Η αναφορά Μπλίνκεν στα κυριαρχικά δικαιώματα με βάση το Δίκαιο της Θάλασσας και η πρόβλεψη για προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών από απειλή και «ένοπλη επίθεση» αφαιρούν κάθε ουσιαστικό επιχείρημα από την αρνητική, με ψυχροπολεμικούς όρους, κριτική της αντιπολίτευσης
Όταν η Αθήνα και η Ουάσιγκτον προχώρησαν στην πρώτη συμφωνία που πρακτικά επέτρεπε την παρουσία, ανάπτυξη και δράση των αμερικανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του ‘50, η χώρα ήταν ένα μετεμφυλιακό, ψυχροπολεμικό προκεχωρημένο φυλάκιο.
Από τότε έχουν περάσει εβδομήντα χρόνια, αλλά και σχεδόν μισός αιώνας αδιατάρακτου δημοκρατικού βίου, συνθήκη που πολλές φορές λησμονείται από την αντιπολίτευση. Διαφορετικά δεν εξηγείται για ποιο λόγο η συμφωνία που υπέγραψαν στην Ουάσιγκτον το πρωί της περασμένης Πέμπτης, 14 Οκτωβρίου, οι υπουργοί Εξωτερικών Ελλάδας και ΗΠΑ Νίκος Δένδιας και Αντονι Μπλίνκεν, κρίνεται από την αντιπολίτευση με ψυχροπολεμικούς όρους.
Αυτή καθαυτή η συμφωνία είναι, βέβαια, μια σημαντική μετατόπιση προς μια διαφορετική κατεύθυνση. Καταρχάς, ακόμα και οι πλέον δύσπιστοι και επικριτικοί προς την κυβέρνηση παρατήρησαν τις διατυπώσεις της επιστολής Μπλίνκεν περί ανάγκης σεβασμού των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Ελλάδας με βάση τις προβλέψεις του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας.
Πρόκειται για μια διατύπωση η οποία ξεπερνά κατά πολύ τις παρελθούσες επιστολές υπουργών Εξωτερικών των ΗΠΑ, με πλέον ενδεικτικές εκείνη του Χένρι Κίσινγκερ το 1975 και του Μάικ Πομπέο τον Ιανουάριο του 2020. Σημαντική λεπτομέρεια είναι ότι η επιστολή Μπλίνκεν, σε αντίθεση με τις δύο προηγούμενες, δεν απευθύνεται στον Έλληνα ομόλογό του, αλλά στον πρωθυπουργό της Ελλάδας.
Εξίσου σημαντική είναι η αναφορά σε προστασία της εδαφικής ακεραιότητας των δύο χωρών από απειλή και «ένοπλη επίθεση» εναντίον τους, αποστροφή που βρίσκεται στη πρώτη σελίδα της νέας Συμφωνίας Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας (Mutual Defense Cooperation Agreement). Η αποστροφή αυτή περιλαμβάνει αρκετά χαρακτηριστικά που θυμίζουν ρήτρα αμοιβαίας αμυντικής συνδρομής, δίχως, βέβαια να φθάνει στην λεπτομέρεια και τη δέσμευση της Ελληνογαλλικής συμφωνίας. Οι εγγυήσεις που παρέχονται με διάφορους τρόπους τόσο στην MDCA, όσο και στην επιστολή Μπλίνκεν αποτελούν μια ουσιαστική επιτυχία για την ελληνική διπλωματία.
Η αμυντική συνεργασία
Εν ολίγοις, οι πολιτικές προεκτάσεις της συμφωνίας υπερβαίνουν κατά πολύ την οποία σημασία έχουν για την ελληνοαμερικανική σχέση οι λεπτομέρειες που αφορούν την αμυντική συνεργασία των δύο χωρών. Σύμφωνα με τις διπλωματικές και κυβερνητικές πηγές που τοποθετήθηκαν στο θέμα τις προηγούμενες ημέρες, η νέα συμφωνία με τις ΗΠΑ αφήνει κάποια περιθώρια για επέκταση των δραστηριοτήτων των Αμερικανών σε πολύ περισσότερες τοποθεσίες μέσα στη πενταετία ισχύος της MDCA. Με βάση τη νέα συμφωνία ως πρόσθετες τοποθεσίες πλην, βεβαίως, της Ναυτικής Βάσης της Σούδας, επελέγησαν τα στρατόπεδα Γεωργούλα και Γιαννούλη σε Βόλο και Αλεξανδρούπολη αντιστοίχως και το Πεδίο Βολής Λιτοχώρου.
