Η Αγκυρα συμφώνησε με το Βερολίνο, το Παρίσι και το Λονδίνο να υπάρξει συνάντηση του προέδρου Ερντογάν με τους ηγέτες των τριών «Μεγάλων» της Ευρώπης, την Ανγκελα Μέρκελ, τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Μπόρις Τζόνσον, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη βρετανική πρωτεύουσα στις 3-4 Δεκεμβρίου.
Στις 8 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε στην Κωνσταντινούπολη μια συνάντηση η οποία πέρασε μάλλον στα ψιλά των μέσων ενημέρωσης. Ο εκπρόσωπος της τουρκικής Προεδρίας Ιμπραήμ Καλίν συναντήθηκε με τους διπλωματικούς συμβούλους της Γερμανίας, της Γαλλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου, τους κ. Γιαν Χέκερ, Κλεμάν Μπον και Ντέιβιντ Κουέιρι αντιστοίχως. Ο κ. Καλίν δεν είναι, για όσους γνωρίζουν, απλώς ο εκπρόσωπος Τύπου του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν.
Είναι εδώ και αρκετά χρόνια ο εξ απορρήτων σύμβουλός του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και άνθρωπος ειδικών αποστολών, κάτι το οποίο φάνηκε κατά τις πρόσφατες κρίσιμες συνομιλίες με τους Αμερικανούς και τους Ρώσους για το Συριακό. Μετά τη συνάντηση ο κ. Καλίν προχώρησε σε μια επίσημη ανακοίνωση η οποία επίσης πέρασε στα ψιλά.
Η Άγκυρα συμφώνησε με το Βερολίνο, το Παρίσι και το Λονδίνο να υπάρξει συνάντηση του προέδρου Ερντογάν με τους ηγέτες των τριών «Μεγάλων» της Ευρώπης, την Ανγκελα Μέρκελ, τον Εμανουέλ Μακρόν και τον Μπόρις Τζόνσον, στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη βρετανική πρωτεύουσα στις 3-4 Δεκεμβρίου.
Με τις εξελίξεις στη Βορειοανατολική Συρία να έχουν λάβει εσχάτως καταιγιστικές διαστάσεις, την τουρκική στάση στην Ανατολική Μεσόγειο σε σχέση με τις γεωτρήσεις και το Κυπριακό να παραμένει άτεγκτη, το Μεταναστευτικό να προκαλεί πολύ μεγάλο πονοκέφαλο στην Αθήνα και τον κ. Ερντογάν να κινείται με σχετική άνεση μεταξύ του ρώσου προέδρου Βλαντίμιρ Πούτιν και του αμερικανού ομολόγου του Ντόναλντ Τραμπ, η συνάντηση της Κωνσταντινούπολης και εκείνη που αναμένεται να ακολουθήσει στις αρχές Δεκεμβρίου στο Λονδίνο καταδεικνύουν μια σκληρή αλήθεια για την Αθήνα.
Το «αποκούμπι» της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΕΕ) δεν μπορεί να προσφέρει στην ελληνική πλευρά τις διασφαλίσεις που θα επιθυμούσε αναφορικά με το σύνολο των ελληνοτουρκικών σχέσεων και ενδεχομένως ούτε για μέρος αυτών.
Για τους έμπειρους παρατηρητές των ευρωπαϊκών εξελίξεων και όχι για τους όψιμους αφιχθέντες στη σκληρή πραγματικότητα της διεθνούς πολιτικής, ο κ. Ερντογάν έχει ουσιαστικά πάψει να ασχολείται με την ΕΕ. Αυτό που επιδιώκει είναι η άμεση πολιτική συναλλαγή με τους τρεις «Μεγάλους», δηλαδή τη Γερμανία, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, ως «ίσος προς ίσους».
