Ένας διάλογος με εμπράγματο αντίκρισμα, που δεν θα λειτουργούσε απλώς ως σκιάχτρο έναντι μιας νέας πιθανής κλιμάκωσης, φαντάζει ως ενδεχόμενο δύσκολο έως και απίθανο. Πρόλαβε άλλωστε ο τούρκος πρόεδρος να θέσει την ατζέντα, προκαταλαμβάνοντας τις εξελίξεις. Γι’ αυτό και με την Τουρκία απέναντι δεν ταιριάζει ούτε ο άκρατος ενθουσιασμός, ούτε όμως και ο φόβος
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος
Η επίσκεψη του Ταγίπ Ερντογάν στην Αθήνα, εν μέσω μιας περιόδου διεθνούς αναταραχής και ενώ Ελλάδα και Τουρκία αναζητούν πεδία συγκλίσεων, είναι από μόνη της ένα πολύ σημαντικό γεγονός. Μοιάζει, όμως, σαν να περιμέναμε περισσότερα από αυτό το ταξίδι. Οι πλέον αισιόδοξοι ότι θα εξαφανίζαμε, σχεδόν ως διά μαγείας, τα μεταξύ μας προβλήματα. Οι πιο επιφυλακτικοί, ότι ήρθε η ώρα για τις περιβόητες υποχωρήσεις: τη συνδιαχείριση του Αιγαίου, την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών ή την αναγνώριση της μειονότητας στη Θράκη ως «τουρκικής». Ολα αυτά για να καταλαγιάσουμε την επιθετικότητα των Τούρκων.
Αλήθεια, όμως, γιατί φοβόμαστε τον Ερντογάν στην Αθήνα; Υπάρχουν πράγματι περιθώρια υποχωρήσεων ή έστω συμβιβασμών, τα οποία θα εξαντλούσε οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση; Τι είναι αυτό που θα μπορούσαμε να δώσουμε στην Τουρκία χωρίς να προκληθεί εσωτερική κρίση; Ή μάλλον, καλύτερα, τι και πότε δώσαμε στην Τουρκία εν καιρώ ειρήνης;
Είναι αλήθεια ότι το διάστημα αμέσως μετά τη διπλή εκλογική νίκη της Νέας Δημοκρατίας καλλιεργήθηκε υπέρμετρη, ίσως, αισιοδοξία για μια πιθανή διευθέτηση της νομικής ελληνοτουρκικής διαφοράς που αναγνωρίζει η Αθήνα, δηλαδή της οριοθέτησης υφαλοκρηπίδας και Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης. Είτε σε διμερές επίπεδο είτε κατόπιν προσφυγής στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Κάτι τέτοιο, πράγματι, θα απαιτούσε αρκετά πίσω βήματα για την ελληνική πλευρά. Θα έπρεπε όμως και η Τουρκία να αποσύρει από το τραπέζι ορισμένες από τις μείζονες, παράλογες απαιτήσεις. Οπως για παράδειγμα το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο.
Φυσικά, απέχουμε παρασάγγας από μια τέτοια εξέλιξη, καθώς στον ορίζοντα δεν υπάρχει η παραμικρή ένδειξη περί τουρκικών υποχωρήσεων. Το επιβεβαίωσε, άλλωστε, με εμφατικό τρόπο ο Ερντογάν μιλώντας στην «Καθημερινή»: «Οταν προσφεύγουμε στη διεθνή Δικαιοσύνη δεν πρέπει να αφήνουμε κανένα πρόβλημα πίσω» είπε αποδομώντας την ελληνική θέση περί «μιας διαφοράς που μπορεί να αχθεί στη Χάγη».
Φυσικά, ο τούρκος πρόεδρος δεν παρέλειψε να αναφερθεί και σε «θέματα στο Αιγαίο», εννοώντας προφανώς τις γκρίζες ζώνες, την αποστρατιωτικοποίηση και τη διαφορά των 6-10 ναυτικών μιλίων. Ο Ερντογάν δεν έκανε κάτι ιδιαίτερο. Υπενθύμισε, απλώς, τις πάγιες θέσεις της τουρκικής διπλωματίας.
Αυτά είναι εδώ και δεκαετίας γνωστά στην Αθήνα. Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες επιχειρήθηκε να διαμορφωθεί στον δημόσιο διάλογο ένα αφήγημα περί «ιστορικής ευκαιρίας» την οποία Ελλάδα και Τουρκία δεν θα έπρεπε να χάσουν. Απώτερος στόχος η εξασφάλιση μιας ειρηνικής συμβίωσης για τις επόμενες γενιές. Αυτό ήταν και το νόημα της αναβάθμισης των διερευνητικών επαφών σε επίπεδο υπουργών Εξωτερικών.
Ο λεγόμενος «πολιτικός διάλογος» ήταν η κορωνίδα της διαδικασίας ελληνοτουρκικής προσέγγισης που ξεκίνησε μετά τη συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν στο περιθώριο της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στο Βίλνιους. Εκεί, Αθήνα και Αγκυρα θα αναζητούσαν κοινό βηματισμό επί των διμερών ζητημάτων που ρηγματώνουν τις δυο πλευρές του Αιγαίου.
