Ορισμένοι πολιτικοί αναλυτές εκτιμούν ότι ο χώρος δεξιότερα της ΝΔ κερδίζει ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους. Συμμερίζεστε αυτή την άποψη; Πιστεύεται ότι η κοινωνία γίνεται πιο συντηρητική;
Στη δική μου ανάλυση, η δημοσκοπική άνοδος των κομμάτων δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας δεν αποτυπώνει κανενός είδους ιδεολογική στροφή. Καταγράφει τις θεμιτές ανησυχίες και την αγωνία των πολιτών να βρουν άμεσα απαντήσεις σε πραγματικά και επείγοντα προβλήματα που τους απασχολούν και επηρεάζουν την καθημερινότητά τους. Ο απλοϊκός, γεμάτος ανέξοδες υποσχέσεις, λόγος αυτών των κομμάτων παρέχει συχνά ένα «ασφαλές» καταφύγιο. Δεν προσφέρει όμως ποτέ ρεαλιστικές λύσεις και τις περισσότερες φορές ο λαϊκίστικος αυτός λόγος καθίσταται επικίνδυνος, εθνικά και κοινωνικά.
Εντός της ΝΔ ακούγονται διάφορες φωνές ότι η παράταξη έχει χάσει την επαφή της με την βάση και τον πολιτικό προσανατολισμό της εξαιτίας του ανοίγματος προς το κέντρο. Ποια είναι η δική σας άποψη;
Πρέπει να πάψουμε να αυτοεγκλωβιζόμαστε σε τέτοια διλήμματα. Μετά από πενήντα χρόνια ιστορίας και προσφοράς στον τόπο, η Νέα Δημοκρατία διαθέτει την πολιτική ενηλικίωση που της επιτρέπει να εμπλουτίζει με αυτοπεποίθηση την ιδεολογική της ταυτότητα, εκφράζοντας τις ανάγκες πλειοψηφικών ρευμάτων της ελληνικής κοινωνίας. Ανήκουμε σε μια παράταξη που είναι ανοιχτή σε κάθε ιδέα και κάθε πολιτική θέση, υπό δύο προϋποθέσεις: Η πρώτη, να υπερασπίζεται τις αξίες της Ευρώπης και τις αρχές της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η δεύτερη, να αντέχει στην επαφή της με την πραγματικότητα. Αυτές είναι οι ορίζουσες του ιδεολογικού μας προσανατολισμού και ταυτόχρονα οι πολιτικές μας ρίζες.
Τον τελευταίο καιρό οι εξελίξεις στην Κεντροαριστερά μονοπωλούν την πολιτική επικαιρότητα. Θεωρείται πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα καταφέρει να ανταποκριθεί στον θεσμικό του ρόλο ως αξιωματική αντιπολίτευση ή το ρόλο αυτό θα τον αναλάβει το ΠΑΣΟΚ;
Με τα δεδομένα αυτής της χρονικής στιγμής είναι δύσκολο να προδικάσουμε τις εξελίξεις. Κοινό γνώρισμα και των δύο κομμάτων είναι κατά τη γνώμη μου η απουσία διαχειριστικής ικανότητας και αξιόπιστου προγραμματικού πολιτικού λόγου. Ο ΣΥΡΙΖΑ πορεύτηκε ως ένα κόμμα διαμαρτυρίας και διακηρύξεων στηριζόμενος σε μια ετερόκλητη εκλογική βάση η οποία αποδείχθηκε συγκυριακή και χωρίς κανένα ιδεολογικό και ιστορικό βάθος. Η εποχή του τελείωσε με το τέλος των μνημονίων και φαντάζει πολύ δύσκολο να «επανεφεύρει» την ταυτότητά του με χειροπιαστό όφελος για τον τόπο. Από αυτή την σκοπιά, το ΠΑΣΟΚ έχοντας αλλάξει πολλές φορές ηγεσίες, όνομα και σύμβολα, προσπαθεί να χωρέσει στο κουστούμι μιας «μικρής» αξιωματικής αντιπολίτευσης του 15%, χωρίς όμως ιδιαίτερη επιτυχία.