Αυτό δε που πρέπει να συνυπολογιστεί είναι ότι οι τρεις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις δεν έχουν πρόβλημα να συνομιλούν σε ένα τέτοιο επίπεδο με την Αγκυρα (στοιχείο που φέρεται να έχει ενοχλήσει άλλα κράτη-μέλη, όπως η Ισπανία), ενώ είναι εντυπωσιακό το γεγονός ότι στις συνομιλίες αυτές συμμετέχει το Ηνωμένο Βασίλειο που σύντομα πρόκειται να αποχωρήσει από την ΕΕ – εκτός κι αν οι προσεχείς εκλογές δημιουργήσουν νέες απρόβλεπτες περιπλοκές.
Την ίδια στιγμή τα βλέμματα ήταν στραμμένα σε μια πιθανή νέα ισορροπία στις σχέσεις Ουάσιγκτον – Αγκυρας που θα μπορούσε να διαμορφωθεί μετά τη συνάντηση Τραμπ – Ερντογάν στον Λευκό Οίκο την περασμένη Τετάρτη, στην οποία θα δοκιμαστεί η προσωπική σχέση των δύο ηγετών και θα φανεί αν τα οικονομικά συμφέροντα των οικογενειών των δύο προέδρων θα παρακάμψουν τη σφοδρή αντίθεση του αμερικανικού κατεστημένου εναντίον της σημερινής τουρκικής ηγεσίας.
Η Αθήνα και παράλληλα η Λευκωσία οφείλουν, εξηγούσαν μιλώντας στο «Βήμα» διπλωματικές πηγές, να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη τους την εξέλιξη που σηματοδότησε η συνάντηση της Κωνσταντινούπολης και να την εντάξουν στους σχεδιασμούς τους. Στην ελληνική πρωτεύουσα, μετά τη συνάντηση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον κ. Ερντογάν στο περιθώριο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στη Νέα Υόρκη στα τέλη Σεπτεμβρίου, αναζητείται βηματισμός στις ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Οι δίαυλοι επικοινωνίας εμφανίζονται παγωμένοι, καθώς η Αγκυρα έχει αυτή την περίοδο άλλες προτεραιότητες (Συριακό) και δείχνει να αγνοεί την Αθήνα που την ίδια στιγμή προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει λύσεις στο Μεταναστευτικό.
Η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών είναι προς το παρόν διστακτική στην ανάληψη πρωτοβουλιών και περιορίζεται σε λεκτικές καταγγελίες της τουρκικής συμπεριφοράς. Σύμφωνα με πολύ αξιόπιστες πηγές, στο παρασκήνιο παρατηρούνται ορισμένες αρρυθμίες στις σχέσεις Αθηνών – Λευκωσίας εν όψει της προσεχούς τριμερούς συνάντησης για το Κυπριακό στις 25 Νοεμβρίου στο Βερολίνο υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, αλλά και του ενδεχομένου σύγκλησης πενταμερούς διάσκεψης με τη συμμετοχή των εγγυητριών δυνάμεων. Στην παρούσα φάση η Αθήνα φαίνεται να επιδιώκει μια αποστασιοποίηση από «τα βαθιά» του Κυπριακού, που δεν είναι βέβαιο ότι συνιστά ώριμη και επεξεργασμένη πολιτική.
Η απόρριψη των περιοριστικών μέτρων
Παράλληλα στη Λευκωσία οι πανηγυρισμοί των τελευταίων ημερών για την υιοθέτηση από το Συμβούλιο της ΕΕ – την περασμένη Δευτέρα 9 Νοεμβρίου – πλαισίου περιοριστικών μέτρων για τις παράνομες δραστηριότητες γεωτρήσεων της Τουρκίας στην Ανατολική Μεσόγειο ίσως να συσκοτίζουν τις πραγματικές διαστάσεις αυτής της εξέλιξης.
