*Γιώργος Ν. Τζογόπουλος
Οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις αποτελούν εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια βασική πτυχή της εξωτερικής πολιτικής της χώρας μας. Αν υπάρχει ένας πολιτικός, ο οποίος θεωρείται αρχιτέκτων της ελληνοϊσραηλινής προσέγγισης, και πλέον φιλίας, δεν είναι άλλος από τον Μπένζαμιν Νετανιάχου.
Ο Νετανιάχου ήταν αυτός, ο οποίος αναζήτησε εναλλακτικές ύστερα από την επιδείνωση των σχέσεων Ισραήλ–Τουρκίας το 2008, και ακολούθως διερεύνησε τη δυνατότητα συνεργασίας με την Ελλάδα.
Ως πρωθυπουργός του Ισραήλ έχει συνεργαστεί επιτυχώς με διαφορετικές ελληνικές κυβερνήσεις – με αυτή του ΠΑΣΟΚ τα κρίσιμα έτη 2010 και 2011, εκείνη της Νέας Δημοκρατίας με το ΠΑΣΟΚ από το 2012 ως το 2015, του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ από το 2015 ως το 2019, και στη συνέχεια της Νέας Δημοκρατίας από το 2019 μέχρι πέρυσι που ο ίδιος έφυγε από την εξουσία.
Παρά τη διαφορετική απόχρωση των ελληνικών κυβερνήσεων το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: διαρκής πρόοδος στις διμερείς σχέσεις. Αν σήμερα η ελληνοϊσραηλινή φιλία αξιολογείται ως δεδομένη, ο δρόμος προς την κατεύθυνση αυτή ήταν δύσκολος. Η Τουρκία ήταν για δεκαετίες στρατηγικός εταίρος του Ισραήλ, η Ελλάδα συνεργαζόταν άριστα με τα αραβικά κράτη, ενώ η ύπαρξη προκαταλήψεων στις κοινωνίες και το θέμα του αντισημιτισμού στην Ελλάδα εμπόδιζαν να γίνει το παραπάνω βήμα. Έτσι, η προνοητικότητα του Κωσταντίνου Μητσοτάκη από τις αρχές τις δεκαετίας του 1990 άργησε κάποια χρόνια να αποδώσει καρπούς, αλλά τελικά απέδωσε.
Η εκλογική νίκη του Νετανιάχου αποτελεί θετική είδηση για την Ελλάδα υπό την έννοια ότι επιστρέφει στην πρωθυπουργία ο πολιτικός ηγέτης ο οποίος πίστεψε στη δυναμική των διμερών σχέσεων την εποχή της δυσπιστίας και των προκαταλήψεων. Από εκεί και πέρα, όμως, χρειάζεται ρεαλισμός.
Ο Νετανιάχου αναλαμβάνει ξανά τα ηνία του Ισραήλ σε μια εποχή που η χώρα έχει αποκαταστήσει τις διπλωματικές της σχέσεις με την Τουρκία – χωρίς αυτό να σημαίνει πως η εμπιστοσύνη έχει αποκατασταθεί. Ο ίδιος θα κυβερνήσει με στόχο τη συνεργασία με την Τουρκία – σε τομείς κοινού ενδιαφέροντος – και όχι τον εξοβελισμό της από τις διεργασίες της Ανατολικής Μεσογείου σε διμερές και πολυμερές επίπεδο.
Ο τρόπος με τον οποίο οι ελληνοϊσραηλινές σχέσεις θα εξακολουθήσουν να αναπτύσσονται με τα καινούρια δεδομένα θα αποτελέσει θέμα συζήτησης των δύο κυβερνήσεων. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να περιμένουμε ότι το Ισραήλ θα πάρει το μέρος της Ελλάδας κατά της Τουρκίας. Γνωρίζοντας τα όρια, η ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι του Ισραήλ μετά την επιστροφή του Νετανιάχου θα είναι καλό να εστιάσει σε πεδία όπου μπορούν να υπάρξουν συμπράξεις όπως αυτό της κυβερνοασφάλειας και της στρατιωτικής συνεργασίας, για παράδειγμα με την αξιοποίηση του κέντρου εκπαίδευσης πιλότων στην Καλαμάτα.
Επίσης, δεν αποκλείεται επί Νετανιάχου η ισραηλινή κυβέρνηση να διαφωνήσει ανοιχτά σε ορισμένα θέματα με τον πρόεδρο Μπάιντεν, όπως το Παλαιστινιακό, το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, και το ζήτημα της Σαουδικής Αραβίας. Αυτό θα φέρει την Ελλάδα σε δύσκολη θέση, καθώς από τη μία πλευρά η πολιτική της ευθυγραμμίζεται με τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά από την άλλη αναζητεί σύμπλευση με το Ισραήλ στην Ανατολική Μεσόγειο. Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα έχει η μελλοντική κατεύθυνση των σχέσεων Ισραήλ-Ρωσίας όσο συνεχίζεται ο πόλεμος στην Ουκρανία. Ένας ενεργός ρόλος του Νετανιάχου στο ουκρανικό, καθώς ο νέος πρωθυπουργός διατηρεί άριστες σχέσεις με τον πρόεδρο Πούτιν, μπορεί να αφαιρέσει από την Τουρκία το προνόμιο του μοναδικού μεσολαβητή στην περιοχή μας –έστω και αν τα ισραηλινά κίνητρα συνδέονται σχεδόν αποκλειστικά και μόνο με το Ιράν.
*Ο Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι Λέκτορας Διεθνών Σχέσεων στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο της Νίκαιας (CIFE), Senior Fellow στο ΕΛΙΑΜΕΠ και το Κέντρο Στρατηγικών Σπουδών Μπέγκιν-Σαντάτ (Ισραήλ)