Έγραψε ο Φώτης Κόντογλου σε ένα άρθρο του με τίτλο «Ο Χριστιανισμός κι ο Μωαμεθανισμός» ότι «στον Ανατολίτη το αίσθημα είναι πιο δυνατό από το μυαλό, ενώ στον Ευρωπαίο γίνεται τ᾿ ανάποδο». Και συνέχισε με τη διαπίστωση ότι το Ισλάμ έμεινε «μακριά από νεωτερισμούς και προσαρμογές στην κάθε εποχή, δηλαδή μακριά από τον ορθολογισμό».
Ο Τούρκος Πρόεδρος έλαβε πρόσφατα, μετά από χρόνιες απειλές, οριστική απόφαση να μετατρέψει την Αγία Σοφία σε μουσουλμανικό τέμενος, πιθανώς παρασυρόμενος από τον προαναφερθέντα μωαμεθανικό συναισθηματισμό. Τον οποίο, ωστόσο, αισθάνεται ασφαλώς ο ίδιος πολύ λιγότερο ως θρησκευτικό χαρακτηριστικό των ομοϊδεατών του και πολύ περισσότερο «ως μέσο συσπείρωσης των εθνικιστών από τους οποίους εξαρτάται άμεσα». Ως ένα μέσο ανάσχεσης της «πολιτικής του θνητότητας», όπως διατυπώθηκε στις 14 Ιουλίου από τον David Gardner στην εφημερίδα Financial Times.
Αν αυτό διαψεύδει τον Φώτη Κόντογλου και μαρτυρεί ότι και στον μουσουλμάνο επικρατεί το μυαλό έναντι του συναισθήματος, τότε πρόκειται για μια νίκη της δόλιας λογικής έναντι της αγνής θρησκευτικότητας, και σε κάθε περίπτωση για μια εντελώς ορθολογική αναπροσαρμογή του πνεύματος του Ισλάμ, επάνω σε λάθος βάσεις και ενδεικτική της πλήρους άγνοιας για τις επιταγές του κύριου αναγνώσματος των Μωαμεθανών: του Κορανίου. Διότι το ιερό αυτό βιβλίο του Ισλάμ, ανεξάρτητα από το αν ουσιαστικά επιτέθηκε ή όχι στον Χριστό και στον Χριστιανισμό (τα πάντα είναι θέμα ερμηνείας και αναλυτικής επισκόπησης των αντιφάσεων του Κορανίου), δεν παρέλειψε να περιλάβει στο χωρίο Αἱ γυναῖκες 4: 169 την απόφανση: «Ὁ Μεσσίας Ἰησοῦς Υἱός τῆς Μαριάμ, Ἀπόστολος τοῦ Θεοῦ καί ὁ Λόγος Αὐτοῦ». Σε άλλα σημεία υπάρχουν αναφορές στη θαυματουργή δράση του Ιησού, για να προστεθεί η αναφορά του κειμένου και στην Παναγία, το μόνο γυναικείο πρόσωπο που το όνομά του αναφέρεται στο Κοράνιο, κατέχει μάλιστα σε αυτό ολόκληρο κεφάλαιο.
Ο Μωάμεθ, ακόμα και αν δεν θεώρησε τον Ιησού υιό του Θεού, τον εξέλαβε ως έναν προφήτη με εξέχουσα σημασία, απέναντι στον οποίο πρέπει να εκδηλώνεται μέγας σεβασμός.
Προς τι λοιπόν η συστηματική δράση υποβάθμισης και εξαφάνισης των υλικών καταλοίπων της πίστης σε Εκείνον; Και μάλιστα από πολιτικές κουκίδες της ανθρώπινης ιστορίας, που σήμερα βρίσκουν έρεισμα εξουσίας πραγματοποιώντας τη βδελυρή πράξη της μετατροπής ενός παγκόσμιου μνημείου του Χριστιανισμού στην έδρα ενός ιμάμη ο οποίος πριν από λίγες ημέρες ανέβηκε στον άμβωνα του ναού κρατώντας το ιερό οθωμανικό ξίφος; Ποίου την υπεροχή εκφράζει η κίνηση αυτή; Του Ισλάμ έναντι του Χριστιανισμού ή του Τούρκου Προέδρου έναντι όσων προσδοκά στα μύχια του, με κάθε πνευματικό, ψυχολογικό ή άλλο μέσο, να κατακτήσει; Έναντι εκείνων που, σύμφωνα με το μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, «θα στραφούν εναντίον του Ισλάμ: των εκατομμυρίων χριστιανών σε όλο τον κόσμο»;
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης δεν παρέλειψε να τονίσει ότι «η Αγία Σοφία ως μουσείο αποτελεί τόπο και σύμβολο συναντήσεως, αλληλεγγύης και αλληλοκατανοήσεως Χριστιανισμού και Ισλάμ» και να προσθέσει ότι «το ζητούμενο είναι η ενότητα».
Ας μας επιτραπεί στο σημείο αυτό να αναφερθούμε στους τόσο σημαντικούς διαθρησκειακούς διαλόγους τους οποίους το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως προωθεί από τον 20ο ήδη αιώνα και μάλιστα αρκετά νωρίς. Έχουν τέτοιοι διάλογοι θεωρηθεί από αρκετούς ως εκχώρηση πίστης, ως απομάκρυνση από τα ιερά ιδεώδη του Χριστιανισμού ενόψει μιας ειρήνης με αμφίβολο και ύποπτο περιεχόμενο. Όμως, αυτή η οπτική παρερμηνεύει την προσέγγιση αγίων προσώπων του Χριστιανισμού, όπως ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, που τον 14ο αιώνα, σύμφωνα με τον καθ. Δ. Ι. Τσελεγγίδη, έδειξε στο επίκαιρο έργο του ότι «η αγαπητική πρόνοια του Θεού αποτελεί το “κλειδί” ερμηνείας της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής της ανθρωπότητας” Στο πλαίσιο αυτό, δια του θεολογικού διαλόγου με το Ισλάμ «φανερώνονται τα έργα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και Θεού όλων και σ᾽ αυτούς».
Ο Χριστιανισμός δεν ανατινάζει κτήρια ούτε στέλνει μάρτυρες να εξολοθρεύσουν ανυποψίαστους αλλόθρησκους σε μεγάλα εμπορικά κέντρα την ώρα που ψωνίζουν ή πίνουν τον καφέ τους.
Όπλο του είναι ο διάλογος, όχι η μάχαιρα. Εάν ο διάλογος αυτός ήταν από όλους αποδεκτός και λάμβανε χώρα με εντατικότερο ρυθμό, σήμερα είναι ιδιαίτερα αμφίβολο αν θα υποχρεωνόμασταν να αντιδρούμε σε πράξεις άγνοιας και μίσους, υστερόβουλες και καταλυτικές, όπως η βεβήλωση της Αγίας Σοφίας. Σε πράξεις βαρβαρότητας για τις οποίες, όπως ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος με τη σοφία που από τον Τούρκο Πρόεδρο απουσιάζει διατύπωσε, χρειάζεται διαρκής προσευχή ώστε να μην έχουν συνέχεια.
*Δρ. Αρχιμ. Απόστολος Καβαλιώτης, Post doct, phd, msed, Διευθυντής του Γραφείου Ευρωπαϊκής Διασύνδεσης της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών