Σείστηκε κάποτε ο νους μας όμως. Ερωτευθήκαμε. Μ’ ανθρώπους και ιδέες. Μας συνεπήρε η φλόγα κάποιου πάθους. Κι ελπίσαμε. Σε μια άλλη πραγματικότητα, έναν άλλο κόσμο. Ζήσαμε μάλιστα την ουτοπία, σε ιδανικές στιγμές, αυτό το ξέρουμε. Σε κάποια παραλία, σε κάποιο στάδιο, κάποιο καλλιτεχνικό γεγονός αδελφοσύνης ή μεγαλοσύνης. Κοντά πάντα με συντροφικές ψυχές, ανθρώπων με τις ίδιες ανάγκες, την ίδια αισθητική. Κοινός παρονομαστής σε όλα αυτά, μαζί ίσως με άλλα, πάντως κυρίαρχα, η μουσική του Μίκη. Και η δική του παρουσία, η επιβλητική. Ο δικός του Μύθος.
Κάποια έθνη στον κόσμο έχουν την τύχη να έχουν πρόσωπα που ενσάρκωσαν για πολύ καιρό τα ιδανικά τους στον ύψιστο βαθμό. Που προσωποποίησαν τα μύχια εκείνα που βρίσκονται στη βάση, τη ρίζα της ταυτότητάς τους. Που με το βάθος και το εύρος της ζωής τους υπερέβησαν τελικά όλα τα όρια και τους διαχωρισμούς και κατόρθωσαν να εκφράσουν, όσο γίνεται, το σύνολο. Τη συλλογική, θαρρείς, ψυχή. Που ο λόγος τους έγινε με τα χρόνια λόγος ενωτικός και καταπραϋντικός, ακόμα και σε στιγμές ξέχειλες φλόγας και πάθους.
Για τους Ινδούς τέτοιος υπήρξε ο Γκάντι. Που στο τέλος της ζωής του, όταν δεν μπορούσε να κάνει κάτι άλλο, αρκούσε απλώς μια αποχή του από την τροφή για να επιφέρει το σταμάτημα εμφύλιων αιματοχυσιών. Για εμάς τους Έλληνες, ένας τέτοιος ήταν ο Μίκης. Ο τελευταίος των Μεγάλων. Ο αρχέγονος Έλληνας, που πλάι στα στοιχεία της Φύσης, παλεύει ν’ αναστήσει τον Άνθρωπο. Ο ισοϋψής των διαχρονικών μας κορυφών. Ανθρώπων μα και Βουνών.
Έφυγε χθες από κοντά μας και πέρασε στην από κει πλευρά. Στο χώρο της Μυθολογίας, βέβαια, είχε μπει προ καιρού, με τη μυθιστορηματική ζωή που έζησε. Απλώς τώρα, σφράγισε και επίσημα το διαβατήριο. Τι ζωή ήταν αυτή! Πόσες επιμέρους ζωές εμπεριείχε… Πόσο μεγάλο έργο, πόσοι αγώνες, πόσες εμπειρίες! Πόσες ψυχές άγγιξε, σημάδεψε. Αξιοζήλευτη πλησμονή. Που σημαίνει όμως, δίπλα στα ύψη και τα μεγαλεία, και κόστος σε πόνο, σκοτάδια και αγωνίες. Τα αληθινά μαρτύρια που συνάντησε στη ζωή του, τα οποία όμως απλώς χρησίμευσαν ως λίπασμα για να γονιμοποιηθεί μέσα του η φλέβα της δημιουργίας. Πλήρης. Από τους τυχερούς εκείνους που πρόλαβαν για ικανό διάστημα να ζήσουν την αποδοχή σύσσωμου του λαού και όχι μετά θάνατον. Ο ορισμός ίσως της ευτυχίας, αν σκεφτούμε και τον Σόλωνα. Με ένα τέλος μέσα στην αγκαλιά και στα χέρια του λαού, με το σεβασμό από παντού. Ναι, ασχέτως συγκυριακών συναισθημάτων, αυτός ο άνθρωπος υπήρξε ευτυχής.
Ένας άνθρωπος, πιστός στην ψυχή του, εξέφρασε μέσα από τη μουσική που ξεχυνόταν από μέσα του, τόσο τη διαχρονική Ελλάδα, όσο και την ανθρώπινη ουσία. Αυτή που συνομιλεί με τη ζωή, τη σμιλεύει με πάθος και αφήνεται να σημαδευτεί από αυτή. Κι ύστερα μας εξιστορεί με ειλικρίνεια την εμπειρία της. Με βαθιά ευγένεια, πίστη πως η καλύτερη μέρα είναι δυνατή και κοντεύει. Και ποτέ με απελπισία. Ακόμα και στις στιγμές της μεγάλης πτώσης, που όλα φαίνονται μαύρα. Ένα φως εσωτερικό, ένα φως αρχέγονο και ατέρμονο, πάντα εκεί, ακόμα και ως υποψία και μόνο, που αρκεί για να αντιστρέψει τη μοίρα, τη "νομοτέλεια" του σκότους. Ίσως αυτή να είναι και η ουσιώδης διαφορά, η πρόταση του πολιτισμού μας. Το φως αυτό της ελπίδας, της ελευθερίας, της ομορφιάς.
