Όσο δικαίωμα και καθήκον έχει ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ να επιλέγει το καλύτερο για τον γιο του, άλλο τόσο δικαίωμα και καθήκον της Πολιτείας –και επί των ημέρων του δηλαδή– είναι να επιλέγει ό,τι καλύτερο για την εκπαίδευση, αξιολογώντας και εποπτεύοντας διαρκώς το σύνολο των συντελεστών βελτίωσής της, κυρίως δηλαδή τους εκπαιδευτικούς
Σύμφωνα με επιβεβαιωμένες δημοσιογραφικές πληροφορίες, ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε εμμέσως "ψήφο εμπιστοσύνης" στα Πρότυπα Σχολεία, επειδή ο γιος του συμμετείχε στις εξετάσεις εισαγωγής στο Πρότυπο Γυμνάσιο της Πλάκας.
Η είδηση προκάλεσε τα ειρωνικά σχόλια κάποιων και την αμηχανία άλλων. Γιατί, ως γνωστόν, ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά κατήργησε τα Πρότυπα-Πειραματικά σχολεία, που είχαν επανιδρυθεί το 2011 μετά την αρχική κατάργησή τους το 1985. Επιπλέον, δεν έχει περάσει ένας χρόνος από τότε που σε ανακοίνωση του Τμήματος Παιδείας του, τα Πρότυπα ξορκίστηκαν ως «εργαλείο διχασμού των τοπικών κοινωνιών και δημιουργίας (και) αντιπαραθέσεων μεταξύ των μελών της εκπαιδευτικής κοινότητας», ενώ καταγγέλθηκαν ως «οάσεις “αριστείας” σε εκπαιδευτική έρημο».
Στην ίδια ανακοίνωση θεωρείται ότι, ως «ελιτίστικα» σχολεία, υπονομεύουν τη δημόσια εκπαίδευση, ενισχύουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες, την κοινωνική αδικία και αποτελούν «πεδίο πειραματισμού για την προαγωγή και καθιέρωση αντιδραστικών πρακτικών, με σημείο αιχμής την καθιέρωση μεθόδων τιμωρητικής αξιολόγησης». Έτσι, απορρίπτονται συνολικά όχι μόνο τα Πρότυπα, αλλά και «κάθε αντίληψη και πρακτική που οδηγεί σε διαχωρισμό των μαθητών και μαθητριών σε διαφορετικά σχολεία βάσει των επιδόσεών τους».
Είναι, λοιπόν, η αντίστιξη μεταξύ της επιλογής του προέδρου και των θέσεων και της ρητορικής του κόμματός του, που προκαλεί τις όποιες αντιδράσεις και όχι η επιλογή του αυτή καθαυτή. Γιατί, ο κ. Τσίπρας, ως γονιός, έχει κάθε δικαίωμα και υποχρέωση να αναζητήσει ό,τι αυτός θεωρεί καλύτερο για το παιδί του. Πόσο μάλλον όταν αυτό προσέρχεται σε αντικειμενικές εξετάσεις ταυτόχρονα με εκατοντάδες άλλα παιδιά για να διεκδικήσει μια θέση διάκρισης που θεωρεί την καλύτερη για αυτό. Εξάλλου, θα το επαναλάβει μαζί με χιλιάδες άλλους μαθητές λίγα χρόνια αργότερα, όταν δώσει εξετάσεις εισαγωγής στο ελληνικό πανεπιστήμιο.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι ο κ. Τσίπρας θα είχε «ηθικό πρόβλημα», πολιτικό και όχι προσωπικό, αν επέλεγε για το παιδί του ένα πανάκριβο ιδιωτικό σχολείο, που αντικειμενικά αποκλείει την πρόσβαση παιδιών ακόμα και της λεγόμενης μεσαίας τάξης, επειδή η συγκεκριμένη επιλογή θα υποδείκνυε απόσταση «λόγων και έργων». Αλλά και πάλι η επιλογή αυτή, που αρχικά φαντάζει προβληματική μόνο για αριστερούς πολιτικούς, επί της ουσίας είναι εξίσου προβληματική για δεξιούς και κεντρώους. Επειδή δείχνει ότι η πολιτική ελίτ της χώρας δεν εμπιστεύεται «το προϊόν» που προσφέρει και έχει εξασφαλίσει για τους υπόλοιπους πολίτες της χώρας μας. Όμως αυτό είναι άλλο θέμα.
Το ουσιαστικό θέμα στη συγκεκριμένη επιλογή του κ. Τσίπρα βρίσκεται σε εντελώς άλλη κατεύθυνση: αυτή επιβεβαιώνει πανηγυρικά ότι το δημόσιο σχολείο, ως τυπικά πλέον ισότιμα θεσμός προσιτός σε όλους, μετατρέπει διαμέσου της ατομικής επιτυχίας των μαθητών του σε αυτό τις δημόσιες δαπάνες σε ατομικά οφέλη. Ταυτόχρονα, βέβαια, με τα πολλαπλά οφέλη που προσφέρει τόσο στην αναπαραγωγή όσο και την εξέλιξη κάθε κοινωνίας.