Υπό το δεδομένο ότι στις επόμενες εθνικές εκλογές η ΝΔ δεν καταφέρνει να πιάσει τον πήχη της αυτοδυναμίας, θα βλέπατε το ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με το ΠΑΣΟΚ;
Δεν είναι στους εκλογικούς μας στόχους μια κυβέρνηση συνεργασίας. Θα οδηγούσε σε μια κυβέρνηση, έρμαιο των κομματικών παζαριών, εξαιρετικά δυσκίνητη, αν όχι αδρανή, στα κρίσιμα ζητήματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Δεν νομίζω επίσης ότι την επιθυμεί, για τους δικούς του λόγους, ούτε το ΠΑΣΟΚ. Πιστεύω ότι έχουμε χτίσει όλα τα προηγούμενα χρόνια μια σχέση εμπιστοσύνης με την ελληνική κοινωνία, στη βάση των κυβερνητικών πεπραγμένων μας. Πάνω σε αυτή θα συνεχίσουμε να επενδύουμε και θα ζητήσουμε, όταν θα έλθει η ώρα, την ανανέωση της κυβερνητικής ευθύνης και είμαι πεπεισμένος ότι θα την λάβουμε εκ νέου το 2027.
Θεωρείται η Τουρκία θα παραμείνει στην λογική των «ήρεμων νερών» στον Αιγαίο ή θα αλλάξει στάση;
Παρά το γεγονός ότι τους τελευταίους μήνες έχουν πολλαπλασιαστεί οι συναντήσεις μεταξύ των ηγεσιών των δύο χωρών και τα κανάλια επικοινωνίας σε πολλά επίπεδα είναι ανοικτά, η επιθετική ρητορική και η αναθεωρητική διάθεση της Τουρκίας δεν έχει μεταβληθεί. Ωστόσο επικρατεί ένα καλό κλίμα που δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για την επίλυση των διαχρονικών διαφορών μας στη βάση του διεθνούς δικαίου και με τρόπο που να διασφαλίζει τα δικαιώματά μας, την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην περιοχή μας. Είναι επίσης θετικό ότι υπάρχει καλύτερη μεταξύ μας συνεργασία στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, ενώ και το τουριστικό ρεύμα από την Τουρκία προς τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου ήταν ισχυρό αυτό το καλοκαίρι.
Το τελευταίο διάστημα παρατηρώ ότι γίνονται πολλές αποσπάσεις στρατιωτικών ιατρών σε διάφορα νοσοκομεία της χώρας. Ποια είναι η συμβολή των Ενόπλων Δυνάμεων στην ενίσχυση του Συστήματος Υγείας;
Υπάρχει ένα σοβαρό ζήτημα υποστελέχωσης πρωτοβάθμιων και δευτεροβάθμιων δομών υγείας του Ε.Σ.Υ. Το πρόβλημα είναι εντονότερο στις παραμεθόριες περιοχές τόσο της ηπειρωτικής όσο και της νησιωτικής χώρας, ιδίως στα μικρά νησιά. Δεν περισσεύει προσωπικό στις Ένοπλες Δυνάμεις, περισσεύει ωστόσο το αίσθημα ευθύνης των στελεχών μας απέναντι στους συμπολίτες μας οι οποίοι πρέπει να απολαμβάνουν ισότιμα το έννομο αγαθό της εξειδικευμένης ιατρικής περίθαλψης. Για να δώσω μια τάξη μεγέθους, περίπου 60 ειδικοί στρατιωτικοί ιατροί έχουν διατεθεί σε μια σειρά περιφερειακά νοσοκομεία του ΕΣΥ, από την Κέρκυρα έως την Κω και από τη Δράμα έως την Κρήτη. Την ίδια στιγμή, 50 οπλίτες ιατροί καλύψαν τις ανάγκες πρωτοβάθμιας φροντίδας κυρίως στα μικρά νησιά, εκεί που διαχρονικά δεν υπάρχει μεγάλη ζήτηση. Δεν θα πρέπει τέλος να ξεχάσουμε τα 160 και πλέον στελέχη μας που έχουν διατεθεί στις 7 υγειονομικές περιφέρειες της χώρας για την κάλυψη αναγκών του ΕΚΑΒ.
