Οι Ολυμπιακοί Αγώνες ήταν η κορυφαία εορτή της θρησκείας των Ελλήνων. Μετά την καταστροφή του προϊστορικού κόσμου, αναβίωσαν για πρώτη φορά στην αρχαιότητα τον 8ο αιώνα π.Χ. και διεξάγονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην ιερή πόλη της Ολυμπίας για να τιμήσουν τον Δία, πατέρα των Ολύμπιων θεών
Στο επίσημο αφήγημα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, αναβιωτής των Ολυμπιακών Αγώνων είναι ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν, οι Ολυμπιακοί αναβίωσαν για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή στην Αθήνα το 1896, οι δεύτεροι Αγώνες διοργανώθηκαν στο Παρίσι το 1900 και οι τρίτοι στο Σεντ Λιούις το 1904.
Η ιστορική αλήθεια είναι τελείως διαφορετική.
Ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν δεν αναβίωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ήταν ένας μεγάλος φιλέλληνας που συνέβαλε, μετά την αναβίωσή τους, στη συγκρότηση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής και τη διεθνοποίησή τους.
Η αναγέννηση των ιδεωδών του Ολυμπισμού δεν ήταν μια διαδικασία παρθενογέννησης. Κυοφορήθηκε για έναν ολόκληρο αιώνα. Ξεκίνησε από το επαναστατικό κίνημα του Διαφωτισμού, υποβλήθηκε και ψηφίστηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Συνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης, αποτέλεσε όραμα των αγωνιστών της Επανάστασης των Ελλήνων, θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα από το 1858 και έλαβε διεθνή υπόσταση το 1894 στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης
Οι Αγώνες που διοργανώθηκαν το 1896 στην Αθήνα δεν ήταν οι πρώτοι της σύγχρονης εποχής, αλλά οι δεύτεροι. Οι τρίτοι αυθεντικοί Ολυμπιακοί δεν διεξήχθηκαν, ούτε στο Παρίσι το 1900 ούτε στο Σεντ Λιούις το 1904. Η αναβίωση των Ολυμπιακών είναι διαφορετικό ζήτημα από τη διεθνοποίησή τους.
Η αναγέννηση των ιδεωδών του Ολυμπισμού δεν ήταν μια διαδικασία παρθενογέννησης. Κυοφορήθηκε για έναν ολόκληρο αιώνα. Ξεκίνησε από το επαναστατικό κίνημα του Διαφωτισμού, υποβλήθηκε και ψηφίστηκε για πρώτη φορά από την Εθνική Συνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης, αποτέλεσε όραμα των αγωνιστών της Επανάστασης των Ελλήνων, θεσμοθετήθηκε στην Ελλάδα από το 1858 και έλαβε διεθνή υπόσταση το 1894 στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης.
Οι τρεις πρώτοι αληθινοί Ολυμπιακοί Αγώνες της σύγχρονης εποχής διοργανώθηκαν στην Ελλάδα. Η σύσταση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής το 1894 στο Παρίσι έδωσε διεθνή θεσμική διάσταση στους αγώνες και το έργο των ανθρώπων που προσέφεραν τις ιδέες, την περιουσία και τη ζωή τους για την αναβίωση των αξιών του Ελληνικού πολιτισμού.
Η ιδέα της αναβίωσής των Ολυμπιακών Αγώνων στη σύγχρονη εποχή παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά από το μέλος της στοάς των Εννέα Μουσών του Απόλλωνα (στην οποία ανήκαν ο Βολταίρος, ο Κοντορσέ και ο Μπέντζαμιν Φράνκλιν) Σαρλ-Ζιλμπέρ Ρομ και ψηφίστηκε από την Εθνική Συνέλευση της Γαλλικής Επανάστασης το 1793.
Ο Ρήγας Βελεστινλής συνέδεσε από το 1797 το όραμα της διοργάνωσης των Ολυμπιακών με την Ελληνική Επανάσταση, την επανασύνθεση της ταυτότητας των Ελλήνων, τη συγκρότηση της Ελληνικής Δημοκρατίας και την Αναγέννηση της Ελλάδας.
Ο Παναγιώτης Σούτσος συνέταξε και υπέβαλε το Σχέδιο Νόμου με τον τίτλο «Περί της καθιερώσεως Εθνικών Εορτών και Δημοσίων Αγώνων κατά το πρότυπο της αρχαιότητας» το 1835, με το οποίο πρότεινε την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής και στο οποίο συνέδεσε την αναβίωση των Αγώνων με τον εορτασμό της.
Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών διαμόρφωσε από το 1858 τον «Κανονισμό Περί Συγκροτήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων» και τον «Κανονισμό των Ολυμπιακών Αγώνων» για την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, προσδίδοντας για πρώτη φορά στην αρχαία ιδέα τη μορφή με την οποία είναι αντιληπτή στη σύγχρονη εποχή
Ο Ευαγγέλης Ζάππας εμπνεύσθηκε από τον Ρήγα Βελεστινλή, τις αρχές της «Ελληνικής Νομαρχίας - ήτοι Λόγος περί Ελευθερίας - παρά Ανωνύμου του Έλληνος» και τον Παναγιώτη Σούτσο, οραματίστηκε τη διεθνή διάσταση των Αγώνων και προοσέφερε από το 1856 μεγάλο μέρος της τεράστιας περιουσίας του για τη χρηματοδότηση των υποδομών και τη σύσταση της αρμόδιας για τη διοργάνωση Επιτροπής των Ολυμπίων με σκοπό τη μόνιμη τέλεση των Αγώνων κάθε τέσσερα χρόνια στην Ελλάδα, πριν ακόμα γεννηθεί ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν.
Η Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών διαμόρφωσε από το 1858 τον «Κανονισμό Περί Συγκροτήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων» και τον «Κανονισμό των Ολυμπιακών Αγώνων» για την Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, προσδίδοντας για πρώτη φορά στην αρχαία ιδέα τη μορφή με την οποία είναι αντιληπτή στη σύγχρονη εποχή.
Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ των Ελλήνων έκαμψε τις αντιστάσεις, αναβίωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες της αρχαιότητας το 1870, νομοθέτησε τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Ελλάδα το 1899 και διασφάλισε την απόλυτη επιτυχία των τριών πρώτων διοργανώσεων. Οι τρεις πρώτοι Αγώνες που προσέδωσαν στους Ολυμπιακούς τη μορφή με την οποία είναι σήμερα παγκοσμίως γνωστοί διοργανώθηκαν το 1870, το 1896 και το 1906 στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας. Οι Ολυμπιακοί Αγώνες αναβίωσαν για πρώτη φορά στη σύγχρονη εποχή στις 15 Νοεμβρίου 1870. Οι πρώτοι Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες διοργανώθηκαν στις 25 Μαρτίου 1896. Η επιτυχία των Β΄Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων του 1906 διέσωσε τη διοργάνωση του θεσμού, μετά την αποτυχία διεξαγωγής τους το 1900 και το 1904. Ο Βασιλιάς Γεώργιος Α΄ δολοφονήθηκε.
Με πρωτοβουλία του Πιέρ ντε Κουμπερτέν συστάθηκε το 1894 η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή, η οποία αποφάσισε τη διοργάνωση Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων με τη συμμετοχή αθλητών από όλα τα κράτη του κόσμου. Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή και ο βαρόνος Πιερ ντε Κουμπερτέν ανέλαβαν για πρώτη φορά ουσιαστικό ρόλο στη διεξαγωγή των Ολυμπιακών από τους τέταρτους Αγώνες του 1908 στο Λονδίνο και μετά, διασφαλίζοντας τη μόνιμη τέλεσή τους κάθε τέσσερα χρόνια σε μια διαφορετική πόλη. Ο ιδρυτής της πίστευε και στον θρησκευτικό χαρακτήρα του Ολυμπισμού, την αναβίωση του οποίου δεν ολοκλήρωσε.