Κάτι τέτοιο, βέβαια, δεν είναι καθόλου καινούργιο, αν και η ρητορική των κομμάτων, και ιδιαίτερα της Αριστεράς, μοιάζει να το έχει «ξεχάσει» συστηματικά. Το ήξεραν, όμως, εμπειρικά οι παλιοί δάσκαλοι και, μάλιστα, πολύ καλύτερα από διάφορους κοινωνιολογίζοντες σημερινούς «παιδαγωγούς». Οταν σε χαλεπές εποχές για τη χώρα, πολλοί από αυτούς –ανάμεσά τους και διωγμένοι αριστεροί–, επισκέπτονταν τους πάμπτωχους αγρότες γονείς στα σπίτια τους για να τους πείσουν –άλλοτε με παρακάλια και άλλοτε με απειλές– να μην κρατήσουν «στα χωράφια» ή «στο σπίτι» τα αγόρια και τα κορίτσια τους που είχαν διακρίνει ότι «αγαπούσαν τα γράμματα» και να κάνουν τα πάντα ώστε αυτά να σπουδάσουν.
Όπως το έμαθαν μέσα από την ιστορία ζωής τους και όσα παιδιά αυτών των γονιών συνέχισαν το σχολείο και σήμερα αποτελούν τη συντριπτική πλειονότητα των εξηντάρηδων και εβδομηντάρηδων επιστημόνων μας, που διαπρέπουν στη χώρα ή το εξωτερικό. Τα παιδιά των γονιών που «σφίγγοντας το ζωνάρι» τα έστειλαν στο κοντινότερο Γυμνάσιο και στη συνέχεια έκαναν τα πάντα για να φτάσουν «όσο το δυνατό πιο ψηλά»
Η επιμονή της Πολιτείας στον διοικητικό στραγγαλισμό των σχολείων, στον συγκεντρωτισμό και στην ομοιομορφία, όχι μόνο δεν μειώνει, αλλά αντίθετα αυξάνει τις κοινωνικά και οικογενειακά προσδιορισμένες εκπαιδευτικές ανισότητες
Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν έγκειται στην επιλογή του κ. Τσίπρα. Το πρόβλημα βρίσκεται στις ανακρίβειες, προχειρότητες, κοινοτοπίες και συχνά ανοησίες που γράφονται και διαδίδονται δεκαετίες τώρα από τις κομματικές ανακοινώσεις ένθεν κακείθεν για την εκπαίδευση. Γιατί, βέβαια, τα Πρότυπα Σχολεία είναι σχολεία επιλογής και διάκρισης, αλλά όχι όσο θα έπρεπε ή θα μπορούσε να ήταν. Αφού αυτό που τα διακρίνει από τα λοιπά δεν είναι η απόκλισή τους προς το συνθετότερο και δυσκολότερο στα Προγράμματα Σπουδών, στις μεθόδους διδασκαλίας, στα εγχειρίδια ή ακόμα και στην ποιότητα του διδακτικού προσωπικού τους, όσο οι προσδοκίες των γονέων που τα επιλέγουν. Δηλαδή, η εκπεφρασμένη θέλησή τους τα παιδιά τους να έχουν, στο πλαίσιο του δημόσιου σχολείου, «κάτι καλύτερο», αν όχι «ό,τι καλύτερο».
Και οι προσδοκίες των γονιών αλλάζουν πολλά, πολύ περισσότερα απ’ ό,τι συνήθως υποθέτουμε. Καθαρόαιμα σχολεία διάκρισης θα ήταν, αν το εκπαιδευτικό μας σύστημα έκανε θεσμικά ό,τι οι παλιοί δάσκαλοι: επέλεγε εκείνο τα παιδιά που θα φοιτούσαν στα Πρότυπα Σχολεία, ενισχύοντας όσα έχουν ανάγκη με διάφορους τρόπους (π.χ. Υποτροφίες), επιδιώκοντας έτσι να αντλήσει από το σύνολο της κοινωνίας τα μελλοντικά διακριτά στελέχη του επιστημονικού δυναμικού της χώρας και όχι μόνο. Γιατί, βέβαια, είναι πλήρως ανακριβές ότι κάποια Πρότυπα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα όπου η τυπική ισότητα ευκαιριών έχει αποκατασταθεί εδώ και δεκαετίες, αυξάνουν τις εκπαιδευτικές ανισότητες ή υποδηλώνουν αδιαφορία της Πολιτείας για τα υπόλοιπα σχολεία.
Αντιθέτως, τις εκπαιδευτικές ανισότητες, καθώς και τη συνολική υποβάθμιση ενός συστήματος εκπαίδευσης αυξάνει η αδιαφορία για την αξιολόγηση του συνόλου των παραγόντων που συμβάλλουν στη βελτίωσή των μαθησιακών αποτελεσμάτων που το σχολείο μας επιτυγχάνει. Η επιμονή της Πολιτείας στον διοικητικό στραγγαλισμό των σχολείων, στον συγκεντρωτισμό και στην ομοιομορφία, που –παρά την αφελή εντύπωση πολλών– όχι μόνο δεν μειώνει, αλλά αντίθετα αυξάνει τις κοινωνικά και οικογενειακά προσδιορισμένες εκπαιδευτικές ανισότητες.
Γιατί όσο δικαίωμα και καθήκον έχει ο κ. Τσίπρας να επιλέγει το καλύτερο για τον γιο του, άλλο τόσο δικαίωμα και καθήκον της Ελληνικής Πολιτείας είναι να επιλέγει ό,τι καλύτερο για την εκπαίδευση, αξιολογώντας και εποπτεύοντας διαρκώς το σύνολο των συντελεστών βελτίωσής της, ανάμεσά τους και τον σημαντικότερο όλων: τους εκπαιδευτικούς. Και αν κ. Τσίπρας το κάνει, καιρός είναι να το κάνει και η Ελληνική Πολιτεία.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας
Πηγή: Protagon.gr