Να είναι η ανάμνηση ενός μεγαλείου; Η ακλόνητη πίστη πως αυτό παραμένει πάντα δυνατό ως πιθανότητα; Ίσως πάλι να είναι μόνο η επαλήθευση της μαντινάδας, από την κρητική καταγωγή του συνθέτη, πως "αυτός που ξέρει ν’ αγαπά και να ελπίζει ξέρει, μέσα στη νύχτα πολεμά, ξημέρωμα να φέρει"! Και ναι, εκείνος ήξερε ν’ αγαπά. Το απέδειξε τόσες και τόσες φορές. Αγάπησε τόσο, που ξέχασε να μισεί. Ακόμα και τους πιο μεγάλους του εχθρούς. Το φασισμό, την αδικία, την καταπίεση, τη δειλία και το συμβιβασμό. Και αυτά ακόμα, τα έπνιξε μέσα στο φως της μουσικής του. Μέχρι και οι δεσμοφύλακές του έγιναν κάποτε κοινωνοί του έργου του και σιγοψιθύριζαν στίχους με τη μουσική του.
Τι να πρωτογραφεί για εκείνον, με το φευγιό του τόσο "φρέσκο"; Οι κοινοτυπίες καιροφυλακτούν, αλλά καμιά φορά είναι τέτοιες, ακριβώς γιατί λένε την αλήθεια. Ναι, τεράστιος. Ναι, παγκόσμιος Έλληνας και οικουμενικός άνθρωπος. Γιατί αγαπήθηκε βαθιά σε όλη την οικουμένη και όχι μόνο από τους Έλληνες. Από κάθε ρομαντική, επαναστατημένη ψυχή που δονήθηκε από τις νότες του. Ένα τεράστιο σε έκταση και ποικιλία έργο, που κατόρθωσε να συγκεφαλαιώσει τη νεότερη ελληνική φυσιογνωμία. Όχι μόνο να την εκφράσει, μα και να την καθοδηγήσει. Να αποτελέσει το πλαίσιο της. Πόσοι μπορούν να πουν πως το κατόρθωσαν αυτό; Λίγες νότες μόνο αρκούν, όπου γης, να ακούσεις και να γυρίσεις το κεφάλι, ίσως δακρυσμένος και να πεις: "Αχ, μύρισε Ελλάδα". Κλείνεις τα μάτια και είσαι εκεί. Στο περιγιάλι των νιάτων σου, στο νησί σου, στην άμμο να χορεύεις με το Ζορμπά. Χάρη σε εκείνον μας αγάπησαν ξανά. Κι εμείς τον εαυτό μας.
Όχι την Ελλάδα του φολκλόρ, μια Ελλάδα ψεύτικων, ξεφτισμένων χρωμάτων, ένα φτηνό ντεκόρ ευτελών ξεφαντωμάτων, όχι, αυτήν την Ελλάδα την εισπράττουμε από πολλές άλλες πλευρές, δεκαετίες τώρα και κάπου χορτάσαμε. Εκείνος μιλούσε από την άλλη Ελλάδα. Από την καθάρια πηγή της, αυτή που, ανέλπιστα, ακόμα δεν έχει στερέψει και έχει ακόμα να πει πράγματα με ενδιαφέρον πανανθρώπινο. Αυτή που όχι μόνο μιλά για τα ουσιώδη του ανθρώπου, αλλά και τα οδηγεί στα ύψη και τις κορυφές που τους αρμόζουν. Πλαισιωμένη με ευγένεια, αρχοντική απλότητα και βαθιά ανθρωπιά.
Οι πολιτισμοί, τα έθνη, έχουν κύκλους ζωής. Ακμάζουν και φθίνουν. Όσο το υλικό από το οποίο είναι καμωμένα είναι σφριγηλό, όσο παράγουν πρωτότυπη, ζωντανή δημιουργία, όσο μιλούν με τρόπο ενδιαφέροντα, τόσο ανανεώνουν το λόγο της ύπαρξής τους. Παίρνουν παράταση ζωής. Όταν αυτό σταματά και απλώς αναμασούν περασμένα μεγαλεία, τότε η μυρωδιά της σαπίλας αρχίζει να αναδύεται. Τα ζωντανά πανηγύρια, δίνουν τη θέση τους στα παγερά μαυσωλεία.