Το γεγονός ότι το σύνολο των παραπάνω τοποθεσιών είχε διαρρεύσει σε διάφορα μέσα ενημέρωσης τους τελευταίους μήνες, υποδηλώνει ότι οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές για το χερσαίο σκέλος είχαν κλείσει από πολύ νωρίς.
Στη περίπτωση, μάλιστα, του Έβρου, η δέσμευση ενός στρατοπέδου, σε μια περιοχή όπου οι αμερικανικές δυνάμεις διέρχονται ετησίως δύο φορές – από και προς την Ανατολική Ευρώπη – δημιουργεί συνθήκες για την σταδιακή διαμόρφωση ενός τοπικού κόμβου. Φυσικά, για την Αθήνα η παρουσία των αμερικανικών δυνάμεων στη Θράκη ήταν ζητούμενο εδώ και δεκαετίες.
Αντιθέτως, οι συζητήσεις για τη Σκύρο συνεχίζονταν μέχρι και την τελευταία στιγμή, έως ότου βρεθεί ένας συμβιβασμός που αποτυπώθηκε και στην MDCA, με τη δυνατότητα μελλοντικών αμερικανικών ασκήσεων και σε νησιά. Μια ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια που διαφεύγει σε πολλούς είναι ότι η Σκύρος ήταν αντικείμενο διαφωνίας ανάμεσα στην Ουάσιγκτον και την αμερικανική πρεσβεία στην Αθήνα. Από την εδώ αμερικανική διπλωματική αποστολή προωθούνταν η υπόθεση της Σκύρου. Από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ υπήρχε αντίσταση, προκειμένου κάτι τέτοιο να συμβεί σε καταλληλότερο χρόνο.
Ως προς το αμιγώς στρατιωτικό σκέλος των συζητήσεων, έχει επίσης καταστεί σαφές ότι τους επόμενους μήνες ελληνικές και αμερικανικές αντιπροσωπείες θα αναζητήσουν τις δυνατότητες που δίνουν διάφορα προγράμματα του Πενταγώνου, προκειμένου να ενισχυθούν οι δικές μας Ένοπλες Δυνάμεις και σε υλικό.
Η ενόχληση της Αγκυρας
Η πλέον σημαντική πτυχή των δύο αμερικανικών κειμένων, είναι ότι – για πρώτη φορά, έστω και με τρόπο που μπορεί να φαίνεται εκ πρώτης όψεως ως γενικόλογος – επιλέγεται η αύξηση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ στην Ελλάδα, ενώ ξεκάθαρα η Τουρκία αντιτίθεται και επικρίνει ανοιχτά μια τέτοια επιλογή ως περίπου επιθετική κίνηση. Η ενόχληση που προκαλεί στην Αγκυρα η MDCA επιβεβαιώνει όλους όσοι ισχυρίστηκαν το προηγούμενο χρονικό διάστημα, ότι η Ουάσιγκτον, παρά την εκπεφρασμένη βούληση να εργαστεί για την μείωση των τριβών με την Τουρκία, δεν πρόκειται να καθορίσει τις προτεραιότητές της με βάση τις περιφερειακές ανησυχίες αλλά και την εσωτερική πολιτική ατζέντα του Ερντογάν.
Εκείνο που μένει να αποδειχθεί είναι αν πράγματι οι ΗΠΑ επιλέγουν αυτές τις Eλληνικές τοποθεσίες με σκοπό τη δημιουργία (και μέσω της Ελλάδας) ενός αμυντικού πλέγματος, στο πλαίσιο της ευρύτερης επανατοποθέτησής τους στη περιοχή και της μετατόπισης του ενδιαφέροντος τους προς την περιοχή του Ινδο-Ειρηνικού.
Πηγή: Protagon.gr