Ο ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΡΗΓΑ ΒΕΛΕΣΤΙΝΛΗ
Η ιδέα της ανασύστασης του Ολυμπιακού πνεύματος στον τόπο όπου γεννήθηκε, εκφράσθηκε για πρώτη φορά στα προεπαναστατικά χρόνια από τον πρωτομάρτυρα της Επανάστασης των Ελλήνων, Ρήγα Βελεστινλή.
Σύμφωνα με τις μελέτες της Επιστημονικής Εταιρείας Μελέτης Φερών-Βελεστίνου-Ρήγα, ο Ρήγας Βελεστινλής αναφέρεται στους αρχαίους Έλληνες, στα κατορθώματα, στα επιτεύγματα, στη δόξα τους και στους Ολυμπιακούς Αγώνες, την ιστορία και τον συμβολισμό των οποίων αναβιώνει στη Χάρτα της Ελλάδος (Αρχαία Ολυμπία, παράσταση του Ολυμπίου Διός, ρόπαλο του Ηρακλή, Ολυμπιακά αγωνίσματα), στον πρόλογο και τη μετάφραση του έμμετρου δράματος του Πιέτρο Μεταστάζιο με τίτλο «Τα Ολύμπια» και εκτεταμένα σε 70 σελίδες στο έργο «Νέος Ανάχαρσις», ενισχύοντας το φρόνημα των σκλαβωμένων και παρακινώντας τους συμπατριώτες του στον επαναστατικό Αγώνα. Αναδεικνύει ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες συστάθηκαν από τον Ηρακλή, τελούνταν «εις τιμήν του Διός», «όλα τα έθνη της Ελλάδος είχον συμφωνήση να τους θεωρώσιν ως αφιερωμένους εις τον Δία, και να τους ευλαβώνται», είχαν δημοσιεύσει ψήφισμα με το οποίο απαγορεύονταν «κάθε εχθρικόν κίνημα» και ότι αποτελούσαν τα σημεία της αρχαίας χρονολογίας.
Αναδεικνύει την ιστορική συνέχεια των Ελλήνων, ενισχύοντας την αυτοσυνειδησία τους, οι οποίοι ως απόγονοι των αρχαίων, όπως αναφέρει, διατηρούν τα Ολυμπιακά αγωνίσματα. Σημειώνει επίσης ότι οι Ολυμπιακοί Αγώνες «επανηγυρίζοντο από τους προπάτορές μας», συνδέοντας κατ' αυτόν τον τρόπο τους σύγχρονούς του Έλληνες με τους αρχαίους.
Με το έργο του ο Ρήγας ανέδειξε τα Ολυμπιακά ιδεώδη για την επανασύνθεση της ταυτότητας των Ελλήνων - «Ο λαός απόγονος των Ελλήνων» - και συνέδεσε τη διεξαγωγή των Αγώνων με την Αναγέννηση της Ελλάδας: «Τουτέστιν Έλληνες είστε απόγονοι εκείνων που ίδρυσαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες!»
Όπως αποδεικνύεται από τα έγγραφα των ανακριτικών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα, ο υπουργός Αστυνομίας Pergen τονίζει προς τον αυτοκράτορα Φραγκίσκο στις 29 Δεκεμβρίου 1797 την αξία της ελληνικής έκδοσης, η οποία αναδείκνυε το πνεύμα της ελευθερίας των Ελλήνων: «Ο Νέος Ανάχαρσις εφαίνετο όλως διόλου κατάλληλος να δείξη εις το ελληνικόν έθνος, ποιον μέγεθος κατείχε άλλοτε η πατρίς του».
Με το έργο του ο Ρήγας ανέδειξε τα Ολυμπιακά ιδεώδη για την επανασύνθεση της ταυτότητας των Ελλήνων - «Ο λαός απόγονος των Ελλήνων» - και συνέδεσε τη διεξαγωγή των Αγώνων με την Αναγέννηση της Ελλάδας: «Τουτέστιν Έλληνες είστε απόγονοι εκείνων που ίδρυσαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες!».
Ο Ρήγας τονίζει ότι και μετά την επανάσταση, οι Έλληνες οφείλουν να τους προσδώσουν την αίγλη που είχαν, ώστε να «πανηγυρίζονται» από τους απογόνους των «προπατόρων» τους.
Σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη μελέτη του πρώτου Διευθυντή του Πολυτεχνείου Αθηνών (1844-1862), κορυφαίου αρχιτέκτονα Λύσανδρου Καυτανζόγλου, με τίτλο «Τα Ολύμπια εν Φαλήρω και το νυν Μεταρρυθμιζόμενον Ζάππειον», με ημερομηνία 20 Οκτωβρίου 1879: « ...δεόντως η πρώτη και μεγαλοφυής ιδέα του μεγαλόφρονος Ε. Ζάππα, όστις, την των νέων Ολυμπίων σύστασιν επινοήσας, εθεώρει ταύτην ως συμπλήρωμα του εθνικού προγράμματος του αθανάτου Ρήγα του Φεραίου... Αϊδιον όντως το κλέος του ανδρός όστις ηθέλησεν ίνα οι νέοι αγώνες, αντικαταστήσαντες τους παλαιούς, γείνωσιν αφορμή, ως το πάλαι... του πολλώ τούτων υψηλοτέρου σκοπού... ως το πάλαι υπήρχεν η εκεχειρία, ήτοι η κατάπαυσις των εχθροπραξιών μεταξύ των προσερχομένων, θεσπισθείσα υπό του μεγαλοφυούς Ιφίτου, του κανονίσαντος τους Ολυμπιακούς αγώνας.... Αλλ’ η μεγαλουργός αυτή ιδέα της αναβιώσεως των Ολυμπιακών αγώνων, αποκύημα της μεγάλης των ανδρών του 1821 γενεάς»...
Ο ΑΔΑΜΑΝΤΙΟΣ ΚΟΡΑΗΣ ΚΑΙ Ο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΟΥΤΣΟΣ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΟΥΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥΣ ΑΓΩΝΕΣ
Το περιοδικό «Λόγιος Ερμής» που προέβαλε σε μεγάλο βαθμό τις απόψεις του Έλληνα διαφωτιστή Αδαμάντιου Κοραή ήταν εξ ολοκλήρου αφιερωμένο το Νοέμβριο του 1812 στη διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων, με τίτλο «Η περί των Ολυμπίων Αγώνων ακολουθία».
Χαρακτηριστικό επίσης είναι το γεγονός, ότι ο Κοραής σε επιστολή του στις 6 Μαρτίου 1805 προς τον Αλέξανδρο Βασιλείου σημειώνει: «από τα Ολύμπια του Μεταστασίου Ρήγα μ' άρεσεν η προσφωνητική επιστολή...Τω τιμιωτάτω και χρησιμοτάτω Κυρίω Ολυμπιώτη...»
Ο μαθητής του Κοραή, Παναγιώτης Σούτσος, ο οποίος εμπνεύσθηκε από τον Ρήγα, τον δάσκαλό του και την «Ελληνική Νομαρχία» και ενέπνευσε με τη σειρά του αργότερα τον Ευαγγέλη Ζάππα, διαμόρφωσε επισήμως για πρώτη φορά την ιδέα της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας στη σύγχρονη εποχή. Παράλληλα, σε εκτενή αρθρογραφία του πρόβαλε την ιδέα της αναβίωσής τους.