Η περίπτωση του Μίκη, μαζί και μ’ άλλους της απίστευτης αυτής γενιάς-φουρνιάς σε όλα τα επίπεδα, ήταν μια αφορμή αναζωπύρωσης αυτής της παραγωγής. Σαν μια έκρηξη λάβας, από ένα ενεργό ηφαίστειο που παρήγαγε φωτιά πολιτισμού για σχεδόν έναν αιώνα. Η ζωή στα μεγάλα της κέφια. Ο μεγάλος αυτός Έλληνας και άνθρωπος, σηκώθηκε ψηλά και από το ύψος του μπορούσε να αγναντεύει την Ιστορία. Να συνομιλεί με τους Μεγάλους της, να τους απολογείται και να ζει το δρόμο για τους επόμενους, που χωρίς εκείνον δεν θα έβρισκαν έδαφος να πατήσουν
Προφανώς και δεν μπορεί να καλυφθεί με λίγες λέξεις μια τόσο μνημειώδης και ταραγμένη ζωή. Θα τα πουν και άλλοι. Συναγωνιστές και συνοδοιπόροι. Για την πολιτική και κινηματική ζωή του. Για την οποία το μόνο που αρμόζει εδώ, πέρα από τον άφατο σεβασμό στην άσβεστή του μαχητικότητα και εφηβική όρεξη, στην ειλικρινή ελπίδα στον άνθρωπο, τη χώρα, τον κόσμο και στις προοπτικές τους -όσες φορές και να διαψεύστηκε-, είναι η παραδοχή πως ακόμα και στις περιπτώσεις που δυσαρέστησε κάποιους, αυτό δεν επιδρά καθόλου σε τίποτε.
Είναι τέτοιας σημασίας το έργο του, τέτοια η ανάταση που μας έδωσε, τέτοιο το ηθικό κεφάλαιο που μας προσέδωσε, αναβιβάζοντάς μας εκ νέου σε πολιτιστική, φωτεινή ενίοτε, υπερδύναμη, που χάρισε στον ίδιο το ελεύθερο. Μια ιδιότυπη, πάνδημη σχεδόν, "ασυλία", να κάνει αυτό που η νεανική του καρδιά επέτασσε. Ακόμα και αν φάνταζε αντιφατικό με το αμέσως προηγούμενο. Το ακούγαμε, συμφωνώντας ή όχι και λέγαμε: "Ο Μίκης το λέει. Κάτι θα έχει δει. Ίσως το δούμε αργότερα".
Μια υποσυνείδητη Ηθική Αρχή, ένας συλλογικός Πατέρας, πάντα παρών, για δεκαετίες, να φυλάει Θερμοπύλες. Ξέραμε πως ήταν εκεί. Να μας συνετίσει, να μας ενώσει. Αρκούσε ένα νεύμα του. Αυτό που κατηύθυνε ανέμους στις συναυλίες του. Αυτό που πυροδοτούσε τα όνειρά μας, στερέωνε και πότιζε τη Δημοκρατία μας και τελικά οδηγούσε τη Ζωή μας στα μονοπάτια που αξίζουν. Στο δρόμο για την Ανθρωπιά μας.
Τώρα, ως φυσική παρουσία και μόνο, δεν είναι εδώ. Κι όσο κι αν ορφανέψαμε αληθινά, όσο και αν απελπιζόμαστε συλλογιζόμενοι σε ποια χέρια μας αφήνει, ωστόσο ήδη πλάτυνε το μυθικό μας οπλοστάσιο. Ελλάδα, η χώρα των Μύθων. Η χώρα των Συμβόλων. Που ενίοτε υπήρξαν αληθινά. Κι ίσως κάποτε, παράλληλα με την απορία αν κάποτε υπήρξαν ο Δίας ή ο Ηρακλής, εκεί στη χώρα που ο Μύθος συναντά την Ιστορία, κάποιοι ν’ αναρωτιούνται: υπήρξε αλήθεια ο Μίκης; Ή στο όνομά του, σαν άλλος Όμηρος, να συγκεντρώθηκαν τα έργα πολλών "μικρών" δημιουργών; Μιας ολόκληρης εποχής; Μιας άλλης Ελλάδας, που παραμένει παρούσα; Κι η απάντηση θα συναρπάζει. Όπως και το αθάνατο έργο του. Και θα ποτίζει το δέντρο, μήπως και κάποτε αξιωθούμε και άλλα τέτοια άξια τέκνα. Η Ελλάς ευγνωμονούσα.
* Ο κ. Νίκος Κασκαβέλης είναι Δικηγόρος (ΜΔΕ, MSc)
πηγή:https://www.capital.gr/me-apopsi/3579371/oraios-eleutheros-athanatos-san-mikis