Εξι μήνες μετά το Βίλνιους, λίγες ώρες πριν από την άφιξη του Ερντογάν στην Αθήνα και ενώ μεσολάβησαν οι επαφές για τη «θετική ατζέντα», τα διπλωματικά-νομικά-πολιτικά ζητήματα και τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, φαίνεται πως γυρίζουμε στην αρχή της συζήτησης: όταν Ελλάδα και Τουρκία, μετά τους φονικούς σεισμούς του περασμένου Φεβρουαρίου, ήρθαν εξ ανάγκης εγγύτερα, συμφωνώντας ατύπως ότι δεν είναι τώρα η ώρα για περαιτέρω αντιπαραθέσεις.
Η διάθεση αυτή επιβεβαιώθηκε και μετά τις επανεκλογές Μητσοτάκη και Ερντογάν. Αμφότερα τα νέα σχήματα είχαν άλλα ζητήματα να ασχοληθούν. Η μεν ελληνική κυβέρνηση να προωθήσει μια σειρά από μεταρρυθμίσεις στο εσωτερικό – κάτι που δεν μπορεί να γίνει απρόσκοπτα εάν απειλείται διαρκώς με θερμό επεισόδιο στο Αιγαίο ή στην Ανατολική Μεσόγειο. Ο δε Ερντογάν, διότι έχει, επίσης στο εσωτερικό, έναν κυκεώνα προβλημάτων να αντιμετωπίσει – με προεξάρχον αυτό της οικονομίας.
Αλλωστε, μετά και το ξέσπασμα του πολέμου στο Ισραήλ απέκτησε και νέο ρόλο, ώστε να καλύπτει τόσο το υπερεγώ του όσο και τις ανάγκες του φανατικού ακροατηρίου του: αυτόν του προστάτη των απανταχού μουσουλμάνων, ανάγοντας παραλλήλως την Τουρκία σε κράτος-ρυθμιστή στην Ανατολική Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή.
Με λίγα λόγια, ο Ερντογάν έχει ήδη πολλά ανοιχτά μέτωπα για να στήσει «καζάν-καζάν» καταστάσεις, εξ ου και η Ελλάδα έχει περάσει για αυτόν σε δεύτερη μοίρα. Ο χρόνος, άλλωστε, λειτουργεί αυτή τη στιγμή ευεργετικά και για τις δύο χώρες. Οσο διαστέλλεται η περίοδος της νηνεμίας, τόσο το καλύτερο για όλους.
Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία δεν πρόκειται να απεμπολήσει ούτε ένα μικρό μέρος της αναθεωρητικής στρατηγικής της. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να συνομιλούμε, πολλώ δε μάλλον να φοβόμαστε τον διάλογο. Υπάρχει, άλλωστε, κανείς που θέλει να ζήσουμε ξανά την τριετία της μεγάλης έντασης; Αλλά και επανερχόμενοι στο σήμερα: τι ακριβώς μπορεί να κάνει ο Ερντογάν στις λίγες ώρες που θα μείνει στην Αθήνα;
Να επιτεθεί ξανά στο Ισραήλ υπερασπιζόμενος τους τρομοκράτες της Χαμάς; Να στραφεί για ακόμα μια φορά κατά των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Να απαιτήσει από την Ελλάδα να αφήσει στην άκρη την ευρωπαϊκή ταυτότητά της και να διαπραγματευτεί με την Τουρκία χωρίς την εμπλοκή «τρίτων»; Ή μήπως να αναφερθεί σε «τουρκική» μειονότητα στη Θράκη; Δεν θα είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά – για τη μειονότητα, άλλωστε, τα είπε πριν καν φτάσει στην Αθήνα. Οι ανάλογες απαντήσεις είναι λίγο-πολύ γνωστές και σαφώς προετοιμασμένες.
Οπως συμβαίνει εδώ και πολλές δεκαετίες, η μπάλα είναι στο γήπεδο της Τουρκίας. Από αυτήν εξαρτάται τόσο η διατήρηση του ήπιου κλίματος όσο και η αναζήτηση ουσιαστικών διπλωματικών συγκλίσεων. Το πιο δύσκολο μετά την Πέμπτη θα είναι να σχεδιαστούν τα επόμενα βήματα και ειδικά αυτά που αφορούν το μέλλον του πολιτικού διαλόγου.
Ενας διάλογος που, σε αντίθεση με τους ατέρμονους γύρους των διερευνητικών, θα μπορούσε να αποκτήσει εμπράγματο αντίκρισμα και δεν θα λειτουργούσε απλώς ως σκιάχτρο έναντι μιας πιθανής νέας κλιμάκωσης. Φαντάζει δύσκολο έως και απίθανο. Πρόλαβε, άλλωστε, ο τούρκος πρόεδρος να θέσει την ατζέντα, προκαταλαμβάνοντας τις εξελίξεις. Γι’ αυτό και με την Τουρκία απέναντι δεν ταιριάζει ούτε ο άκρατος ενθουσιασμός, ούτε όμως και ο φόβος.
Πηγή: Protagon.gr