Επιθυμία του Ζάππα ήταν να ενισχύσει την πατρίδα του, λαμβάνοντας υπόψη του το «έκαστος δέον τη πατρίδι χρήσιμος γενέσθαι και ουδέποτε άχθος αυτής.» Ο Ευαγγέλης Ζάππας υπέβαλε υπόμνημα προς τον Βασιλιά Όθωνα για τη μόνιμη αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, με το οποίο ανέλαβε και την εξ ολοκλήρου χρηματοδότησή τους
Το 1835 – ένα μήνα μετά την εγκατάσταση του Όθωνα στην Αθήνα ως νέας πρωτεύουσας του κράτους – ο Παναγιώτης Σούτσος, ανηψιός του ηγεμόνα της Μολδαβίας Μιχαήλ Σούτσου (μέλος της Φιλικής Εταιρίας - σήκωσε με τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το λάβαρο της Επανάστασης στις 24 Φεβρουαρίου 1821 και αφορίσθηκε) και μαθητής του διαφωτιστή Αδαμάντιου Κοραή, υπέβαλε προς τον Υπουργό Εσωτερικών Ιωάννη Κωλέττη ολοκληρωμένο υπόμνημα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων με τίτλο «Περί της καθιερώσεως Εθνικών Εορτών και Δημοσίων Αγώνων κατά το πρότυπο της αρχαιότητας», σύμφωνα με το οποίο πρότεινε για πρώτη φορά την καθιέρωση της 25ης Μαρτίου ως Εθνικής Εορτής, για να τιμάται η αναγέννηση της Ελλάδας με την Επανάσταση του 1821.
Στο άρθρο του Παναγιώτη Σούτσου, που δημοσιεύτηκε στις 13 Ιουλίου 1856 στην εφημερίδα «Ήλιος», ο συντάκτης επαινεί τον Ευαγγέλη Ζάππα και καταγράφει με λεπτομέρεια τον πλούτο και τη γενναιοδωρία του. Ισχυρίζεται δε ότι μόλις οι Ολυμπιακοί Αγώνες επανασυσταθούν, το όνομα του Ζάππα θα πρέπει να κατατάσσεται ανάμεσα στα ονόματα των παλαιών ηρώων, δίπλα στα ονόματα του Ηρακλή και του Θησέα, ιδρυτών των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας.
O ΜΕΓΑΛΟΣ ΕΥΕΡΓΕΤΗΣ ΕΥΑΓΓΕΛΗΣ ΖΑΠΠΑΣ
Ο Ευαγγέλης Ζάππας ήταν Έλληνας της διασποράς. Ως αγωνιστής, από μικρός στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, είχε βιώσει το μεγαλείο του απελευθερωτικού Αγώνα δίπλα στους μεγάλους πρωταγωνιστές. Σύμφωνα με την «Ελληνική Νομαρχία του Ανωνύμου Έλληνος», από την οποία εμπνεύσθηκαν- στη μνήμη του Ρήγα Φεραίου - οι Έλληνες Ευεργέτες και ο Ευαγγέλης Ζάππας: ««Όθεν, παρεμπρός, θέλω φανερώσει προς τους ευεργέτας της Ελλάδος το τι πρέπει να κάμωσι, και ελπίζω ως ενάρετοι, οποὺ είναι, να κάμωσι το χρέος των, καθώς τυχαίνει, διά να αποκαθιστώσι άξιοι της αρετής... Ενάρετος, ω ευεργέται της Ελλάδος, είναι μόνον εκείνος, οποὺ θέλοντας να ζήσῃ εις πολλούς - δηλαδή ωφελώντας τους συναδέλφους του, να αθανατίση το όνομά του, και διά να ειπώ ούτως, να ζη και αποθαμένος - κάμνει όχι όσον θέλει, αλλ’ όσον πρέπει... Ω Έλληνες! Οι ελεύθεροι λαοί τιμούσι τους αξίους ανθρώπους, και ζώντας και μετά θάνατον. Ζώντας μεν, με το κοινόν σέβας, με τους αληθείς επαίνους, με γενναία βραβεία, με ενδόξους στεφάνους, οπού προσφέρουσιν εις αυτούς. Θανόντας δε, με την αιώνιον μνήμην».
Επιθυμία του Ζάππα ήταν να ενισχύσει την πατρίδα του, λαμβάνοντας υπόψη του το «έκαστος δέον τη πατρίδι χρήσιμος γενέσθαι και ουδέποτε άχθος αυτής.» Ο Ευαγγέλης Ζάππας υπέβαλε υπόμνημα προς τον Βασιλιά Όθωνα για τη μόνιμη αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα, με το οποίο ανέλαβε και την εξ ολοκλήρου χρηματοδότησή τους. Ως ημερομηνία έναρξης πρότεινε την 25η Μαρτίου 1857, σύμφωνα με την αρχική πρόταση του Σούτσου. Ο Ευαγγέλης Ζάππας ανέλαβε όλα τα έξοδα για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων της αρχαιότητας, την ανακατασκευή του Παναθηναϊκού Σταδίου από μάρμαρο με το υπέρογκο για την εποχή ποσό του 1.200.000 δραχμών, τη δημιουργία του Μεγάρου των Ολυμπίων – του πρώτου Ολυμπιακού κτηρίου της σύγχρονης εποχής - με την παράλληλη λειτουργία Μουσείου και το κόστος της ανά τετραετία τέλεσής τους. Επίσης, πρότεινε τη συμμετοχή των Παναγιώτη και Αλέξανδρου Σούτσου στην Οργανωτική Επιτροπή των Ολυμπίων.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων:
«Ενώ στην Ελλάδα ζυμώνεται το θέμα της αναβίωσης αρχαίων τελετών και αγώνων ήδη από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, ο Ευαγγέλης Ζάππας βρίσκεται στη Ρουμανία. Εκεί γεννιέται ο προβληματισμός του για τον τρόπο, με τον οποίο θα μπορούσαν να αναβιώσουν ανάλογοι θεσμοί, επιμένοντας, μάλιστα, να ονομάζονται Ολυμπιακοί. (…) Ο Ε. Ζάππας, γνωρίζοντας τις μη επιτυχημένες προσπάθειες του παρελθόντος, προχώρησε στη σύνταξη υπομνήματος (…). Το υπόμνημα εστάλη στις αρχές του 1856 και διατύπωνε την πρόταση για διοργάνωση Αγώνων στην Αθήνα στις 25 Μαρτίου 1857. Ο Ζάππας αναλάμβανε τα έξοδα αυτών, καθώς και την ανέγερση ενός Ολυμπιακού κτηρίου.»
Ο Ευαγγέλης Ζάππας απεβίωσε το έτος 1865. Η ιδιόγραφη διαθήκη του είχε ήδη συνταχθεί την 30.11.1860 και δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του (1865) στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με το Διάταγμα της 11.8.1865.
Σύμφωνα με τον εξάδελφό του και εκτελεστή της διαθήκης του, τον Κωνσταντίνο Ζάππα, όπως αποδεικνύεται από τον λόγο που εκφώνησε στα εγκαίνια του Μεγάρου τον Οκτώβριο του 1888: «Ο αρχηγέτης της οικογένειάς μου, ο αγαπητός μου αοίδιμος Ευαγγέλης, απεφάσισεν εξ εμπνεύσεως κλασικής να επαναφέρει εις την Ελλάδα τους αρχαίους χρόνους των Ολυμπιακών Αγώνων, υπό τους όρους και τας συνθήκας της νεωτέρας ζωής.»
Με την από 22 Οκτωβρίου 1860 (έντεκα μήνες μετά την ανεπιτυχή διοργάνωση των πρώτων Ολυμπίων στην Πλατεία Λουδοβίκου και ένα μόλις μήνα πριν από τη σύνταξη της χειρόγραφης διαθήκης – 30 Νοεμβρίου 1860) χειρόγραφη επιστολή του Ευαγγέλη Ζάππα, αποστέλλει προς τον βασιλιά Γεώργιο 300 χρυσές λίρες για την εξαγορά των οικοπέδων του Παναθηναϊκού Σταδίου, γιατί όπως αιτιολογεί στο Στάδιο θα εκφραζόταν καλύτερα το πνεύμα και ο σκοπός των Ολυμπίων!
