Από τη
Μαρία Παναγιώτου
Τεκμήριο πρώτο: Ο Γκίκας Χαρδούβελης συγγράφει τον Οκτώβριο του 2011 ένα κείμενο με τίτλο «Προτεραιότητες εξόδου από την κρίση», στο οποίο ισχυρίζεται πως το σχέδιο Ζάππειο ΙΙ της τότε αντιπολίτευσης, δηλαδή της Νέας Δημοκρατίας, βαφτίστηκε σε συζητήσεις με το ΔΝΤ «ΓΙΑ ΓΕΛΙΑ». Για την ιστορία, ο Γκίκας Χαρδούβελης λίγα χρόνια μετά (από τον Ιούνιο του 2014 έως τον Ιανουάριο του 2015) θα αναλάβει υπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Σαμαρά. Παραλήπτης του κειμένου είναι ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης.
Τεκμήριο δεύτερο: Άγνωστος συγγραφέας στέλνει μία επιστολή, στην οποία, μεταξύ άλλων, χαρακτηρίζει τον πρώην διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος (από τον Ιούνιο του 2008 έως τον Ιούνιο του 2014) Γιώργο Προβόπουλο άνθρωπο «χωρίς κύρος και διανοητική ικανότητα ώστε να στηρίξει τη χώρα μας». Το τεκμήριο φέρει το έτος 2013. Παραλήπτης της επιστολής φαίνεται πως είναι επίσης ο Κώστας Σημίτης. Τα παραπάνω έγγραφα, που παρουσιάστηκαν σε δύο διαφορετικά δημοσιεύματα στην «Εφημερίδα των Συντακτών», προκάλεσαν μεγάλη αίσθηση όχι μόνο για το περιεχόμενό τους, αλλά κυρίως επειδή δεν αλιεύθηκαν από κάποια μυστική πηγή μέσα από δαιδαλώδεις δημοσιογραφικές διαδικασίες.
Βρίσκονταν στο ψηφιακό αρχείο του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Σημίτη, σε κοινή θέα. Ή τουλάχιστον σε δυνάμει κοινή θέα, για να τα ανακαλύψει κάποιο δημοσιογραφικό μάτι. Όπως κι έγινε. Από κει και πέρα ήταν φυσικό τα χιλιάδες έγγραφα που βρίσκονται (και αυτά που δεν βρίσκονται πια!) στον διαδικτυακό τόπο του ιδρύματος στην κατηγορία «αρχείο» να τραβήξουν το ενδιαφέρον.
H «κυριακάτικη δημοκρατία» αποφάσισε να συνεχίσει την έρευνα και να πλοηγηθεί στα άδυτα σελίδων που φωτίζουν τις εξελίξεις των τελευταίων ετών στη χώρα μας. Είναι πολλά αυτά που μάθαμε, αλλά και πολλά αυτά που δεν καταφέραμε να μάθουμε, καθώς μεγάλος αριθμός εγγράφων δεν είναι πλέον στη θέση του! Και είναι αδύνατον να μην τοποθετήθηκαν ποτέ στον διαδικτυακό τόπο, καθώς όλες οι προδιαγραφές και οι τίτλοι χαρακτηρισμού τους είναι ακόμη εκεί. Το ερώτημα είναι: Γιατί ανέβηκαν εφόσον ο πρώην πρωθυπουργός δεν ήθελε να διαβαστούν και ποιο μήνυμα θέλει να περάσει με όσα τελικά άφησε στη θέση τους;
Η προκλητική αναφορά στη «γελοιότητα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού»
Το 2002 ανεβαίνει στην ηλεκτρονική σελίδα του τότε πρωθυπουργού Κώστα Σημίτη ένα μήνυμα για την «Εθνική Επέτειο της 21ης Απριλίου». Μεταξύ άλλων, ο Κώστας Σημίτης αναφέρει σε αυτό ότι η δικτατορία στη χώρα μας «συνδέθηκε με τη γελοιότητα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».
