τους Σοβιετικούς, η Ρωσία έχει εκφράσει παράπονα επανειλημμένα.
Το 1993 ο Μπόρις Γιέλτσιν έγραψε στον πρόεδρο Κλίντον για να του επισημάνει πως οποιαδήποτε περαιτέρω επέκταση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά θα παραβίαζε το πνεύμα της συνθήκης του 1990. Μάλιστα το αμερικανικό ΥΠΕΞ, μην έχοντας ακόμη λάβει μια απόφαση σχετικά με το αίτημα της Πολωνίας να προσχωρήσει στη συμμαχία, έλαβε σοβαρά υπόψη τη ρωσική δυσαρέσκεια, με Αμερικανούς αξιωματούχους να ζητούν από το ΥΠΕΞ της Γερμανίας να αποφανθεί επίσημα επί του ζητήματος.
Στην απάντησή του, τον Οκτώβριο του 1993, ο επικεφαλής σύμβουλος του Γερμανού υπουργού Εξωτερικών ανέφερε, μεταξύ άλλων, πως η αιτίαση της Μόσχας τυπικά δεν ευσταθεί, αλλά ο ίδιος μπορούσε να καταλάβει «γιατί ο Γιέλτσιν πίστευε ότι το ΝΑΤΟ είχε δεσμευτεί να μην επεκταθεί πέρα από τα όρια που είχε το 1990».
Λίγα χρόνια μετά, το 1997, την περίοδο των συνομιλιών για την Ιδρυτική Πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας, μια συνθήκη που σχεδιάστηκε ως βάση για την ανάπτυξη μιας νέας σχέσης μεταξύ των δύο πλευρών, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Γεβγκένι Πριμακόφ έκανε εκ νέου λόγο για το «διπλό παιχνίδι» του Τζέιμς Μπέικερ πριν από μία εξαετία. Αντιδρώντας, ο Γουόρεν Κρίστοφερ, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ εκείνη την περίοδο, έδωσε εντολή για τη σύνταξη εσωτερικής έκθεσης στην οποία επισημαινόταν η διάκριση ανάμεσα σε δηλώσεις που έκαναν Γερμανοί πολιτικοί στο περιθώριο, αποκλείοντας το ενδεχόμενο επέκτασης του ΝΑΤΟ, και σε όλα όσα ορίζονταν στην επίσημη σχετική συμφωνία.
Σε ορισμένες περιπτώσεις το Κρεμλίνο έφτασε στο σημείο να ανάψει το ίδιο το πράσινο φως για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ. Τον Αύγουστο του 1993, για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια συνομιλιών με τον πολωνό ηγέτη Λεχ Βαλέσα, ο Γιέλτσιν αναγνώρισε (αφήνοντας άναυδους τους συνεργάτες του) το δικαίωμα της Πολωνίας να προσχωρήσει στη συμμαχία. Κάτι αντίστοιχο έκανε πιο επίσημα, μέσω της υπογραφής της Ιδρυτικής Πράξης ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Τελικά η Ουάσιγκτον επικράτησε στη μάχη για τη διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, αλλά αυτό οδήγησε στην αντιπαράθεση και όχι στη συνεργασία με τη Μόσχα.
Τα πράγματα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί εντελώς διαφορετικά εάν οι ΗΠΑ λάμβαναν σοβαρά υπόψη το ενδεχόμενο προσχώρησης της Ρωσίας στο ΝΑΤΟ. Η Μόσχα αυτοπαρουσιαζόταν ως εν δυνάμει μέλος, αλλά οι Αμερικανοί θεωρούσαν πως κάτι τέτοιο θα παρέλυε τη συμμαχία.
Πιο ρεαλιστικά η Ουάσιγκτον θα μπορούσε να είχε αναβάλει τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ το 1993. Ωστόσο επικράτησαν εκείνοι που υποστήριζαν ότι ήταν δημοκρατικό δικαίωμα των πρώην χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας το να εισέλθουν στη συμμαχία σε βάρος εκείνων που επισήμαιναν πως η διεύρυνση θα αποδυνάμωνε τόσο τη ρωσική υποστήριξη για τον έλεγχο των εξοπλισμών όσο και τις μεταρρυθμιστικές δυνάμεις στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Πάντως στο «Not One Inch: America, Russia, and the Making of Post-Cold War Stalemate» η Μαίρη Ελίζ Σαρότ αναδεικνύει λεπτομερώς πως η ρωσική ανεκτικότητα όσον αφορά τη διεύρυνση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το ύψος της οικονομικής στήριξης που παρείχαν οι ΗΠΑ ή η Γερμανία στη Μόσχα.
Εννοείται πως καμία πλευρά δεν κάνει λόγο για δωροδοκία αλλά αποτελεί γεγονός πως με την οικονομία και την πολιτική να έχουν καταρρεύσει στη χώρα και τη διαφθορά να οργιάζει, σημαντικό μέρος των εν λόγω χρημάτων έκανε φτερά με το που μεταφέρονταν στη Ρωσία
Πηγή: Protagon.gr