Καθ’ ύλην αρμόδιος Υπουργός για τη διαχείριση της υπόθεσης υπήρξε ο Α. Ρίζος Ραγκαβής, διαπρεπής Φαναριώτης, λόγιος και διπλωμάτης, ο οποίος διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών του Βασιλιά Όθωνα, την περίοδο 1856-1859, όταν ο Ευαγγέλης Ζάππας του διατύπωσε εγγράφως την πρόθεσή του για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων σε σειρά επιστολών, που αντάλλαξαν. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Ευαγγέλης Ζάππας «θαμπώθηκε», όπως χαρακτηριστικά γράφει, από το «πομπώδες ύφος» του ποιητικού στόμφου του Παναγιώτη Σούτσου, πιστεύοντας ότι «θα επανέφερε τη λαμπρότητα των αρχαίων ημερών με την επανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων», ομολογεί δε την προσπάθειά του «μικράς τινάς μεταρρυθμίσεις να υποβάλω».
Σε συνέντευξή του στη εφημερίδα «Εστία» (Έτος ΙΓ'. τόμος ΚΕ'. Αριθμ. 628, 10 Ιανουαρίου 1888) ο Αλέξανδρος Ραγκαβής αναφέρει:
«Ήμην λοιπόν Υπουργός των 'Εξωτερικών, ότε ο βασιλεύς Όθων μοι ενεχείρισεν επιστολήν ανθρώπου τέως αγνώστου, τον Ευαγγέλη Ζάππα, προτείνοντος επί ιδία δαπάνη ν' ανανεώση τους Ολυμπιακούς Αγώνας. (…)Και ως προς την θέσιν μεν ήθελον αυτήν επί της κορυφής του Σταδίου όθεν η Αυλή και οι Ελλανοδίκαι θα ηδύναντο από ευρέος εξώστου να επιβλέπωσι τους αγώνας και τας μυριάδας των περικαθημένων…Αλλ' άξιον του ευγενούς νοός του Ζάππα ήτον διά μεγάλης δαπάνης ν' ανεγείρη, ως εγκαύχημα των Αθηνών, το στάδιον, οιόν ην εν τη αρχαιότητι.(…) ν' αντιληφθούν οι αναγνώσται τι επεθύμει να προσφέρη εις το Έθνος ο μεγαλόφρων Ηπειρώτης και τι αντί τούτου έπραξαν οι ταχθέντες ως εκτελεσταί των πατριωτικών του σχεδίων, οι οποίοι αν εξ αρχής συνεμορφούντο προς την ωραίαν του έμπνευσιν, θα είχον έκτοτε ασφαλίση εις την Ελληνικήν νεότητα την επαρκή σωματικήν αγωγήν, την οποίαν το σχολαστικόν και αντιφυσιολογικόν σχολικόν καθεστώς δεν εννοεί ακόμη να της αποδώση.»
Ο αρμόδιος για τη διαχείριση της υπόθεσης Υπουργός καταλήγει στα Απομνημονεύματά του:
« (…) Αν όμως ανευρεθώσι, θέλει, νομίζω καταστή προφανές, ότι η πρόθεσις του μεγάλου εθνικού ευεργέτου διεστράφη, παρεννοηθείσα.(…) επέμεινα να επισκευασθή καν ουχ’ ήττον και επιμαρμαρωθή, κατά την πρώτην θέλησιν του Ευαγγέλη Ζάππα, και το Στάδιον διά τους αγώνας. (…) και η μεν διάμετρος να υπερτείνη το στάδιον, έχουσα και μέγαν εξώστην κατά το κέντρον διά την αυλήν κατά την τέλεσιν των αγώνων. (…)Και εγώ δ’ αυτός δεν προέβλεπον τότε, ότι δεκαπέντε θα παρέλθωσιν έτη, χωρίς να περατωθή η οικοδομή, ότι θα εσπαταλάτο εις αυτήν ματαία δαπάνη πενταπλασία, νομίζω, εκείνης ην εδίσταζον κατ’ αρχάς να ομολογήσω τω ιδρυτή, ως προϋπολογισθείσαν. (…)έκτοτε η όλη υπόθεσις παρεξετράπη βαθμηδόν της πρώτης αυτής διευθύνσεως, και λυπηρώς ηλλοιώθη. (…) επί πολύ μεν εματαιώθη, είτε δε διεστράφη του μεγάλου σκοπού η εκτέλεσις. (…) Όταν τούτων την φροντίδα ανέθετεν εις με, φυσικώ τω λόγω αισθάνομαι ότι εκ του τάφου του έχει το δικαίωμα να μοι ζητή λόγον της εκτελέσεως των εντολών τον, δι' ης την ακρίβειαν αναγνωρίζω ότι κατά μέρος ευθύνομαι».
Ύψιστη επιθυμία του Ευαγγέλη Ζάππα ήταν η ανάδειξη του ως αναβιωτή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, όπως αδιάψευστα μαρτυρεί η επιτύμβια στήλη του στον τάφο του, επί της οποίας αναγράφεται: «Έλλησι βασιλικώς αρετής έστησ’ αγώνα, καλόν τε και τέχνης. Ίφιτε, το σον κλέος ουκ άφθιτον μόνον. Ελλάς και εκ του Ζάππα Ολύμπια έχει»
Ο σύγχρονος του Ευαγγέλη Ζάππα λόγιος Μηνάς Μινωίδης, που ζούσε στη Γαλλία, αναφέρει το 1858 στον πρόλογο της έκδοσης του Φιλοστράτου «Περί γυμναστικής» που εκδόθηκε στο Παρίσι:
Περί της των Ολυμπιακών Αγώνων εν Ελλάδι συστάσεως
(...) Ο μεν ευγενής και μεγαλόφρων βαρώνος Σίμων Σίνας επιθυμών της δόξης της Ελλάδος διά της επανόδου της φιλοσοφίας εις την ιδίαν αυτής εστίαν, εξ ης φυγαδευθείσα την Ευρώπην εφώτισεν, εδομήσατο εν Αθήναις τον τηλεφανή Αστερόσκοπον και εκμελετά την όσον ούπω ανέγερσιν της περιβοήτου εκείνης Ακαδημίας του Πλάτωνος’ εω λέγειν ότι εθέλων πολλαπλώς ωφελείν την Ελλάδα και υπηρεσίαν αυτής αναλάβειν κατεδέξατο. (…) Τα νυν δε ο φιλόπατρις, καλός τε καγαθός Ευαγγέλης Ζάππας συνιδών ότι ο ευγενής Σίνας σκοπόν έθετο την διά της φιλοσοφίας βελτίωσιν και ανάπτυξιν της διανοητικής των Ελλήνων δυνάμεως, έγνωκε και αυτός εν μέρει συντελέσαι διά της γυμναστικής προς βελτίωσιν της σωματικής αυτών δυνάμεως, ορθώς και καλώς βουλευσάμενος, ίνα το συναμφότερον βελτιωθώσι νοητικώς και σωματικώς, άτε συνισταμένου του ανθρώπου εκ ψυχής τε και σώματος καθάπερ και ο πυθαγορικός Τιμαίος παραινεί λέγων: «Αρχαί μεν εκ φύσεως, μέσα δε και πέρατα εξ επιμελείας, σώματος τε διά γυμναστικάς, ψυχάς δε διά φιλοσοφίας, αύται γαρ ταις δυνάμεις τρέφοισαι και τονοίσαι και τα σώματα και τας ψυχάς διά πόνων και γυμνασίων.» (…) Άραγε ο κύριος Ζάππας ηθέλησεν βιομηχανικούς αγώνας καταστήσαι;
Ου νομίζω ότι ο φιλογενής ούτος ανήρ όστις ζήλω της των παλαιών Ελλήνων δόξης ορμώμενος ηθέλησε κτισθήναι παλάτιον εκθέσεως ελληνικής τεχνουργίας μη τα εν σπαργάνοις ακμήν ούσης’ που γαρ της Ελλάδος εργαστήρια ή υφαντικά ή μεταλλουργικά ή χαρτοποιά ή, ή, ή, ίνα οι νικώντες βραβεύωνται; οπότε οι Έλληνες άπαντα εκ της Ευρώπης αγοράζουσιν και υφάσματα και ενδύματα και χιτώνια και έπιπλα κ.τ.λ. μηδέν τεχνουργείον καταστήσαντες και προκρίνοντες πέμπειν τα εαυτών τοις ξένοις χρήματα αν’ αυτοί ραστωνεύονται;
Ου νομίζω ως ο κύριος Ζάππας τοιαύτη γνώμη κατέβαλε χρήματα, γιγνώσκων κάλλιστα ότι εκ των τοιούτων τεχνουργημάτων ουδεμία δόξα τη Ελλάδι προσγίνεται αλλά προς ανανέωσιν των αληθώς Ολυμπιακών Αγώνων, ίνα στεφανώνται αθληταί, σταδιοδρόμοι, παλαισταί κ.τ.λ..» Ταύτα την Ελλάδα αναδοξάζουσιν, ταύτα οι Πίνδαροι και οι Σιμωνίδαι και ει τινες άλλοι ανύμνησαν και αθανάτους κατέστησαν τους αθλήσαντας. (…) Έλεγον δ' έτι ως εν Αθήναις η θέσις του Σταδίου υπάρχει, λείπεται δε ανακαινουργηθήναι τα εν εκατέρω τω λόφω καθίσματα και κιγκλίσι περιβάλειν το Στάδιον ου γαρ πρόκειται αγών ιπποδρομίας και αμαξηλασίας, ως μη παρεκτικών σωματικής ισχύος και η τοιαύτη επισκευή του Σταδίου ου μεγάλης δείται δαπάνης, και ου δέονται παλατίου οι γυμναζόμενοι εν ασκίω χώρω.(…) Ταύτα ουν ειδώς και ο φιλογενής και αληθής Έλλην Ζάππας και ενθυμούμενος ότε οι αγώνες ήκμαζον η Ελλάς υπήρξεν ακαταμάχητος…»
Σύμφωνα με τον εξάδελφό του και εκτελεστή της διαθήκης του, τον Κωνσταντίνο Ζάππα, όπως αποδεικνύεται από τον λόγο που εκφώνησε στα εγκαίνια του Μεγάρου τον Οκτώβριο του 1888: «Ο αρχηγέτης της οικογένειάς μου, ο αγαπητός μου αοίδιμος Ευαγγέλης, απεφάσισεν εξ εμπνεύσεως κλασικής να επαναφέρει εις την Ελλάδα τους αρχαίους χρόνους των Ολυμπιακών Αγώνων, υπό τους όρους και τας συνθήκας της νεωτέρας ζωής».