Μια από τις πρώτες προτεραιότητες που έχει θέσει η κυβέρνηση είναι η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων σε όλα τα μέτωπα. Πως προχωράει αυτό το πρόγραμμα;
Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο διεθνές περιβάλλον, με ένοπλες συγκρούσεις στην περιοχή μας και με την τεχνολογία να εξελίσσεται με αλματώδεις ρυθμούς, καθορίζοντας μέσα και τρόπους διεξαγωγής στρατιωτικών επιχειρήσεων, οι Ένοπλες Δυνάμεις της πατρίδας μας επιβάλλεται να περάσουν σε μια νέα εποχή. Την στρατηγική αυτή προσέγγιση την ονομάζουμε «Ατζέντα 2030», όπως κατ’επανάληψη έχει αναφέρει ο Υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας. Επιβάλλεται να υιοθετήσουμε μια ατζέντα τολμηρών μεταρρυθμίσεων που θα διαμορφώσουν ένα σύγχρονο Αμυντικό Δόγμα. Με έμφαση στη διακλαδικότητα, την αξιοποίηση της εγχώριας καινοτομίας, την αναβάθμιση της στρατιωτικής εκπαίδευσης και τη δημιουργία νέων δομών, όπως ενδεικτικά στον τομέα της κυβερνοασφάλειας, της χρήσης των αυτόνομων συστημάτων. Είναι προφανές επίσης ότι οι νέες αυτές δομές επιβάλλουν και μια αναθεώρηση του εξοπλιστικού προγράμματος της χώρας, έτσι ώστε αυτό να προσαρμόζεται στα διδάγματα που αντλούνται στα σύγχρονα πεδία μάχης. Με την αγορά του πιο σύγχρονου αεροσκάφους στον κόσμο, το F-35. Με το πρόγραμμα ναυπήγησης των 4 πλέον φρεγατών BELHARA. Με τα προγράμματα εκσυγχρονισμού των φρεγατών ΜΕΚΟ, των πυραυλακάτων ΡΟΥΣΣΕΝ, αλλά και των υποβρυχίων μας, τα οποία θα ξεκινήσουν άμεσα να υλοποιούνται στην Ελλάδα. Με τη μελλοντική συμμετοχή της χώρας στον σχεδιασμό και στη συνέχεια τη ναυπήγηση της νέας φρεγάτας CONSTELLATION. Με τη συμμετοχή μας στο πρόγραμμα της Ευρωκορβέτας. Με τη δημιουργία ενός ακόμη πυραυλικού απόρθητου τείχους επιφανείας στο Αιγαίο.
Έχουνε μπει οι βάσεις για να αναπτύξει η Ελλάδα μια βαριά αμυντική βιομηχανία;
Εξαρτάται από το τι ορίζουμε ως «βαριά αμυντική βιομηχανία». Αν εννοείτε την μαζική παραγωγή και εξαγωγή π.χ. ενός αεροσκάφους πέμπτης γενιάς η απάντηση είναι όχι. Δεν είναι αυτό το κύριο πρόβλημα της ελληνικής αμυντικής βιομηχανίας σήμερα. Το ζητούμενο είναι πώς θα αυξήσουμε το ποσοστό της εγχώριας βιομηχανικής παραγωγής και τεχνολογίας στην υποστήριξη, συντήρηση και εκσυγχρονισμό υφιστάμενων και μελλοντικών οπλικών συστημάτων και, επιπλέον, πώς θα ενσωματώσουμε αποτελεσματικά το οικοσύστημα των ιδιωτικών ελληνικών επιχειρήσεων που παράγουν τεχνολογία και καινοτομία στις τρέχουσες και μελλοντικές ανάγκες των Ενόπλων Δυνάμεων. Έχουμε περισσότερες από 100 ελληνικές εταιρείες που σχετίζονται με την αμυντική βιομηχανία και απασχολούν 20.000 εργαζόμενους. Η επόμενη μέρα της αμυντικής βιομηχανίας δεν μπορεί να διαμορφωθεί χωρίς την ενεργό συνεργασία τους. Έχουμε το ανθρώπινο δυναμικό για να σχεδιάσουμε τεχνολογικά προηγμένα οπλικά συστήματα χαμηλού κόστους – από drones μέχρι εφαρμογές ρομποτικής και τεχνητής νοημοσύνης. Εδώ, ναι, έχουμε την πρώτη ύλη για τη δημιουργία μιας ελληνικής εκδοχής «βαριάς» αμυντικής βιομηχανίας. Και έχουμε εθνικό καθήκον να την αναπτύξουμε.