Ο τότε βουλευτής Φθιώτιδας της Νέας Δημοκρατίας Ηλίας Καλλιώρας καταθέτει ερώτηση προς τον πρωθυπουργό, με την οποία ζητεί να μάθει εάν πρόκειται για τυπογραφικό λάθος ή, αν δεν πρόκειται για λάθος, τότε να μάθει πώς ερμηνεύει ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης «τον υβριστικό όρο γελοιότητα», με τον οποίο «αναφέρεται στις βαθύτερες ελληνικές παραδόσεις και ήθη».
Ενδιαφέρον στο έγγραφο αυτό, που αποτελεί εκτύπωση της ερώτησης, έχει η ιδιόχειρη σημείωση του Κώστα Σημίτη, την οποία μάλιστα υπογράφει: «Το γελοιοποίηση είναι πιο σωστό. Αλλά δεν θέλω αλλαγές».
Εν ολίγοις, ο κ. Σημίτης έβρισκε το «γελοιοποίηση» πιο σωστό, αλλά και όχι ακριβώς σωστό, και σε καμία περίπτωση δεν ήθελε το αρχικό κείμενο να αλλάξει. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως ό,τι κι αν απάντησε στην ερώτηση, δεν ακύρωσε ποτέ την άποψή του περί «γελοιότητας του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού».
Ανάβει φωτιές η επιστολή Παπούλια για την ΠΓΔΜ Ιανουάριο του 1996
Για λόγους που δεν γνωρίζουμε, ο Κώστας Σημίτης επιλέγει να ανεβάσει στο προσωπικό αρχείο του μία επιστολή του τότε υπουργού Εξωτερικών Κάρολου Παπούλια προς τον πρέσβη Χρήστο Ζαχαράκη, ο οποίος από το 1994 διετέλεσε μόνιμος αντιπρόσωπος στον ΟΗΕ και διαπραγματεύτηκε την Ενδιάμεση Συμφωνία του 1995 με τα Σκόπια, καθώς και το θέμα της ονομασίας τους έως το 1999. Η επιστολή έχει ημερομηνία 9 Ιανουαρίου 1996, οπότε χρονικά βρισκόμαστε μόλις λίγες ημέρες πριν από τη 16η Ιανουαρίου, ημερομηνία κατά την οποία ο Κώστας Σημίτης αναλαμβάνει την πρωθυπουργία της χώρας μετά την παραίτηση του Ανδρέα Παπανδρέου.
Ο Κάρολος Παπούλιας σε αυτή την επιστολή δίνει οδηγίες στον κ. Ζαχαράκη για τις ονομασίες οι οποίες θα μπορούσαν να γίνουν δεκτές από την ελληνική πλευρά. Μεταξύ αυτών υπάρχουν και αρκετές που περιλαμβάνουν τη λέξη «Μακεδονία», παρά το γεγονός πως, σύμφωνα με την απόφαση του Συμβουλίου των Πολιτικών Αρχηγών, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό κανένα όνομα που θα αναφέρει τον όρο «Μακεδονία» ή παράγωγά του. Το έγγραφο, εν ολίγοις, αποκαλύπτει πως από το 1996 το ΠΑΣΟΚ είχε στην πραγματικότητα «παραχωρήσει» το όνομα Μακεδονία στα Σκόπια.
Στο τέλος της επιστολής ο κ. Παπούλιας αναφέρει: «Σημειώνουμε, πάντως, ότι σε τυχόν επιτευχθησομένη συμφωνία πρέπει να υπάρχει ρητή πρόνοια περί της ονομασίας και της Εθνικότητας - Υπηκοότητος και γλώσσης των κατοίκων της FYROM, ότι, δηλαδή, η Εθνικότητα - Υπηκοότητα όπως και η γλώσσα θα ονομάζονται παντού, π.χ., NovoMacedonian, αν επιλεγεί το Nova Macedonia, και αντίστοιχα για οποιαδήποτε άλλη ονομασία επιλεγεί και πάντως μονολεκτικά, ασχέτως αν το όνομα περιέχει δύο λέξεις».