Ύψιστη επιθυμία του Ευαγγέλη Ζάππα ήταν η ανάδειξη του ως αναβιωτή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, όπως αδιάψευστα μαρτυρεί η επιτύμβια στήλη του στον τάφο του, επί της οποίας αναγράφεται:
« Έλλησι βασιλικώς αρετής έστησ’ αγώνα, καλόν τε και τέχνης. Ίφιτε, το σον κλέος ουκ άφθιτον μόνον. Ελλάς και εκ του Ζάππα Ολύμπια έχει».
Ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Οι διαδικασίες για την αναβίωση των Αγώνων ξεκίνησαν επισήμως στις 19 Αυγούστου 1858, όταν υπογράφτηκε το Βασιλικό Διάταγμα «Περί Συστάσεως Ολυμπίων», σύμφωνα με το οποίο τα Ολύμπια διοργανώνονται κατά πάσαν τετραετίαν.
Σύμφωνα με την εφημερίδα «Αθηνά», στο τεύχος της 20ης Αυγούστου 1858:
«Η Α.Μ. η Βασίλισσα υπέγραψε χθες το διάταγμα περί της συστάσεως των Ολυμπιακών Αγώνων οίτινες θέλουσι τελείσθαι ανά πάσαν τετραετίαν και διαρκείν οκτώ ημέρας.»
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1858, τέσσερα χρόνια πριν τη γέννηση του βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν, εκδόθηκε από την Επιτροπή Ολυμπίων ο Κανονισμός Περί Συγκροτήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων, στον οποίο χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Οι καλόμενοι να αγωνισθούν εν τοις Ολυμπιακοίς Αγώσιν, οφείλουσι να δημοπιήσωσι τούτο απ’ ευθείας προς την επί των Ολυμπίων Επιτροπήν.»
Η γενική προκήρυξη αναβίωσης και διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων εξειδικεύτηκε με τους όρους τέλεσης κάθε αγωνίσματος.
Στις 30 Σεπτεμβρίου 1858, τέσσερα χρόνια πριν τη γέννηση του βαρόνου Πιέρ ντε Κουμπερτέν, εκδόθηκε από την Επιτροπή Ολυμπίων ο Κανονισμός Περί Συγκροτήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων, στον οποίο χαρακτηριστικά αναφέρεται: «Οι καλόμενοι να αγωνισθούν εν τοις Ολυμπιακοίς Αγώσιν, οφείλουσι να δημοπιήσωσι τούτο απ’ ευθείας προς την επί των Ολυμπίων Επιτροπήν»
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες που διοργανώθηκαν στην Αθήνα στις 15 Νοεμβρίου 1870 αναβίωσαν το θεσμό με απόλυτη επιτυχία.
Επιπλέον των στοιχείων που αναβίωσαν από την αρχαιότητα, προστέθηκαν νέα χαρακτηριστικά που επιβιώνουν έως σήμερα: η Τελετή Έναρξης, ο Ολυμπιακός Ύμνος, οι Αθλητικές Ενδυμασίες, η Χρονομέτρηση, η Βράβευση των τριών πρώτων αθλητών, η Απονομή Μεταλλίων, η απονομή Διπλωμάτων, οι Χορηγοί, η παρουσία γυναικών στις κερκίδες, η Τελετή Λήξης.
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες του 1870 ξεκίνησαν με την ανάκρουση του πρώτου Ολυμπιακού ύμνου, σε στίχους του καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Ορφανίδη και μουσική του μουσικοσυνθέτη Ραφαήλ Παριζίνη:
«Ίτε παίδες κλεινοί των Ελλήνων
σας καλεί δαφνηφόρος αγών
εν Σταδίω τιμής και κινδύνων
ας εισέλθη καθείς σας σφριγών.
Όσοι έχετε βράζον το αίμα
και τα στήθη σας δόξα κεντά
όσοι έχετε πύρινον βλέμμα
σας η Νίκη εδώ χαιρετά.
Μιμηταί των προγόνων φανήτε
ας σας βρέξη αμίλλης ιδρώς
και το καύχημα πάλιν γενήτε
νέα τέκνα της νέας Μητρός.
Με χαράν η Ελλάς θ’ ατενίση
τον χορόν των καλών νικητών
κι’ η του Ζάππα σκιά θα σκιρτήση
εις τους πρώτους θριάμβους αυτών.
Ας παλαίση το θάρρος προς θάρρος
νους προς νουν και ισχύς προς ισχύν
είν’ ο άνανδρος άχρηστον βάρος
κι’ είναι ήρως ο έχων ψυχήν.
Χαίρε άναξ κλεινέ των Ελλήνων
υπό σε νέα άρχετ’ ηώς
νέον μέλλον το Έθνος λαμπρύνον
μετ’ αυτού ας σε σκέπ’ ο Θεός.»
Η Εφημερίδα Αλήθεια (16 Νοεμβρίου 1870, αρι. 1261) γράφει:
«Μετά πάροδον πολλών αιώνων καθ’ ους πάντες οι εθνικοί αγώνες ηφανίσθησαν από προσώπου Ελλάδος το δε κάλλιστον των Αθήνησιν μεγαλοπρεπών κτιρίων το Παναθηναϊκόν Στάδιον παρέστην εις την ταπεινοτέρα αφάνεια και μόλις ίχνη αυτού εναπέμειναν επέπρωτο εν ταις ημέραις ημών να επανέλθη τούτο εις την ζωήν.