Ο κ. Ερντογάν έσπευσε σε λιγότερο από 24 ώρες να απορρίψει τη σχετική απόφαση που μεταξύ άλλων προβλέπει ότι δύνανται να τεθούν υπό καθεστώς κυρώσεων πρόσωπα ή οντότητες που ευθύνονται για παράνομες δραστηριότητες γεώτρησης εντός των χωρικών υδάτων, της υφαλοκρηπίδας ή της ΑΟΖ της Κύπρου ή τις υποστηρίζουν οικονομικά και τεχνικά. Δεν είναι η πρώτη φορά που πράττει κάτι ανάλογο ο τούρκος πρόεδρος και ούτε φαίνεται πιθανό να μεταβάλει στάση στο μέλλον επί του θέματος αυτού. Υπενθυμίζεται δε ότι η υιοθέτηση των περιοριστικών μέτρων απαιτεί ομοφωνία. Παράλληλα, το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών έκανε αναφορά σε «ακατάληπτα βήματα» εκ μέρους της ΕΕ.
Πρώτη Σύνοδος του Ελληνο-ισραηλινού Φόρουμ στην Ιερουσαλήμ
Με μεγάλη επιτυχία πραγματοποιήθηκε στην Ιερουσαλήμ στις 12-14 Νοεμβρίου η 1η Σύνοδος του Ελληνο-ισραηλινού Φόρουμ, το οποίο έχει σκοπό να εγκαινιάσει έναν σταθερό και διαρκή διάλογο μεταξύ των δύο χωρών σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών και να ενθαρρύνει τη διεύρυνση της διμερούς συνεργασίας. Το Φόρουμ (στο οποίο συμμετέχει και «Το Βήμα» μέσω του γράφοντος) ιδρύθηκε κατόπιν πρωτοβουλίας του ισραηλινού B’nai B’rith World Center και στη συνάντηση συγκεντρώθηκαν ακαδημαϊκοί, αναλυτές, δημοσιογράφοι όχι μόνο από την Ελλάδα και το Ισραήλ, αλλά και από την Κύπρο, καθώς η Μεγαλόνησος αποτελεί βασικό πυλώνα των τριμερών σχημάτων συνεργασίας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο σκοπός του Φόρουμ είναι να αποτελέσει έναν σταθερό θεσμό μέσω του οποίου οι δύο χώρες θα ανταλλάσσουν ιδέες και προτάσεις για το μέλλον των σχέσεών τους.
Οι εργασίες του Φόρουμ κάλυψαν όλο το πιθανό φάσμα των διμερών – αλλά και τριμερών – σχέσεων. Η συνεργασία στην άμυνα και στην ασφάλεια συζητήθηκε εκτενώς και είναι σαφές ότι η ενίσχυση και εμβάθυνση των δεσμών στον τομέα αυτό έχει προχωρήσει ραγδαία. Μεγάλο μέρος των συζητήσεων αναλώθηκε, όπως είναι φυσικό, στην ενεργειακή συνεργασία.
Η κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου East Med είναι ένα μείζον πολιτικό σχέδιο, αλλά από άποψη οικονομικής βιωσιμότητας παραμένει αμφιλεγόμενο. Αυτός είναι ο λόγος που στην τρέχουσα φάση οι εμπλεκόμενες πλευρές επιλέγουν μικρότερα projects που μπορούν να υλοποιηθούν ταχύτερα, όπως π.χ. η μεταφορά αερίου από το Ισραήλ και την Κύπρο στους τερματικούς σταθμούς LNG στην Αίγυπτο.