Το ερώτημα είναι γιατί ο κ. Σημίτης συμπεριέλαβε αυτό το έγγραφο στο προσωπικό αρχείο του. Ήθελε να δείξει, για παράδειγμα, πως στο θέμα της εθνικότητας - υπηκοότητας το ΠΑΣΟΚ είχε βάλει τότε πιο στεγανές κόκκινες γραμμές; Ή μήπως πως το θέμα είχε κριθεί πριν αναλάβει αυτός την πρωθυπουργία της χώρας;
Το κατοχικό δάνειο και η αφωνία μπροστά στον σκληρό Σρέντερ
Τον Νοέμβριο του 2002 ο Κώστας Σημίτης συναντά τον τότε Γερμανό καγκελάριο Γκέρχαρντ Σρέντερ και του αναφέρει -όχι και τόσο σθεναρά- το ζήτημα των πολεμικών αποζημιώσεων.
Εστιάζει πιο έντονα στο θέμα του κατοχικού δανείου. Κανονίζεται μια συνάντηση εμπειρογνωμόνων, δηλαδή κυρίως πρέσβεων και υπουργών Εξωτερικών.
Σε αυτή, όπως προκύπτει από το έγγραφο που βρίσκεται στο αρχείο του πρώην πρωθυπουργού, η ελληνική αντιπροσωπία, αφού κάνει μια γενική παρουσίαση του θέματος, αποσυνδέει τις πολεμικές αποζημιώσεις από το κατοχικό δάνειο και εστιάζει την κουβέντα στο τελευταίο. Η κουβέντα συνεχίζεται μόνο γύρω από το κατοχικό δάνειο, το οποίο φυσικά αποτελεί και το μικρότερο ποσό των ελληνικών απαιτήσεων.
Η απάντηση που θα πάρουν οι Ελληνες αξιωματούχοι από τη γερμανική πλευρά, ακόμη και γι’ αυτό το θέμα, είναι ότι «η γερμανική κυβέρνηση δεν θα επιθυμούσε και τη φιλική ακόμη συζήτησή του και ότι δεν διαθέτει καμία “ευελιξία”'». Η ελληνική αντιπροσωπία φαίνεται πως αποχωρεί χωρίς να επιμείνει...
Σύμβουλος παντός καιρού και κόμματος
Ο Θανάσης Κοντογιώργης, ο οποίος προέρχεται από τη Νεολαία του ΠΑΣΟΚ, ήρθε στην επικαιρότητα πριν από μερικές ημέρες όταν ανέλαβε γενικός γραμματέας Συντονισμού Εσωτερικών Πολιτικών στην κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Ο κ. Κοντογιώργης έχει καταφέρει να υπηρετήσει σε αξιώματα δίπλα σε πρωθυπουργούς και υπουργούς διαφορετικών παρατάξεων. Τον Φεβρουάριο του 2011 είχε προσληφθεί ως σύμβουλος του Γιώργου Παπανδρέου. Επί πρωθυπουργίας Λουκά Παπαδήμου είχε προσληφθεί ως ειδικός σύμβουλος στη Γενική Γραμματεία της κυβέρνησης.
Μετά την αποχώρηση Παπαδήμου ανέλαβε ειδικός σύμβουλος του Γιάννη Στουρνάρα και στη συνέχεια του Γκίκα Χαρδούβελη στο υπουργείο Οικονομικών, για να ακολουθήσει η ανάληψη της αντιπροεδρίας της ΕΛΤΕ. Με τον Κώστα Σημίτη φαίνεται πως αλληλογραφούσε ειδικά για δύο θέματα: τη «Siemens» και την «Goldman Sachs και τα swaps».
Αν και τα έγγραφα απουσιάζουν, διαβάζουμε σχετικά με την Goldman Sachs και τα swaps τον τίτλο με τον οποίο χαρακτηρίζεται το έγγραφο: «Ηλεκτρονική επιστολή από τον κ. Αθανάσιο Κοντογιώργη προς τον κ. Κώστα Σημίτη. Υπάρχει επισυναπτόμενη ηλεκτρονική επιστολή από την κα. Μαριάννα Μαστοράκη προς τον κ. Θανάση Κοντογιώργη. Δεν υπάρχει ακριβής αναφορά του ονόματος στο τεκμήριο».
Θα είχε ενδιαφέρον, φυσικά, τώρα που γνωρίζουμε την ύπαρξη αυτών των επιστολών, να μαθαίναμε ποιες ακριβώς απόψεις αντήλλαξαν ο κ. Κοντογιώργης και ο κ. Σημίτης πάνω σε αυτό το θέμα.