Το Παναθηναϊκόν Στάδιον υπήρξε χθες δι’ όλης της ημέρας το συγκείμενον μέρος, εις ο συνέρρευσαν πολλαί μυριάδες λαού, θεασάμεναι αυτόθι τους τελεσθέντας Ολυμπιακούς ή γυμναστικούς αγώνας…
Έτι προ της μεσημβρίας χθες ο κόσμος έσπευδεν εις το Στάδιον ίνα καταλάβη θέσιν. Περί την 1 ώραν μ.μ. έφθασαν αυτόσε αι Α.Α.Μ.Μ. Την στιγμήν εκείνην πάντα τα πέριξ ήσαν κατακεκαλυμμένα θεατών. Υπό τον ήχον της μουσικής ήρξαντο οι αγώνες συμφώνως προς το πρόγραμμα της επιτροπής, εν όψει του παρισταμένου πλήθους και υπό τον ακριβή και αυστηρόν έλεγχον των ελλανοδικών κκ. Φιλ. Ιωάννου Κ. Βουσάκη κ.ά.
Οι αθληταί ευπρεπώς και ομοιομόρφως εσταλμένοι, δίκην των αρχαίων, εξετέλεσαν τους εν τω προγράμματι άθλους διά πολλής ακριβείας και κανονικότητος. Ανά πάσαν δεν ανάρρησιν Ολυμπιονίκου εδίδετο αυτώ από των χειρών του βασιλέως ή της βασιλίσσης τα εκ στεφάνου ή κλάδου ελαίας ή δάφνης βραβεία, παρόντος του προέδρου κ. Χρηστίδου. Και υπό τα μάλλον παρατεταμένα και μάλλον ζωηρά χειροκροτήματα των θεατών και παιανιζούσης της μουσικής.
Ποτέ άλλοτε δεν παρεστάθη εν Αθήναις πανηγυρικώτερον και μάλλον ευχάριστον και φαιδρόν θέαμα, και αυτή η κατάστασις της ημέρας συνεβάλετο όπως η εθνική αυτή εορτή καταστή λαμπροτέρα. Τρισμύριοι ίσως πολίται πάσης ηλικίας και τάξεως και παντός γένους διέμειναν υπέρ τας τέσσαρας ώρας υπαίθριοι, χωρίς το παραμικρόν άτοπον ουδαμού να παρατηρηθή…
Εν Αθήναις το πλείστον του πληθυσμού κατέλιπε την πόλιν και διημέρευσεν εν τω Σταδίω, εκ δε του Πειραιώς, χάρις εις τον σιδηρόδρομον, υπερδισχίλιοι ανέβησαν εις Αθήνας, δεν έλειψαν δε και τα πέριξ των Αθηνών να μετάσχωσιν εν μεγάλω αριθμώ. Πάντες ανεχώρησαν περί την δύσιν του ηλίου φαιδροί και αγαλλόμενοι επί τοις γενομένοις. Άπειροι μεταξύ των θεατών διεκρίνοντο αλλογενείς και ξένοι, μάρτυρες και ούτοι των προκειμένων αγώνων».
Όπως αναφέρει η εφημερίδα «Αιών» στο φύλλο της 16ης Νοεμβρίου 1870:
«Το Παναθηναϊκό Στάδιο υπήρξε χθες, καθ’ όλη τη διάρκεια της ημέρας, το μέρος στο οποίο συνέρρευσαν πολλές χιλιάδες λαού, ως θεατές των τελεσθέντων Ολυμπιακών Αγώνων... Μετά από την πάροδο πολλών αιώνων, στη διάρκεια των οποίων οι Ολυμπιακοί Αγώνες είχαν αφανισθεί από προσώπου Ελλάδας και το καλύτερο και μεγαλοπρεπέστερο κτίριο των Αθηνών βρισκόταν σε πλήρη αφάνεια και εγκατάλειψη, αυτή την ημέρα επανήλθαν στη ζωή».
Η ΕΚΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ
Μετά το τέλος των Αγώνων, η αγωνόδικος επιτροπή (αποτελεσθείσα εκ των καθηγητών του Πανεπιστημίου Φιλίππου Ιωάννου, Κωνστ. Βουσάκη και Γ. Παπαδόπουλου και του Γυμνασιάρχου των αγώνων Ιουλίου Ένιγγ) υπέβαλε στην Επιτροπή των Ολυμπίων την ακόλουθη έκθεση:
«Η συρροή των θεατών η μέχρι δακρύων συγκινήσασα τους αναπολήσαντας τας ημέρας της προγονικής ευκλείαςκαθώς και ο υπό πολλών εκφρασθείς πόθος του να κατασταθή πρακτικώτερος ο αρτισύστατος ούτος θεσμός των Ολυμπιακών αγώνων, σαφώς επεμαρτύρουν ότι η εθνική συνείδησις επεζήτει και την κοινωνικήν του εφαρμογής επ’ αγαθώ της καθ’ ημάς γενεάς.
Ούτω δε και μόνον οι Ολυμπιακοί Αγώνες, τους οποίους η ευσεβής σκιά του Ευαγγέλη Ζάππα πειράται ν’ ανακαλέση εις την ζωήν δύνανται να ευοδωθώσιν, χορηγούντων εις τούτο και των εκτελεστών της διαθήκης, διότι ουδεμία άλλη χρήσις των χρημάτων τούτων δύναται να γίνη σκοπιμώτερον προς τα εκπαιδευτικά του Έθνους συμφέροντα...»
Η Εφημερίς Αλήθεια (16 Νοεμβρίου 1870, αρι. 1261) αναφέρει:
Η Α.Μ. ο Βασιλεύς έπεμψε χθες την νύκτα δι’ ενός των υπασπιστών Του προς τον κ. Χρηστίδην την εξής αντίγραφον επιστολήν Του μετά του Μεγαλοσταύρου.
«Κύριε Χρηστίδη!
Η επιτυχία της Εκθέσεως και των Ολυμπιακών Αγώνων, δι’ ων επραγματοποιήθη ο γενναίος και πατριωτικός σκοπός του ευεργέτου της Ελλάδος Ζάππα, μεγάλη δε περιεποιήθη τιμή εις το έθνος, ούτινος η πρόοδος κατέστη ήδη αναμφίβολος, οφείλεται ιδίως εις τον ζήλον και την φιλοπονίαν υμών, διό ως δείγμα τες τε ευαρεσκείας και της ιδιαιτέρας υπολήψεώς Μου, απονέμω υμίν τον Μεγαλόσταυρον του Σωτήρος, και συγχαίρω επί τη τιμή ταύτη, ης δικαίως αξούσθε.
Εν Αθήναις τη 15 Νοεμβρίου 1870,
Όλως Υμέτερος
ΓΕΩΡΓΙΟΣ»
ΟΙ ΠΡΩΤΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Η αναβίωση των Ολυμπιακών είναι διαφορετικό ζήτημα από τη διεθνοποίησή τους. Οι Ολυμπιακοί του 1896 συνιστούν τη δεύτερη διοργάνωση των Αγώνων και την πρώτη διεθνή, με τη συμμετοχή αθλητών από 14 κράτη. Εφόσον οι Ολυμπιακοί Αγώνες της αρχαιότητας διεξάγονταν μόνο στην Ελλάδα, η διοργάνωσή τους το 1870 στο Παναθηναϊκό Στάδιο της Αθήνας συνιστά την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων στη σύγχρονη εποχή.
Το ιστορικό αυτό δεδομένο εξηγεί και την ικανότητα των Ελλήνων να διοργανώσουν άρτια τους Αγώνες του 1896 σε δύο μόλις χρόνια από την ανάθεσή τους το 1894. Σημειωτέον ότι ακόμα και στη σημερινή εποχή, από την ημερομηνία ανάθεσής τους το 1997 μεσολάβησαν επτά έτη μέχρι τη διεξαγωγή τους το 2004. Επιπροσθέτως, εξηγεί τους λόγους για τους οποίους, ενώ οι Αγώνες του 1900 ανατέθηκαν στο Παρίσι στην ίδια συνεδρίαση με την Αθήνα το 1894, παρότι οι Γάλλοι είχαν έξι χρόνια για να προετοιμάσουν την τέλεσή τους, δεν κατάφεραν να διοργανώσουν Αγώνες, τουλάχιστον με τη μορφή που είναι σήμερα αντιληπτή.