Αναμφίβολα, ο ρόλος του Ιράν και της Τουρκίας απασχόλησαν έντονα τους συμμετέχοντες. Η απειλή από αυτές τις δύο χώρες είναι υπαρξιακή, για το Ισραήλ και την Ελλάδα αντιστοίχως. Αυτά τα δύο κράτη συνιστούν, σύμφωνα με τους ομιλητές, αποσταθεροποιητικές δυνάμεις για την Ανατολική Μεσόγειο. Μία από τις ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις είναι ότι αν δεν αποτραπεί η Τεχεράνη από την απόκτηση πυρηνικών όπλων, αυτό θα μπορούσε «να ανοίξει την όρεξη» και της Αγκυρας για κάτι ανάλογο. Τέλος, κοινό τόπο πολλών από τις παρουσιάσεις αποτέλεσε η αναγκαιότητα διεύρυνσης της οικονομικής συνεργασίας αλλά και των συνεργειών σε τομείς όπως η καινοτομία, η έρευνα και η τεχνολογία, ο τουρισμός αλλά και η κυβερνοασφάλεια.
Οι κινήσεις Total, Eni και τα επόμενα βήματα στο Κυπριακό
Η κατάσταση στη θαλάσσια περιοχή γύρω από την Κύπρο έχει πλέον περιπλακεί σοβαρά. Με την τουρκική παρουσία μέσω γεωτρυπάνων, ερευνητικών σκαφών και πολεμικών πλοίων να είναι συνεχής, οι εταιρείες που δραστηριοποιούνται στην έρευνα και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων εξετάζουν με μεγάλη προσοχή τα επόμενα βήματά τους.
Η κυβέρνηση του προέδρου Νίκου Αναστασιάδη επεδίωξε να υποβαθμίσει τόσο τις πρόσφατες δηλώσεις του εκτελεστικού διευθυντή της Eni Κλαούντιο Ντεσκάλτσι όσο και τα δημοσιεύματα περί των επόμενων κινήσεων της ιταλικής εταιρείας και του γαλλικού κολοσσού Total που αυτή τη στιγμή έχουν λάβει τη μερίδα του λέοντος των αδειών έρευνας και εκμετάλλευσης που έχει παραχωρήσει η Κυπριακή Δημοκρατία. Σύμφωνα με άριστα ενημερωμένες πηγές, ο κ. Ντεσκάλτσι δεν μίλησε χωρίς να έχει συνεννοηθεί με άλλους άμεσα ενδιαφερομένους. Η διαφαινόμενη πρόθεση των Eni και Total να προχωρήσουν αρχικά με γεωτρήσεις στο Οικόπεδο 6 θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι αποτρέπει πιθανή διένεξη με την Τουρκία στο Οικόπεδο 7, όπου ήδη επιχειρεί, στο βόρειο τμήμα του, το τουρκικό πλωτό γεωτρύπανο «Γιαβούζ». Υπενθυμίζεται ότι στο Οικόπεδο 6 διαχειριστής (operator) είναι η Eni.
Η τύχη του Οικοπέδου 6
Ωστόσο τι θα μπορούσε να συμβεί αν η Αγκυρα αποφασίσει να εμποδίσει τις κινήσεις της Total και εντός του Οικοπέδου 6; Οι πληροφορίες αναφέρουν ότι η γαλλοϊταλική κοινοπραξία έχει μισθώσει το γεωτρύπανο «Tungsten Explorer» που βρίσκεται σε θαλάσσια περιοχή αιγυπτιακής δικαιοδοσίας, αλλά αναμένεται να μεταβεί σε κυπριακά ύδατα μέσα στους πρώτους τρεις μήνες του 2020. Σύμφωνα με τον Μάικλ Τάνχουμ, αναλυτή στο Αυστριακό Κέντρο Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Πολιτικής Ασφαλείας, «αν η Τουρκία αποπειραθεί να εμποδίσει το γεωτρύπανο των Total/Eni να εισέλθει στο Οικόπεδο 6, με τρόπο ανάλογο με αυτόν που χρησιμοποίησε εναντίον της Eni τον Φεβρουάριο του 2018, είναι δύσκολο να δει κανείς τη Γαλλία να αντιπαρατίθεται με την Τουρκία χρησιμοποιώντας ναυτική δύναμη». Είναι σαφές ότι η επανάληψη αυτού του σεναρίου θα είχε ανυπολόγιστες συνέπειες για το πρόγραμμα γεωτρήσεων της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ αν το Παρίσι μείνει αδρανές τότε θα τεθούν εν αμφιβόλω οι υψηλές προσδοκίες που έχουν καλλιεργηθεί για τον ρόλο που θέλει να διαδραματίσει στην Ανατολική Μεσόγειο.