Αγωνία για το σκάνδαλο Siemens
Το σκάνδαλο που αφορά τον χρηματισμό Ελλήνων πολιτικών και στελεχών δημόσιων οργανισμών άρχισε να ερευνάται το 2008 για αδικήματα που είχαν διαπραχθεί από το 1999 έως το 2006, δηλαδή κυρίως την περίοδο κατά την οποία η χώρα μας βίωνε τη... χαρά του εκσυγχρονισμού υπό τον πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη.
Λίγο πριν από την έναρξη διερεύνησης του σκανδάλου, και συγκεκριμένα στις 15 Δεκεμβρίου 2007, ο διευθύνων σύμβουλος της Siemens στην Ελλάδα Μιχάλης Χριστοφοράκος διαφεύγει στη Γερμανία, ενώ λίγο αργότερα δύο στελέχη της κυβέρνησης Σημίτη, ο Θοδωρής Τσουκάτος και ο Τάσος Μαντέλης, παραδέχονται ότι έλαβαν ποσά από τη γερμανική εταιρία.
Στο αρχείο του Ιδρύματος Κωνσταντίνου Σημίτη το σκάνδαλο Siemens έχει την τιμητική του.
Στην κατηγορία, για παράδειγμα, «Επιστολές» φαίνεται καθαρά, επειδή έχουν διατηρηθεί οι προδιαγραφές χαρακτηρισμού των εγγράφων, πως υπήρχε σειρά από δημοσιεύματα που αποστέλλονται στον πρώην πρωθυπουργό με τίτλους, όπως «Το καλοκαίρι της Siemens: Η αλληλουχία των φημών και οι προθεσμίες», «Ο Ρόκος και τα αδέλφια του», «Η σκιά του Rocos πέφτει στον πρώην υπουργό» και «Η οικονομική συνεισφορά της Siemens μπήκε στο ταμείο του ΠΑΣΟΚ;».
Τα ίδια τα δημοσιεύματα, όμως, δεν είναι πλέον στη θέση τους. Άραγε, γιατί απομακρύνθηκαν από το αρχείο απλά ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκαν σε διάφορες εφημερίδες; Μια πιθανή εξήγηση που θα μπορούσε να δώσει κανείς, διατρέχοντας και τα υπόλοιπα αρχεία της κατηγορίας «Επιστολές», είναι ότι τα δημοσιεύματα αυτά μάλλον περιείχαν σχόλια είτε από τον αποστολέα είτε από τον παραλήπτη, δηλαδή είτε από τον ίδιο τον Κώστα Σημίτη είτε από κάποιον συνεργάτη του ή εν πάση περιπτώσει από κάποιον τρίτο. Το θέμα είναι γιατί ανέβηκαν εξαρχής!
Η υποψηφιότητα της Δήμητρας Λιάνη
Τον Νοέμβριο του 2003 η Δήμητρα Λιάνη Παπανδρέου γράφει μία προσωπική επιστολή στον τότε πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη προκειμένου να τον ενημερώσει ότι... πράγματι επιθυμεί να είναι υποψήφια βουλευτής στις επόμενες εκλογές.
Αναφέρει: «Από δημοσιεύματα του Τύπου και άλλες πηγές πληροφορήθηκα ότι επιχειρείται να επικρατήσει μία πολιτική λογική και ένα πολιτικό σκεπτικό, που η μόνη του συνέπεια θα είναι ο δικός μου αποκλεισμός από αυτή τη συνολική στράτευση. Τελικά, αποφάσισα να απευθυνθώ σε εσάς και μόνο. Άμεσα και προσωπικά.
Ο Γραμματέας της Κ.Ε., κ. Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, με ενημέρωσε ότι δεν είναι αποδεκτή η υποψηφιότητα ενός δεύτερου μέλους της οικογένειας Παπανδρέου». Φυσικά από την Ιστορία ξέρουμε την απάντηση που έλαβε η κυρία Παπανδρέου στην επιστολή της, η οποία, όπως αποκαλύπτει το έγγραφο, μπήκε αμέσως στο αρχείο.