Ως αποτέλεσμα του ενθουσιασμού που είχαν προκαλέσει η αναβίωση των Αγώνων το 1870, οι αρχαιολογικές ανακαλύψεις στην Ολυμπία το 1881 και στους Δελφούς το 1893, κατά τη διάρκεια του Διεθνούς Αθλητικού Συνεδρίου που διεξήχθη στο Παρίσι το 1894, ο βαρώνος Πιέρ ντε Κουμπερτέν πρότεινε τη διοργάνωση Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων ανά τετραετία. Εκ μέρους της Ελλάδας προσκλήθηκε να λάβει μέρος ο Πανελλήνιος Γυμναστικός Σύλλογος και ο Ιωάννης Φωκιανός ορίσθηκε επίτιμος Αντιπρόεδρος του Συνεδρίου. Τελικά, τον Πανελλήνιο εκπροσώπησε στο Συνέδριο (κατόπιν προτάσεως του Φωκιανού) ο Δημήτριος Βικέλας, ο οποίος διέμενε στο Παρίσι και υπέβαλε υπόμνημα που συνέταξε ο Φωκιανός, στο οποίο ανέφερε ότι «το ένδοξο όνομα των Ολυμπιακών Αγώνων ανεκλήθη ήδη στη ζωή, χάρη στη μεγαλοδωρία των Ευαγγέλη και Κωνσταντίνου Ζάππα».
Κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου αποφασίστηκε η σύσταση της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, εκλέχθηκε Πρόεδρος αυτής ο Δημήτριος Βικέλας, αποφασίστηκε η διοργάνωση των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων ανά τετραετία με τη μορφή παγκοσμίων πρωταθλημάτων και ανατέθηκε η τέλεση των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα το 1896.
Το πρόγραμμα των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1896 βασίστηκε στο αντίστοιχο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1870. Η διάκριση μεταξύ ερασιτεχνών και επαγγελματιών, ο Ολυμπιακός Ύμνος, οι τελετές έναρξης και λήξης, τα διπλώματα, τα μετάλλια, οι αθλητικές ενδυμασίες ακόμη και οι χορηγοί ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα και κληροδοτήθηκαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1870 στους Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες
Στο πρώτο άρθρο του, ως πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, το 1894, ο Δημήτρης Βικέλας έγραψε: «Το ένδοξο όνομα των Ολυμπιακών Αγώνων έχει ήδη αναβιώσει στην Αθήνα χάρη στη γενναιοδωρία δύο Ελλήνων, του Ευαγγέλη και του Κωνσταντίνου Ζάππα. Ο στόχος της αναβίωσης ήταν η διοργάνωσή τους κάθε τέσσερα χρόνια.»
Στο κύριο άρθρο του πρώτου φύλλου του Δελτίου της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής με τον τίτλον «Αθήναι 1896», ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν έγραψε:
«Το αθλητικόν συνέδριον εκφράσαν την ευχήν όπως οι Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες τελεσθούν το πρώτον εις τας Αθήνας τω 1896, δεν έκαμε τίποτε άλλο ειμή να αποδώση τα του Καίσαρος τω Καίσαρι. Η γόνιμος ιδέα της ανασυστάσεως των Αγώνων τούτων είναι ιδέα εξαιρετικώς ελληνική».
Πρόθεση του Βικέλα ήταν η Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων να λειτουργήσει ως βάση για τη διοργάνωση των Αγώνων του 1896. Όμως παρότι ενημερώθηκε για τη διοργάνωση του Συνεδρίου και προσκλήθηκε σε αυτό, όχι μόνο δεν συμμετείχε αλλά απέστειλε επιστολή το Νοέμβριο του 1894 προς τον Coubertin με την οποία τον απέτρεπε ακόμα και να επισκεφτεί την Αθήνα, αναφέροντας: «Εις εν νεαρόν έθνος η ακριβής αντίληψις του θεσμού των αθλητικών αγωνισμάτων δεν υφίσταται ποσώς», προτείνοντάς του να περιμένει τη διοργάνωση των Αγώνων στο Παρίσι το 1900.
Τελικά, η έναρξη των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων έγινε την 25η Μαρτίου του 1896, σύμφωνα με το σχέδιο Νόμου που είχε υποβάλει ο Παναγιώτης Σούτσος το 1835 (για την καθιέρωση της Εθνικής Εορτής) και ο Ευαγγέλης Ζάππας το 1856 (για τη μόνιμη ανά τετραετία τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα).
Το πρόγραμμα των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 1896 βασίστηκε στο αντίστοιχο των Ολυμπιακών Αγώνων του 1870. Η διάκριση μεταξύ ερασιτεχνών και επαγγελματιών, ο Ολυμπιακός Ύμνος, οι τελετές έναρξης και λήξης, τα διπλώματα, τα μετάλλια, οι αθλητικές ενδυμασίες ακόμη και οι χορηγοί ήταν μερικά από τα χαρακτηριστικά που δεν υπήρχαν στην αρχαιότητα και κληροδοτήθηκαν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1870 στους Διεθνείς Ολυμπιακούς Αγώνες.
Στην επιστολή που απέστειλε ο Πρώτος Πρόεδρος της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής Δημήτρης Βικέλας μετά τη επιτυχία της διεθνούς διοργάνωσης προς τον Coubertin και όλα τα μέλη της τον Μάϊο του 1896, ξεκαθαρίζει εν συντομία τη ιστορία της αναβίωσης των Αγώνων: «Όπως γνωρίζετε, η ιδέα της αναβίωσης των αρχαίων Αγώνων ανήκε στον Ευαγγέλη Ζάππα, ο οποίος τους ίδρυσε δίνοντάς τους το όνομα Ολυμπιακοί. Από τότε, το 1859 εορτάζονται οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Αυτοί οι αγώνες δεν ήταν διεθνείς. Η επιτυχία των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 δημιούργησε την επιθυμία για την επανάληψή τους… Το όνομα των Ολυμπιακών Αγώνων αποκαταστάθηκε στην ιστορία από τη δωρεά του Ευαγγέλη Ζάππα».
Η υπέρ κάθε προσδοκίας επιτυχία των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων των Αθηνών οδήγησε τον Βασιλιά Γεώργιο να εκφράσει την ημέρα της λήξης τους δημοσίως την ευχή για μόνιμη τέλεση των Αγώνων στην Αθήνα. Καθώς οι Διεθνείς Αγώνες του 1900 είχαν ήδη ανατεθεί στο Παρίσι – για να διοργανωθούν ως μέρος της Παγκόσμιας Έκθεσης – ο Βικέλαςπρότεινε τη μόνιμη οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα ανά τετραετία στα ενδιάμεσα έτη και ζήτησε τη σύγκληση του δεύτερου Διεθνούς Ολυμπιακού συνεδρίου το 1897, στο οποίο, όμως, η Ελλάδα τελικά δεν παρέστη. Το 1899 ψηφίστηκε με το Νόμο ΒΧΚΑ’/1899 η δημιουργία της Επιτροπής Ολυμπιακών Αγώνων με σκοπό την ανά τετραετία εξακολούθηση των τελεσθέντων Αγώνων του 1896.
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΟΥ 1906 ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Η μορφή των πρώτων Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων που διοργανώθηκαν στην Αθήνα το 1896 αξιοποίησε αδιαμφισβήτητα όλα τα συστατικά στοιχεία της σύγχρονης Ολυμπιακής ταυτότητας.
Αντιθέτως, οι ασκήσεις, όμως, που διοργανώθηκαν το 1900 στο Παρίσι με την ονομασία «EXPOSITION UNIVERSELLE de 1900, CONCOURS D΄ EΧERCICES PHYSIQUES & DE SPORTS» δεν είχαν τα ανωτέρω συστατικά των Ολυμπιακών Αγώνων χαρακτηριστικά. Μεταξύ άλλων δεν διεξήχθησαν σε στάδιο και δεν ήταν αντιληπτοί ως διακριτοί Ολυμπιακοί.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο της οργανωτικής επιτροπής της Παγκόσμιας Έκθεσης Αλφρέντ Πικάρ: «ο αθλητισμός είναι μια άχρηστη και γελοία δραστηριότητα».