Δεν αποκλείεται η γαλλοϊταλική κοινοπραξία να αναμένει την έκβαση των συνομιλιών του Βερολίνου ανάμεσα στον Νίκο Αναστασιάδη, τον Μουσταφά Ακιντζί και τον γενικό γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Αντόνιο Γκουτέρες. Θα μπορούσε η συνάντηση αυτή να ανοίξει τον δρόμο για ουσιαστικές συνομιλίες; Οι ενδείξεις δεν είναι ενθαρρυντικές και διαφαίνεται η πρόθεση των εμπλεκομένων πλευρών να μην προχωρήσουν σε μείζονα βήματα πριν από τις εκλογές στα Κατεχόμενα τον Απρίλιο του 2020. Η Αγκυρα δεν μοιάζει να βιάζεται για μεγάλα βήματα πριν από τις προεδρικές εκλογές στα Κατεχόμενα, δεν εμπιστεύεται τον Μουσταφά Ακιντζί και δεν έχει ακόμη αποφασίσει αν θα στηρίξει τον «υπουργό Εξωτερικών» Κουντρέτ Οζερσάι, τον «Πρωθυπουργό» Ερσιν Τατάρ ή κάποιον άλλο.
Το κοίτασμα «Αφροδίτη»
«Η συνάντηση του Βερολίνου» λέει στο «Βήμα» ο κ. Τάνχουμ, ο οποίος αυτή την περίοδο εργάζεται επί μιας πρότασης για τη δημιουργία ενός «εικονικού κόμβου αερίου» (virtual gas hub) για την Ανατολική Μεσόγειο, «συνιστά μια ευκαιρία να μειωθεί η θερμοκρασία. Ωστόσο, όσο η Τουρκία παραμένει αποκλεισμένη από την εμπορική εκμετάλλευση του αερίου της Ανατολικής Μεσογείου, η Αγκυρα δεν διαθέτει ισχυρό κίνητρο να αποκλιμακώσει τη σημερινή κατάσταση. Η ιδέα ότι θα μπορούσε να δημιουργηθεί ένα «σιδηρούν παραπέτασμα» που θα απέκλειε την Τουρκία συνιστά μια επικίνδυνη γεωπολιτική φαντασίωση» προσθέτει ο κ. Τάνχουμ.
Αναμφίβολα, η Λευκωσία αισθάνεται την πίεση. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις για την υπογραφή της άδειας εκμετάλλευσης του κοιτάσματος «Αφροδίτη» μεταξύ του κύπριου υπουργού Ενέργειας Γιώργου Λακκοτρύπη και του εκπροσώπου της κοινοπραξίας Noble Energy, Delek και Shell με σκοπό τη μεταφορά και την πώληση του αερίου στον τερματικό σταθμό υγροποιημένου αερίου (LNG) στο Ιντκου της Αιγύπτου κατέστη αναγκαία ώστε να γίνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Ωστόσο, αναλυτές που γνωρίζουν τα μυστικά της αγοράς εκτιμούν ότι η πρόβλεψη για έσοδα ύψους 9,3 δισ. ευρώ σε ορίζοντα 18ετίας είναι παρακινδυνευμένη, διότι βασίζεται σε πρόωρη εκτίμηση της οριστικής ποσότητας αερίου της «Αφροδίτης». Σαφέστερη εικόνα δεν θα υπάρξει επί του ζητήματος αυτού πριν από το 2023 και αφού προηγηθεί δεύτερη επιβεβαιωτική γεώτρηση.