H ονομασία «Ολυμπιακοί Αγώνες» δεν αναφερόταν σε κανένα σημείο της διοργάνωσης. Το πρόγραμμά τους είχε τοντίτλο «Programmes des Concours Internationaux Nationale 1900, Exposition Universelle Internationale de 1900. Concours Internationaux d’ Exercises Physiques et de Sports. Paris, Imprimerie Nationale 1900».
Ο ίδιος ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν δήλωσε ότι: « Οι ασκήσεις που έγιναν στο Παρίσι το 1900 δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως Ολυμπιακοί Αγώνες»
Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Χρυσάφης, Διευθυντής της Σωματικής Αγωγής παρά τω Υπουργείω της Παιδείας και επικεφαλής του Τμήματος Φυσικής Αγωγής του Πανεπιστημίου Αθηνών: «οι αγώνες αυτοί αποκαλούνται Διεθνείς διαγωνισμοί σωματικών ασκήσεων και ουχί Ολυμπιακοί Αγώνες.»
Η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή δεν συμμετείχε στη διεξαγωγή των ασκήσεων και κανένα μέλος της δεν παρευρέθηκε.
Ο Πιέρ ντε Κουμπερτέν δήλωσε ότι: « οι ασκήσεις που έγιναν στο Παρίσι το 1900 δεν μπορούν να χαρακτηρίζονται ως Ολυμπιακοί Αγώνες».
Οι διαγωνισμοί που διεξήχθησαν το 1904 στο Σαίντ Λούις στο πλαίσιο της Διεθνούς Έκθεσης έθεσαν σε κίνδυνο ακόμη και τη μελλοντική τέλεση των Αγώνων. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής με τον τίτλο «Lost in chaos», «δυστυχώς επανέλαβαν όλα τα λάθη του 1900. Οι διάφορες εκδηλώσεις ήταν διεσπαρμένες σε διάφορα σημεία για περισσότερους από τέσσερις μήνες και χάθηκαν στο χάος μιας διεθνούς έκθεσης που εόρταζε την εξαγορά της Λουϊζιάνα από τους Γάλλους». Ανάμεσα σε άλλα ευτράπελα, διοργανώθηκαν οι «Μέρες Ανθρωπολογίας» στο αποκαλούμενο «Human Zoo», ώστε να εξετάσουν τις φυσικές ικανότητες των «πρωτόγονων» - όπως αποκαλούσαν τους αυτόχθονες - με στόχο την «απόδειξη της ανωτερότητας της λευκής φυλής».
Η επιβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων οφείλεται στη διοργάνωση των Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων του 1906 στην Αθήνα, όπου διεξήχθησαν αποκλειστικά και μόνο αθλητικοί Αγώνες.
Ο Πιερ ντε Κουμπερτέν παραδέχτηκε στα απομνημονεύματά του, για τους Αγώνες του 1906, πως «αυτοί ήταν οι καλύτεροι Αγώνες από όσους είχαν μέχρι τότε διοργανωθεί.»
Η διοργάνωση των Β΄ Διεθνών Ολυμπιακών Αγώνων του 1906 προέκυψε ως μια συμβιβαστική λύση μεταξύ της Ελλάδας - που ζητούσε επιτακτικά τη μόνιμη τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα για να διασώσει το θεσμό - και του βαρόνου ντε Κουμπερτέν. Η λύση που βρέθηκε από κοινού ήταν να διεξάγονται κάθε δύο χρόνια οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην Αθήνα και κάθε τέσσερα χρόνια οι Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες σε μια διαφορετική χώρα του κόσμου.
Η έναρξη των Αγώνων του 1906 έγινε στο Παναθηναϊκό Στάδιο, παρουσία του Βασιλιά Γεωργίου Α’, του Βασιλιά Εδουάρδου της Μ. Βρετανίας και 75.000 θεατών. Οι ξένοι αθλητές έμεναν στο Μέγαρο των Ολυμπίων (Ζάππειο), που ήταν και το πρώτο Ολυμπιακό Χωριό.
Ο Πιερ ντε Κουμπερτέν παραδέχτηκε στα απομνημονεύματά του ότι «αυτοί ήταν οι καλύτεροι Αγώνες από όσους είχαν μέχρι τότε διοργανωθεί.»
Σύμφωνα με την επίσημη άποψη της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής:
«Οι Διεθνείς Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας του 1906, δυστυχώς σήμερα αποκαλούνται "Μεσοολυμπιάδα" παρά το γεγονός ότι είχαν διεξαχθεί υπό την αιγίδα της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής, η οποία μέχρι το 1972 τους συμπεριλάμβανε στον επίσημο Ολυμπιακό Οδηγό της και σε όλα τα σχετικά στατιστικά στοιχεία που εξέδιδε».
Η ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΩΝ ΟΛΥΜΠΙΑΚΩΝ ΑΓΩΝΩΝ
Η ονομασία της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά επισήμως στη σύγχρονη εποχή στις 30 Σεπτεμβρίου 1858, με τον «Κανονισμό Περί Συγκροτήσεως των Ολυμπιακών Αγώνων» και τον «Κανονισμό των Ολυμπιακών Αγώνων» που συνέταξε η Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων κατ’ εφαρμογή του από 19 Αυγούστου 1858 Βασιλικού Διατάγματος (ΦΕΚ αριθμ.38) «Περί συστάσεως Ολυμπίων.»
Αδιάψευστα τεκμήρια της ιστορικής αλήθειας αποτελούν τα εισιτήρια των διοργανώσεων:
Το εισιτήριο των Αγώνων του 1870 αναγράφει:
«1870,
ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ,
Εισιτήριον προσωπικόν, Εν τω Παναθηναϊκό Σταδίω, Κυριακή 15 Νοεμβρίου.»
Το εισιτήριο των Αγώνων του 1896 αναγράφει:
«Εισιτήριο Διαρκές,
ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ.»
Το δίπλωμα των Αγώνων του 1896 αναγράφει:
«ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ,
Απονέμεται το δίπλωμα τούτο τω... νικήσαντι εν τω αγωνίσματι...»
Το δίπλωμα των ασκήσεων του 1900 αναγράφει:
«REPUBLIQUE FRANCAIS,
EXPOSITION UNIVERSELLE de 1900,
CONCOURS D΄ EΧERCICES PHYSIQUES & DE SPORTS. »
H ονομασία «Ολυμπιακοί Αγώνες» δεν αναφέρεται σε κανένα σημείο της διοργάνωσης.
Το δίπλωμα των διαγωνισμών του 1904 αναγράφει:
«UNITED STATES OF AMERICA,
UNIVERSAL EXPOSITION SAINT LOUIS 1904,
The International Jury of Awards has conferred
A GRAND PRIZE to…»
Το δίπλωμα των Αγώνων του 1906 αναγράφει:
«Β΄ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ,
Απονέμεται το δίπλωμα τούτο τω... μετά μεταλλίου...ενίκα νίκην»
*Ο Δημήτρης Τζιώτης είναι Σύμβουλος Στρατηγικής. Στον τομέα του αθλητισμού έχει σχεδιάσει την στρατηγική για τη διεκδίκηση των Ολυμπιακών Αγώνων Αθήνα 2004, την Πολιτιστική Ολυμπιάδα, την Ολυμπιακή Εκεχειρία και τη Διεθνή Ολυμπιακή Ακαδημία. Το βιβλίο του "H ιδέα του φωτός" αναδεικνύει μια διαφορετική και άγνωστη, σε πολλούς, πτυχή της πραγματικής ιστορίας πίσω από την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων.
πηγή:https://www.news247.gr/sunday-edition/h-alithini-istoria-anaviosis-ton-olympiakon-agonon.9305415.html